13 Μαΐου 2015

Οι άνθρωποι του ελληνικού κινηματογράφου ενδιαφέρονται άραγε για την πραγματική ιστορία της τέχνης που υπηρετούν στη χώρα μας - ή μήπως όχι; (Η μαρτυρία ενός ερευνητή)


Το 2014 τιμήθηκαν τα 100 χρόνια ελληνικού κινηματογράφου, καθώς συμπληρώθηκε ένας αιώνας από τα γυρίσματα της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους, μια κινηματογραφική διασκευή της "Γκόλφως". Πραγματοποιήθηκαν κάποιες εκδηλώσεις, ενώ γράφτηκαν και άρθρα στις εφημερίδες. Αρκετοί ανέτρεξαν είτε στο ίντερνετ είτε στα - όχι και λίγα - βιβλία, που ήδη κυκλοφορούν στο εμπόριο ή βρίσκονται στα ράφια των δημοτικών βιβλιοθηκών, ώστε να μάθουν περισσότερα για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, πώς αυτός ξεκίνησε και πώς διαμορφώθηκε τα πρώτα χρόνια της πορείας του. Μόνο που οι πληροφορίες που προσφέρουν τα βιβλία αυτά είναι ελλιπείς, προϊόν υποτυπώδους έρευνας, που πραγματοποιήθηκε πριν από αρκετές δεκαετίες και αναπαράγεται σχεδόν μηχανικά απ' όλους τους ερευνητές.
Διαπιστώνοντας αυτό το κενό στην ιστορία για τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου, επιχείρησα να πραγματοποιήσω τη δική μου έρευνα έχοντας χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσα ν' ανακαλύψω σημαντικά περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με τις ήδη υπάρχουσες, έψαχνα όμως αυτό το κάτι παραπάνω που θα έκανε τη διαφορά, με σκοπό είτε κάποια ανάρτηση στο παρόν μπλογκ είτε απλά την προσωπική μου καλύτερη ενημέρωση.

Τι έκανα; Ανέτρεξα στις πλέον πρωτογενείς πηγές, στα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Με έκπληξη διαπίστωσα πληθώρα νέων, ουσιαστικών στοιχείων που κανείς ουδέποτε διερεύνησε, γιατί πιθανόν δεν σκέφτηκε να το κάνει. Αντίθετα, όλοι αρκέστηκαν στις ασαφείς αναφορές από δημοσιεύματα ενός κινηματογραφικού περιοδικού που κυκλοφορούσε από το 1924 και μετά (ο "Κινηματογραφικός Αστήρ"), μόνο που τα δημοσιεύματα αυτά λίγες ουσιαστικές - και μάλιστα μερικές λανθασμένες - πληροφορίες έδιναν για την έως τότε κινηματογραφική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Αλλά και τα επόμενα χρόνια της κυκλοφορίας του, το περιοδικό θα ασχολούταν κυρίως με τις πιο διαφημισμένες ταινίες, παραγνωρίζοντας κάποιες ταινίες μικρού μήκους που συνόδευαν θεατρικές παραστάσεις της εποχής, όπως επίσης σημαντικές ταινίες από την ελληνική κοινότητα ΗΠΑ, για τις οποίες υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες.

Ανακαλύπτοντας, λοιπόν, από τα πρώτα στάδια της έρευνάς μου πόσο σημαντικές πληροφορίες, ξεχασμένες στο χρόνο (αλλά και λόγω της μη διάσωσης της συντριπτικής πλειοψηφίας των πρώτων, προπολεμικών, ελληνικών ταινιών) ανακάλυπτα, αυτό μου έδωσε ώθηση να επεκτείνω την έρευνα αυτή σε τεράστια έκταση, ενώ παράλληλα μου έδωσε ιδέες για μια όσο το δυνατόν πληρέστερη έρευνα. Ανέτρεξα σε εκατοντάδες δημοσιεύματα ελληνικών και ξένων εφημερίδων και ανακάλυπτα συνεχώς στοιχεία, που έδιναν νέα διάσταση στις ήδη γνωστές πληροφορίες για την αποκαλούμενη και ως "προϊστορία" του ελληνικού κινηματογράφου, τις συμπλήρωναν, ενώ άλλες φορές ακόμη και τις αντέκρουαν.

Για παράδειγμα, σ' όλα τα βιβλία που έχουν γραφτεί για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, διαβάζει κανείς ότι μέχρι το 1914 είχαν γυριστεί κανά δυο ζουρνάλ και αυτό ήταν όλο. Λάθος. Είχαν γυριστεί δεκάδες ταινίες ζουρνάλ - κυρίως την περίοδο από τον Οκτώβριο του 1910 και μετά, ενώ το ίδιο το 1914 ήταν μια χρονιά με σημαντική κινηματογραφική δραστηριότητα. Τη χρονιά εκείνη προβλήθηκε ο πρώτος κινηματογραφημένος γάμος στην Ελλάδα, ταινίες με προσκόπους, μια ταινία με σκίτσα, μια κωμωδία μικρού μήκους που αποτελεί την πρώτη ταινία μυθοπλασίας στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και η οποία προβλήθηκε σε στενό κύκλο για τις ανάγκες εσπερίδας κλπ.

Στις αρχές του 1914 προβλήθηκε η πρώτη ελληνική ταινία "ρεκόρ", η οποία γυρίστηκε το πρωί και προβλήθηκε το ίδιο απόγευμα σε μία προβολή, ενώ αφορούσε κάποιο θέμα επικαιρότητας. Ο άνθρωπος των ρεκόρ ήταν ο Εμίλ Λέστερ, ένας υποτιμημένος από το σύνολο της βιβλιογραφίας φωτογράφος και σκηνοθέτης, το όνομα του οποίου είτε αναφέρεται απλά (υπήρχε κάποιος Λέστερ για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτε) είτε παραλείπεται τελείως. Κι όμως, στην έρευνά μου ανακάλυψα πολλές ταινίες ζουρνάλ του συγκεκριμένου ανθρώπου, ο οποίος κατέχει και ένα ακόμη ρεκόρ, ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης ταινίας μυθοπλασίας στην Ελλάδα (η κωμωδία του 1914 που προβλήθηκε σε στενό κύκλο και για την οποία έκανα μια υπαινικτική αναφορά πιο πάνω). Μάλιστα, ο Λέστερ ήταν ένας από τους επίσημους οπερατέρ της - τότε - βασιλικής αυλής, ο οποίος το 1921 θα βρισκόταν στο μικρασιατικό μέτωπο. Τότε, μάλιστα χάνονται τα ίχνη του - πιθανότατα εγκατέλειψε τη χώρα μαζί με το μοιραίο βασιλιά Κωνσταντίνο μετά τη μικρασιατική καταστροφή ή πέθανε χωρίς να υπάρξει κάποια αναφορά στο θάνατό του από τις εφημερίδες.

Όμως δεν είναι μόνο ο Λέστερ ο αδικημένος από την βιβλιογραφία, που μπήκε στον κόπο να καταπιαστεί με την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Πουθενά δεν αναφέρεται το όνομα του Μπέριγκερ, ο οποίος μπορεί να γύρισε μία ταινία, όμως αυτή θεωρείται το δεύτερο ελληνικό ζουρνάλ μετά την ταινία για τη Μεσολυμπιάδα του 1906 - με την κρίσιμη διαφορά ότι την ταινία του 1906 έλαβε κάποιος ξένος οπερατέρ που ήρθε στην Αθήνα ειδικά για το σκοπό αυτό, ενώ ο Μπέριγκερ ήταν από χρόνια κάτοικος της πρωτεύουσας, δηλαδή κατά κάποιον τρόπο ήταν ο πρώτος Έλληνας (αν και με ξενική καταγωγή) κινηματογραφιστής.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακά τα όσα ανακάλυψα κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου και τα οποία δεν περιορίζονται μόνο στα παραπάνω. Για παράδειγμα, αν διαβάσει κανείς το σύνολο της σχετικής βιβλιογραφίας, θα μείνει με την εντύπωση ότι το 1910-1912 γυρίστηκαν τέσσερις κωμωδίες με ήρωα των "Σπυριντιών". Έλα όμως που οι ταινίες αυτές γυρίστηκαν από το 1915 και μετά, ενώ η μία προβλήθηκε το... 1921! Και δεν είναι η μόνη ανακρίβεια που έχει γραφτεί ως αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας. Επιπλέον ανακάλυψα την ύπαρξη ελληνικών ταινιών μυθοπλασίας, που δεν αναφέρονται πουθενά, περιλήψεις σεναρίων, για τα οποία ουδείς γνωρίζει τίποτε κλπ. Ανακάλυψα πάρα πολλές πληροφορίες και για μια ταινία μεγάλου μήκους, που γύρισε Γερμανός οπερατέρ κατόπιν παραγγελίας του τότε βασιλιά της Ελλάδας κατά το δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, μια ταινία που διασώζεται κάπου στις ΗΠΑ, ενώ αντίγραφό της πιθανότατα να υπάρχει κάπου στο υπουργείο Εξωτερικών! Όμως αυτός δεν είναι ο κατάλληλος τόπος αποκατάστασης της ιστορικής ακρίβειας για τα πρώτα χρόνια εμφάνισης και ανάπτυξης της τέχνης του κινηματογράφου στην Ελλάδα.

Με δεδομένο τον τεράστιο όγκο του υλικού που συγκέντρωσα, όλες τις πληροφορίες της έρευνάς μου αυτής τις συγκέντρωσα υπό μορφή βιβλίου. Δεν θα μπορούσαν άλλωστε να χωρέσουν όλα τα στοιχεία σ' ένα άρθρο, ενώ δεν μπορούσα να κάνω ούτε και δημοσίευση σ' επιστημονικό περιοδικό, εφόσον δεν είμαι πανεπιστημιακός καθηγητής (ούτε καν έχω ειδίκευση στο συγκεκριμένο αντικείμενο).

Σκέφτηκα το ενδεχόμενο να γράψω σχετικές αναρτήσεις στο παρόν μπλογκ, όπου άλλωστε κατά το παρελθόν έχω ανεβάσει σχετικά άρθρα για προπολεμικές, ελληνικές ταινίες (προϊόν λιγότερο επισταμένης έρευνας), με δεδομένο όμως ότι πολύ εύκολα καταπατώνται τα πνευματικά δικαιώματα στο ίντερνετ και ο καθένας πολύ εύκολα αντιγράφει τον κόπο του άλλου χωρίς ν' αναφέρει καν το λινκ (το οποίο και ν' αναφέρει, πάλι λίγοι θα προστρέξουν σ' αυτό), θεώρησα σκόπιμο να μη χαραμίσω έτσι εύκολα μια τόσο επίπονη και πολύμηνη εργασία. Δεν έχω ωστόσο αποκλείσει το ενδεχόμενο στο - όχι και τόσο μακρινό - μέλλον, αν δεν βρω άλλη διέξοδο δημοσίευσης της έρευνάς μου, να προχωρήσω στη δημοσίευσής της μέσω του ίντερνετ, εφόσον προηγουμένως έχω διασφαλίσει την απόκτηση ενός isbn. (Άλλωστε δεν προσδοκώ να βγάλω χρήματα από ένα τέτοιο βιβλίο, αλλά μ' ενδιαφέρει να γνωστοποιήσω ευρύτερα το αποτέλεσμα της έρευνάς μου)

Έγραψα, λοιπόν, ένα βιβλίο και άρχισα να επικοινωνώ με εκδοτικούς οίκους. Κατ' αρχήν απευθύνθηκα μέσω e-mail σ' έναν οίκο που στο παρελθόν έχει εκδώσει πάρα πολλά βιβλία για τον ελληνικό κινηματογράφο. Γνωστοποίησα ότι είχα πραγματοποιήσει έρευνα για τις προπολεμικές ελληνικές ταινίες, προϊδέασα για ορισμένα από τα καινούρια ευρήματά μου και ρωτούσα τι θα έπρεπε να κάνω για να τους στείλω αυτό που είχα γράψει - σε περίπτωση που η απάντησή τους ήταν θετική. Το θέμα είναι ότι δεν πήρα καμία απολύτως απάντηση - ούτε καν μια ευγενική άρνηση του τύπου "λόγω της οικονομικής κρίσης δεν ενδιαφερόμαστε για εκδόσεις". Σκεπτόμενος ότι μπορεί η διεύθυνση mail να μην χρησιμοποιείται πλέον, επιχείρησα να επικοινωνήσω μέσω faceboook, χωρίς και πάλι να λάβω απάντηση.

Τέλος, δοκίμασα να επικοινωνήσω και τηλεφωνικά. Η υπάλληλος που μου απάντησε, αντί να μου πει ευθαρσώς ότι ο εκδοτικός οίκος έχει αναστείλει ή έστω περιορίσει σημαντικότατα τη λειτουργία του λόγω οικονομικών δυσχερειών, έκρινε καταλληλότερο να απαξιώσει τελείως την έρευνά μου, για την οποία δεν έχει φυσικά καμία ιδέα. "Έχουν γραφτεί πολλά βιβλία", "αυτά ενδιαφέρουν μόνο τους φοιτητές" ήταν τα επιχειρήματα της. Το γεγονός ότι της επισήμανα πως ανακάλυψα νέα στοιχεία, τα οποία δεν μπορούσα να εκθέσω διά του τηλεφώνου και μάλιστα σε μια υπάλληλο, για την οποία δεν μπορώ να γνωρίζω τι ιδέα πραγματικά έχει για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, δεν την πτόησε καθόλου. Χωρίς να διαβάσει το υλικό μου, το απαξίωσε από μόνη της ως επανάληψη των ίδιων και των ίδιων που αναπαράγονται χρόνια τώρα - όταν στην πραγματικότητα το βιβλίο μου μόνο αυτό δεν στοχεύει να πράξει. Πού να φανταστεί η κοπελιά ότι κάποιος άνθρωπος ασχολήθηκε στα σοβαρά με το συγκεκριμένο αντικείμενο (προϊστορία του ελληνικού σινεμά), το οποίο μπορεί σε μεγάλο βαθμό ν' αφορά φοιτητές, όμως πέραν αυτού, θα πρέπει να καταγραφεί κάποια στιγμή στις πραγματικές τους διαστάσεις.

Το παραπάνω περιστατικό συνέβη εχθές. Εν τω μεταξύ φρόντισα τις προηγούμενες εβδομάδες (μεταξύ του πρώτου email και της χθεσινής, ατυχούς τηλεφωνικής συνομιλίας) να επικοινωνήσω και με άλλους εκδοτικούς οίκους, για να ρωτήσω αν κατ' αρχήν ενδιαφέρονται κι αν ναι, ποια διαδικασία ν' ακολουθήσω για να τους αποστείλω το κείμενό μου. Μόνο ένας οίκος μου είχε απαντήσει, στον οποίο και απέστειλα το κείμενο, αυτό αξιολογήθηκε, αλλά μετά από λίγες ημέρες με ενημέρωσαν ευγενικά οι άνθρωποι ότι έχουν κλείσει για φέτος.

Όλα ωραία και καλά. Δεν περιμένω θετική απάντηση τόσο εύκολα, όταν μάλιστα είναι αλήθεια ότι το κόστος του βιβλίου που τους παρουσίασα (περίπου 440 σελίδες συν περίπου 300 φωτογραφίες για να προστεθούν) ήταν προφανώς σημαντικό. Αυτός είναι και ο λόγος που στην παρούσα φάση προσπαθώ να περιορίσω την έκτασή του κατά το δυνατόν περισσότερο, ενώ παράλληλα προσπαθώ να επικοινωνήσω με φορείς ή μεμονωμένους ερευνητές, οι οποίοι θα μπορούσαν να βοηθήσουν είτε συλλέγοντας (και δημοσιεύοντας βεβαίως) τις φωτογραφίες που έχω συγκεντρώσει είτε βοηθώντας με στην καλύτερη αξιολόγηση του υλικού μου, με δεδομένο μάλιστα ότι δεν έχω και σπουδές κινηματογράφου, αλλά στο βιβλίο μου προσπαθούσα με απλή - "δημοσιογραφική" θα μπορούσα να πω - γλώσσα να μεταφέρω όλες τις πληροφορίες που ανακάλυψα ερευνώντας. (Άλλωστε, όσο σίγουρος είμαι για την πληρότητα της ερευνητικής μου εργασίας, άλλο τόσο ανασφαλής αισθάνομαι - και ως πρωτάρης - για το πόσο καλογραμμένο είναι το ογκωδέστατο βιβλίο που έγραψα).

Τέσσερις επίσημοι φορείς σχετικά με τον ελληνικό κινηματογράφο εντόπισα στην επίσημη σελίδα του υπουργείου Πολιτισμού: το Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο, το Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Εξαιρώντας - για προφανείς λόγους - το πρώτο, απευθύνθηκα μέσω email στους άλλους τρεις, ενημερώνοντάς τους για την έρευνα που πραγματοποίησα, προϊδεάζοντας και αυτούς για κάποια εντυπωσιακά, νέα ευρήματα και μάλιστα (στο ΕΚΚ και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) απέστειλα και τα περιεχόμενα του βιβλίου, ώστε και μόνο από τους τίτλους να διαπιστώσουν τη σοβαρότητα της όλης δουλειάς (ταινίες άγνωστες μέχρι σήμερα για τη βιβλιογραφία, πολυσέλιδες αναφορές σε ταινίες για τις οποίες ελάχιστες πληροφορίες επισήμως κλπ.).

Ουδέποτε πήρα απάντηση, σαν να μην αφορά το θέμα κανέναν. Ε, αυτό είναι το δυσάρεστα εντυπωσιακό. Δεν ζήτησα χρήματα, αλλά να συνεργαστεί κάποιος μαζί μου, για την καλύτερη αξιοποίηση και δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας που πραγματοποίησα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Οι άνθρωποι του κινηματογράφου (είτε απασχολούνται σε επίσημους φορείς είτε σε εκδοτικούς οίκους με εμπειρία στα κινηματογραφικά βιβλία) δεν ενδιαφέρονται να μάθουν τι νέα στοιχεία μπορεί να έχουν βρεθεί που να συμπληρώνουν ή να διορθώνουν την πρώτη, τόσο παραγνωρισμένη ερευνητικά έως σήμερα, περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου. (Απαραίτητη διευκρίνιση: Ο εκδοτικός οίκος που έδειξε το ενδιαφέρον δεν είχε καμία σχέση με το συγκεκριμένο αντικείμενο!)

Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα η έρευνα υποφέρει. Και ok... είναι κατανοητό που ένας εκδοτικός οίκος δεν θέλει να μπει στα έξοδα για να τυπώσει ένα ογκώδες βιβλίο (χωρίς αυτό να καθιστά βέβαια κατανοητή την αγενή συμπεριφορά της υπαλλήλου που επιχείρησε ν' απαξιώσει μια έρευνα, για την οποία δεν γνωρίζει τίποτε απολύτως). Θεωρώ όμως ότι δεν δικαιολογείται η πλήρης αδιαφορία φορέων, που υποτίθεται ότι ενδιαφέρονται για την ανάδειξη της ιστορίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς (όπως αναφέρουν στις ιστοσελίδες τους) και των οποίων το αντικείμενο αφορά ακριβώς τον ελληνικό κινηματογράφο!

Μακάρι να εκδηλωθεί κάποιο ενδιαφέρον έστω και με καθυστέρηση. Εν τω μεταξύ, θα συνεχίσω τις προσπάθειες επικοινωνίας μου με εκδοτικούς οίκους, όμως σκέφτομαι και άλλες εναλλακτικές σε περίπτωση που δεν υπάρξει σύντομα θετικό αποτέλεσμα, καθώς θεωρώ ότι το σημαντικότερο είναι να δει τη δημοσιότητα το αποτέλεσμα της δουλειάς μου και να αποκτήσει μια καλύτερη και πληρέστατη εικόνα για τις χαμένες εκείνες προπολεμικές, ελληνικές ταινίες, όποιος τυχόν ενδιαφέρεται (και εφόσον προηγουμένως έχω διασφαλίσει πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα της δουλειάς μου αυτής). Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι άλλο: Τελικά ενδιαφέρει τους ανθρώπους του κινηματογράφου η προϊστορία του ή αρκούνται στα ελλιπέστατα βιβλία που έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα και τα οποία αγνοούν τον Μπέριγκερ, τον Λέστερ, τα πρώτα ελληνικά ζουρνάλ, ενδιαφέρουσες ταινίες και άλλες κινηματογραφικές προσπάθειες;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου