7 Σεπτεμβρίου 2018

Η διαχρονική αγάπη των Ελλήνων για τον καφέ και τα καφενεία!

Είναι κρίμα που η Ελλάδα δεν διαθέτει καφεόδεντρα και γενικά που δεν είναι μία από τις χώρες που παράγουν καφέ, αν λάβουμε υπόψη την αγάπη των συμπατριωτών μας για το συγκεκριμένο ρόφημα, το οποίο μάλιστα εξελίξαμε με την εφεύρεση του φραπέ, καθώς και για τους χώρους όπου αυτό πωλείται, τα πάντα γεμάτα από κόσμο καφενεία (ή καφέ, στην πιο σύγχρονή τους εκδοχή), τα οποία αυξήθηκαν και πλήθυναν ακόμα και μέσα στην οικονομική κρίση.

Ο καφές αδίκως λέγουν, ότι βλάπτει τρομερά,
τούτο είν’ ανοησία και ιδέα σφαλερά.
Ο καφές απεναντίας ελαφρύνει το κεφάλι,
φεύγουν οι καπνοί ευκόλως, φεύγ’ αμέσως και η ζάλη.
Το παραπάνω τετράστιχο ανήκει στο γιατρό και ποιητή του 19ου αιώνα Θεόδωρο Ζωγράφο, ο οποίος προφανώς ήταν ένας από τους λάτρεις του καφέ, όπως και ο ποιητής Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ο οποίος έφυγε νωρίς από την ζωή σε ηλικία μόλις 30 ετών. Σε κάποιο ποίημά του ζητούσε:
Αντί μνημείου και μαυσωλείων
Επί του τάφου μου καφενείον
Ζητώ, ω φίλοι, να εγερθεί.
Οπόταν πίνουν καφέ οι άλλοι,
Γυμνόν κρανίον θέλει προβάλει
Το άρωμά του να οσφρανθεί.

Βλέπετε, η αγάπη των Ελλήνων για τον καφέ και τα καφενεία δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο (ακόμη κι αν κάποιοι άσχετοι από την Ιστορία, ίσως σας πουν ότι οι Έλληνες έγιναν καφενόβιοι μετά το 1981). Τον Οκτώβριο του 1892, όταν το πασίγνωστο – την εποχή εκείνη – καφενείο του Ζαχαράτου αύξησε την τιμή του καφέ στα 25 λεπτά (από 20 λεπτά που κόστιζε μέχρι τότε) λόγω της υπερτίμησης της ζάχαρης, η Εφημερίς έκανε ένα μακρύ αφιέρωμα στην εξέλιξη των καφενείων και στην τιμή του καφέ, που αυξανόταν όσο μεγάλωνε η Αθήνα και εξευρωπαΐζονταν τα καφενεία της πόλης (χωρίς να αλλάξουν όμως την ονομασία τους, όπως τα σύγχρονα καφέ, οι ιδιοκτήτες των οποίων - το πιθανότερο είναι ότι - θα θιγούν αν αποκαλέσεις τα καταστήματά τους καφενεία), από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και εντεύθεν.

Τότε, ο συντάκτης διαπίστωνε ότι «τα καφενεία και εν Αθήναις και εν ταις επαρχίαις είνε τα προσφιλέστερα κέντρα, ο δε καφές το προσφιλές ποτόν εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και η μόνη παρηγορία τοσούτων νυκτοβίων και μελαγχολικών περιπατητών», οι οποίοι σε κάθε ρουφηξιά «αισθάνονται αναγεννωμένην την σωματικήν των ευεξίαν και διαλυόμενα τα νέφη της δυσθυμίας των», ώστε «αν του αφαιρέσης του Έλληνος τον καφέ, είνε ως να του αφαιρής μίαν ευτυχίαν, ήτις δεν αφθονεί εν τη ελληνική κοινωνία. Του αυξάνεις την αξίαν του κυαθίσκου (= μικρό ποτήριο), του τον κάμνεις από 10 λεπτά 20; Είνε ως να του κλέπτης μίαν απόλαυσιν, αίτινες τόσον ολίγαι είνε εν τω βίω του».

Το άρθρο της φανατικά αντιτρικουπικής εφημερίδας έχει και πολιτικό ενδιαφέρον, καθώς η Εφημερίς βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί στον «οικονομολογικό κομπογιαννιτισμό» του Τρικούπη, ο οποίος υποτίθεται ότι με την αύξηση της τιμής του καφέ αποσκοπούσε στο «να ηθικοποιηθή ο κόσμος, να παύση να συχνάζη εις τα καφενεία, να καταγίνεται εις τα έργα του, να μην πίνη καφέ, να μην διασκεδάζη» κλπ αφαιρώντας «μίαν προς μίαν τας μετριόφρονας απολαύσεις μας», ενώ ισοπεδωτικά ο αρθρογράφος εκτιμούσε ότι «όλαι αι δυστυχίαι του τόπου τούτου πηγάζουν εκ της κουφότητος και αχρειότητος των πολιτικών μας». Κι επειδή οι δανειστές κυνηγούσαν από τότε το οικονομικά ασθενές ελληνικό κράτος, ο αρθρογράφος δεν παρέλειψε να τους συμπεριλάβει κι αυτούς στον επίλογο του άρθρου του παρατηρώντας ότι «διατρέχομεν να μας πάρουν οι δανεισταί μας και τας Αθήνας, αλλ’ αδιάφορον, ο κ. Τρικούπης εκφωνεί τους πατριωτικούς του, οίτινες καταλήγουσιν εις μίαν αλήθειαν ω μονομανείς καφεπόται, ότι θα πληρώνωμεν, όσοι δυνάμεθα, τον καφέ μας 25 λεπτά»!

Όμως το θέμα μας δεν είναι η οικονομική πολιτική του αναμορφωτή πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη ένα χρόνο πριν τη χρεοκοπία του 1893, η οποία οφειλόταν περισσότερο στην πολιτική του προκατόχου του (Θεόδωρου Δηληγιάννη) μέχρι τις αρχές του 1892, αλλά η μεγάλη αγάπη του Έλληνα για τον καφέ και τα καφενεία. Μια αγάπης τόσο μεγάλη, ώστε οποιαδήποτε απόπειρα εφαρμογής της κυριακάτικης ή οποιασδήποτε άλλης αργίας στα δημοφιλή αυτά καταστήματα.

Όταν το Πάσχα του 1916 τα καφενεία της πρωτεύουσας έμειναν κλειστά, οι καφενόβιοι της πόλης έμοιαζαν στα μάτια του χρονογράφου της εφημερίδας Σκριπ με τους «κολασμένους του Δάντη», καθώς ως «άπιστοι Θωμάδες» δοκίμαζαν ν’ ανοίξουν τις πόρτες τους, αλλά «ελάμβανον από μέσα την ειρηνικήν απάντησιν της σιωπής και του σκότους», ώστε μερικού εξ αυτών «καθισμένοι εις της καρέκλες των πεζοδρομίων, έβλεπον με βλέμμα απλανές και αφηρημένον επί ώρας, την βροχήν να κτυπά μονότονα και πληκτικά την άσφαλτον μέσα εις το απογευματινόν σκιόφως. `Μωρέ εορτή εορτών` μουρμούρισε ένας».

Κι όταν τον Ιούλιο του 1931 τόλμησαν οι ιδιοκτήτες των καφενείων στα Χανιά να εφαρμόσουν κι αυτοί για πρώτη φορά την κυριακάτικη αργία, οι αντιδράσεις ήταν τεράστιες. Ο χρονογράφος της τοπικής εφημερίδας Εσπερινός Ταχυδρόμος μετέφερε το πνεύμα των συμπολιτών του: «Ο Ρωμηός μπορεί να περάση μέρες ολόκληρες με ξερό ψωμί – κι αυτό όταν το έχει – αλλά χωρίς να καθήση στο καφφενείο, να ρουφήξη μακαρίως τον “γλυκύν και βραστόν του”, να παίξη το τάβλι του, την κολιτσίνα του, να παρακολουθήση το ενδιαφέρον ματς μεταξύ δύο γνωστών ή αγνώστων του [..] χωρίς να συζητήση πολιτικά, ε! χωρίς όλ’ αυτά είνε σα να του λες “Για σένα ετελείωσεν ο κόσμος, πήγαινε να κόψης τον λαιμόν σου” [..] Είνε αλήθεια αξιοθαύμαστος η υπομονή των συνανθρώπων μας. Αν όμως ξανακλείσουν τα καφφενεία, ασφαλώς δεν θα ανεχθούν την καταπάτησιν αυτήν των δικαιωμάτων του και του ραχατιού των. Δεν τους μέλλει να κάμνουν και επανάσταση, ακόμη. Αλλά μόνον η απειλή του χθεσινοβράδυνου γνωστού μου [σ.σ. ότι αν ξαναέκλειναν τα καφενεία, θα έχαναν την πελατείας τους οριστικά], δεν μπορεί να γίνη πραγματικότης. Η πελατεία των καφφενείων θα είναι πάντοτε πυκνοτάτη – εφ’ όσον βέβαια θα υπάρχουν… ρωμηοί!».

Ειλικρινά, μπορείτε να φανταστείτε μια - μόνο - μέρα του χρόνου, κατά την οποία όλα τα καφενεία της χώρας ταυτόχρονα θα παραμείνουν κλειστά (είτε για ν' απεργήσουν είτε γιατί είναι μέρα αργίας); Εγώ πάντως όχι, κι ας είμαι από τους ελάχιστους Έλληνες - παίζει να συμπληρώνουμε μετά βίας μια ποδοσφαιρική ομάδα με ή και χωρίς τους αναπληρωματικούς - οι οποίοι δεν πίνουμε καν καφέ!


Ρίξτε μια ματιά και στα παρακάτω θεματάκια:
-- Ποιες ώρες πρέπει να πίνουμε καφέ για να είμαστε πιο αποδοτικοί στην εργασία μας;
-- Ο ύμνος του καφέ και οι πολιτικολογίες των Ελλήνων στα καφενεία, όπως τα περιέγραψε ο Σουρής στα ποιήματα του
-- Πόσο καφενόβιοι ήταν οι παππούδες μας;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου