Όλοι έχουμε ακούσει για τον μπόγια, που κυκλοφορούσε στους δρόμους και μάζευε τ' αδέσποτα σκυλιά - ή όσα έμοιαζαν με αδέσποτα - για να καθαρίσει η εικόνα της πόλης. Δεν τον έχουμε δει, τουλάχιστον όσοι είμαστε από μια ηλικία και κάτω, αφού οι μπόγιες έπαψαν να κυκλοφορούν εδώ και κάτι δεκαετίες. Τι ακριβώς, όμως, έκαναν και ποιο φριχτό τέλος προμήνυε η παρουσία τους για τα τετράποδα, που θεωρούνται οι καλύτεροι φίλοι του ανθρώπου;
Θα γυρίσουμε πολλά, πολλά χρόνια πίσω, στο 1927. Στις 19 Ιουνίου της χρονιάς εκείνης, η εφημερίδα "Κυριακές του Ελευθέρου Βήματος" δημοσίευσε ένα ρεπορτάζ από το "βασίλειον του μπόγια", παρακολουθώντας την καθημερινότητα ενός μπόγια της εποχής, κάποιου μπάρμπα-Μήτρου, που είχε το "κυνοσυλλεκτήριον" του κάπου στο Βοτανικό, πίσω από τις τότε μπυραρίες της περιοχής.
Ήταν ένας χώρος περιφραγμένος από συρματόπλεγμα, που περιελάμβανε τρία κλουβιά, τρεις υπερπλήρεις φυλακές είκοσι με τριάντα σκύλων η καθεμιά, που περίμεναν τη θανατική καταδίκη τους γαβγίζοντας μανιωδώς. Ο δημοσιογράφος παρομοίαζε το γάβγισμά τους με θρήνο για το μέλλον που τα περίμενε. Και μπορεί να έγινε μάρτυρας της σωτηρίας ενός σκυλιού, κάποιας "Λίζας", την οποία άρπαξε ο μπόγιας χωρίς να είναι πραγματικά αδέσποτη, για να έρθουν οι ιδιοκτήτες της και να την πάρουν πίσω, αφού προηγουμένως πλήρωσαν 15 δραχμές, όμως αυτό ήταν απλά η εξαίρεση, που επιβεβαίωνε τον κανόνα.
Ήταν ένας χώρος περιφραγμένος από συρματόπλεγμα, που περιελάμβανε τρία κλουβιά, τρεις υπερπλήρεις φυλακές είκοσι με τριάντα σκύλων η καθεμιά, που περίμεναν τη θανατική καταδίκη τους γαβγίζοντας μανιωδώς. Ο δημοσιογράφος παρομοίαζε το γάβγισμά τους με θρήνο για το μέλλον που τα περίμενε. Και μπορεί να έγινε μάρτυρας της σωτηρίας ενός σκυλιού, κάποιας "Λίζας", την οποία άρπαξε ο μπόγιας χωρίς να είναι πραγματικά αδέσποτη, για να έρθουν οι ιδιοκτήτες της και να την πάρουν πίσω, αφού προηγουμένως πλήρωσαν 15 δραχμές, όμως αυτό ήταν απλά η εξαίρεση, που επιβεβαίωνε τον κανόνα.
Θεωρητικά, η περισυλλογή των αδέσποτων από τον μπόγια αποσκοπούσε στον έλεγχο των ζώων, ώστε να διαπιστωθεί αν κάποιο από αυτά είναι λυσσασμένο. Όμως, όπως διαβάζουμε στο ρεπορτάζ, κανείς ειδικός δεν υπήρχε, που να εξετάζει όντως τα ζώα, τόσο αυτά που κατέληγαν στις φυλακές του μπόγια, όσο κι εκείνα που επιστρέφονταν στους ιδιοκτήτες του, αλλά υπήρχε ο κίνδυνος να είχαν μολυνθεί από τυχόν άρρωστα σκυλιά του δρόμου, με τα οποία συνυπήρξαν για κάποιες ώρες ή μέρες στο ίδιο κλουβί.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ρεπορτάζ εκείνου, καθημερινά ο μπόγιας συνελάμβανε περίπου 50 σκυλιά, ενώ 5-6 επέστρεφαν στους ιδιοκτήτες τους ή αγοράζονταν από ενδιαφερόμενους - έναντι 15 δραχμών και στις δύο περιπτώσεις. Τα υπόλοιπα περίμεναν στις αποθήκες-φυλακές για δυο με τρεις μέρες και από κει κατέληγαν στο φούρνο. Η δημοσιογραφική περιγραφή είναι φρικιαστική:
"Αφού περάσουν οι τρεις ημέρες, ανοίγει το μεγάλο στόμα του φούρνου της θανατώσεως, διά να καταπιή τους δυστυχείς ετοιμοθανάτους. Ο όχλος των αδυνατισμένων, των βρωμισμένων ζώων διοχετεύεται μέσα στη σιδερένια κλούβα, πατηκώνεται, γίνεται μια μάζα σαρκών και κοκκάλων, όπου προβάλλουν πόδια, κεφάλια, ουρές... Μέσα σε μια κλούβα ενάμισυ κυβικού μέτρου συμπιέζονται είκοσι σκλλιά μικρά και μεγάλα. Όσα κεφάλια βγαίνουν στην επιφάνεια θρηνούν φρικτά, ανατριχιαστικά, για τα άλλα αρχίζει η αγωνία της ασφυξίας".
Ο δημοσιογράφος έγινε μάρτυρας της απόδρασης ενός σκύλου, ενός "αλήτη κανελλή με μεγάλα αγαθά και τσιμπλιασμένα μάτια", ο οποίος κατάφερε την τελευταία στιγμή να ξεγλυστρίσει από την τσιμπίδα του μπόγφια και με δυο πηδήματα να βρεθεί στα χωράφια γλυτώνοντας την ζωή του. Όμως τ' άλλα σκυλιά δεν είχαν την ίδια τύχη.
"Μέσα απ' το φούρνο ακούγονται πνιγμένα βογγητά, ουρλιάσματα που όσο πάνε γίνονται πιο αδύνατα. Απ' έξω, μπροστά στη μπούκα του φούρνου υψούται ένας σωρός από είκοσι σκυλιά· είνε το προϊόν της πρώτης φουρνιάς. Ξεχωρίζουν μόνον τα ανοιγμένα στόματα που δαγκώνουν τις ξηρές γλώσσες τους, και τα γουρλωμένα θαμπά μάτια· η φρικτή εικών του θανάτου από ασφυξία".
Όπως πληροφορούμαστε, το μαρτύριο των σκύλων διαρκούσε από επτά λεπτά μέχρι ένα τέταρτο της ώρας, ενώ αν το γκάζι ήταν αδύναμο, ενδεχομένως να παρατεινόταν ακόμη περισσότερο. Όσον αφορά την αντίδραση των φιλοζώων απέναντι σ' αυτήν την κατάσταση; Κατ' αρχήν υπήρχαν κάποιες γυναίκες που φρόντιζαν να ταΐζουν τα μελλοθάνατα σκυλιά, ώστε να μην περιμένουν το θάνατο θεονήστικα, ενώ όσον αφορά το διά ταύτα, δηλαδή τη θανάτωση των σκύλων, η εταιρία Φιλοζώων της εποχής αποφάσισε να παραγγείλει ένα... ηλεκτρικό μηχάνημα θανατώσεως, ώστε "να γίνη γλυκύτερος ο θάνατος για τους τετράποδας καταδίκους", οι οποίοι δεν ήταν απαραίτητα λυσσασμένοι, αλλά απλά είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια του μπόγια.
Πόσο ανατριχιαστικά διαφορετικές ήταν οι αντιλήψεις εκείνης της εποχής, όπου το μαρτύριο των καημένων των ζώων ήταν ηθικά νομιμοποιημένο ακόμη και μεταξύ των φιλοζώων! Και πόσο τυχεροί είμαστε που αυτές οι αντιλήψεις ανήκουν στο μακρινό παρελθόν! Σίγουρα, οι άνθρωποι έχουν πολύ πιο σοβαρά και άμεσα προβλήματα να επιλύσουν, όμως ο πολιτισμός και η ποιότητα ενός ανθρώπου, και σε τελική ανάλυση μιας κοινωνίας ολόκληρης, δεν προσδιορίζεται από το πως οι ισοδύναμοι αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά από τη μεταχείριση που ο δυνατός επιφυλάσσει στον αδύνατο. Και τα σκυλιά, όπως και να το δει κανείς, είναι πολύ πιο αδύναμα από τους ανθρώπους. Προς τι λοιπόν η ανάγκη... αυτοεπιβεβαίωσης μέσω του βασανισμού τους;
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ρεπορτάζ εκείνου, καθημερινά ο μπόγιας συνελάμβανε περίπου 50 σκυλιά, ενώ 5-6 επέστρεφαν στους ιδιοκτήτες τους ή αγοράζονταν από ενδιαφερόμενους - έναντι 15 δραχμών και στις δύο περιπτώσεις. Τα υπόλοιπα περίμεναν στις αποθήκες-φυλακές για δυο με τρεις μέρες και από κει κατέληγαν στο φούρνο. Η δημοσιογραφική περιγραφή είναι φρικιαστική:
"Αφού περάσουν οι τρεις ημέρες, ανοίγει το μεγάλο στόμα του φούρνου της θανατώσεως, διά να καταπιή τους δυστυχείς ετοιμοθανάτους. Ο όχλος των αδυνατισμένων, των βρωμισμένων ζώων διοχετεύεται μέσα στη σιδερένια κλούβα, πατηκώνεται, γίνεται μια μάζα σαρκών και κοκκάλων, όπου προβάλλουν πόδια, κεφάλια, ουρές... Μέσα σε μια κλούβα ενάμισυ κυβικού μέτρου συμπιέζονται είκοσι σκλλιά μικρά και μεγάλα. Όσα κεφάλια βγαίνουν στην επιφάνεια θρηνούν φρικτά, ανατριχιαστικά, για τα άλλα αρχίζει η αγωνία της ασφυξίας".
Ο δημοσιογράφος έγινε μάρτυρας της απόδρασης ενός σκύλου, ενός "αλήτη κανελλή με μεγάλα αγαθά και τσιμπλιασμένα μάτια", ο οποίος κατάφερε την τελευταία στιγμή να ξεγλυστρίσει από την τσιμπίδα του μπόγφια και με δυο πηδήματα να βρεθεί στα χωράφια γλυτώνοντας την ζωή του. Όμως τ' άλλα σκυλιά δεν είχαν την ίδια τύχη.
"Μέσα απ' το φούρνο ακούγονται πνιγμένα βογγητά, ουρλιάσματα που όσο πάνε γίνονται πιο αδύνατα. Απ' έξω, μπροστά στη μπούκα του φούρνου υψούται ένας σωρός από είκοσι σκυλιά· είνε το προϊόν της πρώτης φουρνιάς. Ξεχωρίζουν μόνον τα ανοιγμένα στόματα που δαγκώνουν τις ξηρές γλώσσες τους, και τα γουρλωμένα θαμπά μάτια· η φρικτή εικών του θανάτου από ασφυξία".
Όπως πληροφορούμαστε, το μαρτύριο των σκύλων διαρκούσε από επτά λεπτά μέχρι ένα τέταρτο της ώρας, ενώ αν το γκάζι ήταν αδύναμο, ενδεχομένως να παρατεινόταν ακόμη περισσότερο. Όσον αφορά την αντίδραση των φιλοζώων απέναντι σ' αυτήν την κατάσταση; Κατ' αρχήν υπήρχαν κάποιες γυναίκες που φρόντιζαν να ταΐζουν τα μελλοθάνατα σκυλιά, ώστε να μην περιμένουν το θάνατο θεονήστικα, ενώ όσον αφορά το διά ταύτα, δηλαδή τη θανάτωση των σκύλων, η εταιρία Φιλοζώων της εποχής αποφάσισε να παραγγείλει ένα... ηλεκτρικό μηχάνημα θανατώσεως, ώστε "να γίνη γλυκύτερος ο θάνατος για τους τετράποδας καταδίκους", οι οποίοι δεν ήταν απαραίτητα λυσσασμένοι, αλλά απλά είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια του μπόγια.
Πόσο ανατριχιαστικά διαφορετικές ήταν οι αντιλήψεις εκείνης της εποχής, όπου το μαρτύριο των καημένων των ζώων ήταν ηθικά νομιμοποιημένο ακόμη και μεταξύ των φιλοζώων! Και πόσο τυχεροί είμαστε που αυτές οι αντιλήψεις ανήκουν στο μακρινό παρελθόν! Σίγουρα, οι άνθρωποι έχουν πολύ πιο σοβαρά και άμεσα προβλήματα να επιλύσουν, όμως ο πολιτισμός και η ποιότητα ενός ανθρώπου, και σε τελική ανάλυση μιας κοινωνίας ολόκληρης, δεν προσδιορίζεται από το πως οι ισοδύναμοι αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά από τη μεταχείριση που ο δυνατός επιφυλάσσει στον αδύνατο. Και τα σκυλιά, όπως και να το δει κανείς, είναι πολύ πιο αδύναμα από τους ανθρώπους. Προς τι λοιπόν η ανάγκη... αυτοεπιβεβαίωσης μέσω του βασανισμού τους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου