1 Οκτωβρίου 2021

Η ιστορία της «δεσποινίδας»

 

Τον 21ο αιώνα η λέξη «δεσποινίς» μοιάζει και μάλλον είναι παρωχημένη. Αν δεν υπήρχε η συνέχεια της τέχνης (από το θέατρο και τον κινηματογράφο μέχρι την κλασική λογοτεχνία), ίσως και να είχε εκλείψει από το λεξιλόγιο μας, μιας και η συνηθέστερη προσφώνηση σε μια άγνωστη νεαρή κοπέλα είναι πλέον η –για πολλούς εκνευριστική– λέξη «κοπελιά». Κατά τ' άλλα, χρόνια τώρα έχουμε πάψει να διαχωρίζουμε (και κατ' επέκταση να προσδιορίζουμε) τις γυναίκες με κριτήριο το αν είναι παντρεμένες ή όχι. Τι ξέρουμε όμως για την ιστορία της λέξης «δεσποινίς»; Ποιος την επινόησε;

Η «δεσποινίς» πρωτοεμφανίστηκε στην ελληνική γλώσσα το 1857 στη μετάφραση της «Βαλεντίνης», ενός μυθιστορήματος της Γεωργίας Σάνδη, από τον 19χρονο –τότε– Άγγελο Βλάχο, ο οποίος επινόησε τη συγκεκριμένη λέξη για να μεταφράσει τη γαλλική «demoiselle». Παρενθετικά ν’ αναφέρω ότι αργότερα ο Άγγελος Βλάχος θα εκλεγόταν και βουλευτής, θα διοριζόταν πρεσβευτής, υπουργός Παιδείας, διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου, ενώ γιος του ήταν και ο δημοσιογράφος Γεώργιος Βλάχος, ο ιδρυτής της Καθημερινής.

Πίσω στο θέμα μας! Όχι ότι η λέξη που υπήρχε μέχρι το 1857 στο ελληνικό λεξιλόγιο διέφερε και πολύ. Η ανύπαντρη γυναίκα ονομαζόταν «δεσποσύνη», όμως ο Άγγελος Βλάχος βρήκε τη λέξη «κακόηχη και κακόζηλη». Έτσι την άλλαξε και φαίνεται ότι είχε δίκιο, καθώς τα επόμενα χρόνια η «δεσποινίς» επικράτησε της «δεσποσύνης» στο καθημερινό λεξιλόγιο των Ελλήνων.

Όπως όμως συμβαίνει σε κάθε εποχή, υπήρχαν και οι νοσταλγοί του παρελθόντος, οι οποίοι δυσκολεύονταν ν’ αποδεχτούν τη νέα λεξιλογική πραγματικότητα. Ένας εξ αυτών ήταν και κάποιος Μάγνης, ο οποίος τον Φεβρουάριου του 1875 έγραψε άρθρο κατά της «δεσποινίδας», το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αβάντις της Χαλκίδας. Κι επειδή εκείνη την εποχή οι αθηναϊκές εφημερίδες δεν σνόμπαραν τις επαρχιακές, δημιουργήθηκε ντόρος με αρθρογραφία γύρω από το γλωσσικό ζήτημα.

Όπως ήταν φυσικό, θέση πήρε και ο άνθρωπος που είχε επινοήσει τη λέξη, ο ήδη καταξιωμένος μεταφραστής και θεατρικός συγγραφέας Άγγελος Βλάχος. Έγραψε μια μακροσκελέστατη απάντηση, η οποία δημοσιεύτηκε στον Νεολόγο Αθηνών στις 16.02.1875, υπερασπιζόμενος το πνευματικό του παιδί.

Αφού πρώτα επιχείρησε ν’ αποδείξει ότι η λέξη «δεσποσύνη», την οποία –εδώ που τα λέμε δεν χρησιμοποιούσε πάντα ο λαός αλλά– είχε επανεισαγάγει στο ελληνικό λεξιλόγιο ο Ισιδωρίδης Σκυλίτσης (ένας άλλος σπουδαίος μεταφραστής και γλωσσοπλάστης, στον οποίο οφείλουμε πολλές λέξεις), είχε εντελώς διαφορετική σημασία για τους αρχαίους προγόνους μας, ο Βλάχος υπερασπίστηκε τη «δεσποινίδα» σημειώνοντας ότι ήταν «εύφωνος, ευπρόφερτος, ζωντανή τέλος πάντων λέξις, εξ εκείνων αίτινες εισαγόμεναι άπαξ εις την γλώσσα γίνονται δεκταί και μένουσι και ριζοβολούσι». Ως απόδειξη δε της επιτυχούς έμπνευσής του επικαλέστηκε την «κατίσχυση», δηλαδή την επικράτησή της, «επί δεκαπέντε όλα έτη», καθώς και τη «γενική αυτής χρήσι ου μόνον εν βιβλίοις αλλά και εν αυτώ έτι τω περιοδικώ τύπω».

Από το άρθρο του Βλάχου κρατώ και ένα άλλο σημείο σχετικά με το σκεπτικό που πρέπει να ακολουθείται πίσω από την εισαγωγή νέων λέξεων στην καθημερινή γλώσσα που μιλούμε και γράφουμε: «Το ζήτημα [...] δεν είνε, αν είπον και έγραψαν αυτήν οι παλαιοί, αλλά μάλλον και μόνον αν εδύναντο να είπωσι και να γράψωσι αυτήν».

Από κει και πέρα ακολούθησε μια κουραστική λεπτολογία μέσω των εφημερίδων, αγαπημένο θέμα των οποίων ήταν συχνά οι φιλολογικές αναλύσεις και οι αντιπαραθέσεις γύρω από τις νέες λέξεις. Για παράδειγμα, μέσω της Παλιγγενεσίας κάποιος Ν.Γ. παρατήρησε στον Βλάχο ότι στην ουσία κι εκείνος είχε καταφύγει στην παλιά και όχι στη ζωντανή γλώσσα του λαού, μιας και «δέσποινα κοινώς και κατ’ εξοχήν καλείται η θεοτόκος Παναγία, ως δέσποιναν εκάλουν ιδίως οι Αρκάδες κατά τον Παυσανίαν την θυγατέρα του Ποσειδώνος και της Δήμητρος», την ώρα που ο λαός αποκαλούσε την κατά Βλάχο «δεσποινίδα» ως «αρχοντοπούλα»!

Ας μην παρασυρθούμε όμως σε μια ξεπερασμένη ακόμη και για την εποχή της γλωσσική διαμάχη. Αξίζει ίσως να σταθούμε –και αυτό για ιστορικούς λόγους– σε μια πρόταση του Ισιδωρίδη Σκυλίτση, ο οποίος κάποια (άλλη;) στιγμή πρότεινε να χρησιμοποιείται η «δεσποινίς» για να περιγράψει τις νέες ανύπαντρες γυναίκες και η «δεσποσύνη» για τις μεγαλύτερες σε ηλικία (τις οποίες τότε αποκαλούσαν κακόηχα ως «γεροντοκόρες»).

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η «δεσποινίς» έγινε στον γραπτό λόγο «δις» για συντομία –και πάλι όχι χωρίς αντιδράσεις. Βρήκα χαριτωμένο το επόμενο μικρό δημοσίευμα από την εφημερίδα Εστία, 19.10.1900, το οποίο και παραθέτω ως επίλογο:



Περισσότερες φιλολογικές ιστορίες, που ίσως σας ενδιαφέρουν:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου