12 Μαρτίου 2017

Το πρώτο θανατηφόρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην Ελλάδα το Μάρτιο του 1907. Η κόντρα των αυτοκινήτων ενός βουλευτή και ενός πρίγκιπα. Οι περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων. Πώς το θύμα σκοτώθηκε ακριβώς έξω από το σπίτι της φίλης της. Οι αντιδράσεις και η ατιμωρησία των υπευθύνων [plus εικόνες]


Ήταν Κυριακή, 4 Μαρτίου (π.η.), η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς του 1907. Ώρα 11 το πρωί. Το αυτοκίνητο του πρίγκιπα Ανδρέα (σ.σ. ο πατέρας του σημερινού δούκα του Εδιμβούργου, συζύγου της βασίλισσας Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου) με τον ίδιο στη θέση του οδηγού και συνεπιβάτες τη σύζυγό του πριγκίπισσα Αλίκη και τον υπασπιστή του Μεταξά κατέβαινε τη λεωφόρο Συγγρού με κατεύθυνση το Παλαιό Φάληρο. Λίγα μέτρα πίσω του βρισκόταν το αυτοκίνητο του Νικόλαου Σιμόπουλου, βουλευτή Φθιώτιδας και γιου του υπουργού Οικονομικών Ανάργυρου Σιμόπουλου. Οκτώ ήταν όλα κι όλα τ' αυτοκίνητα που υπήρχαν στην Αθήνα το 1907 και εκείνη τη μέρα και ώρα τα δύο αυτά αυτοκίνητα ήταν τα μοναδικά που βρίσκονταν σε κίνηση. Είδαν λοιπόν τη λεωφόρο... τσιφλίκι τους και άρχισαν τις κόντρες. Μόλις το πριγκιπικό αμάξι πέρασε την Πύλη του Αδριανού και εισήλθε στη λεωφόρο Συγγρού, ο Σιμόπουλος γκάζωσε και το προσπέρασε. Ο πρίγκιπας Ανδρέας απάντησε αναπτύσσοντας κι αυτός ταχύτητα σ' έναν άτυπο αγώνα των δύο αυτοκίνητων, που θα είχε μοιραία κατάληξη το θανάσιμο τραυματισμός μιας νεαρής γυναίκας, το πρώτο θύμα μιας μακράς λίστας νεκρών που θυσιάζονται άδικα και άσκοπα στους τέσσερις τροχούς του αυτοκινήτου.

Εκείνο το πρωινό της 4ης Μαρτίου 1907, η 25χρονη Ευφροσύνη Βαμβακά πήρε το ένα από τα δύο παιδιά του συντρόφου της και πήγε επίσκεψη σε μια καλή της φίλη, τη Γιαννούλα, που νοίκιαζε ένα ισόγειο δωμάτιο επί της λεωφόρου Συγγρού κοντά στο εργοστάσιο παρασκευής της μπύρας Φιξ. Θα της επέστρεφε ένα πιάτο και θα την καλούσε να διασκεδάσουν μαζί το βράδυ, τελευταία Κυριακή της αποκριάς.
Δεν είναι σαφές αν η 25χρονη γυναίκα ήταν παντρεμένη με τον Θεόδωρο Βαμβακά ή όχι. Κάποια δημοσιεύματα τους ήθελαν παντρεμένους για διάστημα μόλις 3 μηνών, ενώ άλλα υποστήριζαν ότι οι δυο ετοιμάζονταν να παντρευτούν στο άμεσο μέλλον. Το σίγουρ είναι ότι ο Θεόδωρος Βαμβακάς είχε ήδη δύο παιδιά (ένα αγόρι κι ένα κορίτσι από προηγούμενο γάμο του), η δε Ευφροσύνη ή Φρόσω καταγόταν από την Κεφαλλονιά και το πατρικό της επίθετο ήταν Καλογερά.
Η Φρόσω έφτασε στο σπίτι της φίλης της, Γιαννούλας. Το μόνο που απέμενε ήταν να διασχίσει το δρόμο και να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Έστειλε πρώτα βιαστικά το αγοράκι και η ίδια ακολουθούσε. Δεν απέμεναν παρά μονάχα δυο με τρία βήματα για ν' ανέβει στο πεζοδρόμιο, όταν το αυτοκίνητο του Σιμόπουλου, που εξακολουθούσε τον παράλογο και αυτοσχέδιο διαγωνισμό ταχύτητας με το πριγκιπικό αυτοκίνητο, ύστερα από έναν ελιγμό προς τα αριστερά έπεσε πάνω της και την παρέσυρε. Λίγο μετά ακολούθησε το αυτοκίνητο του πρίγκιπα Ανδρέα, το οποίο δεν πρόλαβε να φρενάρει έγκαιρα, αλλά πέρασε πάνω από το σώμα της γυναίκας, την οποία και κομμάτιασε.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ





ΟΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΠΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ

Περιοδικό της εποχής φιλοξένησε τις αφηγήσεις των δύο μοναδικών αυτοπτών μαρτύρων του δυστυχήματος. Η μία ήταν η Γιαννούλα Μουσούρη (ή Μουσούρου), 24 - 26 ετών, την οποία θα επισκεπτόταν η άτυχη Βαμβακά. Ο δεύτερος ήταν ο Ριζόπουλος, ιδιοκτήτης του σπιτιού, στο ισόγειο του οποίου κατοικούσε η Μουσούρη. 
Η μαρτυρία της Γιαννούλας:
"Ήμουν μέσα στο παράθυρό μου, από μέσα από το τζάμι και έβλεπα από τα χωράφια να έρχεται η Φροσύνη με το μικρό της πρόγονο, το Νότη. 
Πολύ ακόμη προτού φθάσουν στο πεζοδρόμιο, η Φρόσω έσπρωξε με δύναμη τον πρόγονό της και μου φάνηκε ότι ήθελε να τον δείρει.Ο μικρός τότε φοβήθηκε μην τις φάγει και τρέχαλα πέρασε το δρόμο και ήλθε στο σπίτι κρατώντας στο χέρι ένα πιατέλο του καφέ, που είχα δώσει στη Φρόσω και μου τό φερναν. Τη στιγμή εκείνη άκουσα μεγάλη βοή από κάτω από το δρόμο. Ανοίγω το παράθυρο και βλέπω δύο αυτοκίνητα να τρέχουν με μεγάλη ορμή. Το βασιλικό ερχόταν πίσω από το άλλο. Η Φρόσω είχε φθάσει στο πεζοδρόμιο και είχε περάσει όλο το δρόμο και κόντευε ν' ανεβεί στο άλλο πεζοδρόμιο προς το σπίτι μας, όταν έξαφνα βλέπω το πρώτο αυτοκίνητο απ' εκεί που πήγαινε στο δρόμο του ίσα κάτω να λοξεύσει και να ριχθεί απάνω στην κακομοίρα Φρόσω.
Στη στιγμή άκουσα μια φωνή. Τρομαγμένη φεύγω από το παράθυρο να πάω να τη σηκώσω. Δεν μου ήλθε στο νου να πηδήσω από το παράθυρο. Έτρεξα στην αυλή και από την αυλόπορτα πετάχθηκα έξω. Όσο να φθάσω εκεί που την πέταξε το αυτοκίνητο, κατέβηκε από πάνω και ο κ. Ριζόπουλος και φθάσαμε μαζί στον τόπο. Τη στιγμή εκείνη έφθασε από κάτω ο πρίγκιπας με την πριγκίπισσα τρομαγμένοι. Το αυτοκίνητό τους είχε σταματήσει 10 - 15 μέτρα παρακάτω. Η πριγκίπισσα τόσο ήταν λυπημένη, ώστε μου φάνηκε ότι έκλαιγε και παρολίγον να λιποθυμήσει. Τη Φρόσω τη σήκωσα εγώ και ο Ριζόπουλος και τη βάλαμε μέσα στην αυλή του σπιτιού. Μπήκαν μέσα και οι πρίγκιπες. Έδωκα δε εγώ στον αξιωματικό που ήταν μαζί λίγο νερό, που είχα μέσα σ' ένα τενεκέ, για να πιεί η πριγκίπισσα, που ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο της σκάλας του σπιτιού. Δεν είδα όμως αν ήπιε ή όχι. Το νερό εγώ το είχα για την κακομοίρα τη Φρόσω. Τι τρομάρα όμως ήταν να την δει κανείς".
Καταλυτική ήταν η παρομοίωση που χρησιμοποίησε η γυναίκα απαντώντας σε ερώτηση του δημοσιογράφου πώς η Φρόσω χτυπήθηκε από το αυτοκίνητο: "Όπως έρχεται ένας άνθρωπος με το μαχαίρι και σας σκοτώνει εκεί που είστε, έτσι έπεσε και το αυτοκίνητο στη δυστυχισμένη τη Φρόσω. Αυτή κόντευε να ανεβεί στο δικό μας το πεζοδρόμιο, να, ένα μέτρο ήταν μακριά, όταν το αυτοκίνητο έστρεψε και έπεσε πάνω της". 
Στη συνέχεια, η νεαρή γυναίκα έδειξε επί τόπου στο δημοσιογράφο πώς έγινε το ατύχημα:
"Να απ' εδώ [σ.σ. δείχνοντας το δεξιό μέρος της οδού] ερχόταν το αυτοκίνητο που τη χτύπησε. Από πίσω και από το άλλο μέρος [αριστερά] ήταν το βασιλικό αυτοκίνητο. Η Φρόσω, όταν έφθασε εδώ [στο χείλος του πεζοδρομίου] τράβηξε ίσα το δρόμο της προς το σπίτι μου. Να, βλέπετε; Απέναντι το παραθύρι μου, όπου ήμουν εγώ και την έβλεπα. Είχε περάσει τα μισά του δρόμου και μόλις ήθελε 2-3 βήματα ν' ανεβεί στο άλλο πεζοδρόμιο, όταν το πρώτο αυτοκίνητο αντί να τραβήξει ίσα το δρόμο του όπως ερχόταν από πάνω, έστριψε λοξά και πήγε επάνω στη Φρόσω και την τσάκισε. Αν δεν ήταν η Φρόσω, θα τσακιζόταν το αυτοκίνητο επάνω στην πέτρα. [...] Και δεν θα γινόταν αυτό το μεγάλο κακό, αν το αυτοκίνητο τραβούσε το δρόμο του δεξιά και δεν λόξευε για να μπει στο αριστερό μέρος του δρόμου, όπου είχε φθάσει η κακομοίρα Φρόσω. Ήθελε φαίνεται να μπει στο αριστερό μέρος για να μπει μπροστά στο βασιλικό αυτοκίνητο, που ερχόταν γραμμή από πίσω του".

Εδώ είναι ένα κατατοπιστικό σχεδιάγραμμα που αναπαριστά το τραγικό δυστύχημα:






Αυτή ήταν η μαρτυρία και του Ριζόπουλου:
"Εκείνη την ημέρα ήταν το παιδί μου αδιάθετο στο κρεβάτι και καθόμουν και εγώ κοντά του, έχοντας απέναντί μου το παράθυρο με τα τζάμια κλειστά, προς τη λεωφόρο. Αίφνης ακούω μεγάλη βοή αυτοκινήτων. Σηκώθηκα και παραμέρισα τους μπερντέδες του παραθύρου για να δω. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή είδα εμπρός μου στο παράθυρο ένα αυτοκίνητο να περνά σαν αστραπή και την ίδια στιγμή ένα δυνατό δουπ στη γη. Φαντάζεσθε πόσο δυνατό ήταν αυτό το δουπ για ν' ακουσθεί μέσα σε τόσο κρότο του αυτοκινήτου. Αμέσως εννόησα ότι κάποιος χτυπήθηκε. Στην αρχή υπέθεσα ότι ή έπεσε ο οδηγός ή κανείς από τους επιβάτες του αυτοκινήτου. Δεν μπορούσα όμως ακόμη να διακρίνω τι άνθρωπος ήταν ο χτυπημένος, άνδρας ή γυναίκα ή τσουβάλι! Διότι και από το αυτοκίνητο και από την πτώση του σώματος σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνη, η οποία δεν με άφηνε να διακρίνω. Ενώ λοιπόν κοίταζα για να διακρίνω καλά, περνά και το δεύτερο αυτοκίνητο από την ίδια γραμμή. Έτρεξα τότε να κατεβώ κάτω και να φθάσω στο τόπο που είχε πέσει ο άνθρωπος. Εκεί βρήκα και τη Γιαννούλα, η οποία είχε δει όλη τη σκηνή από το παραθύρι της κάτω. Σε λίγες στιγμές έφθασε και ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα, που το αυτοκίνητό τους είχε σταματήσει λίγο παρακάτω. Μάθαμε τότε ότι το πρώτο αυτοκίνητο ήταν του Σιμόπουλου, στον οποίο, άμα γύρισε αυτός για μια στιγμή, ο πρίγκιπας έκαμε παρατηρήσεις. Ο Σιμόπουλος τότε με το αυτοκίνητο έφυγε αστραπή, αλλ' από τον παλαιό δρόμο του Φαλήρου. Τη δυστυχισμένη γυναίκα τη βρήκαμε νεκρή πλέον. Σαν να κόπηκε από λαιμητόμο. Τα πόδια της ήταν προς το μέρος του πεζοδρομίου ως ένα μέτρο μακριά απ' αυτό, η κεφαλή της δε προς το μέσο της λεωφόρου. Εκεί ήταν και αίμα, επάνω δε στο αίμα φαινόταν το ίχνος της τροχιάς των όπισθεν τροχών του αυτοκινήτου του Σιμόπουλου. Με το κτύπημα που της έδωσε το αυτοκίνητο την εκσφενδόνισε εμπρός σε 10-14 βήματα, μετά δε από κάποιες στιγμές το αυτοκίνητο έστριβε πάλι δεξιά και οι πίσω τροχοί πρόφθασαν ορισμένως και πέρασαν από το κεφάλι της ξαπλωμένη γυναίκας. Αυτό αποδείχθηκε και από τη διεύθυνση της ματωμένης τροχιάς, η οποία διακρινόταν καλά από κάτι σαν καρφιά που έχει το καουτσούκ των τροχών. Τ' αυτά ίχνη παρατηρήσαμε αμέσως και παραπάνω. Η λοξοδρομία του αυτοκινήτου του Σιμόπουλου χαρασσόταν από τα ίχνη των τροχών του καθαρότατα από την απέναντι γωνία του δρόμου, που είναι το ζυθοπωλείο στο πρώτο χιλιόμετρο, δηλ. 40-50 μέτρα παραπάνω από αριστερά προς δεξιά. Από το σημείο που την χτύπησε τα ίχνη εξακολουθούσαν ακόμη αριστερά έως εκεί που την τίναξε κάτω και απ' εκεί πάλι ελόξευσε προς αριστερά [..]".




ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Με αφορμή το τραγικό δυστύχημα μια ομάδα 200 ευυπόληπτων ατόμων συνέστησε Αντιαυτοκινητιστικό Σύλλογο σκοπός του οποίου ήταν ο εξής: Κάθε φορά που σε ακτίνα 2 χιλιομέτρων θα έβλεπαν αυτοκίνητο να κινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη της αγοραίας άμαξας, τα μέλη του συλλόγου θα το υποδέχονταν με γιουχαΐσματα και λιθοβολισμούς! Αν αυτό έγινε στην πράξη έστω και μία φορά, είναι αδιευκρίνιστο, αλλά προσωπικά το θεωρώ απίθανο.

Το θέμα δεν έμεινε βέβαια ασχολίαστο από τις στήλες των εφημερίδων. Ένα ερώτημα που εκ των πραγμάτων αναδεικνυόταν, ήταν και το εξής: Είχε ταξικό χαρακτήρα το μοιραίο δυστύχημα;
Ο χρονογράφος του Σκριπ διερωτάτο: "Προ ημερών ο υιός άλλου πλουτοκράτου Αθηναίου, ελλείψει ανθρώπων, έκοψε μίαν γάτταν και ένα άλογο. Τώρα άλλος υιός κροίσου έκοψε μίαν γυναίκα. Αυτή η πληθώρα των φόνων των πτωχών των ενεργουμένων υπό των τέκνων των πλουσίων είνε καιρός, νομίζω, να χρησιμοποιηθή προς όφελος του Δημοσίου Ταμείου, απορώ δε πώς ο υπουργός των Οικονομικών, ο μη αφήσας επάγγελμα αφορολόγητον, δεν επέβαλεν ακόμη φόρον επί των σφαζομένων υπό των υιών των πλουσίων ζώων και ανθρώπων. Μόνον διά των εισπράξεων, τας οποίας θα αποφέρη ο υιός του θα παρουσιάση αληθές ισοζύγιον".

Για τον Ζαχαρία Παπαντωνίου το ζήτημα ήταν όχι απλά ταξικό, αλλά και βαθύτατα πολιτικό. Σ' ένα εξαιρετικά επιθετικό άρθρο του στο Άστυ στιγμάτιζε τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας και των μικρών μωροφιλοδοξιών:
"[...] Αι χιλιάδες των εκλογέων Φθιώτιδος, αι οποίαι εξέλεξαν τον κ. Ν. Σιμόπουλον αντιπρόσωπον ολοκλήρου επαρχίας δεν του είπον ρητώς, καθώς γνωρίζω, ότι τον εκλέγουν μόνον και μόνον διά να διοική αυτοκίνητον. Και εις την Αυτού Υψηλότητα επίσης, τον Πρίγκηπα δεν έδωκε το Έθνος αυτήν αποκλειστικώς την εντολήν. Αλλά, καθώς όλοι γνωρίζετε, αι φιλοδοξίαι των προσώπων εδώ εις την Ελλάδα είναι πυγμαίαι, και ομοιάζουν με κόττες, αι οποίαι δεν έχουν φτερά, παρά μόνον όσα απαιτούνται διά να φθάσουν εις ένα μέτρον μόλις υπέρ την γην και να κουρνιάσουν. Είμεθα βουλευταί ή πρίγκηπες και μένομεν ενθουσιασμένοι, διότι φθάνομεν ταχύτερα των άλλων εις το Παλαιόν Φάληρον. Ένα σύννεφον κατορθώνομεν να υψώσωμεν εις την διάβασίν μας, και αυτό είνε σκόνη...".
Αυτό το σημείο προκάλεσε την αντίδραση αναγνώστη της εφημερίδας, ο οποίος ζήτησε εξηγήσεις από τον Παπαντωνίου και εκείνος επανήλθε διευκρινίζοντας:
"[..] Η ορμή, την οποίαν εδαπάνησαν διά να κάμουν ένα δυστύχημα, δεν ημπορούσε να χρησιμοποιηθή διά να κάμουν ένα ευτύχημα; Τόση αγωνία, διά να διοικούν ένα αυτοκίνητον, δεν ημπορούσε να δαπανηθή εις το να διοικήσουν, κατευθύνουν, κουρδίσουν, και ταχύνουν κάτι άλλο εις αυτόν τον δυστυχή τόπον; Εις την Ελλάδα υπάρχουν ιδέαι, ορμαί, πόθοι, και όνειρα. Αλλ' αυτά όλα στερούνται βενζίνας και σωφέρ. [...]
Ώστε ημείς οι σημερινοί Έλληνες έχομεν μικράς φιλοδοξίας, ίσως τας μικροτέρας του κόσμου. Είμεθα βουλευταί, έχομεν αυτό το τεράστιον αξίωμα, και η φιλοδοξία μας είνε να αποκτήσωμεν το τελειότερον κουμπί μανικετιού που υπάρχει εις την Βιέννην, να παρουσιάσωμεν την ωραιοτέραν λαβήν μπαστουνιού, και να κάμωμωμν "μπου-μπου-μπου β..ββ..ββ...ββ.." με το αυτοκίνητον. Είμεθα πρίγκηπες, έχομεν αυτήν την μεγάλην ευτυχίαν ή υποχρέωσιν, και η φιλοδοξία μας είνε να πάμε περίπατον. [...] Εάν ο βουλευτής ήτο εις το σπουδαστήριόν του και ο πρίγκηψ εις τον στρατώνα του ή εις άλλο έργον, δεν θα ήτο και η νέα Βαμβακά εις το νεκροταφείον. Το μονομερές δυστύχημα είνε ότι εσκοτώθη μία ύπαρξις. Αλλά το γενικώτερον δυστύχημα είνε ότι δύο άνθρωποι, με μεγάλας υποχρεώσεις, ευρέθησαν απλώς σωφέρ...".

Άλλοι καυτηρίασαν την έλλειψη κανόνων ασφαλούς οδήγησης με ποινές κατά των παραβατών και ζητούσαν από την αστυνομία να μεριμνήσει για μια σειρά από θέματα, όπως η παροχή αδειών οδήγησης μετά από εξετάσεις, οι χρηματικές τιμωρίες, ακόμη και οι αφαίρεση άδειας οδήγησης όσων υπερέβαιναν το όριο ταχύτητας.
Ο αρθρογράφος της εφημερίδας Πατρίς διαπίστωνε (και η δυστυχία είναι ότι κάποιες από τις διαπιστώσεις του είναι επίκαιρες και σήμερα, μετά από 110 χρόνια):
"Τα δυστυχήματα από αυτοκίνητα δεν είνε σπάνια. Οι στατιστικοί μάλιστα ευρήκαν, ότι το αυτοκίνητον είνε εν από τα φονικώτερα μέσα συγκοινωνίας, όπως εξάγεται εκ του αριθμού των θυμάτων τα οποία έχουν. Οι στατιστικοί όμως προσθέτουν ακόμη, ότι εκ των δυστυχημάτων, τα οποία προέρχονται από αυτοκίνητον, τα δύο τρίτα συμβαίνουν εις επιβάτας αυτών και εν τρίτον μόνον εις πεζούς διαβάτας.
Εις την Ελλάδα δεν υπάρχει η αναλογία αυτή. Έχομεν κυκλοφορούντα οκτώ μόνον αυτοκίνητα και έως σήμερον ηριθμήσαμεν 7 δυστυχήματα. Εκ τούτων δε εν μόνον εις επιβάτην αυτοκινήτου, τον γνωστόν οδηγόν του αγοραίου αυτοκινήτου, τα δε λοιπά εις δυστυχείς διαβάτας, οίτινες, όπως η ατυχής γυναικούλα προχθές, κάθε άλλο παρά εφαντάζοντο ότι ευρίσκονται εγγύς του θανάτου.
Την εξαίρεσιν αυτήν, την οποίαν παρουσιάζει η Ελλάς εις τα δυστυχήματα εξ αυτοκινήτων, πρέπει να την αποδώση κανείς εις το γενικόν κακόν του τόπου, την... συναλλαγήν. Η παραδοξολογία αυτή έχει βάρος μεγάλης αληθείας. Τα οκτώ αυτοκίνητα, που ήλθαν εις την Ελλάδα, ανήκουν εις ιδιώτας επιφανείς είτε επί πολιτική είτε επί κοινωνική θέσει. Κάθε αυτοκίνητον φέρει ένα όνομα βαρύ ως επιγραφήν επάνω του και διερχόμενον επιβάλλει τον σεβασμόν εις τας αρχάς και τον τρόμον εις τους κοινούς πολίτας. Υπάρχει αστυνομική διάταξις διά την ταχύτητα των αυτοκινήτων εις τους συχναζόμενους δρόμους. Φέρετέ μου όμως τον ήρωα αστυνομικόν, όστις θα τολμήση ποτέ να σταματήση εν αυτοκίνητον τρέχον εντός της πόλεως... Είπα ήρωα, ενώ έπρεπε να ειπώ βλάκα. Διότι βεβαίως βλαξ θα ήτο εκείνος, όστις θα ερριψοκινδύνευε, ίσως και τα γαλόνια του διά να επιβάλη τον σεβασμόν των νόμων, χωρίς ουδέ την ελαχίστην ελπίδα ότι θα συντελέση εις το να μετριάση εις το μέλλον την ταχύτητα του αυτοκινήτου του δείνα ή του τάδε μεγαλοσχήμου.
Υπό τοιούτους όρους δύο μόνον τρόποι σωτηρίας υπάρχουν. Ή οι Έλληνες να ζητήσουν την ξένη υπηκοότητα διά να είνε σεβαστοί αφ' ενός και διά να κοστίζη κάπως περισσότερον η ζωή των αφαιρουμένη, ή να ενθυμηθούν τον Δαυίδ και να μεταχειρισθούν τον λιθοβολισμόν κατά του Γολιάθ της πρωτευούσης. Και να λιθοβολούν όχι μόνον μετά εν δυστύχημα, αλλά μόλις ιδούν εν αυτοκίνητον να τρέχη με ταχύτητα μεγαλειτέραν συνήθους αμάξης εις τους δρόμους.
Αφού δεν εφθάσαμεν εις τον χρυσούν αλλ' ούτε εις τον τενεκεδένιον αιώνα της εφαρμογής των νόμων, ας επανέλθωμεν εις την λιθίνην εποχήν. Ίσως ζήσωμεν ευτυχέστεροι, και προ πάντων ασφαλέστεροι".

Όσον αφορά τις ποινικές ευθύνες των άμεσα εμπλεκόμενων με το δυστύχημα και το χρέος της δικαστικής εξουσίας απέναντί τους, το πιο εύστοχο, όσο και θαρραλέο σχόλιο, αφού έκανε λόγο για ποινικές ευθύνες και του πρίγκιπα, το συναντούμε στο κύριο άρθρο της εφημερίδας Αθήναι στις 6 Μαρτίου 1907 υπό τον τίτλο "ΟΙ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΤΑΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ". Κάποια αποσπάσματα:
"[...] Απέναντι του νόμου, όλοι είνε ίσοι. Και εκείνο όπερ θα εφηρμόζετο κατά του αγνώστου καρραγωγέως ή του μηχανοδηγού σιδηροδρόμου, πρέπει μετά μείζονος ταχύτητος να εφαρμοσθή κατά των υποστάντων αναμφισβητήτως την συγκίνησιν ενός τοιούτου δυστυχήματος οδηγών των αυτοκινήτων, είτε υιοί υπουργών, είτε υιοί βασιλέων είνε ούτοι. [...] Ως έχουσι νυν τα πράγματα, καθίσταται υπόθεσις νόμου και προσώπων πλέον το σπαρακτικόν τέλος της γυναικός εκείνης. Δεν διστάζομεν δε να πιστεύσωμεν, ότι ο νόμος θα κατισχύση και δεν θα προβληθή ούτε ασυλία θέσεως εντεύθεν, ούτε ασυλία γεννήσεως εκείθεν. Εις υποθέσεις αίματος και σπαραγμού μόνον η Δικαιοσύνη γνωρίζει να παρηγορή και να ικανοποιή. Τοιαύτην δε όψιν παρηγορίας και ικανοποιήσεως θα έχη η παραπομπή εις δίκην των οδηγούντων τα αυτοκίνητα ενός βουλευτού υιού υπουργού και ενός αξιωματικού υιού Βασιλέως".

Όμως δεν ήταν όλοι επικριτικοί. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται για ένα τόσο ξεκάθαρο έγκλημα - εξ αμελείας έστω, πλην όμως φόνος - υπήρξαν και οι υπερασπιστές του βουλευτή.
Την πρόοδο ήθελε να υπερασπιστεί ο Ιωάννης Κονδυλάκης σε χρονογράφημά του στο Εμπρός ("Αν δεν δύναται να τρέξη [σ.σ. το αυτοκίνητο] εις την λεωφόρον εκείνην, την μόνην μεγάλην οδόν της Αττικής, πού να τρέξη; Αλλ' είνε ανάγκη να τρέχη; Φαίνεται ότι είνε, αφού προς τούτο εφευρέθη. Βέβαια η ταχύτης του δεν υπηρετεί την κοινωνίαν, αλλ' είνε μία νίκη της ανθρωπίνης διανοίας και μας δίδει μίαν μεγάλην υπερηφάνειαν η ταχύτης εκείνη, η οποία αμιλλάται προς την ταχύτητα των φυσικών δυνάμεων. Είναι κατάκτησις του ανθρωπίνου πνεύματος"), όμως κατέληξε σ' ένα άκρως προσβλητικό, ρατσιστικό και πλήρως απαξιωτικό για την ανθρώπινη ζωή συμπέρασμα:
"Αλλ' άνθρωποι οι οποίοι εις οδόν τόσον ευρείαν και τόσον ευθείαν, εις ην εκ μεγάλης αποστάσεως δύνανται να ίδουν και ν' ακούσουν, κατορθώνουν να ευρεθούν ενώπιον ενός αυτοκινήτου και να διαμελισθούν υπ' αυτού, σημαίνει ότι είνε μοιραίον ν' αποθάνουν τοιούτον θάνατον ή είνε τόσον ζώα, ώστε να μη είνε και μεγάλη απώλεια ο θάνατός των. Αυτοί άλλως αν δεν καταπλακωθούν υπό αυτοκινήτου, θα διαμελισθούν υπό σούστας ή και υπό του οδοστρωτήρος. Και χάριν αυτών βέβαια δεν θα σταματήση η πρόοδος, έστω και όταν είνει απλή πρόοδος πολυτέλειας"!!

Στο ίδιο μήκος κύματος και το κύριο άρθρο της εφημερίδας Ημέρα. Αφού πρώτα προσέβαλε τη νεκρή γυναίκα χαρακτηρίζοντάς την "ανισόρροπη ... διότι αν είχε σώας τας φρένας, όταν είδε το αυτοκίνητον θα ίστατο εις το πεζοδρόμιον εκεί όπου εστάθη και ο μικρός πρόγονός της και όχι να τρέξη επί της λεωφόρου ωσάν να επρόκειτο να αυτοκτονήση" (κάτι που βέβαια αποδείχθηκε ψευδές από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, ενώ παράλληλα άφηνε στο απυρόβλητο την επίδειξη ταχύτητας του βουλευτή και του πρίγκιπα), στη συνέχεια ασκούσε κριτική στις άλλες εφημερίδες με το σκεπτικό ότι "δεκάδες ατόμων φονεύονται κατ' έτος υπό των αμαξών των περιφήμων τραμ και υπό των καρραγωγέων και αμαξηλατών και ουδεμία φωνή ηκούσθη εκ μέρους των θρηνούντων σήμερον δημοσιογράφων και ουδέν δάκρυ εχύθη υπ' αυτών".

Άλλοι είχαν διάθεση για μαύρο χιούμορ. Έτσι, δεν έλειψαν τα ανέκδοτα:
- Μωρέ Δημητρό, είδα χθες ένα θαύμα, που δεν το πιστεύουν τα μάτια μου...
- Σαν τι, κυρ Νικόλα;
- Χθες τ' απομεσήμερο είδα στη Λεωφόρο Συγγρού δύο ανθρώπους άσφαγους...
....................
Διάλογοι στον Άδη:
- Θα πάμε επάνω, κυρία Βαμβακά;
- Πα! πα! πα! Μην την ξανακάμεις αυτήν την κουβέντα... Δεν το κάνω πάσο απ' εδώ... Μακριά από τη Λεωφόρο Συγγρού...
....................
Συμβουλές γαμπρού προς την πεθερά του:
- Καλέ, μαμά... Δεν βγαίνεις να πάρεις λίγο αέρα στη λεωφόρου Συγγρού...
....................
- Βρε γυναίκα, για καλό και για κακό, ας περάσουμε από το συμβολαιογραφείο μια στιγμή... Σκέψου πως στη λεωφόρο Συγγρού πάμε περίπατο...



Το γεγονός δεν έμεινε ασχολίαστο και από το Ρωμηό του Γεώργιου Σουρή:
Ήλθε κι η Σαρακοστή με την Καθαρή Δευτέρα
κι ανεφώνησε φωνή διατόρως εδώ πέρα:
Ευτυχείς οι συντριβέντες μ' αυτοκίνητα τρανών
εις την γην των Αθηνών. 
Μακαρία κι η γυναίκα, που σε μάζαν μετεβλήθη
μ' αυτοκίνητον τοιούτον, κι επευφήμησαν τα πλήθη.

Εις αυτό το νέον μνήμα
έξω των ματαιοτήτων
αναπαύετ' ένα θύμα 
σεβαστών αυτοκινήτων.

Πήγαινε να προσκαλέσει μια γειτόνισσα κι εκείνη
να περάσουν την βραδιά
πλην ευτύχησε, παιδιά,
πτώμ' αγνώριστον να γίνει.

Ας ανοίγει τα στραβά του κι άλλος κεχηναίος
κι αυτοκίνητ' αν δεν βλέπει να τραβά στον τοίχο πέρα...
μήτε Πρίγκηπες εν φταίνε, μήτε κι ο γνωστός ο νέος,
πουναι και πατήρ του κράτους κι έχει κι Υπουργό πατέρα.

Τ' αυτοκίνητα δεν φταίνε, μήτ' εκείνοι που σημαίνουν,
φταίν' εκείνοι, που κλεισμένοι μες στα σπίτια των δεν μένουν
αλλά βρίσκονται στους δρόμους σε πολιτισμού καιρούς,
οπού κόσμους απειλείται με θανάτους τρομερούς. 

Στο Βασίλειον των νόμων, των θεσμών, των παπαγάλων,
ευτυχείς οι συντριβέντες μ' αυτοκίνητα μεγάλων,
που περνούν αστραπηδόν
εν τω μέσω των οδών.

Κόσμε των αυτοκινήτων, ίλεως ημίν γενού,
κι όποιος κόβεται στο μέλλον μ' αυτοκίνητον τρανού,
και το κράτος θα τον κλαίεί και θα γίνεται θυσία
κι η κηδεία του δαπάνη θα τελείται δημοσία,
κι όσον άσημος κι αν είναι θα του στέλλουν και στεφάνι,
πιθανόν και Μαυσωλεία το Κουβέρνο να του κάνει.

Κρίμα σεις, κεκοιμημένοι, που πεθάνατε προώρως
κι αναπαύεστε στο χώμα
πριν ιδείτε καν ακόμη
κι αυτοκίνητα να τρέχουν κατ' ανθρώπων παραφόρως.

Κρίμα κρίμα, δυστυχείς, και καθείς σας ξανακλαίει,
που του τρέχοντος καιρού δεν προφθάσατε τα κλέη.
Μήτε της τιμιωτέρας θ' απολαύσετε τιμής,
μήτε της χαράς ημών,
σφάγια να σας προσφέρουν αυτοκίνητου τομείς,
στης προόδου τον βωμόν.


Η ΑΤΙΜΩΡΗΣΙΑ ΤΩΝ ΕΝΟΧΩΝ

Είδαμε ότι οι αυτόπτες μάρτυρες έριχναν την αποκλειστική ευθύνη του δυστυχήματος στο βουλευτή Σιμόπουλο, ενώ αντίθετα αθώωναν πλήρως τον πρίγκιπα. Όμως, ήταν πράγματι αθώος του αίματος ο πρίγκιπας Ανδρέας; Μπορεί να μην τον είχε ξεκινήσει ο ίδιος, αλλά πάντως είχε εμπλακεί στον ανεύθυνο αγώνα ταχύτητας με το αυτοκίνητο του βουλευτή, όταν εκείνος έκανε την πρώτη προσπέραση. Το αποτέλεσμα ήταν να επιμείνει και ο τελευταίος - ακόμη πιο ανεύθυνα σκεπτόμενος - και να υπάρξει η μοιραία κατάληξη.
Ναι μεν δεν αμφισβητείται ότι η γυναίκα παρασύρθηκε από το αυτοκίνητο του Σιμόπουλου, όμως πόσο σίγουροι είμαστε ότι είχε βρει ακαριαίο θάνατο και ότι δεν είχε ακόμη τις αισθήσεις της μέχρι τη στιγμή - πρακτικά λίγα δευτερόλεπτα μετά - που το αυτοκίνητου του πρίγκιπα την πάτησε στην κυριολεξία αποκεφαλίζοντάς την; Άλλωστε, όπως προέκυψε από τη νεκροψία, "το θύμα των δύο αυτοκινήτων έφερε δύο κατάγματα εις τον μηρόν, μώλωπας εις τας χείρας και εις όλα σχεδόν τα μέρη του σώματος, τραύμα εις την κεφαλήν προσέτι δεν είχεν αποκεκομμένην την σπονδυλικήν στήλην. Εκ του τελευταίου τούτου και της επελθούσης εσωτερικής αιμορραγίας επήλθεν ακαριαίως ο θάνατος" (από ρεπορτάζ της εφημερίδα Χρόνος στις 07 Μαρτίου 1907).
Από την παράθεση των πραγματικών περιστατικών είναι σαφές ότι ο αποκεφαλισμός του πτώματος και γενικά η συντριβή της σπονδυλικής στήλης της άτυχης γυναίκας ήταν αποτέλεσμα της πρόσκρουσης με το πριγκιπικό αυτοκίνητο, ώστε στην πραγματικότητα θα έπρεπε η ανάκριση να μην περιοριζόταν μόνο στο βουλευτή, η ευθύνη του οποίου για διάπραξη φόνου εξ αμελείας ήταν αυταπόδεικτη, αλλά να επεκτεινόταν και στο πρόσωπο του πρίγκιπα Ανδρέα.Ωστόσο, ποιος θα τολμούσε να αγγίξει ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας;
Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους, ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, Κωνσταντίνος Λυκουρέζος, ήταν απόλυτος ως προς το ανεύθυνο του πρίγκιπα. Όταν του επισημάνθηκε ότι υπήρχε η φημολογία πως στην πραγματικότητα το δικό του αυτοκίνητο προκάλεσε εξ αρχής το δυστύχημα, ο Λυκουρέζος απάντησε: "Ουδένα λόγον έχω να πιστεύω τούτο. Να είσθε δε απολύτως βέβαια, ότι αν συνέβαινε τοιούτον τι, πρώτος ο Πρίγκηψ θα το ωμολόγει".
Πρέπει βέβαια ν' αναφερθεί ότι - προς τιμήν του - ο πρίγκιπας Ανδρέας κάλυψε τα έξοδα της κηδείας της Φρόσως Βαμβακά, όμως αυτό θα λέγαμε ότι ήταν το ελάχιστο..
Ακολούθησε ανάκριση στα πλαίσια της οποίας κατέθεσε και το πριγκιπικό ζεύγος. Η κατηγορία κατά του Σιμόπουλου ήταν αδιαμφισβήτητη: φόνος εξ αμελείας. Επειδή όμως ο κατηγορούμενος ήταν βουλευτής και προστατευόταν από τη βουλευτική ασυλία, χρειαζόταν ειδική άδεια από τη Βουλή.

Στις 12 Μαρτίου κατατέθηκε στο Κοινοβούλιο η αναφορά του εισαγγελέα Εφετών, Καρατζά, ο οποίος ουσιαστικά αναπαρήγαγε την αναφορά του Λυκουρέζου:
"Περί την μεσημβρίαν της παρελθούσης Κυριακή εν τη λεωφόρω Συγγρού η τυχαίως διερχομένη την οδόν Ευφροσύνη Θ. Βαμβακά παρεσύρθη υπό αυτοκινήτου, όπερ διηύθυνεν ο βουλευτής Φθιώτιδος Νικόλαος Σιμόπουλος και εστερήθη της ζωής.
Η Αστυνομία, επιληφθείσα αμέσως συντόμου προανακρίσεως, απέστειλεν ημίν την επομένην την σχηματισθείσαν δικογραφίαν, εξ ης ενδεικνύεται ότι απροσεξία ή ανεπιτηδειότης περί την διεύθυνσιν του αυτοκινήτου δεν είνε άσχετος προς το επελθόν δυστύχημα.
Προς εντελή εξακρίβωσιν των συμβάντων και καθορισμόν της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου παρήγγειλα τακτικήν ανάκρισιν.
Επειδή όμως κατά το άρθρον 63 του Συντάγματος διαρκούσης της βουλευτικής συνόδου δεν δυνάμεθα να προβώμεν εις καταδίωξιν βουλευτού, λαμβάνων την τιμήν να αναφέρω υμίν το γεγονός, σας παρακαλώ όπως ενεργήσητε, ευαρεστούμενος, τα δέοντα.
Ευπειθέστατος
Ο εισαγγελεύς των Πλημμελειοδικών
Κ. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ

Μετά την ανακοίνωση των σχετικών εγγράφων από τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου, Ν. Λεβίδη, έλαβε το λόγο ο υπουργός Οικονομικών και πατέρας του βουλευτή, Ανάργυρος Σιμόπουλος, ο οποίος ζήτησε την άρση της ασυλίας "όπως λειτουργήση απροσκόπτως η Δικαιοσύνη της πατρίδος ημών. Ικετεύω την Βουλήν και εκ μέρους του υιού μου, όπως ως οίον τε τάχιστα επισπευθώσιν αι αναγκαίαι διατυπώσεις, ίνα παραχωρηθή η προταθείσα υπό του υπουργείου της Δικαιοσύνης άδεια προς καταδίωξιν του βουλευτού Φθιώτιδος".

Συγκροτήθηκε, λοιπόν, η αρμόδια επιτροπή, που θα εξέταζε το αίτημα της Δικαιοσύνης και στις 9 Απριλίου, ύστερα από αδικαιολόγητα μεγάλη καθυστέρηση, το ζήτημα έφτασε στην ολομέλεια της Βουλής για ν' αποφασιστεί αν θα γινόταν τελικά η άρση της ασυλίας του βουλευτή.
Για την κυβέρνηση το ζήτημα ισοδυναμούσε με ψήφο εμπιστοσύνης. Δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί την άρση της ασυλίας του κυβερνητικού βουλευτή, παρότι η ενοχή του για το φρικτό θάνατο της άτυχης Βαμβακά ήταν ολοφάνερη. Ο δε αρχηγός της αντιπολίτευσης, Δημήτριος Ράλλης, δήλωσε κι αυτός έτοιμος να ψηφίσει κατά της παραπομπής του Σιμόπουλου στη δικαιοσύνη με το αστείο επιχείρημα ότι "τυχαίον δυστύχημα συνέβη εις τον άνθρωπον"!! Μα, για φόνο εξ αμελείας διωκόταν ο Σιμόπουλος και θα έπρεπε να υποστεί τις συνέπεις σύμφωνα με την ποινική νομοθεσία, όπως αυτή εξάλλου θα εφαρμοζόταν αν στη θέση του βρισκόταν ένας οποιοσδήποτε άλλος, κοινός θνητός.
Τελικά, η αντιπολίτευση προτίμησε να απόσχει της μυστικής ψηφοφορίας δήθεν για να μην επιτευχθεί απαρτία. Ωστόσο δεν αποχώρησαν όλοι, απαρτία υπήρξε και σε σύνολο 90 ψηφισάντων βουλευτών, μόνο οι 13 ψήφισαν υπέρ της παραπομπής του Σιμόπουλου και οι 77 κατά, ώστε απορρίφθηκε η πρόταση άρσης της ασυλίας του βουλευτή. Καθώς η ψηφοφορία ήταν μυστική, κανείς δεν γνωρίζει τι ψήφισε ο υπουργός πατέρας του, που ένα μήνα νωρίτερα είχε φανεί τόσο θετικός.


Για τις περισσότερες εφημερίδες το θέμα πέρασε μάλλον στα ψιλά. Υπήρχαν όμως κι εκείνες που ύψωσαν δυναμικό τόνο διαμαρτυρίας.
Το Σκριπ έγραφε ανάμεσα σε άλλα:
"Μόνον αίσχος; Και μόνον σκάνδαλον; Και μόνον ύβρις και εμπαιγμός; Ή θρασύτατον τόλμημα κατ' αυτής της Δικαιοσύνης και αποτρόπαιον πραξικόπημα κατ' αυτού του Συντάγματος υπήρξεν η χθεσινή ψηφοφορία της Βουλής [...]
[...] Εσύρθη ποτέ Βουλή εις παρόμοιον εξευτελισμόν; Εδείχθη ποτέ Βουλή τόσον αναξία της εμπιστοσύνης του λαού; Και ερυπάνθη ποτέ Βουλή τόσον ανεξιτήλως από την χθεσινήν ψηφοφορίαν, δι' ης οι βουλευταί είπαν να μη δώση λόγον ο φονεύσας ένα πλάσμα του Θεού, διότι ο φονεύς έτυχε να είνε πλούσιος και υιός υπουργού; Ενέπαιξε ποτέ Κυβέρνησις τόσον ασυστόλως την Δικαιοσύνην; Οία διακωμώδησις της Θείας και ανθρωπίνης Δικαιοσύνης! [...]
Αλλά αν η διαγωγή της Κυβερνήσεως και της πλειοψηφίας της Βουλής ήτο επαίσχυντος, πώς άλλως ή άνανδρον να χαρακτηρίσωμεν και την στάσιν της αντιπολιτεύσεως - πλην ελαχίστων εξαιρέσεων - η οποία ετράπη εις φυγήν την ώραν της ψηφοφορίας;".

Πολύ σφοδρότερο ήταν το κύριο άρθρο της εφημερίδας Άστυ, που χρησιμοποιούσε βαρύτατους χαρακτηρισμούς κατά του βουλευτή Σιμόπουλου, του πρωθυπουργού Θεοτόκη και όλων των βουλευτών που ψήφισαν κατά της άρσης ασυλίας του πρώτου, ενώ καλούσε ακόμα και σε εξέγερση! Δύο αποσπάσματα από την αρχή και το τέλος του άρθρου, που είχε τον τίτλο "ΣΦΡΑΓΙΣΕ ΤΟΥΣ!"
"Ελληνικέ λαέ, σε εκλώτσησαν χθες. Ελληνικέ λαέ, αυτός ο οποίος σε εγέλασε χθες, ο Περικλέτος κάθε ιδέας και κάθε αρχής, αυτός, τον οποίον έντυσες την κόκκινην πορφύραν του αληθινού Κυβερνήτου σου, αυτός ο κ. Γ. Θεοτόκης έγεινε δήμιος του Νόμου και δήμιος του δικαίου και δήμιος της αξιοπρεπείας σου και της ιδικής του. Και ακόμη άλλοι εβδομήκοντα επτά αντιπρόσωποί σου, εζεύχθησαν εις το μαγγανοπήγαδον του Πρωθυπουργού των και εις το χρυσόν άρμα του Σιμοπούλου των, τέλεια νευρόσπαστα [= μαριονέτες], τέλειοι δούλοι άλλων σκοτεινών χρόνων, τέλειοι χάρτινοι καραγκιόζηδες, χωρίς συνείδησιν και θέλησιν, χωρίς νουν και εντροπήν, παιζόμενοι εις τα χέρια αυτού του αυτοκινητούντος νεανίου που έχει θάνατον εις την ψυχήν και βρωμοδίδραχμα εις την τσέπην!
Λαέ, αυτοί δεν είναι αντιπρόσωποί σου! Λαέ, αυτός δεν είνε Πρωθυπουργός σου! Λαέ, ξύπνα και σφράγισέ τους με εκείνην την σφραγίδα που εσύ μονάχα κρατείς, και της οποίας την μουντζούραν δεν πλένουν ούτε χρυσά νομίσματα, ούτε και οι αιώνες...".

Δεν έλειψε και η καυστική σάτιρα από το χρονογράφο της εφημερίδας Χρόνος:
"Η προχθεσινή απόφασις της Βουλής περί του κ. Ν. Σιμοπούλου παρήγαγεν αρίστην εντύπωσιν. Πάντες είνε ενθουσιασμένοι εκ της αποφάσεως ταύτης και ιδία οι έχοντες πενθεράς, αι οποίαι κάνουν τον περίπατόν των εις την λεωφόρον Συγγρού...."
....................
"Και πρώτον οι βουλευταί ήσαν διατεθειμένοι άκοντες να επιτρέψουν την καταδίωξιν του κ. Σιμοπούλου. Αλλ' εξέδωκαν τοιαύτην απόφασιν εκ φιλανθρωπίας όχι προς τον κ. Σιμόπουλον, αλλά προς τους Έλληνας δικαστάς, εις ους θ' ανετίθετο η καταδίωξις του εκ Φθιώτιδος βουλευτού. Εσκέφθη δηλαδή η Βουλή, ότι αφού αι αργασίαι της θα τελειώσουν μετά τον Απρίλιον, φρόνιμον είνε να εορτάσουν οι δικασταί το Πάσχα μετά των οικογενειών των και έπειτα να τους πετσοκόψη το αυτοκίνητον του κ. Ν. Σιμοπούλου..."


Τον τόνο έδωσαν και οι καυστικές γελοιογραφίες των εφημερίδων:
Χρόνος, 07.03.1907

Ακρόπολις, 11.04.1907


Σχετικά θέματα:
-- Το πρώτο θανατηφόρο τροχαίο (από άμαξα), που καταγράφηκε στον αθηναϊκό τύπο το Φεβρουάριο του 1870. Ο νεκρός ήταν από τα επιφανέστερα πρόσωπα της εποχής
-- Πόσα αυτοκίνητα υπήρχαν στην Ελλάδα το 1915; Πόσα χρήματα κέρδισε το κράτος από τη φορολόγησή τους; Ποιες ήταν οι 4 γυναίκες οδηγοί της εποχής;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου