Ποιος δεν έχει ακουστά για τη Μάντρα του Αττίκ! Τι κι αν δεν την θυμούνται ούτε καν οι παππούδες μας (όσοι καταγόμαστε από την επαρχία) ή που δεν έχει καταγραφεί από καμιά κάμερα, η απήχηση των παραστάσεων που έδινε ο τραγουδιστής Κλέων Τριανταφύλλου, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, από το 1930 μέχρι το θάνατό του τον Αύγουστο του 1944, έμειναν θρυλικές, όπως και πολλά από τα τραγούδια του, πράγμα σπάνιο για καλλιτέχνες εκείνης της εποχής. Ας ανατρέξουμε πολλές δεκαετίες πίσω στο χρόνο κι ας βρεθούμε στον Αύγουστο του 1930, τότε που ξεκίνησαν όλα.
Η πρεμιέρα της "Μάντρας" έγινε την 1η Αυγούστου 1930. Αν και η είδηση ήταν προφανώς γνωστή στους κατοίκους της πρωτεύουσας, ο τραγουδιστής έδωσε ένα χαρακτήρα χάπενινγκ με μια επιστολή/ανοιχτή πρόσκληση, που δημοσιεύθηκε μια μέρα νωρίτερα στην εφημερίδα Πατρίς:
"Αγαπητή Πατρίς,
Θερμώς σε παρακαλώ, όπως αναγγείλης, ότι την προσεχή Παρασκευήν 1ην Αυγούστου θ' αρχίσω τας παραστάσεις εις το μικροσκοπικόν μου θεατράκι "Η Μάντρα" οδός Μεθύμνης 20, Πλατεία Αμερικής.
Το είδος του θεάτρου αυτού, καινοφανές διά τας Αθήνας, θα ομοιάζη αφ' ενός, εις τας γενικάς του γραμμάς προς τα Καλλιτεχνικά Καμπαρέ των Παρισίων, ως το "Theatre de 10 heures", "Deux anes" κλπ., αφ' ετέρου δε ως το "Letoutehiza Mjch"-Νυχτερίδα, του Μπάλιεφ της Μόσχας, προσηρμοσμένον εις τας απαιτήσεις της Αθηναϊκής νοοτροπίας.
Εκτελεσταί των διαφόρων αριθμών του προγράμματος, ήτοι, ασμάτων επικαίρων τετραστίχων, απαγγελιών, μονοπράκτων "Sketch" κλπ. θα είνε αυτοί ούτοι οι συγγραφείς.
Εις την καλλιτεχνικήν αυτήν προσπάθειαν θα έχω ως πολυτίμους συνεργάτας τους γνωστοτάτους συγγραφείς κ.κ. Π. Χορν, Α. Βώττην, και τινας άλλους καλλιτέχνας, μη συγγραφείς.
Μετά πολλής αγάπης
και των εκ των προτέρων ευχαριστιών μου
Κλέων Τριανταφύλλου
"Attic".
Πώς ήταν η περίφημη "Μάντρα" - τουλάχιστον η πρώτη του 1930; Μικρή, περίπου τρία μέτρα, στολισμένη με κουρέλια, αλλά φορτωμένη με επιγραφές. Στην είσοδο, οι θεατές διάβαζαν την προειδοποίηση: "Απαγορεύεται να φέρεσθε βαναύσως προς τον φορατζήν". Και αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στο πλήθος των "απαγορεύσεων" (κι όχι μόνο), που αντίκριζαν στο εσωτερικό της:
- "Απαγορεύεται το πτύειν προς τα άνω"
- "Απαγορεύεται το κατέρχεσθαι προς το μέρος της εταίρας, ευρισκομένης εν κινήσει".
- "Απαγορεύεται η έκφρασις θαυμασμού διά κτυπημάτων επί των γονάτων του γείτονός σας".
- "Απαγορεύεται το καπνίζειν μετά την παράστασιν"
- "Απαγορεύεται το χειροκροτείν εις ξένην διάλεκτον"
- "Απαγορεύονται τα γνεψίματα προς τα δουλικά που παρακολουθούν την παράστασιν από της διπλανής ταράτσας"
- "Απαγορεύεται να γελάτε διά πράγμα το οποίον εκατάλαβαν οι άλλοι"
- "Ουδέν παράπονον λαμβάνεται υπ' όψιν εάν δεν συνοδεύεται υπό κιθάρας"
- "Οι τζαμπατζήδες είνε το στήριγμα της ελληνικής φιλολογίας"
- "Τετράστιχα επί παραγγελία και επί μέτρω, διά γάμους, βαπτίσεις, κηδείας"
- "Χθες η είσοδος ελευθέρα"
- "Επιγραφή προς την "Μάντρα": Από την πόρτα του περνώ, βήχω και ξεροβήχω, κι αν δε με βάλουνε τζαμπέ, πηδώ κι από τον τοίχο"
Και πάνω από τη σκηνή, μια ακόμη πινακίδα ξεκαθάριζε: "Αυτό το σκηνικό παριστάνει σαλονάκι".
Με κύριο σκοπό να σατιρίζει τα μεγάλα θέατρα της πρωτεύουσας και φυσικά να προσφέρει λίγες ώρες διασκέδασης στους επισκέπτες της, η Μάντρα με τους χαμηλούς της τοίχους ήταν ανοιχτή στους τζαμπατζήδες", αυτά τα "στηρίγματα της ελληνικής φιλολογίας", όπως αναφέρονταν σε μια από τις πολλές πινακίδες, που κοσμούσαν το χώρο. Και φυσικά, εκείνοι δεν άφηναν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Από ένα αφιέρωμα της εφημερίδας Πατρίς με ημερομηνία 12.08.1930 διαβάζουμε ότι "κάθε βράδυ μαζεύονται από νωρίς εκατό και διακόσιοι τζαμπατζήδες από τις γύρω γειτονιές, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, οι οποίοι φέρνουν μαζί τους καρέκλες, λουκουμάκι και νερό, παρακολουθούν δωρεάν την παράστασιν και κάπου-κάπου πετούν και καμμιά εξυπνάδα με την οποίαν διασκεδάζει το κοινόν".
Ο Αττίκ βέβαια προσποιούνταν τον εκνευρισμένο, όταν τους έβλεπε να κρέμονται από τον τοίχο: "Θα σας εμποδίσω να σκαρφαλώνετε. Θα βάλω πασσάλους". Δεν το εννοούσε κι έτσι δεν έπαιρναν στα σοβαρά τις "απειλές" του. Μάλιστα, μια βραδιά, κάποιος από το κοινό του απάντησε: "Πας άλλος θα το έκανε...".
Όποιος λόγιος ή εκπρόσωπος της κοσμικής Αθήνας τολμούσε να πατήσει το πόδι του στη "Μάντρα", ο Αττίκ τον ανέβαζε στη σκηνή και τον υποχρέωνε να τραγουδήσει, να χορέψει και γενικά να συμμετάσχει για λίγο στο πρόγραμμα. Από το ίδιο ρεπορτάζ μαθαίνουμε για κάποια περιστατικά, όπως για μια κυρία της αριστοκρατίας της εποχής, η οποία "ευρισκομένη τελείως απροετοίμαστη, κοκκινίζει, αρχίζει να ψελλίζη διάφορες αρνήσεις, αλλά στο τέλος ενδίδει στις παρακλήσεις του Αττίκ και του κοινού και... ανεβαίνει στη σκηνή. Αληθινός πανζουρλισμός γίνεται αυτήν την ώρα. Η κυρία υποκλίνεται, κάνει ν' αποχωρήση, αλλά ο Αττίκ την κρατεί.
- Θα μας τραγουδήσετε, θα παίξετε πιάνο, θ' απαγγείλετε.
- Μα δεν ξέρω..
- Θα μας πήτε ό,τι ξέρετε...
Και επί τέλους η κυρία.. λέει ό,τι ξέρει".
Πάντως, οι πρώτες κριτικές δεν ήταν απαραίτητα θετικές. Πού να ξερε ο κριτικός της εφημερίδας Ακρόπολις, που κρυβόταν πίσω από το ψευδώνυμο "RED", πόσο θρυλική θα έμενε η "Μάντρα" του Αττίκ στις επόμενες γενιές. Στην κριτική του, που δημοσιεύτηκε μόλις τέσσερις μέρες μετά την πρεμιέρα, κυριολεκτικά κατακεραύνωνε το όλο εγχείρημα. Αυτά είναι μερικά μόνο απ' όσα έσουρνε του Κλέωνα Τριανταφύλλου και της παράστασης:
"Εάν υπήρχαν εις τας Αθήνας αστυνομία... αισθητικής, όπως υπάρχει, επί παραδείγματι, αστυνομία ηθών, είναι βέβαιον ότι ο συμπαθέστατος και δημοφιλής κ. Αττίκ, θα είχε προχθές το βράδυ συλληφθή και θα είχεν υποστή βαρυτάτας τας συνεπείας της απερισκέπτου προσκλήσεως του αθηναϊκού Κοινού εις την δήθεν μονμαρτικήν μάνδραν του. Το αληθές είναι ότι χρέη τοιαύτης αστυνομίας εξετέλεσεν ο μαρτυρήσας πολυπληθής κόσμος, ο οποίος απέδειξεν με σφυρίγματα και άγριον γιουχάισμα, ότι δεν ανέχεται να τον εμπαίζουν κατά παρόμοιον τρόπον... Έτσι, ο κ. Αττίκ, αγνωμώνως συμπεριφερθείς και λησμονήσας την υποστήριξιν και την αγάπην που του έδειξε πάντοτε το αθηναϊκόν Κοινόν έγραψεν εις το παθητικόν του κάτι που δυσκόλως θα του συγχωρηθή..."
Ας μην σταθούμε όμως στις όποιες αρνητικές κριτικές, που σήμερα έχουν μάλλον χιουμοριστική αξία, αλλά ας ρίξουμε μια ματιά στο περιεχόμενο της παράστασης. Αυτά ήταν κάποια από τα τετράστιχα που απήγγειλε από τη σκηνή της "Μάντρας" ο ένας των συγγραφέων, ο Α. Βώττης, ο οποίος είχε γράψει πολλές πετυχημένες επιθεωρήσεις της εποχής. Οι στίχοι σατίριζαν την ίδια τη Μάντρα, αλλά και θέματα επικαιρότητας, όπως το άνοιγμα των υπονόμων στην πρωτεύουσα (μέχρι τότε το αποχετευτικό σύστημα της Αθήνας ήταν ανύπαρκτο!), τους φόρους στα ακίνητα κλπ.:
Σας φαίνεται περίεργο
πώς μπήκε σε μια μάντρα
και κάθε βράδυ ο Αττίκ
λιμάρει, σα γαλιάντρα.
Μα, τα τρελά τραγούδια του
που ξεύρουν οι Αθήναι
το μαρτυρούσαν προ καιρού
για μάντρωμα πως είναι.
Δεν είναι και παράξενο
αν όλοι μας τιμάνε
είναι γνωστόν πως οι Ρωμηοί
τις μάντρες προτιμάνε.
Κι όπως συνήθως με σκοπό
κρυφό ζυγώνουν τάχα
σ' αυτή τη μάντρα θα 'ρχονται
για τον Αττίκ μονάχα.
Και κάποιος γεροσυγγραφεύς
απάνω στο παλκάκι
να βγαίνει πάντοτε ζητά
σαν να ναι φυντανάκι.
Μην ξαναβγαίνεις τού πανε
μ' αυτός μωρέ παιδί μου
Τα ίδια Παντελάκη μου
τα ίδια Παντελή μου.
Διά τους υπόνομους μας
τρεις μήνες συζητούνε
μετράνε, αλλ' αδύνατον
το μάκρος τους να βρούνε
κι έτσι θαρρώ πως άδικα
θα σκάψουνε στους δρόμους
Και όλη η συζήτηση
θα πάει στους υπονόμους.
Ο ένας αποφαίνεται
μακρύ το μονοπάτι
όχι, φωνάζει ο Τσαγγρής
δυο δάχτυλα και κάτι.
Και νύχτα-μέρα γίνεται
το ίδιο ραβαΐσι...
Ακόμη δεν αρχίσανε
και τάχουνε Τσαγγρίσει.
Η νέα πυροσβεστική
οργάνωσις σαν γίνει
κάθε μεγάλη πυρκαγιά
αμέσως δε θα σβήνει.
Μια φλόγα μόνον άσβυστη
θα μείνει στα χρονάκια μας
αυτή που μας ανάψανε
οι φόροι στα μπατζάκια μας.
Της Θήβας ανασκάπτοντες
εις κλίμακα ευρείαν
ευρήκαν μίαν προ Χριστού
πανάρχαιον οικίαν.
Και ο Μαρής σαν τ' άκουσε
ορμά σαν λεοντάρι
τους φόρους των οικοδομών
αμέσως να της πάρει.
Από προχθές μας έπεσε
καινούργιο πάλι νόσημα
σε κάθε μία πράξη μας
να βάζουμε χαρτόσημα.
Και μια κοκότα φώναξε:
"Τις πράξεις αν μετράμε,
γεμάτη από χαρτόσημα
σε δύο μέρες θα μαι".
Κι ο κόσμος είπεν έξαλλος
χαρτόσημα θα πάρω!
Μόνο ο Τσαλδάρης Παναγής
είπε μ' ατραραξία:
Εγώ καμμίαν πράξιν μου
δεν θα χαρτοσημάνω
αφού η μόνη πράξις μου
είναι η απραξία!
Της Ομονοίας τον σταθμό,
ρωτήσαν τον Κονδύλη,
πώς τον ευρίσκεις; κι είπε αυτός
με δαγκωμένα χείλη:
"Μωρ' οι σταθμοί τι χρειάζονται;
Σ' αυτάς τας περιστάσεις
στου τόπο την Ομόνοια
'γω θα κανα δυο στάσεις.
Όλα τα ερωτικά τραγούδια του Αττίκ - από πολλά χρόνια ακόμη και φυσικά και στην εποχή της "Μάντρας" - ήταν εμπνευσμένα από μια ερωτική απογοήτευση που είχε από την ηθοποιό Μαρίκα Φιλιππίδου. Γνωρίστηκαν το 1910 στο Παρίσι, όπου είχαν βρεθεί και οι δύο και όπου πέρασαν μια μποέμικη ζωή. Στη συνέχεια, όμως, όταν ξέσπασαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, επέστρεψαν στην Ελλάδα και πλέον η ζωή τους δεν ήταν το ίδιο ανέμελη, αλλά δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα. Μέχρι που ένα βράδυ, η Μαρίκα τον εγκατέλειψε αφήνοντας του ένα γράμμα πάνω στο τραπέζι:
"Κλέων,
δεν μπορώ να υποφέρω πια αυτή τη ζωή. Σ' αφήνω για πάντα.
Μαρίκα".
Ο Αττίκ πληγώθηκε πάρα πολύ. Άρχισε να κλαίει για τη χαμένη του αγάπη και μετουσίωσε τα δάκρυά του σε τραγούδια, τα οποία ράγισαν πολλές καρδιές νεαρών κοριτσιών, που άλλωστε γνώριζαν την ιστορία και συμπονούσαν τον τραγουδιστή, ο οποίος όχι απλά βγήκε από τη φτώχεια, αλλά έβγαλε πολλά χρήματα εξ αιτίας εκείνου του χωρισμού.
Δεν την ξεπέρασε ποτέ. Σε μία από αυτές είχε έρθει ως θεατής και η ίδια η Μαρίκα Φιλιππίδου. Η τρίτη σύζυγος του Αττίκ - η Φιλιππίδου ήταν η δεύτερη - όχι μόνο δεν ζήλεψε, αλλά συμπονούσε το δράμα του συζύγου της και συγκινούνταν με τα τραγούδια του - κι ας ήταν αφιερωμένα σε μια άλλη. Είναι πολύ όμορφη η περιγραφή της συνάντησης των δύο πρώην συζύγων, όπως καταγράφηκε στο πιο πάνω αφιέρωμα της εφημερίδας Πατρίς (12.08.1930):
"Καλησπέρα, Μαρίκα μου! της φώναξε ο Αττίκ. Είκοσι χρόνια έχω να σε πω Μαρίκα.
Η φωνή του ρίψχε γίνει υγρή. Συνεκινήθη πραγματικά. Της είπε:
- Θα σου τραγουδήσω το "Κι όμως.."
Το τραγούδησε. "Λησμόνησα το χρώμα των ματιών της...
Λησμόνησα ακόμακαι το όνομά της...
Τόσα και τόσα βάσανα και πόνους..."
Ο Αττίκ αναστενάζει. Στρέφει στην πλατεία προς το μέρος όπου κάθεται η Μαρίκα και της λέει:
- Αχ, τι μούχεις κάνει! Γκιόσσα!
Το κοινόν εσπαρτάρησε στα γέλια.
Πρώτη η Μαρίκα τον εχειροκρότησε ζωηρότατα.
Ο Αττίκ εσηκώθη από το πιάνο του δακρυσμένος.
Η Μαρίκα ήταν κόκκινη από τη συγκίνησι. Τα ωραία γαλανά ματάκια της είχαν υγρανθή".
Μια φωτογραφία της Μαρίκας Φιλιππίδου:
Ένα σατιρικό,όσο και μελαγχολικό τραγουδάκι του Αττίκ, που αναφερόταν στην πολυθρύλητη αυτή ερωτική απογοήτευση και το οποίο είχε γραφεί ειδικά για την "Μάντρα" ήταν και το εξής:
Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια..
Ζητάτε: "Είδα μάτια!"
Με σχίζετε κομμάτια.
Σε μια βαριά πληγή
π' ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι,
αφού καθένας ξέρει
τι πόνο θα μου φέρει!
Είναι πολύ σκληρό
να σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό
που προσπαθείς να λησμονήσεις!
Στο γλέντι σας αυτό
δεν θα τανε σωστό
αντίς άλλο πιοτό
να πιω εγώ φαρμάκι
μ' ένα τέτοιο τραγουδάκι.
Γελάτ' ειρωνικά
και λέτε μυστικά,
ίσως με κάποια καταφρόνια,
αφού περάσαν χρόνια
εσύ τι κλαις αιώνια;
Γιατί βαρυγκομείς;
Δεν είδαμε και μεις
μιαν ομορφιά μέσα στη ζήση;
Δεν πήραμ' απ' τη χτίση
καρδιά για ν' αγαπήσει;
Αμ' δεν είν' οι καρδιές
όλες το ίδιο καμωμένες
ούτε οι ομορφιές
στον κόσμο δίκια μοιρασμένες.
Κι εδώ στη συντροφιά,
σε κάθε μου ρουφιά,
ξεχνώ μιαν ομορφιά
που γιόμιζε αεράκι
το παλιό μου τραγουδάκι...
Βέβαια, δεν ήταν όλα τα τραγούδια του Αττίκ ερωτικά. Ένα από τα... "καινούρια" - το 1930 - τραγούδια του Αττίκ ήταν και ο χαριτωμένος "Δημητράκης", που ακούγεται μέχρι και σήμερα και είναι ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του Κλέωνα Τριανταφύλλου:
Είχα κάποιο φίλο Δημητράκη, ονομαστό στην πολυφαγία
και στη λαιμαργία,
π' όταν δεν πεινούσε έτρωγε μόνο ένα ψητό,
λίγα μακαρόνια
και πεντέμιση πεπόνια.
Ήταν μεν παχύς
αλλά φαινόταν ευτυχής
με μια στρογγυλίτσα,
όμορφη κοιλίτσα,
μέχρι της στιγμής που παντρεύτηκε ο φτωχός,
κι άρχισ' η κερά του να γκρινιάζει διαρκώς:
Δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη,
κάνε πια και δίαιτα λιγάκι,
πρέπει ν' αποφεύγεις τα πολλά ψητά,
σούπες, μακαρόνια και ζαχαρωτά.
Μην κοιμάσαι πια το μεσημέρι,
πήγαινε πεζή σ' όλα τα μέρη,
τρώγε το βραδάκι,
λίγο γιαουρτάκι,
άκουσε και με που σου μιλώ
για το καλό!
Άρχισε να κόβει ό,τι τού λεγεν αυτή
για ν' αδυνατίζει
το ψωμί, το ρύζι,
μπήκε σαν να λέμε σε μια δίαιτα σωστή,
και σε δυο εβδομάδες
είχε χάσει ογδόντα οκάδες.
Όσ' όμως αυτός
δεν καταντούσε σκελετός
έμειν' η καημένη
παραπονεμένη.
Ήθελεν ακόμα να της γίνει πιο κομψός
κι έβαζε τους φίλους να του λένε διαρκώς:
Δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη... (κλπ.)
Πέρασε καιρός, όταν λαμβάνω ένα πρωί
ένα μαύρο γράμμα
μούσκεμα στο κλάμα
που λεγε πως πέθανε από καταρροή,
κ' η γλυκιά συμβία
με καλούσε στην κηδεία.
Δεν είδα ποτέ
να ναι τόσοι διευθυνταί
εστιατορίων
στο νεκροταφείον.
Τι φωνές, τι κλάμματα στο "Δεύτε ασπασμόν"
κι όταν ο παπάς του έψαλε ως χαιρετισμόν:
Δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη,
κάνε πια και δίαιτα λιγάκι,
πρέπει ν' αποφεύγεις τα πολλά ψητά,
σούπες, μακαρόνια και ζαχαρωτά.
Μην κοιμάσαι πια το μεσημέρι,
πήγαινε πεζή σ' όλα τα μέρη
τρώγε το βραδάκι,
λίγο.. σκουλικάκι,
άκουσε και με που σου μιλώ,
για το καλό!
Μπορείτε να το ακούσετε εδώ: ΑΤΤΙΚ "ΔΕΝ ΣΟΥ ΠΑΕΙ ΤΟ ΠΑΧΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ" - YouTube
Το συγκεκριμένο τραγουδάκι θα γνώριζε αργότερα μεγάλη επιτυχία ακόμη και στην Τουρκία. Είχε μεταφραστεί στα τούρκικα από έναν Τούρκο δημοσιογράφο και ο Αττίκ το είχε συμπεριλάβει στο ρεπερτόριό του, όταν έκανε μια περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη το φθινόπωρο του 1931. Μάλιστα, κάποιο βράδυ συνέβη κι ένα απρόοπτο περιστατικό. Ένας Τούρκος θεατής, μόλις άκουσε τον "Δημητράκη" άρχισε να διαμαρτύρεται ότι εξευτελιζόταν η τουρκική γλώσσα. Μιλώντας γαλλικά, ο Αττίκ ρώτησε τους θεατές αν επιθυμούσαν να συνεχίσει το πρόγραμμά του, εκείνοι χειροκρότησαν θερμά, αλλά τελικά αποφασίστηκε να κλείσει πρόωρα η αυλαία - και μαζί να διακόψει πρόωρα την περιοδεία του στην Κωνσταντινούπολη κι ο Έλληνας τραγουδιστής - επειδή ο θεατής εξακολουθούσε να διαμαρτύρεται, όχι επειδή είχε πρόβλημα με τον Αττίκ ή τους Έλληνες, αλλά επειδή... δεν συμπαθούσε τον δημοσιογράφο, που είχε μεταφράσει τους στίχους του "Δημητράκη" στα τουρκικά - μάλιστα ήταν συνάδελφος του! (πηγή: Η Ημέρα, 07.11.1931).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου