17 Νοεμβρίου 2019

Οι φοιτητικές ταραχές και η παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου το Δεκέμβριο του 1873

Το κτίριο όπου στεγάστηκε το Εθνικό Πανεπιστήμιο κατά την έναρξη λειτουργίας του, το Μάιο του 1837


Από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του το Πανεπιστήμιο γνώρισε πολλές ταραχές – μεγαλύτερης ή μικρότερης βαρύτητας, δικαιολογημένες ή αδικαιολόγητες – οι οποίες εκδηλώνονταν άλλοτε με ποδοβολητά και φασαρία μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας, άλλοτε με συγκεντρώσεις και ψηφίσματα διαμαρτυρίας, άλλοτε με οργανωμένες αποχές από τα μαθήματα και άλλοτε με καταλήψεις. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο χώρος του πανεπιστημίου αποτέλεσε πεδίο σοβαρών επεισοδίων και συγκρούσεων μεταξύ φοιτητών και αστυνομικών οργάνων, όπως για παράδειγμα το Δεκέμβριο του 1873, όταν η αστυνομία παραβίασε παράνομα το πανεπιστημιακό άσυλο, γεγονός που καταγγέλθηκε από την αρθρογραφία της εποχής.

Αιτία των φοιτητικών ταραχών του 1873 ήταν η εμμονή των φοιτητών για την αναβίωση της πανεπιστημιακής φάλαγγας, που είχε συσταθεί το Δεκέμβριο του 1862, λίγο μετά την έξωση του Όθωνα. Τότε είχαν δοθεί όπλα στους φοιτητές του Εθνικού Πανεπιστημίου, οι οποίοι αποτέλεσαν ειδικό σώμα τήρησης της τάξης μέχρι το 1864. Στη συνέχεια το ζήτημα της επανασύστασης της πανεπιστημιακής φάλαγγας τέθηκε αρκετές φορές από τους φοιτητές, όμως το Νοέμβριο του 1873 αυτό έγινε με ιδιαίτερο ζήλο και επιμονή. Άλλωστε, πρωθυπουργός την περίοδο εκείνη ήταν ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης, ο οποίος είχε μείνει στη συνείδηση των πολιτών ως ο χαρισματικός ρήτορας και κορυφαίος εκπρόσωπος της «Χρυσής Νεολαίας» που πέτυχε την έξωση του Όθωνα τον Οκτώβριο του 1862, ένα γεγονός με το οποίο ήταν συνδεδεμένη η εξ αρχής σύσταση της φάλαγγας.

Βέβαια η στάση της κυβέρνησης Δεληγεώργη, που για αρκετές εβδομάδες προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο κρατώντας μια μάλλον αμφίσημη στάση και μεταδίδοντας λάθος μηνύματα στους φοιτητές, δεν ήταν η επιθυμητή. Έτσι, οι φοιτητές άρχισαν να γίνονται πιο ανυπόμονοι οργανώνοντας συγκεντρώσεις και υιοθετώντας ψηφίσματα διαμαρτυρίας με επικεφαλής τους το Νικόλαο Γ. Πολίτη, ο οποίος τα επόμενα χρόνια θα εξελισσόταν στον «πατέρα» της ελληνικής Λαογραφίας. Ανεξάρτητα από το αν το αίτημα των φοιτητών ήταν δίκαιο ή όχι, είχαν κάθε δικαίωμα να εκφράσουν τις διαμαρτυρίες τους. Ωστόσο, για κάποιον περίεργο λόγο, οι αντιδράσεις αυτές τρόμαξαν την κυβέρνηση Δεληγεώργη, που κατέφυγε στη χρήση υπέρμετρης και αδικαιολόγητης αστυνομικής βίας, αντιμετωπίζοντας τους φοιτητές όχι ως διαμαρτυρόμενους πολίτες, αλλά ως... στασιαστές!

Τα πρώτα σοβαρά επεισόδια έγιναν στις 11 Δεκεμβρίου 1873, τέσσερις μέρες μετά την επίσημη απάντηση του υπουργείου ότι η πανεπιστημιακή φάλαγγα είχε καταργηθεί οριστικά διά του νόμου ΡΠΘ΄ της 4 Μαρτίου 1867 και ότι τυχόν επανασύστασή της προϋπέθετε την έκδοση σχετικής γνωμοδότησης από πανεπιστημιακούς καθηγητές. Η απόφαση δεν ικανοποίησε τους φοιτητές, οι οποίοι ερμήνευαν αλλιώς το νόμο του 1867, ένα ζήτημα στο οποίο δεν έχει νόημα να σταθούμε περισσότερο, γιατί δεν αποτελεί την ουσία αυτού του αφιερώματος.

 αΗ απόφασΓύρω, λοιπόν, στις 5 το απόγευμα της 11ης Δεκεμβρίου (μετά το τέλος των παραδόσεων) οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στην πλατεία μπροστά από το πανεπιστήμιο, όπου εκφωνήθηκε ένας ακόμη πύρινος λόγος από το Νικόλαο Πολίτη, ενώ εκδόθηκε και ψήφισμα διαμαρτυρίας καταγγέλλοντας την κυβερνητική στάση. Μετά το τέλος της συγκέντρωσης, την ώρα που οι άοπλοι φοιτητές αποχωρούσαν από τα προπύλαια, δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση με ξίφη, πέτρες και ρόπαλα από έφιππους χωροφύλακες και πεζούς εύζωνες, οι οποίοι (σύμφωνα με δημοσιεύματα) είχαν έρθει από τα... σύνορα του κράτους στη Φθιώτιδα! Πολλοί προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο σε παρακείμενα μαγαζιά επί των οδών Σταδίου και Κοραή φωνάζοντας συνθήματα κατά της κυβέρνησης και υπέρ της πανεπιστημιακής φάλαγγας. Ωστόσο τα όργανα της τάξης συνέχισαν την καταδίωξη των φοιτητών εισβάλλοντας σε καφενεία και ζαχαροπλαστεία της περιοχής, μεταξύ των  οποίων και στο ζαχαροπλαστείο του Σόλωνος στα Χαυτεία (εξαιρετικά δημοφιλές στέκι της εποχής), απ’ όπου – παρουσία βουλευτών, αξιωματικών, δημοσιογράφων και δικαστικών υπαλλήλων – «(με) ύβρει και βία και απειλή εξήγαγον τους φοιτητάς και τους άλλους παρευρισκομένους» κατά την περιγραφή της Παλιγγενεσίας δυο μέρες αργότερα. Πολλοί φοιτητές τραυματίστηκαν από τα ξίφη των αστυνομικών οργάνων και από τη ρίψη λίθων, ενώ περίπου 30 με 40 ήταν οι συλληφθέντες. Μεταξύ των τραυματιών ήταν και ο εγγονός του ναυάρχου Κωνσταντίνου Κανάρη, Θεμιστοκλής (φοιτητής νομικής), ο γιός του βουλευτή Θήρας Σπυρίδωνα Μαλασπίνα, αλλά κι ο τυχαία διερχόμενος από την περιοχή ιερέας του βασιλιά.

Η ένταση κορυφώθηκε στις 13 Δεκεμβρίου. Λίγο μετά τις 4 το απόγευμα της ημέρας αυτής, οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν για ακόμη μια φορά στο χώρο μπροστά από το Πανεπιστήμιο για να καταγγείλουν την άσκηση βίας από τους χωροφύλακες και τους εύζωνες. Ξαφνικά και απρόκλητα, την ώρα που ο Πολίτης εξιστορούσε στους συγκεντρωμένους τα τελευταία συμβάντα, οι συγκεντρωμένοι δέχτηκαν και πάλι επίθεση από αστυνομικούς, οι οποίοι επεδίωκαν τη διάλυση της συγκέντρωσης (υποτίθεται «στάσης»), συνεπικουρούμενοι από άνδρες του ιππικού, της χωροφυλακής και από εύζωνες. Φέροντες σπαθιά, αυτοί παραβίασαν ακόμη και το πανεπιστημιακό άσυλο χωρίς προηγούμενη άδεια από τον πρύτανη, όταν κάποιοι φοιτητές έτρεξαν εντός του πανεπιστημίου για να προστατευτούν από τις επιθέσεις. «Ύβρεις και βλασφημίας τοσαύτας εξεστόμισαν οι γενναίοι πρόμαχοι της πατρίδος κατά των φοιτητών, όσας δεν ήκουσέ τις ποτέ υπό των χυδαιοτάτων και κακοηθεστάτων. Οι κλητήρες εισήλθον και εις τα δωμάτια του πανεπιστημίου και έσυραν έξω τους μαθητάς», όπως διαβάζουμε στο ρεπορτάζ της Παλιγγενεσίας (14.12.1873)!

Τις επόμενες μέρες, οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες δημοσίευσαν διάφορα περιστατικά άσκησης υπέρμετρης βίας («ηρωικά κατορθώματα» τα χαρακτήρισε ειρωνικά ο Εθνοφύλαξ), όπως οι τραυματισμοί τυχαία διερχόμενων πολιτών, αλλά και η συγκινητική αστοργία κάποιου πλούσιου ομογενή ονόματι Ρηγάδης, στην αυλή του οποίου αναζήτησε καταφύγιο μια ομάδα φοιτητών. Ο τύπος αυτός όχι απλά επέπληξε τους άοπλους φοιτητές, επειδή είχαν διαταράξει την ησυχία του, αλλά κάλεσε και τους χωροφύλακες να συλλάβουν τους... κακούργους!

Η Εφημερίς, που ως καινούρια εφημερίδα κρατούσε μια μάλλον απολίτικη στάση και δεν ταυτιζόταν με συγκεκριμένο κόμμα ή κομματάρχη (και που μάλιστα κατά καιρούς είχε εκθειάσει την αποστολή και την οργάνωση του σώματος των ευζώνων), περιέγραφε: «[..] Πολλοί των φοιτητών εκτυπήθησαν απόνως διά σπάθης και διά λίθων ογκωδών, η δε καταδίωξις και η ταραχή επί τοσούτον εκορυφώθησαν, ώστε ενόμιζέ τις εκείθεν διερχόμενος ότι μέγας αγών απειλεί· το δε δεινόν, και άλλοι πολίται διερχόμενοι πάντες κατεδιώκοντο κ’ εξεδιώκοντο και εξυβρίζοντο. Εν τούτοις η οδός Σταδίου και η πλατεία του ταχυδρομείου και άλλαι παραπλήσιαι οδοί παρίστων θέαμα γενικής αναστατώσεως και διεσχίζοντο υπό εφίππων και πεζών στρατιωτών, καταδιωκόντων ανθρώπους μέχρι κ’ εντός των οικιών [..]».

«Μανθάνομεν, ότι οι κλητήρες και οι χωροφύλακες διώκοντες τους φοιτητάς ανήλθον και τας βαθμίδας του Πανεπιστημίου, όπου όπισθεν των στηλών εις τον πρόδομον είχον περισυναχθή φοιτηταί τινες· το δε ιππικόν έφθασε μέχρι της κλίμακος. Τούτο είνε υπέρβασις ορίων» σχολίαζε η Εφημερίς στις 14 Δεκεμβρίου.

Πώς όμως οι αστυνομικοί μπήκαν μέσα στο κτίριο του Πανεπιστημίου καθ’ υπέρβαση ορίων, χωρίς προηγούμενη άδεια από τον πρύτανη; Την πόρτα άνοιξε ο γραμματέας του πανεπιστημίου, Γ. Δοκός. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παλιγγενεσία στις 18 Δεκεμβρίου 1873, τα γεγονότα έγιναν ως εξής: Κάποια στιγμή κι ενώ είχαν σταματήσει τα επεισόδια στα προπύλαια, ο υπαστυνόμος Τσήτσος ζήτησε από το Δοκό να του ανοίξει την πόρτα του Πανεπιστημίου για έρευνα, ισχυριζόμενος ότι μέσα στο κτίριο βρίσκονταν «κεκρυμμένα ή ερριμμένα όπλα και κακούργοι». Ο γραμματέας αρνήθηκε την ύπαρξη όπλων εντός του πανεπιστημίου, όμως «τεταραγμένος εκ της βαρείας κατά του πανεπιστημίου κατηγορίας και φοβούμενος διαβολάς κατά των φοιτητών» άνοιξε τελικά την πόρτα για αστυνομική έρευνα, παρότι δεν είχε δοθεί η απαραίτητη άδεια της Συγκλήτου.  Στο κτίριο μπήκαν ο Τσήτσος συνοδευόμενος από έναν ανθυπασπιστή, έναν υπενωματάρχη και τρεις αστυνομικούς κλητήρες. Ερεύνησαν τις αίθουσες παραδόσεων της Νομικής και της Φιλοσοφικής σχολής, καθώς και τα γραφεία, χωρίς να βρουν το παραμικρό. Μάλιστα υπήρξε κι ένας διαπληκτισμός των αστυνομικών οργάνων με τον καθηγητή Αναστάσιο Χρηστομάνο (τον θεωρούμενο ως τον θεμελιωτή της επιστήμης της Χημείας στην Ελλάδα), που βρισκόταν στο κτίριο την ώρα εκείνη. Σύμφωνα με την επίσημη έκθεση του Γραμματέα προς τον Πρύτανη, γύρω στις 7 το απόγευμα της ίδιας ημέρας ακολούθησε δεύτερη έρευνα  στις υπόλοιπες αίθουσες και στο υπόγειο του πανεπιστημίου. Το μόνο που βρέθηκε αυτήν τη φορά ήταν ένα μαχαιράκι στην αίθουσα της Ιατρικής, το οποίο προφανώς είχε ριχθεί από έξω, καθώς υπήρχε ένα σπασμένο τζάμι.

Στις 18 Δεκεμβρίου, η Παλιγγενεσία δημοσίευσε τη μαρτυρία ενός φοιτητή:
«[...] Η ώρα εκείνη δεν περιγράφεται. Κατ’ αρχάς εφωνάξαμεν και διά λόγων αντέστημεν προτάττοντες τους νόμους, το σύνταγμα, το δικαίωμα ημών. Αλλ’ εις ταύτα απήντησαν οι γενναίοι άνδρες της εξουσίας διά των φονικών οργάνων α (= τα οποία) έφερον, διότι προς τούτο απεστάλησαν. Τρεις πλησίον μου εποδοπάτησαν οι ίπποι των χωροφυλάκων, δύο άλλους έρριψαν χαμαί οι κλητήρες και έτυπτον (= χτυπούσαν) ανηλεώς, εγώ δε κατέφυγον εις το πανεπιστήμιον και εσώθην [...]
Αφ’ ου οι υπηρέται του υπουργείου εξετέλεσαν τα καθήκοντά των έξω, έπρεπε να εισβάλωσι και εις το πανεπιστήμιον. Ηγούμενος συμμορίας κλητήρων εις υπαστυνόμος μεθ’ ενός ανθυπασπιστού και ενός υπενωματάρχου ήλθεν εις τας θύρας του πανεπιστημίου και εφώναζεν, «Ανοίξατε· έχετε όπλα, κρύπτετε τους κακούργους. Ανοίξατε να ερευνήσωμεν». Ο γραμματεύς του πανεπιστημίου διέταξε ν’ ανοίξη η θύρα, και εισήλθεν ο υπαστυνόμος μετά των ακολούθων του και ερευνήσας δεν εύρεν όπλα, κακούργοι όμως είμεθα περί τους δεκαπέντε κεκρυμμένοι, ους ο γραμματεύς δεν παρέδωκεν εις χείρας των διωκτών και δολοφόνων, και ίσως διά τούτο παυθή, όπως ηπειλήθη ότι θα παυθή και ο καθηγητής Χρηστομάνος, όστις αγανακτών είπε προς τον υπαστυνόμον λόγους τινάς πικρούς. Οι εισελθόντες εις το πανεπιστήμιον ήσαν εξηγριωμένοι ωσανεί εζήτουν αληθείς κακούργους να συλλάβωσιν, ουχί βεβαίως χείρονας εαυτών. Αποτόμως και υβριστικώς ελάλει και ο υπενωμοτάρχης Καλκούβαρης ζητών και ούτως να του παραδώσωσι τους κακούργους οίτινες εν τω πανεπιστημίω εκρύπτοντο.
Εξελθόντες μετ’ ολίγον εύρομεν πολλούς συμφοιτητάς, οίτινες αφηγήθηκαν ημίν εν εκτάσει τα έξω, και πολλοί έφερον μώλωπας επί του σώματος. Οι ούτω κτυπημένοι είναι πλείονες των πεντήκοντα, ων τινες ευρίσκονται έτι κλινήρεις και νοσηλευόμενοι. Ευγνωμονούμεν δεν προς τους κουρείς των Αθηνών, τους ιατρούς και τους φαρμακοποιούς διότι πρόθυμοι και δωρεάν παρέσχον προς τους κτυπηθέντας την συνδρομήν των. Μεταξύ δε των συλληφθέντων και των παθόντων υπήρχον και μη φοιτηταί, τυχαίως εκείθεν διαβαίνοντες, ή ελθόντες ν’ ακούσωσι τον αγορεύοντα. Εξ αυτών απήχθησαν εις την φυλακήν δύο μαθηταί του γυμνασίου, ο υπηρέτης του Μαυρομιχάλη, ο πρώην πρόξενος Παλαιολόγος, εις υποδηματοποιός, και άλλοι ους μετ’ ολίγον απέλυσαν. Μεταξύ δε των παθόντων μη φοιτητών και φυγόντων ήσαν τρεις μαθηταί του σχολείου, εις του γυμνασίου, εις παντοπώλης, δύο γυναίκες και τις οίδε πόσοι άλλοι [..]».

Περίπου 30 φοιτητές συνελήφθησαν στα επεισόδια της 13ης Δεκεμβρίου και οδηγήθηκαν στις φυλακές Καρπολά, στις οποίες είχαν οδηγηθεί το 1861 τόσο ο πρωθυπουργός Επαμεινώνδας Δεληγεώργης όσο και ο υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Δημήτριος Καλλιφρονάς ως συνωμότες κατά του Όθωνα! Ως αρχηγοί στασιαστικού κινήματος συνελήφθησαν ο Νικόλαος Πολίτης και ο συμφοιτητής του, Π. Ζερβουλάκος. Δύο από τους συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι λίγες ώρες μετά, επειδή είχαν μπάρμπα στην Κορώνη: ο ένας ήταν γιος του κυβερνητικού βουλευτή Πετραλιά και ο άλλος συγγενής της Κυρίας της Τιμής της βασίλισσας Όλγας. Τις επόμενες μέρες, οι φοιτητές του πανεπιστημίου συγκέντρωσαν χρηματικό ποσό για να αγοράσουν τρόφιμα στους φυλακισμένους συναδέλφους τους, ενώ αρκετοί κρεοπώλες και παντοπώλες συνεισέφεραν με δωρεάν προμήθειες.

Με σκοπό την αποκλιμάκωση της έντασης, η Σύγκλητος αποφάσισε την πρόωρη διακοπή των μαθημάτων (μια εβδομάδα νωρίτερα του συνηθισμένου) έως τις 8 Ιανουαρίου. Λάδι στη φωτιά παρά λίγο να έριχνε τις επόμενες μέρες η είδηση για το θάνατο ενός φοιτητή στο δημοτικό νοσοκομείο. Ο θάνατός του δεν είχε κάποια σχέση με τα επεισόδια, αλλά ο νεαρός άνδρας νοσηλευόταν από καιρό στο νοσοκομείο πάσχοντας από όγκο στον εγκέφαλο. Όμως ήταν τόσο τεταμένα τα πνεύματα, ώστε αρχικά δημιουργήθηκε ένας εσφαλμένος συσχετισμός των δύο γεγονότων, που ευτυχώς δεν οδήγησε σε έκτροπα.

Η οδός Πανεπιστημίου στα τέλη του 19ου αιώνα.


Ενδιαφέρον έχει η αντίδραση του τύπου. Οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες δεν μπήκαν καν στον κόπο να περιγράψουν τα επεισόδια. Η Αυγή (καμία σχέση με την ομώνυμη εφημερίδα της Αριστεράς, σε μια εποχή άλλωστε που δεν υπήρχε στην Ελλάδα οργανωμένο αριστερό κίνημα) περιορίστηκε να αναφερθεί γενικά και αόριστα σε «στασιαστικά τινα κινήματα, τα οποία διετάραξαν την ησυχίαν της πρωτευούσης και ανησύχησαν τα πνεύματα των φιλησύχων πολιτών» (15.12.1873), η δε Εφημερίς των Συζητήσεων, το κατεξοχήν δημοσιογραφικό όργανο του πρωθυπουργού Δεληγεώργη, αφιέρωσε το φύλλο της 22ας Δεκεμβρίου στο ιστορικό της υπόθεσης για την πανεπιστημιακή φάλαγγα και στις λανθασμένες εντυπώσεις από το θάνατο του φοιτητή Πανταζή, χωρίς όμως να γράψει ούτε μια αράδα για τα επεισόδια στους δρόμους της πρωτεύουσας.

Οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης φιλοξενούσαν μαρτυρίες φοιτητών, όπως ήδη αναφέρθηκε, αλλά και μακροσκελή πύρινα άρθρα κατά της αστυνομικής αυθαιρεσίας, κάνοντας – ορισμένες εξ αυτών – συσχετισμούς με τα Σκιαδικά του 1859, που τότε αποτελούσαν σημείο αναφοράς ως γεγονός υπέρμετρης άσκησης αστυνομικής βίας κατά μαθητών και φοιτητών.

Για παράδειγμα, με αφορμή τα επεισόδια της 11ης Δεκεμβρίου, η Παλιγγενεσία παρομοίασε σκωπτικά την άσκηση βίας από τις αρχές με «θρίαμβον οίον ούδ’ αυτή η κοσμοκράτωρ Ρώμη είδεν επί των ευκλεών εκείνων ημερών» και έθετε τον προβληματισμό: «Τις έδωκε το δικαίωμα και την εξουσίαν εις τους δύο ειρημένους υπουργούς και διατάττουσι την κατά των φοιτητών επίθεσιν διά του ξίφους κ των εγχειριδίων; Διά τούτων και ουχί διά του λόγου και του νόμου πιστεύουσιν ότι θ’ αποτρέψωσι τους φοιτητάς από του να παύσωσι ζητούντες την ανόρθωσιν της φάλαγγος; [...] Αν προχθές έπιπτεν εν όπλον, αν εφονεύοντο δύο, τρεις φοιτηταί, πού ήθελον τα πράγματα καταντήση; Το ξίφος έδωκεν η πατρίς εις τους στρατιώτας διά να καταστέλλωσι τα δικαιώματα του έθνους ή διά να φρουρώσι και προστατεύσωσι τους πολίτας κατά της αυθαιρεσίας και της παρανομίας και του επερχομένου εξωτερικού εχθρού; Οι ιππείς της χωροφυλακής και οι εύζωνοι, πρέπει να το μάθωσιν, εγένοντο όργανα αυθαιρέτου και εκνόμου θελήσεως. Επιτεθέντες κατά των φοιτητών διά του ξίφους και της λόγχης καίριον κατήνεγκον τραύμα κατά του πολιτεύματος και ενίσχυσαν τας αυταρχικάς επιθυμίας εκείνων οίτινες ουδέν έχουσι προς το έθνος κοινόν ή το υλικόν συμφέρον [..]».

Μεγάλο ενδιαφέρον όμως έχει το σχόλιο της ιστορικής εφημερίδας Αιών του Τιμολέοντα Φιλήμωνα (που κάποια χρόνια αργότερα θα εκλεγόταν μεταξύ άλλων και δήμαρχος της Αθήνας) σχετικά με την παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου, σε μια εποχή που αυτό τυπικά δεν υφίστατο, όμως ο αρθρογράφος το συνέδεε ευθέως με το οικιακό άσυλο, που κατοχυρωνόταν στο ελληνικό Σύνταγμα: «Τα όργανα της Εξουσίας παρεβίασαν το άσυλον του Πανεπιστημίου, καταπατήσαντα πάντες τους περί ασύλου κανόνας· ως γνωστόν δε η οικία και παν κατωκημένον κτίριον ανοίγεται μόνον, ενώπιον της Δικαιοσύνης, και τηρουμένων των διατυπώσεων του Νόμου. Αλλ’ εν εποχή, καθ’ ην οι θεμελιωδέσταται συνταγματικαί διατάξεις παραβιάζονται ασυστόλως, δεν έπρεπε τις να προσδοκά, ότι οι διαχειριζόμενοι την Εξουσίαν έμελλον να σταματήσωσι προ του ασύλου του Πανεπιστημίου. Έπρεπε και τούτο να τελεσθή, ίνα συμπληρωθή το έργον του στιγματισμού» (Αιών, 17.12.1873).

Μάλιστα, η ίδια εφημερίδα κάλεσε τη Σύγκλητο «να ζητήση την υπό της Δικαιοσύνης τιμωρίαν των εισβαλόντων εις το παρ’ αυτής διευθυνόμενον εθνικόν ίδρυμα, άνευ της αδείας της, και μη τηρηθέντων των όρων του Νόμου, εν περιπτώσει δε, καθ’ ην η τιμωρία δεν ήθελεν επέλθη άμεσος, κατά των ασεβησάντων, να παραιτηθή. Τούτο επιβάλλουσιν αυτή τα καθήκοντά της και η ευθύνη της, ενώπιον του Τόπου».


Κάτι ακόμα που μπορεί να σας ενδιαφέρει:
-- Η εξέγερση των φοιτητών εναντίον των συμφοιτητριών τους, μια δολοφονική απόπειρα και η πρώτη διαγραφή φοιτητή στην ιστορία του Πανεπιστημίου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου