7 Μαρτίου 2015

Η πρώτη Ελληνίδα που ανέβηκε σε αεροπλάνο!

Το 1912, ο Καραμανλάκης και ο Αργυρόπουλος έγιναν οι πρώτοι Έλληνες αεροπόροι, οι πρώτοι σύγχρονοι Ίκαροι αυτής της μικρής γωνιάς του πλανήτη, που λέγεται Ελλάδα (και που τότε ήταν ακόμη μικρότερη σε έκταση). Ήταν φυσικό να πέσουν οι προβολείς της δημοσιότητας πάνω τους, καθώς επίσης στους συνεπιβάτες τους, τους πρώτους πολίτες (κυρίως πολιτικοί και δημοσιογράφοι), που έζησαν πρώτοι την εμπειρία μιας εναέριας πτήσης ως συνεπιβάτες στα πρώτα εκείνα, μονοθέσια αεροπλάνα. Όλοι ονομάζονταν ισοπεδωτικά "αεροπόροι" - κι ας ήταν απλοί επιβάτες, που μόνοι τους δεν θα μπορούσαν να πιλοτάρουν το αεροπλάνο, ούτε... στο έδαφος, που λέει ο λόγος. Κάπως έτσι, τον τίτλο της "πρώτης Ελληνίδας αεροπόρου" έδωσαν οι εφημερίδες της εποχής και στην ηθοποιό Ζηνοβία Παρασκευοπούλου, την πρώτη Ελληνίδα που δεν πιλοτάρισε μεν αεροπλάνο, ωστόσο ταξίδεψε για λίγα λεπτά με αυτό ως επιβάτης.

Η Ζηνοβία Παρασκευοπούλου ήταν πραγματικά από τους πρώτους Έλληνες επιβάτες σε αεροπλάνο. Πριν από εκείνη, την εμπειρία είχαν ζήσει ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Σπ. Δάσιος και ο δημοσιογράφος Διον. Κόκκινος. Η διαφορά ήταν ότι τα αεροπορικά ταξιδάκια της Παρασκευοπούλου - περισσότερα του ενός κατά την ίδια - έγιναν ιδιωτικά κι επομένως θα μπορούσαν να θεωρηθούν αμφιλεγόμενα, αν η ηθοποιός δεν επικαλούταν τον φίλο της, πρώτο επίσημο Έλληνα αεροπόρο, Εμμανουήλ Αργυρόπουλο, στη ράχη του οποίου ταξίδεψε. (Ένα ήταν το κάθισμα του αεροπλάνου, οπότε δεν μπορούσε να καθίσει κάπου αναπαυτικότερα!)
Πολλές ήταν οι συνεντεύξεις που έδωσε η ηθοποιός και μία από αυτές ήταν στο περιοδικό Ελλάς, τον Ιούλιο του 1912. Απλά η συγκεκριμένη συνέντευξη είχε την ιδιαιτερότητα να αποτελεί μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από την Παρασκευοπούλου, που δήλωνε επιφυλακτική απέναντι στους δημοσιογράφους, καθώς "πάντοτε έγραψαν άλλ' αντ' άλλων" κατά δήλωσή της. Ποιος είπε ότι το 1912 οι καλλιτέχνες δεν αισθάνονταν το ίδιο άβολα με τις συνεντεύξεις, όσο και οι σημερινοί;
Η αφήγηση της Ζηνοβίας Παρασκευοπούλου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως θεατρική και σε κάποιο βαθμό αβέβαιης αξιοπιστίας, όταν π.χ. διηγούταν πόσο χαρούμενη αισθανόταν, ώστε να τραγουδάει κατά τη διάρκεια της πτήσης, ή όταν δήλωνε ότι δεν είχε φοβηθεί καθόλου. Ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος που παρομοίαζε τη θέα των σπιτιών από ψηλά, που δεν της έμοιαζαν με σπιρτόκουτα (όπως λέει και το γνωστό τραγούδι του Χατζή), αλλά με... καπελιέρες! Άλλη εποχή, άλλες παρομοιάσεις!

Αυτή ήταν η περιγραφή της Ζηνοβίας Παρασκευοπούλου, της πρώτης γυναίκας επιβάτιδας αεροπλάνου στην Ελλάδα (ή της "πρώτης Ελληνίδας αεροπόρου", όπως υπερβολικά ανέφεραν οι εφημερίδες της εποχής):
"Όπως ξεύρετε, τρεις φορές έχω πετάξη έως τώρα! Αλλ' ό,τι είχα να αισθανθώ πρωτότυπον, το ησθάνθηκα την πρώτην φοράν. Είχα αποφασίση να αναβώ εις τα ύψη και παρεκάλεσα τον κ. Αργυρόπουλον, με τον οποίον με συνδέει στενωτάτη φιλία, να με πάρη μαζή του εις την "Αλκυόνα". Κατ' αρχάς μου ηρνείτο, όχι τόσον από φόβον μη κινδυνεύσω, όσον διότι το αεροπλάνον του δεν έχει παρά μίαν μόνον θέσιν. Ο επιβάτης δε ο πρόσθετος, τον οποίον θα εδέχετο να παραλάβη, έπρεπεν αναγκαίως να καθήση εις την ράχιν του και να δεθή καλά.
- Και πώς λοιπόν επήρες τον Πρωθυπουργόν;.
Ήταν η στερεότυπος απάντησίς μου κάθε φοράν που εσυζητούσαμε γι' αυτό. Επί τέλους τον έπεισα και ένα απόγευμα, χωρίς κανείς να το μάθη, εις τον Ζωολογικόν Κήπον του Π. Φαλήρου απεφασίσθη να πετάξω κι εγώ μαζή του. Δεν έκαμα βεβαίως διά ρεκλάμαν αυτήν την πτήσιν, αλλ' απλώς διά να ικανοποιήσω ένα μου πόθον, να γνωρίσω ένα άγνωστον μέχρι της στιγμής εκείνης αίσθημα, ν' αντικρύσω ένα πρωτότυπον κίνδυνον, περί του οποίου τόσα είχα διαβάση και τόσα είχα ακούση.
Εις το αεροδρόμιον δεν ήταν κανείς. Εχρειάσθη όμως κάποιος να βοηθήση τον μηχανικόν εις το να κρατή την μηχανήν, μέχρις ότου ο μοτέρ αναπτύξη την αναγκαίαν ταχύτητα. Εφόρεσα το παλτό μου και τον κουκό μου και εκράτησα και εγώ με όλην μου την δύναμιν, την οποίαν η ιδέα ότι σε λίγο θα πετάξω την έκαμεν πολύ μεγαλειτέραν της συνειθισμένης.
Όταν όλα εοτοιμάσθησαν, ανέβηκα επάνω και εκάθησα... Μου εφάνη ότι έως εκεί ετελείωνε πλέον κάθε φόβος μου. Ήλθεν εις τον νουν μου τότε η παροιμία: "τώρα που μπήκες στο χορό πρέπει και να χορέψης". Και η ιδέα αυτή μου έδωσεν όλο το θάρρος μου, που προς στιγμήν είχε ελαττωθή.
Δεν επρόφθασα να το καλοσκεφθώ αυτό, όταν η μηχανή ήρχισε να σύρεται στο έδαφος. Έρριψα μια βιαστική ματιά γύρω μου και είδα, έτσι σαν σε όνειρο, να έρχωνται η μητέρα του κ. Αργυροπούλου και μερικοί φίλοι μου και φίλοι του.
Ήταν αργά! Είχαμε πειά σηκωθή από το έδαφος,
Ήρχισα να τους χαιρετώ και να φωνάζω: "Αντίο! Αντίο!" από τα βάθη της ψυχής μου, ενώ ο θόρυβος του μοτέρ ενόμιζα πως έσβυνε τη φωνή μου. Την στιγμήν εκείνην ησθάνθην ένα αόριστο αίσθημα, που δεν έμοιαζε ούτε σαν φόβο, ούτε σαν χαρά. Ήταν ένα νέο αίσθημα μάλλον σαν υπερηφάνεια.
Σε λίγα λεπτά ευρέθημεν επάνω από τη θάλασσα, και κυττάζοντας στην παραλία τους ανθρώπους να περπατούν, ενόμισα πως έβλεπα στρατιές από μυρμήγκια. Έπειτα τα σπίτια έμοιαζαν σαν μικρές τετράγωνες καπελλιερίτσες και οι δρόμοι σαν απλωμένες κορδέλλες τηλεγραφείο. Τι αστεία που μου φαινώντουσαν όλα!
Άρχισα να γελώ με όλη την καρδιά μου, χωρίς να συλλογίζωμαι τον κίνδυνο καθόλου, αν και ο κ. Αργυρόπουλος μου εφώναζεν ότι ευρισκόμεθα εις ύψος 220 μέτρων. Ήθελα να πάμε ακόμη ψηλά, πολύ ψηλά!
Και αφού εχόρτασα καλά-καλά όλο αυτό το κωμικόν θέαμα, τότε, χωρίς να νοιώσω πως, ανέβηκε εις τα χείλη μου ένα γλυκό τραγούδι, το γλυκύτερο τραγούδι που είνε δυνατόν να πη ανθρώπου στόμα σε μια τόσο υπέροχη στιγμή: ένα τραγούδι από τους "Έρωτας των Τσιγγάνων".
Αλλ' αυτή η ευχαρίστησις δεν εκράτησε πολύ. Είχεν αρχίση να βραδυάζη και έξαφνα αισθάνθηκα το αεροπλάνον να γέρνη το κεφάλι του προς τα κάτω.
- Εμμίνο, κατεβαίνομε; ηρώτησα.
- Ναι, εβράφυασε και δεν βλέπω πειά.
- Μα, καϋμένε, του λέγω, τι κάνεις τώρα; Πάμε πρώτα μια βόλτα ως την Αθήνα και ύστερα κατεβαίνομε.
- Αδύνατον, μου απαντά.
Και ως που να τελειώση ο μικρός αυτός διάλογος, ενόησα ότι το αεροπλάνον ακουμβούσε πλέον στη γη. Είχμε καταβή στου Ρουφ! Κρίμα! Κρίμα! Κρίμα!
Σταματώ λοιπόν κι εγώ έως ε΄δω, όπως εσταμάτησαν εκείν τη στιγμή, που ξαναπάτησα στο χώμα, όλα μου τα φτερουγίσματα.
Ήμουν, είμαι και θα μείνω πάντα ένα τιποτένιο μυρμήγκι, όπως όλα, όσο και αν ζητήσω με ξένα φτερά να υψωθώ προς τα ουράνια".

[Η συνέντευξη συνοδευόταν και από μια φωτογραφία της Παρασκευοπούλου, ντυμένης με αεροπορική στολή της εποχής, όμως δεν μπορώ να την αναπαράγω, διότι η εικόνα είναι θεοσκότεινη]



Σχετικά θέματα:
-- Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΕΡΟΠΟΡΟΣ (Η πρώτη πτήση και το πρώτο δυστύχημα της πολεμικής αεροπορίας)
-- Οι Έλληνες αεροπόροι που έκαναν πρώτοι τον εναέριο γύρο της Μεσογείου - Το ημερολόγιο του ταξιδιού τους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου