Λίγα προπολεμικά τραγούδια κατάφεραν ν' αντέξουν στον χρόνο και να γίνουν θρυλικά. Λίγα, όμως, είναι και τα τραγούδια που κατάφεραν να εξιστορήσουν με τόσο μεγάλη πιστότητα και συναισθηματική φόρτιση ένα από τα πιο συγκλονιστικά εγκλήματα στην ιστορία των ελληνικών χρονικών. Η "Κακούργα πεθερά" του Ιάκωβου Μοντανάρη το κατάφερε κι συνέβαλε, ώστε να παραμείνει ζωντανή στη συλλογική μνήμη η δολοφονία του εργολάβου Δημήτριου Αθανασόπουλου, ένα φρικτό έγκλημα, που έλαβε χώρα τις πρώτες μέρες του έτους 1931 και συγκλόνισε όλη την ελληνική κοινωνία της εποχής.
Το συγκεκριμένο τραγούδι, που αποτελούσε ένα είδος ρεπορτάζ χάρη στις λεπτομερείς περιγραφές του, γράφτηκε λίγο μόλις καιρό μετά το "έγκλημα στου Χαροκόπου", ενώ το καλοκαίρι του 1931 σημείωνε ήδη μεγάλη επιτυχία στη νυχτερινή Αθήνα. "Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΕΓΙΝΕ ΛΑΪΚΟΣ ΘΡΥΛΟΣ", έγραφε στις εσωτερικές της σελίδες η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ στις 22 Αυγούστου 1931, ενώ φιλοξενούσε μικρή συνέντευξη με την τραγουδίστρια που σημείωνε επιτυχία χάρη στο συγκεκριμένο τραγούδι, την Αγγέλα Μαυρομάτη.
Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας είχε βρεθεί σ' ένα θερινό καφέ-μπαρ της εποχής στις Τζιτζιφιές, κάπου στην αρχή του συνοικισμού. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, κι όμως ο κόσμος εξακολουθούσε να διασκεδάζει πίνοντας παγωμένα καραφάκια ούζου και ακούγοντας τα τραγούδια της ορχήστρας, ανάμικτες παρέες με "λαϊκούς θαμώνες" και "κυρίες του καλού κόσμου". Αξίζει να δούμε πώς περιέγραφε την ατμόσφαιρα του μαγαζιού η εφημερίδα:
"Επάνω εις το μικρό "πάλκο" η ορχήστρα απετελείτο από ένα βιολί κι ένα σαντούρι. Και δίπλα εις τους μουσικούς, εκάθηντο δυο "άστρα" των υπογείων παραδείσων. Ήσαν δύο χορεύτριες αοιδοί, από εκείνες που υπάρχουν εις όλα τα Καφέ-μπαρ των λιμανιών και των λαϊκών κέντρων.
Η μία από αυτές, με "πλαστικές" χειρονομίες κουρδισμένης κούκλας, αφού είπε ένα "σερέτικο" τραγούδι, άρχισε να χορεύη κτυπώντας ρυθμικά τα "τζίλια" και να επιδεικνύη τα ξεκάλτσωτα πόδια της. Η άλλη, με κομμένα τα μαλλιά α λα γκαρσόν, χτυπούσε το ντέφι..."
Μέσα σ' αυτήν την ατμόσφαιρα, λοιπόν, κάποιες παρέες που είχαν μερακλώσει, αλλά βιάζονταν γιατί ήθελαν να πάνε κι άλλου, άρχισαν να φωνάζουν το όνομα του Αθανασόπουλου. Τότε, η τραγουδίστρια με τα "μαλλιά α λα γκαρσόν" σηκώθηκε από τη θέση της, προχώρησε στο μικρό πάλκο, κοίταξε "με λυπημένα τα μάτια τους θαμώνες και με παραπονιάρικη φωνή άρχισε το τραγούδι της".
Όμως το κέφι είχε σταματήσει. Όλοι ήταν προσηλωμένοι στο θλιβερό ρυθμό του τραγουδιού. Ο δημοσιογράφος περιέγραφε: "Μερικές γυναίκες δακρύζουν... Άλλες έχουν ένα άσπρο μανδηλάκι εις τα μάτια τους. Οι λαϊκοί τύποι αφήνουν το ούζο και "τσιμπημένοι" κυττάζουν βλοσυρά προς το μέρος του πάλκου... Φαίνεται ότι συμπάσχουν και πονούν και αυτοί..."
Όταν τελείωσε το τραγούδι της, η Αγγέλα Μαυρομάτη έκατσε στο τραπέζι του δημοσιογράφου της εφημερίδας. "Τι τραβώ με τον Αθανασόπουλο! Όλος ο κόσμος έρχεται εδώ για να μ' ακούσει να το τραγουδάω...", δήλωσε, μάλλον χαρούμενη παρά στενοχωρημένη για την επιτυχία που σημείωνε. Όπως αποκάλυψε στη μικρή συνομιλία της με το δημοσιογράφο του "Ελεύθερου Ανθρώπου", η πρώτη φορά που τραγούδησε η ίδια το τραγούδι του "Αθανασόπουλου" ήταν στην Τρίπολη, σε μια αίθουσα πόκερ: "Ο κόσμος εκεί είχε ξετρελαθεί. Οι γυναίκες χύνανε μαύρο δάκρυ... Οι άνδρες έριχναν χύμα τα κατοστάρικα. Άλλο να σας το λέω κι άλλο να το βλέπετε..."
Εκεί στην Τρίπολη, κάπου τον Απρίλιο του 1931, ακούστηκε το εν λόγω - διάσημο πλέον - τραγούδι από τη φωνή της Αγγέλας Μαυρομάτη για πρώτη φορά "Μου τον είχε δώσει (σ.σ. τον "Αθανασόπουλο") ο ίδιος ο μουσικοσυνθέτης", δήλωσε η Αγγέλα, που μάλιστα πρόσφατα είχε ηχογραφήσει το τραγούδι "στα φωνόγραφα... σ' εκείνα που έχουν το σκυλάκι", όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, εννοώντας τα δισκάκια "His Master's Voice".
Όσο αφορά την τραγουδίστρια, την Αγγέλα Μαυρομάτη, που δεν περιλαμβάνεται στα γνωστά ονόματα της ιστορίας του ρεμπέτικου, η ίδια αυτοσυστήθηκε: "Κάθομαι στην Κοκκινιά, αλλά είμαι από τα Ταταύλα της Πόλης. Αοιδός το επάγγελμα.... Τραγούδησα για πρώτη φορά στην Όπερα της Αλεξάνδρειας. Έπειτα στο Χαλέπι, στη Γιάφα, στη Μπαϊρούτ (σ.σ. στη Βυρηττό), στην Αλεξανδρέττα και σ' όλα τα μέρη της Ελλάδος".
Βέβαια, το τραγούδι ήταν γνωστό και πριν την Μαυρομμάτη. Λίγο καιρό μετά το φρικτό έγκλημα, ένας σαντουριτζής στο Βοτανικό έθελγε τους θαμώνες ενός νυχτερινού κέντρου τραγουδώντας το κι από στόμα σε στόμα το τραγούδι έγινε γνωστό σ' όλην την Ελλάδα. Μάλιστα, η ηχογράφηση του τραγουδιού από την "His Master's Voice", έγινε ακριβώς επειδή το ζητούσε επίμονα ο κόσμος. Όσοι το άκουγαν σε κάποιο νυχτερινό κεντράκι, πήγαιναν στη συνέχεια στα δισκοπωλεία και ζητούσαν να το αγοράσουν και σε πλάκα για το γραμμόφωνό τους. Και πράγματι, μέσα σε 15 μέρες πουλήθηκαν 2.500 δίσκοι, όπως διαβάζουμε σ' ένα ρεπορτάζ της εφημερίδας ΒΡΑΔΥΝΗ (28.07.1931), ένας πολύ μεγάλος αριθμός για τα δεδομένα της εποχής.
Σπάνια φωτογραφία της Αγγέλας Μαυρομάτη
(από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, 22.08.1931)
|
Βέβαια, το τραγούδι ήταν γνωστό και πριν την Μαυρομμάτη. Λίγο καιρό μετά το φρικτό έγκλημα, ένας σαντουριτζής στο Βοτανικό έθελγε τους θαμώνες ενός νυχτερινού κέντρου τραγουδώντας το κι από στόμα σε στόμα το τραγούδι έγινε γνωστό σ' όλην την Ελλάδα. Μάλιστα, η ηχογράφηση του τραγουδιού από την "His Master's Voice", έγινε ακριβώς επειδή το ζητούσε επίμονα ο κόσμος. Όσοι το άκουγαν σε κάποιο νυχτερινό κεντράκι, πήγαιναν στη συνέχεια στα δισκοπωλεία και ζητούσαν να το αγοράσουν και σε πλάκα για το γραμμόφωνό τους. Και πράγματι, μέσα σε 15 μέρες πουλήθηκαν 2.500 δίσκοι, όπως διαβάζουμε σ' ένα ρεπορτάζ της εφημερίδας ΒΡΑΔΥΝΗ (28.07.1931), ένας πολύ μεγάλος αριθμός για τα δεδομένα της εποχής.
Στο ίδιο ρεπορτάζ διαβάζουμε και μια μικρή συνομιλία με τον Ιάκωβο Μοντανάρη, τον συνθέτη του τραγουδιού, που η εφημερίδα αποκαλούσε "το τραγούδι της Κάστρου", ακόμη ένα δείγμα της μανίας που είχαν οι εφημερίδες κατά της "κακούργας πεθεράς". Ο δημοσιογράφος περιέγραφε τον Μοντανάρη ως έναν άνδρα ηλικίας 37 ετών, βέρο Αθηναίο, του οποίου τα μαλλιά "έχουν ασπρίσει πρόωρα" και ο οποίος είχε "μανία μεγάλη" με τη μουσική, ασχολούμενος μ' αυτήν από το 1911, χωρίς να έχει σπουδάσει σε κάποιο ωδείο, αλλά μετά από "εμπειρική εξάσκηση".
"Εδιάβασα την αρμονία του Λαυράγκα και του Ρίχτερ", παραδεχόταν ο Μοντανάρης στη μίνι συνέντευξή του. "Θέλω να προοδεύσω, να καταρτισθώ καλά. Κάθε βράδυ που γυρίζω σπίτι μου, πρέπει να κάψω το πετρέλαιο της λάμπας μου διαβάζοντας..." Και γιατί προτίμησε να γράψει ένα τραγούδι για τη σολοφονία του Αθανασόπουλου και όχι για κάποιο άλλο από τα εγκλήματα της εποχής, που κτέκλυζαν τις σελίδες των εφημερίδων; "Α! αυτό με πείραξε στην ψυχή μου και γι' αυτό το 'γραψα", ήταν η απάντηση.
Και δεν ήταν μόνο η δική του η ψυχή, που συγκινήθηκε. Με το τραγούδι που έγραψε, ο Μοντανάρης επικοινώνησε με τις ψυχές χιλιάδων συγχρόνων του. Όπως κατέληγε το ρεπορτάζ, "γύρω από το γραμμόφωνο, όταν παίζεται ο δίσκος αυτός, γυναικούλες του λαού, κοριτσόπουλα της γειτονιάς, ευαίσθητες μοδιστρούλες, παρακολουθούν με δάκρυα στα μάτια το θρήνο αυτό..".
Στου Χαροκόπου τα στενά μια μικροπαντρεμένη
εσκότωσε τον άνδρα της, βρε τη δαιμονισμένη.
Στον ύπνο που κοιμότανε, μάνα και θυγατέρα
εβάλανε τον ανεψιό και του 'ριξε μια σφαίρα.
.......................................
Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου 'μελλε να πάθεις,
από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις.
.......................................
Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου 'μελλε να πάθεις,
από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις.
Λεπτομέρειες για το διάσημο έγκλημα μπορείτε να διαβάσετε εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου