2 Φεβρουαρίου 2019

Λάμπρος Κωνσταντάρας: Ο χρυσοχόος που έγινε πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Το ξεκίνημα της καριέρας του στο Παρίσι τη δεκαετία του 30, όπως το αφηγήθηκε ο ίδιος

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν και είναι ένας από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου. Ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα στην Ελλάδα πρωταγωνιστώντας κυρίως σε δράματα, αλλά τελικά ταυτίστηκε με την κωμωδία πότε ως πατέρας δημοφιλών πρωταγωνιστριών και πότε ως ο κεντρικός πρωταγωνιστής ταινιών που αποδείκνυαν ότι η ζωή δεν σταματούσε για τους άνδρες μετά τα 50. Όλα ξεκίνησαν μετά από μια σειρά συμπτώσεων στον Παρίσι, όπου κατέληξε ύστερα από μια αλληλουχία ατυχών περιστατικών εδώ στην Ελλάδα. Ο ίδιος πάντως πίστευε ότι η τύχη είναι μια γυναίκα που υπακούει στον ισχυρό και ο ίδιος απέδειξε ότι ήταν πολύ δυνατός για να αποτύχει. Για τα πρώτα χρόνια του Λάμπρου Κωνσταντάρα ως ηθοποιού στο Παρίσι γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Ευκαιρία να μάθουμε περισσότερα χρησιμοποιώντας ως πηγές δύο συνεντεύξεις του: στον Ταχυδρόμο της Αλεξάνδρειας τον Ιούνιο του 1949 και στο Εμπρός το Δεκέμβριο του 1952.

Κατ’ αρχάς, για να ξεδιπλώσουμε την ιστορία από την αρχή, πρέπει ν’ αναφερθεί ότι ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γεννήθηκε στο Κολωνάκι στις 13 Μαρτίου 1913. Ήταν γόνος μιας οικογένειας φημισμένων χρυσοχόων της Αθήνας. Ακολουθώντας αναγκαστικά την οικογενειακή παράδοση μπήκε από μικρός στο επάγγελμα, μόνο που ο ίδιος δεν αισθανόταν ευτυχισμένος πίσω από τον πάγκο του χρυσοχοείου. Ο θείος του, στρατηγός Δέδες, πρότεινε στους γονείς του Λάμπρου να τον έστελναν στη Σχολή Αξιωματικών της Κέρκυρας. Έτσι κι έγινε, μόνο που ούτε εκεί ο Λάμπρος αισθανόταν ικανοποίηση. Μάλιστα, μια μέρα τό σκασε από τη σχολή και μπήκε σ’ ένα καράβι με προορισμό τον Πειραιά. Χάρη στο στρατηγό θείο του γλίτωσε το στρατοδικείο και τη φυλακή, όμως η οικογένεια Κωνσταντάρα ήταν ανάστατη. Τι έπρεπε να κάνουν για να συνετίσουν τον ατίθασο Λάμπρο;

Ύστερα από ένα οικογενειακό συμβούλιο αποφάσισαν να τον στείλουν στο Παρίσι, προκειμένου να ειδικευτεί στα μυστικά των κοσμημάτων και να γινόταν εκτιμητής πολύτιμων λίθων. Πράγματι, ένα πρωινό του 1931 ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έφτασε στο Παρίσι, το οποίο και λάτρεψε τόσο πολύ, ώστε μετά την επιστροφή του στην Αθήνα επέλεξε να ξαναγυρίσει στη γαλλική πρωτεύουσα.

Κατά τη δεύτερη διαμονή του εκεί άρχισε να συναναστρέφεται με μια παρέα μποέμ καλλιτεχνών, οι οποίοι ξημεροβραδιάζονταν στο Μον Παρνές. Χάρη σ’ αυτούς δοκίμασε την τύχη του στον κινηματογράφο σε ρόλους κομπάρσων, ώσπου κάποια στιγμή μπήκε στην ζωή του το θέατρο.

Ήταν το 1936, όταν γνωρίστηκε μ’ έναν ηθοποιό, ο οποίος συμμετείχε στον κόρο του θιάσου Ζουβιέ. Συγκεκριμένα, ήταν ένας από τους Ινδούς που σήκωναν το φορείο στο έργο «Σχολείο των Γυναικών» του Μολιέρου. Όταν ένα βράδυ δεν μπορούσε να πάει στην παράσταση, έστειλε στη θέση του το Λάμπρο, ο οποίος πήρε το βάπτισμα του πυρός στο θεατρικό σανίδι με μια άτυχη στιγμή.

Μόλις πάτησε το πόδι του στη σκηνή, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας αισθάνθηκε μεγάλο τρακ και έπεσε ρίχνοντας μαζί και το φορείο, μέσα στο οποίο βρισκόταν ο ηθοποιός Αντρέ Μορώ. Τότε σηκώθηκε και αρχικά το έβαλε στα πόδια, όμως ξαναγύρισε.

Η μεγάλη τύχη μέσα σ’ εκείνη την ατυχία ήταν το ότι το περιστατικό αυτό στάθηκε η αφορμή για να τον προσέξει ο σπουδαίος ηθοποιός Λουί Ζουβέ. «Είσαι Ρουμάνος;» τον ρώτησε επηρεασμένος από την ξενική προφορά του. «Όχι. Έλληνας» του απάντησε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και ο Ζουβέ του ανταπάντησε γελώντας: «Τι γίνεται η Κοτοπούλη; Θες να παίξεις στο θέατρο; Έλα αύριο να κάνεις τον ίδιο ρόλο. Ο φίλος σου είναι εκτός».

Παράλληλα με το πολύ μικρό αυτό ρολάκο στο «Σχολείο των Γυναικών» ο Κωνσταντάρας άρχισε να φοιτά στη δραματική σχολή του Ζουβέ, στην οποία παρακολουθούσαν μαθήματα φτασμένοι ηθοποιοί που ήθελαν ν’ αποκτήσουν μια ανώτερη θεατρική μόρφωση – θα λέγαμε ότι εκεί έκαναν το «μεταπτυχιακό» τους. Στο μεταξύ, η οικογένεια Κωνσταντάρα έκοψε το τακτικό οικονομικό επίδομα στο Λάμπρο αποδοκιμάζοντας την καλλιτεχνική του στροφή. Έτσι εκείνος, δεδομένου ότι ο μισθός από το θέατρο ήταν πολύ μικρός, έκανε διάφορες δουλειές για να τα βγάζει πέρα: έγινε πωλητής μπανανών, καστανάς, πλασιέ σ’ έναν οίκο γυναικείων καπέλων ιδιοκτησίας μιας ξεπεσμένης Ρωσίδας πριγκίπισσας.

Πέρασε αρκετός καιρός από εκείνο το θεατρικό ντεμπούτο και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας συνέχιζε να παίζει σε ρόλους κομπάρσου, όμως η τύχη θα τον βοηθούσε για ακόμη μια φορά. Επί ένα χρόνο έπαιζε ένα βουβό ρόλο στο έργο «Ηλέκτρα» του Ζιροντού, ώσπου μια μέρα αρρώστησε ο ηθοποιός, που υποδυόταν τον Πάρη. Πρότειναν στον Λάμπρο να τον αντικαταστήσει και από τότε ξεκίνησε η σταδιακή άνοδος παίζοντας σε δύο ακόμη έργα του Ζιροντού. Έγινε πλέον ο Constan Daras, ο «ωραίος Έλληνας».

Ακολούθησε ο «Κουρσάρος» του Ασσάρ, όπου υποδύθηκε τον πρώτο σχετικά μεγάλο θεατρικό ρόλο της καριέρας του. Η επιτυχία ήταν μεγάλη, ώστε η Κολέτ έγραψε για εκείνον: «Ένας Έλληνας ξεπέρασε τους Γάλλους». Κι όταν ο Νταλιό, που υποδυόταν το δεύτερο ρόλο του έργου, αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την παράσταση, επειδή έπρεπε να φύγει από το Παρίσι για τις ανάγκες των εξωτερικών γυρισμάτων μιας ταινίας, τη θέση του στο θέατρο πήρε ο Κωνσταντάρας.

Παράλληλα ο Λάμπρος Κωνσταντάρας (ή Constan Daras) έπαιξε σε διάφορα γαλλικά φιλμ, μεταξύ των οποίων φέρεται και το «Remontons les Champslysées» του Σασά Γκιτρύ (παραγωγής 1938) – τουλάχιστον σύμφωνα με δημοσίευμα της αλεξανδρινής εφημερίδας Ταχυδρόμος τον Ιούνιο του 1949, αν και στην αναλυτικότατη καταγραφή των ονομάτων όλων των συντελεστών της ταινίας (ακόμη και όσων έπαιξαν χωρίς ν’ αναγράφεται το όνομά τους στους τίτλους τέλους) στην Εγκυκλοπαίδεια της γαλλικής Ταινιοθήκης δεν βλέπουμε πουθενά το όνομα Constan Daras ή κάποιο παρόμοιο, που να παραπέμπει στον αγαπημένο Έλληνα ηθοποιό.

Μετά από πολλά χρόνια απουσίας επέστρεψε στην Ελλάδα και για πρώτη φορά έπαιξε μπροστά στο ελληνικό κοινό στην παράσταση «Παράσημα της γριούλας» στο πλευρό της Κατερίνας Ανδρεάδη. Επέστρεψε στο Παρίσι, όπου έπαιξε στον «Κουρσάρο» του Ασσάρ, υποδυόμενος τρία πρόσωπα ταυτόχρονα. Μάλιστα, σε μια παράσταση έγινε και το εξής χαριτωμένο: Στο τέλος ενός μονολόγου, με τον οποίο πρακτικά χαιρετούσε τους άλλους ηθοποιούς του έργου, το χειροκρότημα του κοινού ήταν τόσο θερμό, ώστε ο Λάμπρος τα έχασε και τό βαλε στα πόδια!

Όμως το τρακ εκείνο δεν συγκρινόταν με το τρακ που αισθάνθηκε πολλά χρόνια αργότερα, όταν για πρώτη φορά στο θέατρο υποχρεώθηκε να χορέψει και να τραγουδήσει για τις ανάγκες της μουσικής κωμωδίας «Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά» - κι αυτό χάρη στη συμπρωταγωνίστριά του, Άννα Καλουτά, την οποία περιέγραφε ως μια «δαιμόνια γυναίκα. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε το κέφι που μπορεί να δημιουργήσει γύρω της. Όσο σοβαρός κι αν είσαστε και όσες στενοχώριες κι αν σας περιτριγυρίζουν, είναι αδύνατον να μην αρχίσετε... τα πηδήματα, όταν θα το θελήσει εκείνη» (από συνέντευξή του στο Εμπρός, 16 Δεκεμβρίου 1952).

Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Εκεί, σε μια μάχη, τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι και του ζήτησαν να υπογράψει για να του κάνουν διάτρηση στο κρανία. «Δεν υπέγραψα και... γλίτωσα. Ποιος ξέρει πού θα ήμουν τώρα, εάν είχα φερθεί διαφορετικά» αναρωτιόταν στη συνέντευξή του στο Εμπρός το Δεκέμβριο του 1952.

Πρώτη του εμφάνιση σε ελληνική ταινία ήταν στο – αποτυχημένο τόσο εμπορικά  όσο και καλλιτεχνικά – «Τραγούδι του χωρισμού», παραγωγής 1939, σε σκηνοθεσία Φιλοποίμενα Φίνου. Ακολούθησαν οι «Ραγισμένες καρδιές», η Καταδρομή», η «Μαρίνα», τα «Πρόσωπα λησμονημένα», η «Άννα Ροδίτη» (η πρώτη μεγάλη εμπορική επιτυχία του στον κινηματογράφο), η «Διαγωγή Μηδέν», οι «Απάχηδες των Αθηνών» κλπ.  πριν αρχίσει η εκτόξευση της καριέρας του.

Το 1949 ονειρευόταν να γυρίσει πίσω στη Γαλλία και να δοκίμαζε την τύχη του στο γαλλικό κινηματογράφο. Τριάμιση χρόνια αργότερα δεν έκανε παρόμοια όνειρα ξενιτεμού (ή δεν τα παραδεχόταν), αλλά αυτό που προσδοκούσε ήταν η απόκτηση ενός δικού του θεάτρου και τίποτε άλλο. «Είμαι πολύ προσγειωμένος και αγαπώ την ήσυχη ζωή» δήλωνε το Δεκέμβριο του 1952, ενώ, όσον αφορά την προσωπική του ζωή, δήλωνε «πολύ νέος για να ερωτευθώ και πολύ γέρος για να με ερωτευτούν» εκτιμώντας ότι «ποτέ δεν είχα διαθέσιμο καιρό για να ερωτευτώ στ’ αληθινά». «Αν δεν νιώσεις βαθιά έναν άνθρωπο και αν δεν γνωρίσεις τον αληθινό του χαρακτήρα, πράγμα που θέλει πολύ καιρό, δεν γίνεται τίποτα. Όσο για τις γυναίκες, τις αγαπώ όλες», ομολογούσε.

Την περίοδο εκείνη δεν είχαν ακόμα έρθει τα πολλά χρήματα, ώστε παράλληλα με το θέατρο εργαζόταν και σ’ ένα χρυσοχοείο της οδού Βουκουρεστίου ,του οποίου πρέπει να ήταν συνιδιοκτήτης. Και η φωτογραφία, που επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές, από τη συνέντευξή του στο Εμπρός το Δεκέμβριο του 1952.
Αργότερα βέβαια η συμμετοχή του σε μεγάλες εμπορικές επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου – πρώτα ως μπαμπάς της Τζένης Καρέζη και της Αλίκης Βουγιουκλάκη – και στη συνέχεια ως πρωταγωνιστής ταινιών με σενάρια γραμμένα ειδικά για εκείνον (και σταθερές συμπρωταγωνίστριες την Καίτη Πάνου, τη Μάρω Κοντού και τη Ρίκα Διαλυνά) θα του χάριζαν την αγάπη του κόσμου, η οποία συνεχίζεται για δεκαετίες μετά το θάνατό του στις 28 Ιουνίου 1985.


Ρίξτε μια ματιά και στα παρακάτω:
-- Μπέλλα Σμάρω: η Ελληνίδα βεντέτα, στην οποία χρωστούσε ευγνωμοσύνη η Ρένα Βλαχοπούλου. Η παραμυθένια ζωή της, η καριέρα στην Αμερική και... τα M&Ms!
-- Η καριέρα της ηθοποιού Μέλπως Ζαρόκωστα στην Αυστραλία τη δεκαετία του 1950
-- Ο Ντίνος Ηλιόπουλος μέσα από τα μάτια της μητέρας του: Ο καβγάς μ' ένα συμμαθητή του, η προφητεία της Μαρίκας Κοτοπούλη και η ομολογία: "Τον βλέπω πάντα σαν μικρό παιδί".
-- Νίκος Σταυρίδης: Το πρώτο του επάγγελμα όντας ακόμη μαθητής στη Σάμο και το ρουσφέτι που ζήτησε από πολιτικό πρόσωπο, όταν πήγε στην Αθήνα
-- Από τσιράκι σε παπουτσάδικο.. ηθοποιός. Πώς ο Βασίλης Αυλωνίτης και άλλοι (πολύ παλιοί) Έλληνες ηθοποιοί βγήκαν στο σανίδι.
-- ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ
-- ΠΩΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΗΘΟΠΟΙΟΙ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου