11 Απριλίου 2014

Το ανατρεπτικό ποίημα του Σουρή για την Ανάσταση: Βρικόλακες, οι ερωτευμένες Μυροφόρες και το γλέντι του Ιησού με τη Μαρία Μαγδαληνή


Ο Σουρής είναι σήμερα ένας αρκετά παρεξηγημένος ποιητής, με θαυμαστές κυρίως μεταξύ των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας ή με συντηρητικές απόψεις. Κι όμως, ο Σουρής υπήρξε ιδιαίτερα σαρωτικός στο ποιητικό του έργο, χωρίς να σταματά μπροστά σε ιερά και όσια, σατιρίζοντας με μοναδικό τρόπο ακόμη και την Ανάσταση του Ιησού. Φαντάζεστε κάποιον σημερινό ποιητή να τολμούσε να γράψει για... βρικόλακες που βρήκαν την ευκαιρία να βγουν από τους τάφους τους με την ευκαιρία της Ανάστασης του Ιησού; Ή μήπως δεν θα έβγαινε η Ιερά Σύνοδος ν' αποδοκιμάσει όποιον θα τολμούσε να γράψει στους στίχους του ότι μετά την Ανάστασή του ο Χριστός πήγε στον μπαρμπέρη, ότι έβαζε κάτω όλους τους άντρες και ήταν ερωτευμένες μαζί του οι γυναίκες, ότι έπιασε τη Μαρία Μαγδαληνή από το μπράτσο και μέθυσε μαζί μ' αυτήν και μ' άλλες μυροφόρες σπάζοντας πιάτα και τραγουδώντας μαζί τους, ενώ οι άγγελοι έπαιζαν κλαρίνα; Κι όμως, ο Σουρής τα έγραψε αυτά και δημοσιεύτηκαν στη σατιρική εφημερίδα ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ στις 28 Μαρτίου 1882. Πραγματικά, είναι ένα ποίημα, αληθινή απόλαυση. 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Θα ήταν γλυκοχάραμα, όρθρος βαθύς ακόμα,
και να σου ένας Άγγελος ξανθός και φτερωμένος
γοργά γοργά κατέβηκε απ' τ' ουρανού το δώμα
εκεί που ο θεάνθρωπος εκοίτετο θαμμένος.
Στον τάφο χωροφύλακες τριγύριζαν ολίγοι,
να μην αφήσουν το Χριστό ν' αναστηθεί και φύγει.

Κλωτσά λοιπόν ο Άγγελος εξήντα τόνων πέτρα,
οπού ευρέθη στου Χριστού τον τάφο κυλισμένη,
την τίναξε με την κλωτσιά εδώ και χίλια μέτρα,
και οι σκοποί τα χάσανε και πέφτουν πεθαμένοι. 
Και είχαν δίκιο οι φτωχοί νεκροί να πέσουν κάτω,
σαν είδαν τέτοιο έξαφνα ποδάρι ντελικάτο.

Αμέσως τότε ο Χριστός πηδά από το μνήμα,
σουδάρια, μουδάρια, ανάκατα τ' αφήνει,
με σεβασμό ο Άγγελος του έκαμε το σχήμα,
και ο Χριστός τον χαιρετά με θεϊκή γαλήνη.
Έπειτα πήγε στον Barbiere να κόψει τα μαλλιά του,
ελούστηκε, κτενίστηκε, και πάει στη δουλειά του. 

Και να! εκείνη τη στιγμή - ω θαύμα των θαυμάτων! - 
οι σάρκες και τα κόκαλα εσμίξανε και πάλι,
νεκροί χιλιάδες έτρεχαν με τ' άσπρα σάβανά των,
κι από τη βία βγήκανε πολλοί χωρίς κεφάλι.
Και έβλεπες βρικόλακες, κορμιά χωρίς κεφάλια,
να παίζουν, ν' αγκαλιάζονται, να τρέχουν σαν τσακάλια.

- Μωρέ βαστάτε τους καλά, να μη μας φύγουν όλοι - 
εφώναζε ο θάνατος με δρέπανο στο χέρι,
μα πού! δεν είχαν βασταγμό εκείνοι οι διαβόλοι,
και ένας ένας του φευγε κρυφά από τ' ασκέρι.
Πιάνει τον ένα απ' εδώ και άλλος του ξεφεύγει,
ως που κοράσθη κι άφησε κάθε νεκρό να έβγει.

Γυναίκες με αρώματα και μόσχους Αραβίας
ήλθαν τον τάφο του Χριστού πρωί πρωί να ράνουν!
Εσυμπαθούσε ο Χριστός πολύ εις τας κυρίας,
γι' αυτό κι εκείνες και νεκρό στιγμή δεν τον ξεχάνουν.
Γυναίκες τον συνόδευαν στον τόπο του Κρανίου,
γυναίκες πάλι έρχονται στο μνήμα του Νυμφίου.

Και τι Νυμφίος! τρυφερός, λεπτός, χαριτωμένος, 
πιο όμορφος της πι' όμορφης μητέρας του Μαρίας,
πάντα γλυκύς και ήσυχος, ποτέ του θυμωμένος, 
με σύννεφα στο μέτωπο κρυφής μελαγχολίας.
Την πόρνη, τον αμαρτωλό το στόμα του ευλόγει,
κι' είχαν μαγνήτου δύναμη οι υψηλοί του λόγοι.

Και οι γυναίκες έτρεχαν ολόχαρες κοντά του,
ο Ιησούς εφαίνετο ιδανικός των έρως,
ενίκα με τα λόγια του και με την ομορφιά του,
κι' άλλος κανείς δεν άρεσε της μόδας καβαλιέρος. 
Και έλουζαν μ' αρώματα πολύτιμα και μύρα
της πόρνης τον διδάσκαλο, της πόρνης τον σωτήρα.

Οι Μυροφόρες είδανε την πέτρα κυλισμένη,
και μες στο μνήμα έσκυψαν να δουν με καρδιοχτύπι,
μα τι τρομάρα και χαρά μεγάλη τις προσμένει!
κοιτάζουν, κι ο θεάνθρωπος από τον τάφο λείπει.
Να ανεστήθη τάχατε, ρωτιούνται τρομασμένες,
ή είναι φάρσα του Χριστού απ' τις συνηθισμένες;

 Εκεί που έλεγαν αυτά, η γη σαν να κινήθη,
κι επρόβαλλε ο Άγγελος και τις ρωτά με χάρη·
"Ζητείτε τον Ναζαρηνό; προ ώρας ανεστήθη,
κι επήγε τον αέρα του εδώ κοντά να πάρει".
- Αλήθεια λες; ζωντάνεψε;... καλέ μας κοροϊδεύει! -
- Parcle d' honneur ζωντάνεψε, και ίσως σας γυρεύει.

Ω! τι χαρά μας, φώναξαν και φεύγουνε, τρεχάτες,
να πάνε την Ανάσταση εις όλους να σαλπίσουν,
και τρέχοντας εκοίταζαν καλά καλά στις στράτες,
μην τύχει κάπου τον κομψό Μεσσία ν' απαντήσουν.
Αλλά τις ηύρε ο Χριστός γεμάτος ομορφάδες,
κι ώρα καλή, εφώναξε, πού τρέχετε, κυράδες;

Τον γνώρισαν, επήδησαν και του σφιξαν το χέρι,
Χριστός ανέστη έκαμαν με το Χριστό αντάμα, 
και ο Χριστός το μπράτσο του ευγενικά προσφέρει
εις την κυρά Μαγδαληνή, την πιο αφράτη ντάμα.
Κι αλαμπρατσέτα με αυτή κι οι άλλες εις τα πλάγια
στους Αποστόλους πήγανε με Πασχαλιές και Βάγια.

Εκεί χαρές, φιλήματα, αρνιά ψητά, τραπέζι,
επήραν για την όρεξη και λίγα κολιαρούδια,
ήπιαν κι ετσούγκρισαν αυγά βαμμένα με κρεμέζι,
κι άμα στο κέφι το βαλαν, το στρώνουν στα τραγούδια.
Ήλθαν και λίγοι άγγελοι μ' εξήντα κλαρινέτα,
και της Μασκότ τραγούδησαν τα πιο γλυκά ντουέτα.

Μες στο τραγούδι, το χορό, των κοριτσιών τις τρέλες,
και ο Χριστός εμέθυσε, χωρίς να το προσέξει,
απ' τη χαρά του έσπαζε ποτήρια και πιατέλες,
και κάπου κάπου φώναζε "Αμάν Χριστέ, κι ας φέξει".
Αλλά κι εγώ, κυρίες μου, ζητώντας το φιλί σας,
Χριστός ανέστη, τραγουδώ, τον θάνατον πατήσας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου