31 Οκτωβρίου 2013

Η πρώτη γραπτή εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας - Τα ερωτικά υπονοούμενα και το unhappy end


Η ιστορία της Κοκκινοσκουφίτσας βασίζεται σ' ένα παλιό, λαϊκό γαλλικό παραμύθι, που καταγράφτηκε σε βιβλίο για πρώτη φορά από τον Σαρλ Περό το 1697 ("Contes de ma mère l'Oye", δηλαδή "Ιστορίες της μαμάς Χήνας"). Η εκδοχή του Περό ήταν πολύ πιο σύντομη από τη μεταγενέστερη και πιο διαδεδομένη των αδελφών Γκριμ, ενώ υπήρχαν και κάποια (λίγα) σεξουαλικά υπονοούμενα, όπως ότι η Κοκκινοσκουφίτσα ήταν μια πανέμορφη, αθώα κοπελίτσα ή ότι ξάπλωσε γυμνή στο κρεβάτι με τον κακό λύκο πριν αυτός τη φάει. Η έμμεση αναφορά του συγγραφέα στα πρώτα σεξουαλικά σκιρτήματα των εφηβικών χρόνων - σε μια εποχή αυστηρών ηθών - φαίνεται και από το ηθικό δίδαγμα που ο ίδιος ο Περό σημείωσε στο τέλος της ιστορίας.

Τα παραμύθια από τις "Ιστορίες της μαμάς Χήνας", επομένως και η "Κοκκινοσκουφίτσα" μεταφράστηκαν πολλές φορές στην αγγλική γλώσσα με διαφορές τελείως δευτερεύουσας σημασίας (π.χ. αν η Κοκκινοσκουφίτσα πήγε στη γιαγιά της κέικ ή κρέμες). Η παρακάτω ελληνική μετάφραση βασίζεται σ' εκείνη του Άντριου Λανγκ, που γράφτηκε το 1889. 


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ' ένα κάποιο χωριό ένα μικρό χωριατοκόριτσο, το πιο όμορφο πλάσμα που είχε φανεί ποτέ. Η μητέρα της την αγαπούσε πολύ και η γιαγιά της ακόμη περισσότερο. Αυτή η καλή γυναίκα είχε φτιάξει μια μικρή κόκκινη κάπα ειδικά για εκείνη, που ταίριαζε τόσο καταπληκτικά στο κορίτσι, ώστε όλοι τη φώναζαν Κοκκινοσκουφίτσα.
Μια μέρα η μητέρα της είχε ετοιμάσει κέικ και της είπε: "Πήγαινε, καλή μου, και δες τι κάνει η γιαγιά σου, γιατί ακούω ότι είναι πολύ άρρωστη. Πήγαινε της ένα κέικ και αυτό το μικρό βάζο με βούτυρο".
Η Κοκκινοσκουφίτσα ξεκίνησε αμέσως να πάει στη γιαγιά της, η οποία ζούσε σ' ένα άλλο χωριό. Καθώς πήγαινε μέσα από το δάσος, συνάντησε ένα λύκο, ο οποίος ήταν έτοιμος να την καταβροχθίσει, όμως δεν το τόλμησε, επειδή κάποιοι ξυλοκόποι δούλευαν εκεί κοντά μέσα στο δάσος. Τη ρώτησε πού πήγαινε. Το φτωχό κορίτσι, που δεν γνώριζε ότι ήταν επικίνδυνο να μείνει και να μιλάει σ' ένα λύκο, του είπε, "Πηγαίνω να δω τη γιαγιά μου και της πηγαίνω ένα κέικ κι ένα μικρό βάζο με βούτυρο από τη μητέρα μου". 
"Μένει μακριά;" είπε ο λύκος.
"Ω, είναι μετά από εκείνον τον μύλο που βλέπει εκεί, στο πρώτο σπίτι του χωριού", απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα.
"Λοιπόν", είπε ο λύκος, "θα πάω κι εγώ να τη δω. Εγώ θα πάω απ' αυτόν το δρόμο κι εσύ από εκείνον και θα δούμε ποιος θα φτάσει εκεί πρώτος".
Ο λύκος έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, παίρνοντας το συντομότερο μονοπάτι, και το μικρό κορίτσι πήρε μια κυκλική διασταύρωση, ενώ διασκέδαζε τον εαυτό της μαζεύοντας καρύδια, κυνηγώντας πεταλούδες και μαζεύοντας μπουκέτα από μικρά λουλούδια. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα ώσπου ο λύκος έφτασε στο σπίτι της γριάς γυναίκας. Χτύπησε την πόρτα: τοκ, τοκ. 
"Ποιος είναι;"
"Η εγγονή σου, η Κοκκινοσκουφίτσα", απάντησε ο λύκος, μιμούμενος τη φωνή της, "που σου έφερε κέικ κι ένα μικρό βάζο με βούτυρο, σταλμένο από τη μητέρα".
Η καλή γιαγιά, που ήταν στο κρεβάτι, επειδή ήταν άρρωστη, φώναξε, "Τράβηξε το μασούρι και το μάνταλο θ' ανέβει".
Ο λύκος τράβηξε το μασούρι και η πόρτα άνοιξε και τότε εκείνος έπεσε αμέσως πάνω στην καλή γυναίκα και την έφαγε μέσα σ' ένα λεπτό, επειδή είχε τρεις μέρες να φάει. Τότε έκλεισε την πόρτα και μπήκε στο κρεβάτι της γιαγιάς, περιμένοντας την Κοκκινοσκουφίτσα, η οποία ήρθε ύστερα από λίγη ώρα και χτύπησε την πόρτα: τοκ, τοκ.
"Ποιος είναι;".
Η Κοκκινοσκουφίτσα, έχοντας ακούσει τη φωνή του λύκου, στην αρχή φοβήθηκε, όμως πιστεύοντας ότι η γιαγιά της είχε κρυολογήσει και ήταν βραχνή, απάντησε, "Είναι η εγγονή σου, η Κοκκινοσκουφίτσα, που σου έφερε ένα κέικ κι ένα μικρό βάζο με βούτυρο, που σου στέλνει η μητέρα".
Ο λύκος της φώναξε, μαλακώνοντας τη φωνή του όσο περισσότερο μπορούσε, "Τράβηξε το μασούρι και το μάνταλο θ' ανέβει".
Η Κοκκινοσκουφίτσα τράβηξε το μασούρι και η πόρτα άνοιξε. 
Ο λύκος, όταν είδε να μπαίνει μέσα, της είπε κρύβοντας τον εαυτό του κάτω τις πυτζάμες, "Βάλε το κέικ και το μικρό βάζο με το βούτυρο πάνω στο φούρνο και έλα μπες στο κρεβάτι μαζί μου".
Η Κοκκινοσκουφίτσα έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στο κρεβάτι. Ήταν εντυπωσιασμένη βλέποντας πώς φαινόταν η γιαγιά της μέσα στα νυχτικά της και της είπε, "Γιαγιά, τι μεγάλα χέρια που έχεις!"
"Για να σ' αγκαλιάζω καλύτερα, καλή μου".
"Γιαγιά, τι μεγάλα πόδια που έχεις!"
"Ό,τι καλύτερο για τρέξιμο, παιδί μου"
"Γιαγιά, τι μεγάλα αυτιά που έχεις!"
"Ό,τι καλύτερο για να σ' ακούω, παιδί μου".
"Γιαγιά, τι μεγάλα μάτια που έχεις".
"Για να σε βλέπω καλύτερα παιδί μου".
"Γιαγιά, τι μεγάλα δόντια που έχεις!"
"Για να σε φάω καλύτερα".
Και λέγοντας αυτές τις λέξεις, ο πονηρός λύκος όρμηξε στην Κοκκινοσκουφίτσα και την έφαγε ολόκληρη.
Ηθικό δίδαγμα: Τα παιδιά, ειδικά οι όμορφες, καλοθρεμμένες κυρίες, δεν θα έπρεπε να μιλούν με τους ξένους, γιατί αν έκαναν κάτι τέτοιο, μπορούν εξίσου να γίνουν γεύμα για το λύκο. Λέω, "λύκος", όμως υπάρχουν διαφορετικά είδη λύκων. Υπάρχουν επίσης εκείνοι, οι οποίοι είναι γοητευτικοί, ήσυχοι, ευγενικοί, λιτοί, αυτάρεσκοι και γλυκείς, οι οποίοι κυνηγούν νεαρές γυναίκες στο σπίτι και στους δρόμους. Και δυστυχώς, είναι εκείνοι οι ευγενικοί λύκοι, οι οποίοι είναι οι πιο επικίνδυνοι απ' όλους μας


Αν σας ενδιαφέρει τη δημοφιλέστερη εκδοχή των αδερφών Γκριμ, μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ: Η αυθεντική ιστορία της "Κοκκινοσκουφίτσας" των αδελφών Γκριμ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου