18 Φεβρουαρίου 2013

Πόσο καφενόβιοι ήταν οι παππούδες μας;

Παρά την οικονομική κρίση τα καφέ εξακολουθούν να κάνουν χρυσές δουλειές - ίσως όχι όπως πριν λίγα χρόνια, όμως, όπως και να το δει κανείς, τα περισσότερα εξακολουθούν να είναι γεμάτα από πελάτες. Μπορεί ο καφές να μην είναι ελληνικό προϊόν, απ' ό,τι φαίνεται όμως σαν λαός έχουμε εξοικειωθεί μια χαρά μαζί του και αυτό δεν είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων ετών ή δεκαετιών. Ίδια ήταν η κατάσταση και πριν 100 χρόνια!

Στις 3 Ιουλίου 1913, η εφημερίδα με τον διόλου πρωτότυπο τίτλο "ΕΦΗΜΕΡΙΣ" φιλοξενούσε στην πρώτη της σελίδα το χρονογράφημα ενός εκ των συνεργατών της με τίτλο "ΚΑΦΕΝΟΒΙΟΙ" - αλήθεια, αντίστοιχη λέξη υπάρχει σ' άλλες γλώσσες; - που περιέγραφε το συνωστισμό που επικρατούσε στα καφενεία της Αθήνας τότε. Ο συντάκτης του κειμένου, που δεν πρέπει να ήταν καφενόβιος και ο ίδιος, αλλά το ακριβώς αντίθετο, δίνει μια χαριτωμένη, αν και κάπως γκρινιάρικη περιγραφή της κατάστασης, σε μια εποχή που τα καφενεία αποτελούσαν ακόμη μεγαλύτερο πόλο έλξης, καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος. Άλλωστε, τότε δεν υπήρχαν ούτε τηλέφωνα, ούτε ραδιόφωνα, ούτε τηλεοράσεις, ενώ τα καφενεία ήταν ένας τρόπος να κρατήσουν οι Αθηναίοι επαφή με τις ρίζες τους.
(Το πρωτότυπο κείμενο είναι γραμμένο σε καθαρεύουσα, αλλά έχει γίνει μεταφορά στη δημοτική)

ΚΑΦΕΝΟΒΙΟΙ
"Είμαστε καφενόβιοι όσο λίγοι ίσως λαοί της Ανατολής. Όσοι δεν κρατούνται δεμένοι από μια σταθερή και μόνιμη εργασία, έχουν το καφενείο ως κέντρο αναψυχής, ως τόπο συνάντησης, γραφείο και επιμελητήριο κάθε υπόθεσης τους.
Εκπλήσσεται κανείς με την πληθώρα των Αθηναϊκών καφενείων και με την κοσμοπλημμύρα των θαμώνων.
Είναι πάντοτε γεμάτα τα κέντρα γύρω από την Ομόνοια και τα Χαυτεία κατά τρόπου που εμποδίζει πολλές φορές την ελεύθερη κυκλοφορία των διαβατών. Σκοντάφτεις σε κάθε βήμα και χρειάζεται πολλές φορές πιλότος για να κατορθώσεις να περάσεις και να σώσεις τα πόδια σου από τα ανηλεή ποδοπατήματα.
Την εποχή αυτή της εμπόλεμης κατάστασης, θα έλεγες ότι διέρχεσαι από πολεμικό πεδίο, όταν αποφασίσεις να μεταφέρεις το κορμί σου από τους δύσβατους δρόμους γύρω από τα Χαυτεία και την Ομόνοια. Τόσος είναι ο συνωστισμός των στρατιωτών που συρρέουν. Και ο λόγος της συγκέντρωσης των εφέδρων, κληρωτών και εθνοφρουρών μας στο ίδιο πάντοτε σημείο είναι εύλογος. Ο ιδιοκτήτης του καφενείου ή κανένα γκαρσόνι ή ο ταμπής ή ο καπνοπώλης θα κατάγονται από κανένα των τεσσάρων σημείων της Ελλάδας, απ' όπου θα προέρχεται και ο στρατιώτης. Επομένως είναι πατριώτες και ο τοπικισμός τον φέρνει προς εκείνον που αντιπροσωπεύει εδώ τη μακρινή, πατρώα γωνιά γης. Με αυτόν θα μιλήσουν για το χωριό, θα αναπολήσουν τόσα ωραία πράγματα.
Εκεί θα προσέλθει και ο άλλος πατριώτης και τοιουτοτρόπως καθένας ξέρει πού θα βρει τον άλλο. Εκεί απευθύνονται τα γράμματα από το σπίτι, εκεί γράφονται και αποστέλλονται οι απαντήσεις, εκεί θα προσέλθει ο τελευταίος κληθείς υπό τα όπλα και εκεί θα διηγηθεί τις νεότερες ειδήσεις των συγχωριανών και του χωριού.
Το καφενείο και το μπροστινό πεζοδρόμιο είναι γι' αυτούς το ταχυδρομείο και ένα μακρινό, αλλά ζωντανό και συγκινητικό παράστημα του χωριού. 
Αλλά και τα κέντρα της άλλης κοινωνικής μερίδας, των γραμμάτων, της πολιτικής, του εμπορίου και άλλων, είναι και αυτά πάντοτε γεμάτα. Ούτε η ζέστη, ούτε η πνιγηρή ατμόσφαιρα φοβίζει τους μακάριους αυτούς ανθρώπους να παίρνουν διαζύγιο με την ελεύθερη φύση. Η περιέργεια της πληροφορίας των τελευταίων νέων για την κατάσταση, η ακράτητη ορμή για ανταλλαγή διαφόρων σκέψεων και γνωμών για την έκβαση αυτού και εκείνου του γεγονότος, η από κοινού επισκόπηση της πολιτικής και της εν γένει διεθνής κατάστασης και η μεγάλη, ανεξάντλητη μανία αδιάκοπης αερολογίας κρατά τον κόσμο υπόδουλο και υποχείριο τεσσάρων αποπνικτικών τοίχων.
Και αν μεταβούν σ' ένα εξοχικό κέντρα, στη θάλασσα ή αλλού, δεν θα δεις παρά δυο-τρεις υπερβολικά αργόσχολους ρομαντικούς. 
Μετά από λίγες ώρες, δεν αγαπούμε οι Έλληνες τον ελεύθερο αέρα, τη φύση, την υγεία.
Προβάλλαμε κάποτε το επιχείρημα ότι για να κουνηθείς από τα κέντρα των Αθηνών θα υποστείς μια σεβαστή δαπάνη. Είναι όμως μεγαλύτερη δαπάνη την οποία καταβάλεις μεταβαίνοντας στα αφόρητα καφενεία, αφού με την ζέστη δεν μπορείς να μετακινηθείς πεζός, εκτός δε τούτου δεν θα αποφύγεις και το απαραίτητο κέρασμα δύο-τριών προσφιλών γνωστών συζητητών των Γερουσιών.
Επαναλαμβάνω ότι η πραγματική μας διάθεση, ιδιότητα και ο χαρακτήρας είναι ότι δεν μας αρέσει ο αέρας. Μας ελκύει περισσότερο ο ανωφελής βίος του καφενείου".


Σχετικά θέματα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου