Τα Χριστούγεννα του 1882, στη σατιρική εφημερίδα "Μη Χάνεσαι" δημοσιεύτηκε ένα (καθόλου σατιρικό) ποίημα του Κωστή Παλαμά για τα Χριστούγεννα. Δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο ποίημα, καθώς αποτελείται από οκτώ ενότητες, καθεμιά από τις οποίες έχει την ίδια δομή: ένα δίστιχο στην αρχή, που προϊδέαζει για το θέμα, που στη συνέχεια αναπτύσσεται από δέκα στίχους, ενώ στο τέλος το αρχικό δίστιχο επαναλαμβάνεται.
Η πρώτη ενότητα είναι ένας χαιρετισμός στη "μελίγλωσση" γιορτή των Χριστουγέννων, που είναι ευπρόσδεκτη όπως η άνοιξη (κι ας είναι ο καιρός χειμωνιάτικος)· στη δεύτερη ενότητα ο ποιητής εκφράζει τα προσωπικά του συναισθήματα, τι αισθάνεται ο ίδιος για τα Χριστούγεννα και πώς φτερουγίζει η καρδιά μέσα στο στήθος του· η τρίτη αποτελεί έναν ύμνο προς το άστρο, που έλαμψε στον ουρανό, όταν γεννήθηκε ο Χριστός· η τέταρτη είναι αφιερωμένη στο γιορτινό τραπέζι και τη χαρούμενη, οικογενειακή ατμόσφαιρα· η πέμπτη ενότητα αναφέρεται στις προετοιμασίες της παραμονής των Χριστουγέννων· η έκτη είναι μια ερωτική εξομολόγηση· η έβδομη παραπέμπει στα θερμά Χριστούγεννα του νότιου ημισφαιρίου· η όγδοη και τελευταία ενότητα, που είναι και η σχετικά πιο γνωστή, επιστρέφει στο περιεχόμενο των Χριστουγέννων και ο ποιητής εύχεται να ήταν παρών έστω κι ως "έν' άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι" στη φάτνη, όπου γεννήθηκε ο Χριστός.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Α΄
Αν είν' η Άνοιξις γιορτή στης φύσεως τα κάλλη,
Είν' η γιορτή σπητιάτικο Μαγιάπριλό μας πάλι.
Καλώς μας έρχεσθε, γιορτές με τα καλά τα χίλια!
Εμπρός σας λάμπει από χαρά και πάστρα η φαμίλια,
Θυμάτ' ο πλούσιος το φτωχό, η φτώχι' αναγαλλιάζει,
Κι ηχολογά το καπηλειό, κι η σάλα ευωδιάζει.
Ξέγνοιαστο παίζει το παιδί στο σπίτι ή στο σοκάκι,
Και το κορίτσι ντύνεται καινούριο φουστανάκι,
Ο γέρος πάει στην εκκλησιά, κι η τρέλα του λεβέντη
Όλη τη μέρα την περνά σ' άλλη εκκλησιά: στο γλέντι.
Μ' απ' όλους πιο βαθύτερα σε χαιρετώ εσένα,
Μελίγλωσση γιορτούλα μας, Χριστούγεν' ανθισμένα!
Αν είν' ή ανοιξη γιορτή στης φύσεως τα κάλλη,
Είν' η γιορτή σπητιάτικο Μαγιάπριλό μας πάλι.
Β΄
Παιδάκι την καρδούλα μου τη νιώθω μέσ' τα στήθη,
Όλο ζωή, σαν το Χριστό την ώρα που γεννήθη.
Με σέρνουν την πρωτοχρονιά, δυο μαγισσών τα κάλλη:
Βαριά η μία με μεθά, και μ' εμορφαίν' η άλλη·
Η μία Τύχη λέγεται, κι η άλλη Ελεημοσύνη.
Γίνομαι, κάθ' αποκριά, τρελών καημών καμίνι,
Όλ' η καρδιά μου έρχεται στα πόδια, για θεό μου
Έχω, Κυρίαι, το χορό, κι ο νους στο ντομινό μου.
Όταν γιορτάζω ανάσταση, θέλω τον κόσμο όλο
Ένα χειλάκι να γενεί για μένα μυροβόλο·
Όμως, εσείς, Χριστούγεννα, με κάνετε παιδάκι,
Διψώ σπιτιάτικη γωνιά, κι αδελφικό λογάκι.
Και βρέφος την καρδούλα μου τη νιώθω μέσ' τα στήθη,
Όλο ζωή, σαν το Χριστό την ώρα που εγενήθη.
Γ΄
Τι φως και χρώμα κι εμορφιά να είχ' εκειό τ' αστέρι
Οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει!
Ποιος άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τ' άλλα τ' αστέρια θάβλεπαν το φωτεινό του δρόμο,
Κι από τη ζήλια θάτρεμαν... Αστέρι, σε ποια χώρα
Του απεράντου σ' ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά μην έσβυσε το φως σου;
Ή μήπως είσ' αθάνατο κι εσύ, σαν το Χριστό σου;
Δεν καταβαίν' η λάμψη σου εδώ στα χώματά μας;
Για όλα τ' άστρα, αλλοίμονο! δεν είναι η ματιά μας...
Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννά μας θάμπουν,
Θαρρώ πως οι ακτίνες σου μέσ' την ψυχή μου λάμπουν.
Τι φως και χρώμα κι εμορφιά να είχ' εκειό τ' αστέρι
Οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους είχε φέρει!
Δ΄
Αχ, αχ, Χριστουγενιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
Που ταίρι ταίρ' η όρεξη με την αγάπη παίζε!
Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα,
Γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!
Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά, ροδίζει,
Και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαδεί κι αφρίζει.
Και να θωρείς αγνάντια σου δυο αδερφές, δυο τρέλες,
Με κουβεντούλες άσωστες, γλυκειές σαν καραμέλες,
Ή να σου λέει αγνάντια σου για το ξανθό παιδί σου
Δυο χρόνων γυναικούλα σου, ο έρως της ζωής σου.
Και να σ' αρχίζει ακούραστη ο πάππος φλυαρία,
Των Χριστουγέννων μια γνωστή πανάρχαια ιστορία...
Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
Που ταίρι ταίρ' η όρεξη με την αγάπη παίζει!
Ε΄
Την άδολη παραμονή, την τρισευτυχισμένη!
Γιορτή που χαίρεται κανείς βαθιά, γιατί προσμένει.
Εις τον καθρέφτη του σπιτιού, εκεί που τον λουστράρει,
Η δούλα η ροδοκόκκινη κοιτάζει με καμάρι
Τι χείλη θα χει αύριο, τι στήθη, ο ξάδερφός της...
Η κόρη κάνει δοκιμή του νέου φορέματός της,
Και λογαριάζει το παιδί τες μέρες πώχει σχόλη.
Ενώ ο Κύριος τραβά στην αγορά που όλη
Συγυρισμένη, όλη βοή, ορεκτική, γεμάτη,
Φέρνει γαργάλισμα στ' αυτί, και θάμπωμα στο μάτι,
Και φρενιασμένον έρωτα στο τρυφερό στομάχι·
Και συλλογίζετ' η κυρά τες βίζιτες που θάχη.
Την άδολη παραμονή! την τρισευτυχισμένη!
Γιορτή που χαίρεται κανείς βαθιά, γιατί προσμένει.
ΣΤ΄
Σε είδ' απόψε στόνειρο της νιότης μου στολίδι.
Χριστόψωμα εζύμωνες σ' ένα μικρό σκαφίδι.
Ήσουν σκυμμένη, και λυτά τα φουντωτά μαλλιά σου
Με μία χάρη άταχτη σκορπίζονταν μπροστά σου
Τα χέρια σου ζυμώνονταν, θαρρούσα, στο ζυμάρι,
Κι' απ' τα μαλλιά σου έσταζεν ιδρώς μαργαριτάρι.
Απόστασες κι' επόνεσες, σταμάτησες, αλήθεια,
Και μια ματιά σου μ' ούρριξες, σα νάλεγες: βοήθεια!
Ήταν παιγνίδι η δουλειά, σα' ζύμωσα μ' εσένα,
Και σε λιγάκι επρόβαλαν χριστόψωμ' αφρισμένα.
Είν' η ζωή, αγάπη μου, του ζυμαριού η σκάφη:
- Μαζί να το ζυμώσουμε, μόνο μαζί εγράφη...
Σε είδ' απόψε στ' όνειρο, της νιότης μου στολίδι·
Χριστόψωμα εζύμωνες σ' ένα μικρό σκαφίδι.
Ζ΄
Εσείς που ζείτε μακριά σε παγωμένα μέρη,
Ακούστε δέκα στίχους μου, γεμάτους καλοκαίρι.
Ξέρω μια χώρα· η άνοιξη σαν ήλιος εκεί πέρα·
Η χειμωνιά καμιά φορά μαυρίζει τον αιθέρα,
Σα νέφος διαβατάρικο, και φεύγει· απρίλης πάλι.
Σ' αυτή τη χώρα ο Χριστός γεννιέται μ' όψη άλλη.
Δεν έρχεται με τούρτουρα, σαβανωτός σε χιόνι,
Ούτε σε γούνα Ρωσική το πρόσωπό του χώνει,
Ούτε μπροστά σε μια γωνιά, πεσμένος στο βιβλίο
Να το ξεχάσει προσπαθεί στο διάβασμα το κρύο.
Μα μέσ' τους δρόμους χύνεται, στον ουρανό ξεχνιέται,
Dolce far niente τραγουδεί, γλεντά, κι αποκοιμιέται.
Εσείς που ζείτε μακριά σε παγωμένα μέρη
Ακούστε δέκα στίχους μου γεμάτους καλοκαίρι.
Η΄
Νάμουν του σταύλου έν' άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
Την ώρα π' άνοιξ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
Το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του,
Να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι,
Κι' από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,
Να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία
Που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία,
Να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της
Πώς εκοκκίνησε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της,
Όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο,
Της θύμισ' έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο...
Νάμουν του σταύλου έν' άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
Την ώρα π' άνοιξε ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου