Από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, έχουμε αρχίσει να δίνουμε προσοχή - κακώς κατά τη γνώμη μου - στο πώς μας βλέπουν οι ξένοι: τι λαός είμαστε, αν μας θαυμάζουν για τους αρχαίους προγόνους μας ή αν μας θεωρούν έθνος διεφθαρμένων και τεμπέληδων κλπ. Συχνά, μάλιστα, πέφτουμε από μόνοι μας στην παγίδα να συγκρίνουμε τον σημερινό μέσο Έλληνα - τον αποκαλούμενο και ως "νεοέλληνα" με τη γενιά των πατεράδων μας και των παππούδων μας, που έζησαν τις δεκαετίες του '50 και του '60, μια περίοδος που στη συνείδηση πολλών έχει αποκτήσει αρκετά ρομαντικά χαρακτηριστικά, χάρη και στην αθωότητα που εκπέμπουν οι ελληνικές ταινίες της εποχής εκείνης. Θεωρούμε ότι οι Έλληνες του τότε ήταν πολύ διαφορετικοί, καλύτεροι από τους σημερινούς και ότι οι ξένοι τους εκτιμούσαν πολύ περισσότερο. Είναι, όμως, αυτή η πραγματικότητα;
Στην πέμπτη σελίδα του φύλλου της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ που κυκλοφόρησε στις 22 Μαΐου 1965 δημοσιεύτηκε ένα ρεπορτάζ της δημοσιογράφου Ηρώς Φελουκατζή. Ο τίτλος του δημοσιεύματος ήταν "Οι ξένοι μας κρίνουν" και περιέχει σχόλια τουριστών που επισκέπτονταν την πατρίδα μας για τις διακοπές τους. Είδαν τους Έλληνες της εποχής από κοντά, τον τρόπο ζωής τους και κατέθεσαν τις απόψεις τους χωρίς φόβο και πάθος. Διέφεραν, άραγε, τα σχόλια τους από τις "κατηγορίες" και τα στερεότυπα που ανακυκλώνονται στις μέρες μας;
Προς μεγάλη απογοήτευση πολλών, οι ξένοι πίστευαν περίπου τα ίδια και εκείνη την εποχή. Θεωρούσαν τους Έλληνες φιλόξενους και ευγενικούς, αλλά και αργόσχολους, με λιγότερα πνευματικά ενδιαφέροντα από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, ουδεμία σχέση έχοντες με τους αρχαίους προγόνους μας. Η μόνη διαφορά είναι ότι τότε μας θεωρούσαν και.. αγράμματους, με χαμηλότερο πνευματικό υπόβαθρο, ενώ σήμερα αναγνωρίζουν ότι οι νέοι της χώρας έχουν πληθώρα πτυχίων.
Για παράδειγμα, ένας 25χρονος Άγγλος που σπούδαζε στη χώρα μας είχε αναφέρει μεταξύ άλλων: "Οι Έλληνες είναι επιπόλαιοι και φλύαροι. Οι κρίσεις τους είναι υποκειμενικές και δεν βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια... Μεροληπτούν υπέρ της φυλής τους. Τα βιβλία δεν είναι αντικειμενικά, αλλά δικαιώνουν πάντοτε την ελληνική φυλή και σκεπάζουν τα ελαττώματα... Τα ελληνικά φιλμ υπερβάλλουν παρουσιάζοντας μελοδραματικές καταστάσεις και φτηνή φιλολογία... Οι Έλληνες φοιτητές βρίσκονται σε πολύ χαμηλό πνευματικό επίπεδο.... Δεν έχουν άλλη συζήτηση εκτός από τα πολιτικά και το ποδόσφαιρο. Στο Πανεπιστήμιο δεν υπάρχει ελευθερία διαφωνίας με τον καθηγητή. Όταν ο μαθητής έχει απορίες ή αντιρρήσεις, δεν τολμά να τις προβάλλει από φόβο μήπως γελοιοποιηθεί ή απορριφθεί στις εξετάσεις. Το γεγονός αυτό δημιουργεί παθητικότητα".
Ένας τουρίστας από τη Νέα Υόρκη είχε παρόμοια άποψη: "Η μόρφωση είναι ανεπαρκής. Αν οι Έλληνες ξόδευαν τα δυο χρόνια της στρατιωτικής τους θητείας για μόρφωση... θα είχαν προοδεύσει πολύ περισσότερο. Όμως βλέπω ότι τους ενδιαφέρει πολύ περισσότερο να κάθονται στα καφενεία και να πειράζουν τα κορίτσια, παρά να δουλεύουν σκληρά για να βοηθήσουν τους εαυτούς τους και τη χώρα τους".
Ένας Σκοτσέζος αρχιτέκτονας είχε την απορία γιατί κατά τις εργάσιμες ώρες κυκλοφορούν τόσοι πολλοί άνδρες στους δρόμους και στα καφενεία: "Νομίζει κανείς ότι οι άνδρες υπερτερούν αριθμητικά από τις γυναίκες. Παράλληλα, δίνουν την εντύπωση ότι είναι αργόσχολοι".
Ακόμη πιο επιθετικό ήταν το σχόλιο ενός Ελληνοκινέζου: "Οι Έλληνες είναι φτωχοί και τεμπέληδες. Και στην Ιαπωνία ο λαός είναι φτωχός (σημ: μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για τα μέσα της δεκαετίας του '60), αλλά εργατικός. Οι ώρες εργασίας είναι αφρικανικές εδώ. Η μεσημβρινή διακοπή είναι απαράδεκτη για χώρα που θέλει να λέγεται ευρωπαϊκή" τόνισε, αποδίδοντας την έλλειψη παραγωγικότητας στους μικρούς μισθούς που "δεν κεντρίζουν τους Έλληνες να αποδώσουν στην εργασία τους. Έτσι, τεμπελιάζουν και παραιτούνται από τις φιλοδοξίες τους".
Ένας Αμερικανός φοιτητής αναγνώριζε μεν ότι οι περισσότεροι Έλληνες στο δρόμο είναι εξυπηρετικοί, τα έβαζε όμως με τη γραφειοκρατία: "Αδιαφορούν ή δεν ξέρουν να μας κατατοπίσουν για τις υποθέσεις μας, με αποτέλεσμα να περιμένουμε ώρες στην ουρά για να μας πουν στο τέλος ότι κάναμε λάθος στην υπηρεσία. Μας στέλνουν εδώ κι εκεί άσκοπα, είναι εντελώς ανοργάνωτοι, αδιάφοροι και αγενείς, με αποτέλεσμα τη διαρκή ταλαιπωρία".
Το παράπονο ενός Νοτιοαφρικανού τουρίστα ήταν ότι τα εστιατόρια αργούσαν να σερβίρουν τους πελάτες τους και ότι δεν υπήρχαν πολλά πάρκα στην Αθήνα, ενώ τα έβαζε με τους Έλληνες οδηγούς, οι οποίοι "δεν ξέρουν να οδηγούν. Προσπερνούν ξαφνικά, στρίβουν απότομα, δεν κρατούν τις λωρίδες, δεν σέβονται τον άλλο, βρίζουν και νομίζουν ότι έχουν πάντοτε δίκαιο". Με τους ταξιτζήδες άλλωστε είχαν παράπονα και δύο Αμερικανίδες τουρίστριες, καθώς "συχνά φέρονται με αγένεια ή δεν καταλαβαίνουν".
Μια 25χρονη Γερμανίδα που εργαζόταν ως γκουβερνάντα στη χώρα μας είχε παράπονα από τους άνδρες, οι οποίοι "είναι ψεύτες, έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, δεν παραδέχονται τη γνώμη των άλλων και ακολουθούν τη δική τους πάντοτε", αν και σε γενικές γραμμές θεωρούσε τον ελληνικό λαό "ανοιχτόκαρδο, διαχυτικό και φιλόξενο, ιδιαίτερα στην επαρχία".
Τεμπέληδες, κακοί οδηγοί, αγενείς ταξιτζήδες, "ελληνάρες", αυτά τα ακούμε και σήμερα. Όμως δεν είναι η γνώμη των ξένων μόνο σήμερα. Τα ίδια έλεγαν και για τους πατεράδες μας, κατά την περίφημη "δεκαετία του '60" που ξαφνικά τόσοι πολλοί νοσταλγούν στις μέρες μας. Αυτό σημαίνει ότι οι ξένοι έχουν δίκαιο; Θα ήταν λάθος να κολλήσουμε σε στερεοτυπικές αντιλήψεις και να προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τους εαυτούς μας, πώς είμαστε ως έθνος. Άλλωστε, δεν πιστεύω στη αντιμετώπιση των ανθρώπων ως μάζες, ούτε δέχομαι ότι όλοι οι άνθρωποι σε μια κοινωνία είναι ίδιοι. Όχι ότι δεν πρέπει σαν άνθρωποι, ο καθένας ξεχωριστά, να αγωνιζόμαστε για να γινόμαστε καλύτερα, όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας το "καλύτερο", μη φτάνουμε όμως και στο άκρο του να εξιδανικεύουμε ένα παρελθόν, που στην πραγματικότητα ήταν πολύ λιγότερο ιδανικό απ' όσο θέλουμε να πιστεύουμε.
Πηγή: εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 22.05.1965
Προς μεγάλη απογοήτευση πολλών, οι ξένοι πίστευαν περίπου τα ίδια και εκείνη την εποχή. Θεωρούσαν τους Έλληνες φιλόξενους και ευγενικούς, αλλά και αργόσχολους, με λιγότερα πνευματικά ενδιαφέροντα από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, ουδεμία σχέση έχοντες με τους αρχαίους προγόνους μας. Η μόνη διαφορά είναι ότι τότε μας θεωρούσαν και.. αγράμματους, με χαμηλότερο πνευματικό υπόβαθρο, ενώ σήμερα αναγνωρίζουν ότι οι νέοι της χώρας έχουν πληθώρα πτυχίων.
Για παράδειγμα, ένας 25χρονος Άγγλος που σπούδαζε στη χώρα μας είχε αναφέρει μεταξύ άλλων: "Οι Έλληνες είναι επιπόλαιοι και φλύαροι. Οι κρίσεις τους είναι υποκειμενικές και δεν βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια... Μεροληπτούν υπέρ της φυλής τους. Τα βιβλία δεν είναι αντικειμενικά, αλλά δικαιώνουν πάντοτε την ελληνική φυλή και σκεπάζουν τα ελαττώματα... Τα ελληνικά φιλμ υπερβάλλουν παρουσιάζοντας μελοδραματικές καταστάσεις και φτηνή φιλολογία... Οι Έλληνες φοιτητές βρίσκονται σε πολύ χαμηλό πνευματικό επίπεδο.... Δεν έχουν άλλη συζήτηση εκτός από τα πολιτικά και το ποδόσφαιρο. Στο Πανεπιστήμιο δεν υπάρχει ελευθερία διαφωνίας με τον καθηγητή. Όταν ο μαθητής έχει απορίες ή αντιρρήσεις, δεν τολμά να τις προβάλλει από φόβο μήπως γελοιοποιηθεί ή απορριφθεί στις εξετάσεις. Το γεγονός αυτό δημιουργεί παθητικότητα".
Ένας τουρίστας από τη Νέα Υόρκη είχε παρόμοια άποψη: "Η μόρφωση είναι ανεπαρκής. Αν οι Έλληνες ξόδευαν τα δυο χρόνια της στρατιωτικής τους θητείας για μόρφωση... θα είχαν προοδεύσει πολύ περισσότερο. Όμως βλέπω ότι τους ενδιαφέρει πολύ περισσότερο να κάθονται στα καφενεία και να πειράζουν τα κορίτσια, παρά να δουλεύουν σκληρά για να βοηθήσουν τους εαυτούς τους και τη χώρα τους".
Ένας Σκοτσέζος αρχιτέκτονας είχε την απορία γιατί κατά τις εργάσιμες ώρες κυκλοφορούν τόσοι πολλοί άνδρες στους δρόμους και στα καφενεία: "Νομίζει κανείς ότι οι άνδρες υπερτερούν αριθμητικά από τις γυναίκες. Παράλληλα, δίνουν την εντύπωση ότι είναι αργόσχολοι".
Ακόμη πιο επιθετικό ήταν το σχόλιο ενός Ελληνοκινέζου: "Οι Έλληνες είναι φτωχοί και τεμπέληδες. Και στην Ιαπωνία ο λαός είναι φτωχός (σημ: μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για τα μέσα της δεκαετίας του '60), αλλά εργατικός. Οι ώρες εργασίας είναι αφρικανικές εδώ. Η μεσημβρινή διακοπή είναι απαράδεκτη για χώρα που θέλει να λέγεται ευρωπαϊκή" τόνισε, αποδίδοντας την έλλειψη παραγωγικότητας στους μικρούς μισθούς που "δεν κεντρίζουν τους Έλληνες να αποδώσουν στην εργασία τους. Έτσι, τεμπελιάζουν και παραιτούνται από τις φιλοδοξίες τους".
Ένας Αμερικανός φοιτητής αναγνώριζε μεν ότι οι περισσότεροι Έλληνες στο δρόμο είναι εξυπηρετικοί, τα έβαζε όμως με τη γραφειοκρατία: "Αδιαφορούν ή δεν ξέρουν να μας κατατοπίσουν για τις υποθέσεις μας, με αποτέλεσμα να περιμένουμε ώρες στην ουρά για να μας πουν στο τέλος ότι κάναμε λάθος στην υπηρεσία. Μας στέλνουν εδώ κι εκεί άσκοπα, είναι εντελώς ανοργάνωτοι, αδιάφοροι και αγενείς, με αποτέλεσμα τη διαρκή ταλαιπωρία".
Το παράπονο ενός Νοτιοαφρικανού τουρίστα ήταν ότι τα εστιατόρια αργούσαν να σερβίρουν τους πελάτες τους και ότι δεν υπήρχαν πολλά πάρκα στην Αθήνα, ενώ τα έβαζε με τους Έλληνες οδηγούς, οι οποίοι "δεν ξέρουν να οδηγούν. Προσπερνούν ξαφνικά, στρίβουν απότομα, δεν κρατούν τις λωρίδες, δεν σέβονται τον άλλο, βρίζουν και νομίζουν ότι έχουν πάντοτε δίκαιο". Με τους ταξιτζήδες άλλωστε είχαν παράπονα και δύο Αμερικανίδες τουρίστριες, καθώς "συχνά φέρονται με αγένεια ή δεν καταλαβαίνουν".
Μια 25χρονη Γερμανίδα που εργαζόταν ως γκουβερνάντα στη χώρα μας είχε παράπονα από τους άνδρες, οι οποίοι "είναι ψεύτες, έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, δεν παραδέχονται τη γνώμη των άλλων και ακολουθούν τη δική τους πάντοτε", αν και σε γενικές γραμμές θεωρούσε τον ελληνικό λαό "ανοιχτόκαρδο, διαχυτικό και φιλόξενο, ιδιαίτερα στην επαρχία".
Τεμπέληδες, κακοί οδηγοί, αγενείς ταξιτζήδες, "ελληνάρες", αυτά τα ακούμε και σήμερα. Όμως δεν είναι η γνώμη των ξένων μόνο σήμερα. Τα ίδια έλεγαν και για τους πατεράδες μας, κατά την περίφημη "δεκαετία του '60" που ξαφνικά τόσοι πολλοί νοσταλγούν στις μέρες μας. Αυτό σημαίνει ότι οι ξένοι έχουν δίκαιο; Θα ήταν λάθος να κολλήσουμε σε στερεοτυπικές αντιλήψεις και να προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τους εαυτούς μας, πώς είμαστε ως έθνος. Άλλωστε, δεν πιστεύω στη αντιμετώπιση των ανθρώπων ως μάζες, ούτε δέχομαι ότι όλοι οι άνθρωποι σε μια κοινωνία είναι ίδιοι. Όχι ότι δεν πρέπει σαν άνθρωποι, ο καθένας ξεχωριστά, να αγωνιζόμαστε για να γινόμαστε καλύτερα, όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας το "καλύτερο", μη φτάνουμε όμως και στο άκρο του να εξιδανικεύουμε ένα παρελθόν, που στην πραγματικότητα ήταν πολύ λιγότερο ιδανικό απ' όσο θέλουμε να πιστεύουμε.
Πηγή: εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 22.05.1965
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου