Από την πρώτη εμφάνισή της σε
ηλικία μόλις 14 ετών, ούσα μαθήτρια του Εθνικού Ωδείου, στην αίθουσα του
Παρνασσού στις 11 Απριλίου 1938, η πορεία της Μαρίας Καλογεροπούλου ήταν
σταθερά ανοδική, με τη βοήθεια της δασκάλας της, Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, η οποία
ανέλαβε την εκπαίδευση της Μαρίας το 1939.
Στις 6 Ιουλίου 1944 η
δεκαπενθήμερη θεατρική επιθεώρηση «Το Θέατρο» δημοσίευσε μια επιβλητική
φωτογραφία της Μαρίας (ή Μαίρης) Καλογεροπούλου, την οποία περιέγραφε ως «Ένα φωτεινό αστέρι στο στερέωμα της Λυρικής
Σκηνής», για την οποία μάλιστα «μίλησαν
και έγραψαν ως και ξένα περιοδικά και εφημερίδες», και την τοποθετούσε «στη θέσι των πρώτων στελεχών της Εθνικής
Λυρικής».
Κατόπιν προτροπής της Ελβίρας ντε
Ιντάλγκο, η Μαρία αποφάσισε ν’ ανοίξει τα φτερά της για μια διεθνή καριέρα στην
όπερα με αρχικό προορισμό τις Η.Π.Α., όπου ζούσε και ο πατέρας της. Η απόφασή
της έγινε γνωστή στα τέλη Αυγούστου 1945, όταν ανακοινώθηκε από τη διεύθυνση
της Λυρικής Σκηνής η αντικατάσταση της υψιφώνου από την Ανθή Ζαχαράτου
–μαθήτρια κι αυτή της Ελβίρας ντε Ιντάλγκο– στην παράσταση «Πριγκίπισσα της
Τσάρδας», που επρόκειτο να ανεβεί το προσεχές διάστημα στη Λυρική. Όπως έγραφε
η εφημερίδα Έθνος στις 25.08.1945, «Η
αντικατάστασις έγινε διότι η δις Καλογεροπούλου πρόκειται συντόμως ν’ αναχωρήση
διά την Αμερικήν και η διεύθυνσις της Λυρικής Σκηνής έκρινε σκόπιμον να μην την
εμφανίση ούτε δι’ ολίγας ημέρας εις το νέον έργον, αλλά να χρησιμοποιήση αμέσως
την Ζαχαράτου, που είχεν αρχικώς ορισθή να την ντουμπλάρη».
Τελικά η παράσταση ξεκίνησε με
πρωταγωνίστρια τη Μαρία για λίγες ημέρες, μέχρι που ήρθε η σειρά της Ανθής
Ζαχαράτου να την αντικαταστήσει, παίρνοντας παράλληλα τον πρώτο πρωταγωνιστικό
ρόλο της καριέρας της. Αυτό έγινε στις 14 Σεπτεμβρίου 1945. Όπως έγραφε το
Έθνος τη μέρα εκείνη: «Ανεχώρησαν σήμερον
την 9ην πρωινήν δι’ Αμερικήν ο σκηνοθέτης κ. Ντίνος Γιαννόπουλος και η δις
Μαίρη Καλογεροπούλου της «Λυρικής Σκηνής». Από απόψε εις το μέρος της
τελευταίας θα εμφανίζεται η κ. Ζαχαράτου».
Περίπου δυο χρόνια μετά, στις 19
Σεπτεμβρίου 1947, και πάλι η εφημερίδα Έθνος, που διέθετε μια εξαιρετική στήλη
γύρω από την καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας με την υπογραφή του δημοσιογράφου
Αχιλλέα Μαμάκη, ενημέρωνε τους αναγνώστες της για την εξέλιξη της Μαρίας
Καλογεροπούλου, που πλέον είχε αρχίσει να γνωρίζει τη διεθνή καταξίωση με τις
εμφανίσεις της στην πατρίδα της όπερας, την Ιταλία, υπό το νέο –και πιο εύηχο
για τους ξένους– όνομα Μαρία Κάλλας:
«Θα θυμάσθε ίσως την Μαρία Καλογεροπούλου, την υψίφωνο με την ωραία
φωνή, που εγνώρισε τόσες επιτυχίες εις την “Λυρική Σκηνή”. Ετραγούδησε υπό την
διεύθυνση του Λεωνίδα Ζώρα έναν “Φιντέλιο” και έναν “Κάμπο” που παραμένουν
αξέχαστα. Η εκλεκτή αυτή όσον και νεαρωτάτη καλλιτέχνις έφυγε πριν δύο χρόνια
για την Αμερική, όπου ευρίσκονται εγκατεστημένοι κάτι συγγενείς της. Φυσικά το
όνειρό της ήταν να σταδιοδρομήση εκεί, σ’ ευρύτερους ορίζοντας. Και να: Έχω
μπροστά μου μερικά αποκόμματα εφημερίδων, που είναι γεμάτα διθυράμβους και
ομιλούν για καλλιτεχνικές επιτυχίες μιας νέας καλλιτέχνιδος, της Μαρίας Κάλλας.
Οι φωτογραφίες, που συνοδεύουν αυτές τις κριτικές, δείχνουν αμέσως ότι η Κάλλας
δεν είνε άλλη από την γνώριμή μας Καλογεροπούλου. Δεν βρίσκεται όμως πια στον
Νέον Κόσμον. Είνε εις την Ιταλίαν και οι θρίαμβοι, τους οποίους γνωρίζει,
γίνονται στις ετήσιες μουσικές εορτές της Βερώνας. Ως εναρκτήριος παράστασι των
μελοδραματικών αυτών εμφανίσεων εδόθη προ τινος η “Τζοκόντα” του Τζορντάνο, εις
την οποίαν πρωτηγωνίστησεν η Καλογεροπούλου. Πλάι εις την Ελληνίδα εκτελέστρια
ετραγούδησεν ο βαρύτονος της Σκάλας του Μιλάνο Ταλμαμπούε και η διαπρεπής
μεσόφωνος Νικολάι. Πώς όμως ευρέθηκεν η Ελληνίς τραγουδίστρια από την Αμερικήν
εις την Ιταλίαν; Όπως μου μεταδίδεται, είχε την τύχη να την ακούση εις το
Σικάγο ο διάσημος μαέστρος της Σκάλας Τζούλιο Σεραφείμ. Εκείνος λοιπόν εισηγήθη
και η Καλογεροπούλου μετεκλήθη εις την Βερώνα, τώρα δε προαλείφεται –λέγουν–
χάρις εις την υποστήριξιν του διακεκριμένου μουσικού, και διά την Σκάλα, με την
προοπτικήν ερμηνείας “Τόσκας”, “Τζοκόντας” και “Αΐντας”. Αλλ’ η τύχη της άλλοτε
πρωταγωνιστρίας του κρατικού λυρικού μας θεάτρου δεν σταματά έως εδώ. Εν
αναμονή της δύσκολης εισόδου εις την Σκάλα, η Καλογεροπούλου επέτυχε ν’ ακουσθή
εις την Μαδρίτην. Θα μεταβή εκεί προσεχώς και θα τραγουδήση –όπως γράφει εις
την εδώ αδελφήν της– εις την Βασιλική Όπερα της ισπανικής πρωτευούσης την
“Νόρμα” του Μπελλίνι και το “Φόρτσα ντελ ντεστίνο” του Βέρντι.»
Φαίνεται ότι εκείνη την εποχή υπήρχε μια σταθερή επικοινωνία της Μαρίας Κάλλας με την αδερφή της στην Αθήνα, ώστε λίγους μήνες αργότερα (02.02.1948) η ίδια εφημερίδα βιάστηκε ν’ αναγγείλει την έλευσή την στην Ελλάδα: «Ήδη η Μαρία Καλογεροπούλου πρόκειται εντός των ημερών να κατέλθη εις Αθήνας, διά να επισκεφθή την εδώ αδελφήν της. Έχει –όπως αναφέρει η ιδία εις επιστολάς προς τους οικείους της– συμβόλαιον να εμφανισθή εντός της χειμερινής περιόδου και εις την Σκάλαν του Μιλάνου. Είνε ενδεχόμενον –εάν φυσικά δεν απορριφθή από τον κ. Σκλάβο... – το αθηναϊκόν Κοινόν να ξανακούση την τόσον εξελισσόμενην γνώριμόν του καλλιτέχνιδα εις τον “Κάμπο”, που απετέλεσε την σημαντικωτέραν της εν Αθήναις μελοδραματικήν επιτυχίαν».
Το πρώτο μεγάλο αφιέρωμα
ελληνικής εφημερίδας στη Μαρία Κάλλας, όπως τουλάχιστον εγώ το εντόπισα,
δημοσιεύτηκε στη Βραδυνή στις 2 Σεπτεμβρίου 1949. Ήταν ρεπορτάζ του Ν. Γιάβη,
ανταποκριτή της εφημερίδας στην Αργεντινή, ο οποίος είχε συναντηθεί με την
Ελληνίδα υψίφωνο στο Μπουένος Άιρες με αφορμή πρόσφατες εμφανίσεις της στην
πρωτεύουσα της λατινοαμερικανικής χώρας, για τις οποίες μάλιστα είχε αποθεωθεί
από τους Αργεντινούς κριτικούς. Μεταξύ άλλων, ο Ν. Γιαβής έγραφε για τις
συναντήσεις του με την Κάλλας:
«Όσες φορές την είδα –είτε στο συμπαθητικό διαμέρισμα της οδού Κάρλος
Πελεγρίνι που έμενε, είτε στο καμαρίνι της στο “Κολόν”– το θέμα που διαρκώς την
συνέπαιρνε στις κουβέντες μας ήταν η Ελλάδα, και κάθε τι γύρω από την μακρυνή
πατρίδα. Το Ωδείο Αθηνών όπου εκαλλιέργησε τα χαρίσματα της φωνής της δεν το
ξεχνά ούτε για μια στιγμή και συχνά αναφέρεται μ’ ευγνωμοσύνη σ’ εκείνους που
την εδίδαξαν για να φθάση εκεί όπου σήμερα βρίσκεται. Στη γλυκειά αυτή κοπέλλα,
την γεμάτη ευγένεια και απλότητα, η φλόγα της τέχνης που καίει στην ψυχή της
είναι τόσο συγκερασμένη με τη φλόγα ενός αγνού πατριωτισμού ώστε εύκολα να
διακρίνη κανείς πως οι επευφημίες και τα χειροκροτήματα που δέχεται και οι
έπαινοι που της γίνονται από τους κριτικούς δεν την συγκινούν τόσο γιατί
απευθύνονται και αναφέρονται στο άτομό της όσο γιατί όλα αυτά συμβαίνουν γύρω
από μιαν Ελληνίδα».
Το δημοσίευμα συνοδευόταν και από αυτόγραφο της Ελληνίδας υψιφώνου προς την εφημερίδα:
Τα επόμενα χρόνια υπήρχαν
δημοσιεύματα που αναπαρήγαγαν αποθεωτικές κριτικές του ξένου τύπου, όπως για
παράδειγμα ένα σχόλιο του χρονογράφου της αγγλικής Daily Mail μετά την εμφάνιση της Μαρίας στο Κόβεντ
Γκάρντεν το 1952, ότι «ο συνδυασμός της
υπέροχης φωνής της και της θαυμάσιας ηθοποιίας της παρείχαν στο ακροατήριο
αναμνήσεις, τις οποίες θα φυλάσσουν ως θησαυρό σ’ ολόκληρη τη ζωή τους» και
ότι «το Λονδίνο βρίσκεται στα πόδια της».
Χρονιά-σταθμός ωστόσο αποτέλεσε
το 1954 και κυρίως η εμφάνισή της στο Σικάγο (από την 1η Νοεμβρίου για έξι
παραστάσεις), όταν η Μαρία κέρδισε και τους Αμερικανούς με τη φωνή της. Οι
ελληνικές εφημερίδες αναπαρήγαγαν την κριτική του περιοδικού Time από το τεύχος της 15ης Νοεμβρίου:
«Μια από τις μεγαλύτερες σοπράνο του κόσμου, η Μαρία Κάλλας, της Σκάλας
του Μιλάνου, έκανε την πρώτη εμφάνισή της στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Σικάγο,
την τελευταία εβδομάδα. Ήταν ένα ξάφνιασμα που ανακάλεσε στη μνήμη μας τις
παλιές μεγάλες μέρες της Όπερας του Σικάγο με τη Μαίρη Γκάρντεν και την
Γκαλικούτσι. Άρχισε με τη “Νόρμα” του Μπελίνι, όπου η 30ετής σοπράνο
αποδείχθηκε αντάξια της μεγάλης φήμης της. [...] Στο τέλος της παράστασης της
“Νόρμας” με τη Μαρία Κάλλας οι ακροατές ξέσπασαν σε εκδηλώσεις με πρωτοφανή για
τα χρονικά της Όπεράς μας ενθουσιασμό».
Μάλιστα, οι εμφανίσεις της στο
Σικάγο συνοδεύτηκαν από μια πρωτόγνωρη εκδήλωση θαυμασμού από έναν νεαρό
Βρετανό, κάποιον Τζον Ρόμπινσον, ο οποίος είχε ταξιδέψει 4.000 μίλια (από τη Μ.
Βρετανία) μόνο και μόνο για να την ακούσει να τραγουδάει ζωντανά! «Εγκατέλειψα την εργασία μου στη μεγάλη
εταιρία δίσκων His
Master’s Voice, όπου
διευθύνω το τμήμα εξαγωγών μόνο και μόνο για να ακούσω τη φωνή της», δήλωσε στους ρεπόρτερ. «Δεν πρέπει να νομίσει κανείς ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της, είμαι όμως
αθεράπευτα ερωτευμένος με τη φωνή της. Από την εποχή της Λοττέ Λέμαν δεν
ακούσαμε τέτοια φωνή. Την άκουσα για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1951. Ύστερα
την ακολούθησα στη Φλωρεντία μόνο για να την ακούσω, χωρίς να το ξέρει. Της
έστελνα πάντοτε λουλούδια μένοντας στην αφάνεια. Εδώ [σ.σ. στο Σικάγο] τα
λουλούδια είναι πανάκριβα και τα χρήματά μου είναι λίγα. Έχω ένα αυτόγραφο του
ειδώλου μου, αμφιβάλω όμως αν με έχει υπόψη της».
Ίσως όχι τυχαία, το 1954 ήταν η
χρονιά που άρχισαν να δημοσιεύονται δειλά-δειλά και κάποια προωθητικά κείμενα
της αδερφής της Μαρίας, Υακίνθης ή... Τζάκι. Διαβάζουμε στην Απογευματινή της
06.07.1954 κάτω από μια φωτογραφία της Τζάκι:
«Η δραματική υψίφωνος δις Τζέκη Καλογεροπούλου, ένα νέο αστέρι που θα
λαμπρύνη πολύ σύντομα την μελοδραματική μας σκηνή. Η Τζέκη Καλογεροπούλου,
αδελφή της διασήμου υφιψώνου Μαρίας Καλογεροπούλου, τελειοποιείται τώρα υπό την
επίβλεψιν του καθηγητού της κ. Βυθινού διά να εμφανισθή προσεχώς εις το
αθηναϊκόν κοινόν. Εις την εξέλιξίν της την βοηθεί μεγάλως εκτός από το
θαυμάσιον κρύσταλλον της φωνής της και η μεγάλη της ηθοποιία».
Είναι γνωστό ότι οι σχέσεις των δύο γυναικών δεν ήταν και πολύ αδερφικές, αν και η Μαρία δημοσίως δεν το παραδεχόταν. Στο περιβόητο οικογενειακό δείπνο της Μαρίας και της Τζάκι παρουσία του πατέρα τους και οικογενειακών φίλων στη Γλυφάδα το Σεπτέμβριο του 1960, η Μαρία σχολίαζε τα περί «συμφιλίωσης»: «Μα τι είναι αυτά που λέτε; Ποτέ δεν είχα μαλώσει με την Τζάκι. Όλα είναι δημιουργήματα του κίτρινου Τύπου».
![]() |
από την εφημερίδα Έθνος, 10.04.1954 |
![]() |
από την εφημερίδα Έθνος, 17.12.1954 |
Παρόμοια θέματα που ίσως σας ενδιαφέρουν:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου