25 Ιουλίου 2014

Χρόνια πολλά, Μεταπολίτευση! Ήρθε το τέλος σου ή αργεί ακόμα;

40 χρόνια συμπληρώνονται από την πτώση της χούντας και την επιστροφή στη δημοκρατική ομαλότητα με μια επιλογή ασφαλείας, όπως ήταν ο Καραμανλής. 40 χρόνια Μεταπολίτευσης. Δεν είναι η πρώτη φορά που η συγκεκριμένη λέξη εμφανίστηκε στην ελληνική ιστορία για να περιγράψει μια νέα εποχή. Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε, αν και σε μικρότερη κλίμακα, μετά την εκθρόνιση του Όθωνα το 1862. Και τότε όλοι μιλούσαν για μια "μεταπολίτευση", ενώ η γενιά που είχε πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα εκείνα αποκαλούνταν "η γενιά του '62".
Όπως συνήθως συμβαίνει, κάποια χρόνια αργότερα, κυρίως μετά το θάνατο του Όθωνα, η "γενιά του '62" άρχισε να νοσταλγεί τα "παλιά, καλά χρόνια", όχι γιατί ήταν δυσαρεστημένη με τον βασιλιά Γεώργιο - εκείνη την εποχή η αβασίλευτη δημοκρατία δεν ήταν μια δημοφιλής ιδέα - αλλά γιατί ένιωθαν απηυδισμένοι από τα προσωποπαγή κόμματα, την κομματοκρατία, την γενικότερη αναξιοκρατία, την οικονομική αγκύλωση της χώρας κλπ., ξεχνώντας ότι η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερα επί Όθωνα και παρά τις μεγάλες προόδους που είχαν συντελεστεί εν τω μεταξύ, τόσο με τα αναπτυξιακά δημόσια έργα επί Τρικούπη, την εμπέδωση ενός σταθερού, δικομματικού πολιτικού συστήματος και - κυρίως - την εφαρμογή της αρχής της δεδηλωμένης. Ειδικά μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και για περίπου μια δεκαετία, το αίτημα της ανατροπής του παλαιού συστήματος συζητιόταν ευρέως, κάτι που τελικά συνέβη το 1910 με την εμφάνιση στο προσκήνιο του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Είναι πολλοί οι συνειρμοί που μπορεί να κάνει κάποιος ανάμεσα σ' εκείνη την πρώτη μεταπολίτευση του 19ου αιώνα και στην πιο πρόσφατη του 20ου - με εξαίρεση το γεγονός ότι στην παρούσα λείπει κάποιος νέος "Βενιζέλος". Όμως το ιστορικό παράδειγμα μπορεί να φανεί και διδακτικό. Μια στοιχειώδης γνώση ιστορίας, χωρίς συναισθηματισμούς και νοσταλγίας όχι μιας πιο αθώας πολιτικά εποχής αλλά της χαμένης νιότης, θα αποδείκνυε ότι όλα εκείνα για τα οποία κατηγορούμε την Μεταπολίτευση του 1974, στην πραγματικότητα δεν εμφανίστηκαν τότε για πρώτη φορά, ούτε πολύ περισσότερο το 1981, αλλά υπήρχαν από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους σε διαφορετικές παραλλαγές, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής, Αυτό ήταν και το αρνητικό της Μεταπολίτευσης: όχι ότι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά κρούσματα φαυλοκρατίας, αλλά ότι αυτά δεν εξαλείφθηκαν, ούτε περιορίστηκαν σημαντικά, ενώ ήταν ήδη γνωστά και προϋπήρχαν. 
Θα αδικούσαμε τα τελευταία 40 χρόνια της ελληνικής ιστορίας, αν δεν αναγνωρίζαμε όλα τα θετικά που συνέβησαν: αποκατάσταση της πολιτικής ειρήνης με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, οριστική επίλυση του πολιτειακού ζητήματος, ένταξη στην ΕΟΚ, αλλά και δυναμική πολιτική παρουσία σ' αυτήν κατά τη δεκαετία του '80, κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας του οικογενειακού δικαίου, σχετικά με την ισότητα των δύο φύλων κλπ. Αναγνωρίζοντας τα όσα θετικά συνέβησαν στη χώρα την τελευταία 40ετία, δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε και τα τεράστια προβλήματα της ίδιας περιόδου. Άλλωστε, σχεδόν τίποτε στην ζωή δεν είναι άσπρο-μαύρο. 
Σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι ο κύκλος της Μεταπολίτευσης φτάνει στο τέλος του. Η βίαιη οικονομική κρίση των τελευταίων ετών με την εξωπραγματική ύφεση και την εκτόξευση της ανεργίας σε δυσθεώρατα ύψη, την απότομη φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού και την επιβολή μιας γενικής απαισιοδοξίας, δεν θα μπορούσε να μην σηματοδοτήσει την ανάγκη για μια ριζική αλλαγή και το πέρασμα σε μια νέα εποχή. Τυπικά, ωστόσο, η Μεταπολίτευση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, καθώς αυτό προϋποθέτει ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν είναι μεν απαραίτητο να εκφραστεί με άλλες ονομασίες κομμάτων, αν και προς τα εκεί κατευθυνόμαστε, αλλ' αρκεί αυτό το καινούργιο να εκφραστεί σε επίπεδο προσώπων και κυρίως ιδεών.
Η διαδικασία είναι αργή και για πολλούς βασανιστική, αφ' ενός γιατί στην εποχή της ταχύτητας θεωρούμε πως οι αλλαγές πρέπει κι αυτές να ολοκληρώνονται από τη μια στιγμή στην άλλη - με άλλα λόγια χάθηκε η υπομονή - και αφετέρου διότι το παλαιό πολιτικό σύστημα προσπαθεί με κάθε τρόπο να εξασφαλίσει τη διαιώνισή του, αυτοδιαφημιζόμενο ως "νέο" και εμμένοντας σ' έναν παρωχημένο εκλογικό νόμο, που έμμεσα "εκβιάζει" την ψήφο των πολιτών, που κατ' αρχήν στρέφονται σε νέα κόμματα, τα οποία όμως δυσκολεύονται να πιάσουν το εκλογικό όριο του 3%.
(Γνωρίζω ότι το συγκεκριμένο πλαφόν τέθηκε για να εξυπηρετήσει μια άλλη σκοπιμότητα, εκφράζοντας μια φοβία απέναντι στη μουσουλμανική μειονότητα, όμως ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, όπως θέλουμε να λεγόμαστε, υποτίθεται ότι δεν φοβάται τις μειονότητες, που ζουν στην επικράτειά του, αλλά αγωνίζεται για τη μεγαλύτερη δυνατή ενσωμάτωσή τους - σίγουρα όχι για τον μεγαλύτερο δυνατό αποκλεισμό). 
Από την άλλη, το νέο που προτείνεται δεν είναι αρκετά πειστικό και γι' αυτό δεν έχει σαφή πλειοψηφικά χαρακτηριστικά: είτε εκφράζεται μ' ένα μείγμα ριζοσπαστικών προτάσεων και παλαιοκομματικών αντιλήψεων είτε έχει προσωποπαγή χαρακτήρα είτε αποτελεί απλά αντίδραση λειτουργώντας περίπου σαν μέσο έκφρασης μαζικών απωθημένων. Και φυσικά υπάρχουν κι εκείνοι που έχουν μείνει προσκολλημένοι στο παρελθόν αδυνατώντας να παρακολουθήσουν τις τεκτονικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε επίπεδο κοινωνίας, όπως επίσης υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που βαφτίζοντας "μεταρρύθμιση" οτιδήποτε διαφορετικό από το ισχύον καθεστώς - κι ας μας γυρίζει επί της ουσίας έναν αιώνα πίσω από πλευράς κοινωνικών κατακτήσεων - έχουν την ψευδαίσθηση ότι βρίσκονται στην πρωτοπορία της νέας εποχής.
Τα οικονομικά και διοικητικά προβλήματα της χώρας είναι πολλά. Προϋπήρχαν των μνημονίων, αλλά και διογκώθηκαν εξ αιτίας τους. Χρειάζονται λύσεις, όμως μόνο αυτές δεν επαρκούν. Το τέλος της Μεταπολίτευσης θα έρθει πραγματικά, όταν αλλάξει η νοοτροπία της εξουσίας - κάθε μορφής. Όταν για παράδειγμα οι δικαστές αποδεχτούν ότι κι αυτοί ελέγχονται για τις αποφάσεις τους, οι οποίες δεν μπορούν να κρίνουν διαφορετικά ένα ζήτημα, ανάλογα με την κοινωνική τάξη στην οποία απευθύνονται.
Όταν οι βουλευτές αρχίσουν πραγματικά να ψηφίζουν κατά συνείδηση και χωρίς το φόβο της διαγραφής - στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι βουλευτές διαγράφονται για εμπλοκή τους σε παράνομες ενέργειες και πάντως όχι για την ψήφο τους σε οποιοδήποτε νομοσχέδιο. Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι ο λαϊκισμός έχει δύο όψεις: τόσο με το χάιδεμα των αφτιών των ψηφοφόρων όσο και με τον μανδύα του φωτεινού παντογνώστη, που είναι υποτίθεται αλάνθαστος. Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι μια εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται χούντα, αλλά και ότι η εκλογή από το λαό δεν μπορεί ν' αποτελεί άλλοθι περιορισμού της δημοκρατίας με ακραίες και αμφιλεγόμενες ερμηνείες του Συντάγματος. Όταν η παραπολιτική φύγει από το επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης και καταλάβουμε ποια είναι η ουσία.
Όταν μάθουμε να συζητάμε: από τα καφενεία μέχρι τα τηλεπαράθυρα και φυσικά μέσα στη Βουλή. Όταν οι πολιτικοί αντιληφθούν ότι ο Έλληνας του 21ου αιώνα δεν έχει καμιά σχέση με τον αγράμματο Έλληνα του 1950, που προσέβλεπε σ' έναν πολιτικό αρχηγό-πατερούλη. Όταν οι πολίτες πάψουν οι ίδιοι να ελπίζουν σε πολιτικούς-πατερούληδες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πάψουν να πιστεύουν και στην πολιτική. Όταν η χώρα συνειδητοποιήσει ότι Ευρώπη δεν σημαίνει μόνο πρωτογενές πλεόνασμα - κι αυτό λόγω φόρων και όχι λόγω ανάπτυξης - αλλά και μια σειρά κοινωνικών υποχρεώσεων όπως το ακομπλεξάριστο αγκάλιασμα των μειονοτήτων, η ενσωμάτωση των μεταναστών, η κατάργηση κάθε μορφής διακρίσεων (γιατί π.χ. η Ελλάδα να είναι η τελευταία χώρα που θα νομιμοποιήσει τους γάμους ή έστω τη συμβίωση των ομοφυλοφίλων;) κλπ.
Το πραγματικό τέλος της Μεταπολίτευσης - και μαζί το τέλος μιας ολόκληρης εποχής της ελληνικής ιστορίας με ρίζες βαθύτερες στο χρόνο - θα έρθει τελικά όταν ο Λαός πάψει να φοβάται το Κράτος, αλλά και όταν το Κράτος πάψει να φοβάται το Λαό. Διότι η καχυποψία περισσεύει και είναι αμοιβαία. Οι πολίτες είναι πρόθυμοι να κατηγορήσουν για τα πάντα όσους ασκούν διαχειριστική εξουσία, το περίφημο "Κράτος", συστατικό του οποίου αποτελούν και οι ίδιοι κι επομένως έχουν μερίδιο συνευθύνης, ενώ οι κυβερνήσεις αρνούνται π.χ. τα δημοψηφίσματα στο όνομα της "ανωριμότητας" του ελληνικού λαού, ο οποίος υποτίθεται ότι δεν έχει πάντα ορθή κρίση - απλά και μόνο επειδή μπορεί να έχει διαφορετική άποψη (με άλλα λόγια, διακατέχονται από το σύνδρομο του "Φωτεινού παντογνώστη", που αναφέρθηκε πιο πάνω)! Πόσο εύκολο όμως είναι να κατανικήσουμε τους φόβους - ή μήπως τις φοβίες - μας, ειδικά όταν έχουν τόσο βαθιές ρίζες σε μια ολόκληρη κοινωνία;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου