12 Ιουνίου 2013

ντΕΡΤια


Να, λοιπόν, που οι αρχαίοι μας πρόγονοι επιβεβαιώνονται για ακόμη μια φορά. Η υπέρβαση του μέτρου επιφέρει αλαζονεία. Η αλαζονεία οδηγεί στην ύβρι και η ύβρις στην πτώση -όχι απαραίτητα πτώση από την εξουσία, αλλά έστω πτώση ηθική, που γεννά ένα αίσθημα περιφρόνησης. 

Κάπως έτσι, βασιζόμενοι στην αόριστη αρχή ότι "η οικονομία είναι θέμα ψυχολογίας" και μόνο -λες και αν κάποιος έχει άδειες τσέπες, αλλά καλή ψυχολογία θα το ρίξει στην κατανάλωση- και προκειμένου να τονώσουν την περιβόητη αυτή "ψυχολογία της αγοράς", οι κυβερνώντες την χώρα άρχισαν να μεγαλοποιούν κάποιες ενθαρρυντικές μεν, πλην όμως μικρής αξίας ειδήσεις και ταυτόχρονα να περνούν στα ψιλά κάποιες ενοχλητικές "λεπτομέρειες", όπως π.χ. η συνεχής αύξηση της ανεργίας.
Παρασυρόμενοι από την τεχνητή αυτή προσπάθεια ψυχολογικής ανόρθωσης της κοινωνίας, άρχισαν να χρησιμοποιούν ολοένα πιο πομπώδεις λέξεις ή φράσεις, όπως το περιβόητο "success story" της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τη λογική της λαϊκής παροιμίας "έκανε το βελόνι, κανόνι", άρχισε να εκπέμπεται ένα μήνυμα ότι περίπου λύθηκαν όλα τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, ότι κοινωνική αναταραχή δεν υπάρχει -αφού προηγουμένως επιστρατεύονταν σχεδόν όλοι όσοι απεργούσαν ή απειλούσαν έστω να απεργήσουν- και ότι οι πολίτες εν γένει στηρίζουν πρόθυμα το κυβερνητικό έργο.
Την ίδια στιγμή, ως επιχείρημα προβαλλόταν και το δημοσκοπικό προβάδισμα του μεγαλύτερου από τα κυβερνώντα κόμματα, της Νέας Δημοκρατίας. Δεν θεωρώ τεχνητό αυτό το προβάδισμα, ότι δηλαδή οφείλεται σε παιχνίδια των δημοσκόπων και άλλα τέτοια τετριμμένα, αλλά πραγματικό, που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αντιφατική και εν πολλοίς νεφελώδη παρουσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης -ή και οποιουδήποτε άλλου κόμματος- και όχι στη θετική παρουσία της κυβέρνησης. 
Αλλά εδώ είναι και το μεγάλο λάθος, η μπανανόφλουδα στην οποία γλίστρησε η κυβέρνηση. Το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας στις δημοσκοπήσεις είναι άνευ ουσίας, από τη στιγμή που το ποσοστό του κόμματος κινείται σε επίπεδα μεταξύ 20 και 22%. Επειδή, όμως, στην Ελλάδα είχαμε μάθει τόσα χρόνια να θεωρούμε ότι αρκεί να είσαι πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις, η ηγεσία του συγκεκριμένου κόμματος επιμένει να βλέπει το.. κλαδί του δέντρου και να χάνει το δάσος.
Γιατί, οι ίδιες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στην καλύτερη περίπτωση, τα τρία κόμματα που συγκυβερνούν σήμερα θα συγκέντρωναν μια οριακή πλειοψηφία 151, 152, άντε με το ζόρι 153 βουλευτών, με ισχυρό το ενδεχόμενο να μη συγκέντρωναν καν κοινοβουλευτική πλειοψηφία -αν τα δημοσκοπικά αυτά ευρήματα ήταν αντιστοίχως και αποτελέσματα εθνικών εκλογών. Ή μήπως θα ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να συγκυβερνούσε η Νέα Δημοκρατία με τη Χρυσή Αυγή, όπως άφρονα επιθυμούν ορισμένοι οπαδοί του κόμματος, κάτι που μπορεί κάποιος εύκολα να διαπιστώσει διαβάζοντας τα σχόλια τους σε ιστοσελίδες και μπλογκς, που πρόσκεινται φιλικά στο κυβερνών κόμμα -και που δεν πιστεύω ωστόσο ότι εκφράζουν την επίσημη Νέα Δημοκρατία.
Μ' αυτά και μ΄ εκείνα, λοιπόν, αυτό που ξεκίνησε ως μια προσπάθεια ν' ανεβεί γενικά κι αόριστα η ψυχολογία των πολιτών, εξελίχθηκε σε μυωπική ανάγνωση της πραγματικότητας, σε μια υπεροψία τύπου "ό,τι κι αν προτείνει η κυβέρνηση θα ψηφιστεί από τα μικρότερα κόμματα της συγκυβέρνησης, επομένως ποιος τους ακούει", άρχισαν να γίνονται συναντήσεις των αρχηγών των τριών κομμάτων, όπου άλλα συμφωνούνται και άλλα εφαρμόζονται στη συνέχεια κλπ. 
Και φτάσαμε στην 11η Ιουνίου. Μια μέρα νωρίτερα είχε προηγηθεί το πατατράκ με την αποτυχία αποκρατικοποίησης της ΔΕΠΑ, που έριξε από τα σύννεφα όλους όσους είχαν επενδύσει τα πάντα επικοινωνιακά σ' αυτήν και συνάμα είχαν παρασυρθεί από την καραμέλα της "καλής ψυχολογίας" ως πανάκειας. Οι σπασμωδικές -και παλαιοκομματικές- κινήσεις που ακολούθησαν, από την επίρριψη της αποκλειστικής ευθύνης για την αποτυχία στους Ευρωπαίους εταίρους μέχρι τις προσπάθειες να μετατραπεί το μαύρο σε άσπρο, με δηλώσεις όπως "Δεν ήταν ήττα αυτό που συνέβη, αλλά νίκη", μαρτυρούν αυτόν ακριβώς τον πανικό. 
Και ο πανικός αυτός συνεχίστηκε σήμερα μ' ένα δεύτερο λάθος, με την αδιανόητα παράλογη απόφαση για άμεσο, εδώ και τώρα κλείσιμο της ΕΡΤ. Δεν έχω κανένα λόγο να υπερασπισθώ ειδικά τους εργαζόμενους της δημόσιας τηλεόρασης, αν και η συγκεκριμένη απόφαση επιτρέπει γενικά το άμεσο κλείσιμο οποιασδήποτε ΔΕΚΟ, σίγουρα όμως δεν μπορώ να καταλάβω και το επιχείρημα ότι "αφού τόσες χιλιάδες απολύσεις έχουν γίνει και εξακολουθούν να γίνονται στον ιδιωτικό τομέα, γιατί να προστατεύουμε τους δημοσίους υπαλλήλους". Δηλαδή, αν το σπίτι μας πιάσει φωτιά, θα πάμε να κάψουμε και το σπίτι του γείτονα, για να μην νιώθουμε μόνοι στην τραγωδία; 
Το σημαντικό λάθος της κυβερνητικής απόφασης ως προς το κλείσιμο της ΕΡΤ είναι ότι προσπάθησε να τη δικαιολογήσει χρησιμοποιώντας όλα εκείνα τα επιχειρήματα, που μέχρι χθες έβγαινε και κατήγγειλε δημόσια ο ίδιος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Τι άλλαξε; Ή μήπως μέχρι χθες έλεγε ψέματα; Και γιατί να δεχτούμε αδιαμαρτύρητα, ως ασήμαντη λεπτομέρεια, αυτήν την έμμεση παραδοχή, ότι "ναι, κύριοι, μέχρι χθες έλεγα ψέματα για κομματικό συμφέρον"; 
Και βέβαια, το τερατώδες της συγκεκριμένης απόφασης ήταν ο τρόπος υλοποίησης της. Για ακόμη μια φορά η Βουλή δεν θα συζητήσει τίποτα, παρά μόνο κατόπιν εορτής, ενώ προκαταλαμβάνεται η όποια απόφαση με μια ακόμη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, το νομοθετικό αυτό εργαλείο που παρέχεται από το Σύνταγμα, ώστε να χρησιμοποιείται σε έκτακτες και εξαιρετικές περιστάσεις και που τους τελευταίους μήνες έγινε ο κανόνας της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας. 
Το επιχείρημα είναι ότι "η χώρα βρίσκεται σε έκτακτες συνθήκες, σ' έναν οικονομικό πόλεμο", με τη διαφορά ότι αν μετά από τρία χρόνια οι συνθήκες εξακολουθούν να παραμένουν τόσο πολύ έκτακτες, το "success story" πρακτικά έχει πάει περίπατο και έχασε το δρόμο της επιστροφής. Εκτός κι αν ο σημερινός πρωθυπουργός θεωρούσε κακή την -ούτως ή άλλως κάκιστη- διακυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, απλά και μόνο επειδή τότε το υπουργικό συμβούλιο υπέγραφε λιγότερες ΠΝΠ. 
"Μα, καλά, θα πέσει η κυβέρνηση και θα τεθεί σε κίνδυνο η επιτυχία της χώρας μόνο και μόνο για την ΕΡΤ;", αναρωτιούνται πολλοί αλαζονικά. Ακόμη κι αν παραβλέψουμε την έμμεση παραδοχή του ψέματος -"αποκλείεται να κλείσει η ΕΡΤ" μέχρι χτες και σήμερα "θα έπρεπε να 'χει κλείσει από καιρό"- το κορυφαίο πρόβλημα είναι το θεσμικό. Δεν μπορεί μια χώρα να κυβερνάται κατά 90% με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου. 
Όχι, δεν πιστεύω ότι έχουμε χούντα και άλλα τέτοια υπερβολικά, που ακούγονται εν τη ρύμη του λόγου είτε από αντιπολιτευτική διάθεση είτε λόγω συναισθηματικής φόρτισης. Ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι προσβλητικός σε βάρος όλων όσων αγωνίστηκαν για τη Δημοκρατία και την πτώση μιας πραγματικής χούντας, που δεν λογοδοτούσε ποτέ και σε κανέναν. Όμως, την ίδια στιγμή, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ή να υποτιμήσει το σοβαρότατο πρόβλημα εύρυθμης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Γιατί, ναι, η Ελλάδα έχει Δημοκρατία, όμως πρόκειται για μια Δημοκρατία χωλή, που κινείται στα όρια της αυτοϋπονόμευσης της. Όταν αυτό που προβλέπεται από το Σύνταγμα ως εξαίρεση μετεξελίσσεται στον κανόνα και την εύκολη λύση, απλά και μόνο για να μην εκδηλωθούν αντιδράσεις, σημαίνει ότι υπάρχει έντονο θεσμικό πρόβλημα, το οποίο δεν πρέπει να υποτιμούμε. Όταν παίζουμε με τις λέξεις, ώστε να νομιμοποιήσουμε ακραίες συμπεριφορές, σημαίνει ότι το πρόβλημα είναι τελικά πολύ πιο βαθύ απ' όσο φαίνεται. 
Κι επειδή το ζήτημα είναι εξόχως θεσμικό -κατά τη γνώμη μου συνέπεια της απώλειας του μέτρου που οδήγησε στην αλαζονεία και την θεσμική ύβρι- είναι η ώρα να αναληφθούν πρωτοβουλίες υπέρβασης αυτού του αδιεξόδου από τους ίδιους τους θεσμούς: από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, προπάντων από εκείνα που στηρίζουν την κυβέρνηση, αλλά και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος δεν είναι τόσο άβουλος όσο νομίζουμε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος.

Υ.Γ. Όταν το 1966 οι Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και Ξαρχάκος υπέγραψαν κοινή επιστολή κατά της λογοκρισίας στα τραγούδια τους, η απάντηση του τότε υφυπουργού Προεδρίας, Τάκη Γεωργίου, ήταν ότι η λογοκρισία "συνάδει με το Σύνταγμα (σ.σ.: του 1952), όπερ δι' ειδικής διατάξεως προσβλεπει ότι αι προστατευτικαί του Τύπου διατάξεις "δεν εφαρμόζονται επί των κινηματογράφων, δημοσίων θεαμάτων, φωνογραφίας, ραδιοφωνίας και άλλων παρεμφερών μέσων μεταδόσεως λόγου ή παραστάσεως"". Ήταν ένα ακραίο μέτρο, που όμως με μια διασταλτική ερμηνεία του Συντάγματος θεωρείτο τυπικά απολύτως νόμιμο μέσα στα πλαίσια της τότε συνταγματικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ήταν, όμως, και ένα μέτρο θεμιτό; Το Σύνταγμα του 1975, πάντως, κατάργησε τη λογοκρισία.


Σχετικά θέματα:
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΜΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου