Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στην Ελλάδα ήταν εξαιρετικά δημοφιλής η σατιρική ποίηση. Πολλές ήταν οι σατιρικές εφημερίδες, που εκδίδονταν συνήθως μία φορά την εβδομάδα και στις οποίες γινόταν πραγματικά αδυσώπητη, όσο και απολαυστική κριτική στα πολιτικά πρόσωπα και τις εξελίξεις του μικρού ελληνικού βασιλείου της εποχής. Ένας μόνο θεσμός στεκόταν υπεράνω κριτικής, η μοναρχία. Εξαίρεση στον άγραφο αυτό κανόνα αποτέλεσε το σατιρικό έντυπο "Ραμπαγάς" των Κλεάνθη Τριαντάφυλλου και Βλάση Γαβριηλίδης.
Το πρώτο φύλλο του "Ραμπαγά" κυκλοφόρησε στις 14 Αυγούστου 1878, ενώ τον επόμενο χρόνο αντιμετώπισε δικαστικά προβλήματα λόγω της σάτιρας στο πρόσωπο του βασιλιά Γεωργίου, με αποτέλεσμα να χωρίσουν οι δρόμοι των δύο εκδοτών. Ο Γαβριηλίδης εξέδωσε αρχικά το επίσης σατιρικό, αλλά ηπιότερων τόνων, "Μη Χάνεσαι" και λίγα χρόνια αργότερα την πολιτική εφημερίδα "Ακρόπολις", ενώ ο Τριαντάφυλλος συνέχισε μέχρι το 1889 και ουσιαστικά η ύπαρξή του ταυτίστηκε με την εφημερίδα, με το ψευδώνυμο "Ραμπαγάς" να τον συνοδεύει σ' όλη του την ζωή, αλλά και στη συνέχεια, μετά την αυτοκτονία του στις 25 Μαΐου 1889, ακριβώς τρεις εβδομάδες από την κυκλοφορία του τελευταίου φύλλου της εφημερίδας.
Το όνομα της εφημερίδας ήταν εμπνευσμένο από το ομώνυμο σατιρικό, θεατρικό έργο του Βικτοριέν Σαρντού, αλλά και από το σκάνδαλο που είχε προκληθεί στην Αθήνα λίγο καιρό νωρίτερα, όταν η αστυνομία είχε απαγορεύσει το ανέβασμα της παράστασης στην ελληνική πρωτεύοσα, επειδή σατίριζε έναν εξέχοντα Γάλλο πολιτικό. Σε άρθρο με τίτλο "ΔΙΑΤΙ ΡΑΜΠΑΓΑΣ", ο Τριαντάφυλλος εξηγούσε και προϊδέαζε τους αναγνώστες για την επιθετική γραμμή της εφημερίδας:
"Είμεθα όλοι Ραμπαγάδες εν Ελλάδι. Από του ανωτάτου μέχρι του κατωτάτου. Όσον μάλιστα υψούσαι εις τα κοινωνικά και πολιτικά μας στρώματα, τόσον ανευρίσκεις παχύτερον, φαυλότερον ραμπαγαδισμόν. Έφθασες εις το κατακόρυφον σημείον; Εκεί, στάσου, αποκαλύφθητι και προσαγόρευσον τον Αρχιρραμπαγάν....
... Διότι τι εστλί Ραμπαγάς; Παληάνθρωπος! Ουδεμίαν έχει αρχήν, αίσθημα ουδέν, χαρακτήρα ουδένα. Φορεί προσωπείον, ταινίας, κοσμήματα, ράκη, αστέρας· τω λείπουν μόνον κωδωνίσκοι. Εις τας δύο ακριβώς βλέπων την πατρίδα κινδυνεύουσαν λέγει ότι αγαπά αυτήν· εις τας δύο και πέντε λεπτά τον βλέπεις εισπνέοντα τα μύρα μιας οδαλίσκης· εις τας τρεις μετρά ως φιλάργυρος του Μολιέρου τους θησαυρούς του· εις τας τέσσαρας εξέρχεται εις εκδρομάς, οσφραινόμενος ως κύων ασελγής πανταχού θηλυκό· εις τας πέντρε τρώγει, και αν ακούη, έξω λαόν ζητωκραυγούντα, αυτός διατάσσει συγχρόνως νέον όψον, κενοί το δέκατον όγδοον ποτήριον, φωνάζει και αυτός: ζήτω! Εις τας εξ (σ.σ. έξι) αποθεούται, φαντάζεται λαούς νέους και υπουργικά χαρτοφυλάκια. Εις τας επτά πίπτει εις αποζώωσιν· και εις τας οκτώ κοιμάται. Και το πρωί εγείρεται σωτήρ της πατρίδος, νυχθημερόν υπέρ αυτής εργαζόμενος. Ιδού Ραμπαγάς.
Σας ερωτώμεν εις τοιούτος Ραμπαγάς είναι ανάγκη να είναι δημοκράτης; Διατί να μη είναι και μοναρχικός; Μη τον πρώτον δεν καταδιώκη ο έλεγχος και η άμιλλα και τον δεύτερο δεν καλύπτη το ανεύθυνον; ...
... Τώρα την Ελλάδα θα ονομάζωμεν το Βασίλειον των Ραμπαγάδων. Εντεύθεν δε και το όνομα της εφημερίδος ημών. Ως ο Χάμλετ εκράτει προ της μοιχού μητρός του καθρέπτην όπως εντροπίζηται το άκαθαρτον αυτής μέρος, ούτω και ημείς τον Ραμπαγάν θα κρατώμεν ως καθρέπτην προ της Ελλάδος όλης, έως ότου έκαστος ίδη τους ρύπους του εν αυτώ. Όταν όλοι τους ίδωσι και ίδωμεν επί των παρειών των ερύθημα, τότε θα συντρίψωμεν τον καθρέπτην".
Η απάντηση στο αιχμηρό άρθρο ήταν... η άσκηση δίωξης ήδη από το πρώτο φύλλο. "Ο ΡΑΜΠΑΓΑΣ ΕΝ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ" ήταν ο τίτλος του κύριου άρθρου του δεύτερου φύλλου της εφημερίδας (18.08.1887).
"Ενεθρονίσθημεν από της χθες, περί ώραν ωσεί ενάτην ή και δεκάτην. Είναι ωραία. Έχομεν την θέαν του Παρθενώνος εις τους κόλπους μας. Απέναντι το μνημείον του Φιλοπάπου μας στέλλει συγχαρητήρια· μία πλευρά του Θησείου μας ερωτεύθη· και με την Ακρόπολιν είμεθα εις διηνεκείς σχέσεις.
Διατί εν τη φυλακή;
Το γνωρίζει ο διάβολος και η εξουσία. Δεν ηξεύρομεν εις ποίας σχέσεις ευρίσκονται αμφότεροι· αλλ' εις τας σχέσεις των δεν θα τους ταράξωμεν ποτέ. Τον ύπνον των ήσυχα ας κοιμώνται....
Τώρα;
Πρέπει να χωνεύσωμεν πρώτον το βαρύ αυτό γεγονός.
Την φυλάκισιν μας διά τίποτε. Την φυλάκισίν μας ίνα δοξασθή φαίνεται η ελευθερία του τύπου...
Έρχεται μήπως το δάκρυ;
Όχι· δεν σας κάμνομεν την χάριν ταύτην κυρία εξουσία.
Δάκρυσον συ, αν σοι έμεινε σταγών ανθρωπισμού, αφού κατέστησας την Ελλάδα Τουρκίαν, και ημάς τους υπηκόους σου ζητείς να καταστήσεις φελλάχους.
Ημείς θα εξακολουθώμεν γελώντες· αλλά γνωρίζετε τον γέλωτά μας· καίει, σας φέρει εκτός φρενών και μας στέλλετε εις τον Γκαρμπολά.
Αλλά ποίοι είναι οι μη αισχυνόμενοι;
Ημείς οι εντός του Γκαρμπολά ή σεις οι εκτός του Γκαρμπολά;
Δεν θα έλθη άρα γε η σειρά σας;".
Όμως το άρθρο εκείνο ("ΔΙΑΤΙ ΡΑΜΠΑΓΑΣ") προξένησε και την πρώτη αντιδικία ανάμεσα στους δύο εκδότες. Δεν ήταν τυχαίο το αυτοσαρκαστικό σχόλιο που δημοσιεύτηκε στο τέταρτο φύλλο του "Ραμπαγά" (04.08.1887), στην τελευταία σελίδα:
ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΤΟΥ ΡΑΜΠΑΓΑ
- Τι αβυσσαλέον είναι το σημερινό σου άρθρον!
- Το 'καμα για να γεμίση το φύλλο.
- Πώς! να γεμίση το φύλλο με άρθρο τόσω άδειο.
Η ένταση μεταξύ των δύο δημοσιογράφων έφθασε στο αποκορύφωμά της τον Δεκέμβριο του 1879, όταν οι Γαβριηλίδης και Τριαντάφυλλος δικάστηκαν από το Κακουργιοδικείο με την κατηγορία της εξύβρισης του βασιλιά Γεωργίου σ' ένα άρθρο της εφημερίδας, αν και τελικά αθωώθηκαν. Στο φύλλο της 16.12.1879, ο "Ραμπαγάς" δημοσίευσε τις απολογίες των δύο κατηγορουμένων εκδοτών του (δηλαδή του Γαβριηλίδη, μιας και ο Τριαντάφυλλος υπερασπίστηκε την αθωότητά του με λίγα λόγια επικαλούμενος ασθένεια, που δεν του είχε επιτρέψει να ετοιμάσει την απολογία του).
"Το πρώτον αίσθημα, το οποίον με κυριεύει κατά την στιγμήν ταύτην, πρέπει να ομολογήσω ότι είναι αίσθημα εντροπής...", ξεκινούσε την απολογία του ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ο οποίος, προτού αναλύσει εκτενώς γιατί τα άρθρα της εφημερίδας - από το πρώτο μέχρι το πιο πρόσφατο - δεν στρέφονταν κατά του προσώπου του βασιλιά, αφηγήθηκε στο δικαστήριο πώς αποφασίστηκε η έκδοση του "Ραμπαγά":
".. Η εφημερίς ιδρύθν εν μέσω καθαράς φιλολογικής ατμοσφαίρας. Και λέγω τούτο, διότι εάν δεν μας υπολάβετε μωρούς ή βλάκας, τότε πρέπει να δεχθήτε ότι θα ήτο μωρία να επιτεθή τις εναντίον της βασιλείας, χωρίς να έχη σχέσεις μετά πολιτικής φατρίας, χωρίς σκοπόν, χωρίς σχέδιον. Εάν ενθυμήσθε πέρυσι κατά το 1877, επρόκειτο να παρασταθή από σκηνής μία κωμωδία του Σαρδού, ο Ραμπαγάς. Τότε ο γραμματεύς της αστυνομίας, απουσιάζοντος του διευθυντού κ. Βουγιούκα, ηθέλησε να εμποδίση την παράστασιν της κωμωδίας ταύτης, διότι, καθώς έλεγον, ο Σαρδού... εσκόπει να σατυρίση τον Γαμβέτταν, και επειδή κατ' εκείνην την εποχήν η πολιτική μας πυξίς ήτο εστραμμένη προς την Γαλλίαν, εζήτουν να αποτρέψουν ενδεχομένην ψυχρότητα ταύτης προς ημάς. Και εφοβούντο μη προσβληθή ο Γαμβέττας, ενώ μέχρι τότε εκατοντάκις είχε παρασταθή εν Γαλλία η κωμωδία αύτη, χωρίς εν τούτοις να μειωθή ουδέ κατ' ελάχιστον η δόξα του κ. Γαμβέττα, τον οποίον έπρεπε να υπερασπισθώμεν ημείς! Υπήρχεν όμως και ετέρα διάδοσις τότε, ότι πρόφασις μόνον ήτο, ότι εξυβρίζετο ο κ. Γαμβέττας, αλλ' ότι κυρίως εζητείτο η παρακώλυσις της παραστάσεως, διότι εσατυρίζοντο εν αυτή οι πολιτευόμενοι οι ουδεμίαν έχοντες αρχήν, και επειδή οι πολιτευόμενοί μας εν Ελλάδι δεν είναι απηλλαμένοι τοιαύτης μομφής, ελαμβάνετο φροντίς να αποφύγωσι τούτο. Η παρεμπόδισις λοιπόν τότε της παραστάσεως ταύτης εκίνησε μέγα σκάνδαλον εις το δημόσιον, το οποίον ο τύπος είχε παρασκευάσει όπως επιθυμή την παράστασιν ταύτην μετ' αγωνίας· πάντες είχον καταληφθή υπό αγανακτήσεως διά την επιμονήν αυτήν της αστυνομίας. Μεταξύ των αγανακτησάντων ήμην και εγώ, διότι επιθύμουν να παρασταθή και από του ημετέρου θεάτρου μία τόσον ευφυής κωμωδία. Κατά την εποχήν εκείνην ο Τριαντάφυλλος και εγώ δεν είχομεν εργασίαν και συνοικούμεν μάλιστα. Το πνεύμα μου ήτο πλήρες του περί "Ραμπαγά" σκανδάλου. Μίαν πρωίαν είπον εις τον Τριαντάφυλλον "δεν εκδίδομεν μίαν εφημερίδαν Ραμπαγάν;"· εις την συναίνεσιν του Τριανταφύλλου εξεδόθη το φύλλον, τυχαίως, χωρίς να έχομεν σκοπόν να εκδώσωμεν εφημερίδα, διότι γνωρίζετε καλώς πόσον δύσκολος είναι η εν Ελλάδι ίδρυσις εφημερίδος βιομηχανικής σπουδαιότητος χωρίς κεφάλαιον, αλλά και αφ' ετέρου πόσον εύκολος είναι η δημοσίευσις παντός φύλλου χωρίς οβολόν...".
Στο ίδιο φύλλο πανηγύριζε και ο Σουρής, συνεργάτης τότε του Ραμπαγά, σε μακροσκελέστατο ποίημά του:
Εκοκκίνισαν οι μούρες, εγελάσανε τα χείλη,
και εκτύπησαν τα χέρια και οι ξένοι και οι φίλοι.
Σ' όλους άφησ' εντυπώσεις η ωραία τούτη δίκη,
και χαρά εχύθη σ' όλους για του Ραμπαγά την νίκη.
Ζήτω, Ζήτω, κι' αν το έθνος η φαυλότης κυβερνά,
η αλήθεια βασιλεύει, και το ψέμμα δεν περνά.
Και λοιπόν οι φίλοι πήγαν με τραγούδια κατ' ευθείαν
στου κυρίου Μπερνιουδάκη την γνωστήν σας μπυραρία.
Εκεί έδωσαν κι' επήραν τα παχιά τα χοιρομήρια,
το σαλάμι, τα ρεπάνια, κι' ετζουγκρίσαν τα ποτήρια·
κι' ο Σουρής επί τη νίκη του φιλτάτου Ραμπαγά,
δίχως στοίχημα να βάλλη εκατάπιε εξ αυγά.
Λίγες εβδομάδες αργότερα ακολούθησε η αποχώρηση του Γαβριηλίδη από την εφημερίδα, η οποία θα ταυτιζόταν πλέον με τον Κλεάνθη Τριαντάφυλλο. Με τα χρόνια, οι επιθετικοί, αντιβασιλικοί τόνοι του "Ραμπαγά" έμοιαζαν να πέφτουν σχετικά, μέχρι που ξεκίνησε η συνεργασία της εφημερίδας με τον - γνωστό για τις έντονα δημοκρατικές πεποιθήσεις του - Ρόκκο Χοϊδά.
Η αρχή του τέλος τόσο για την εφημερίδα, όσο και τον Τριαντάφυλλο έγινε στις 4 Σεπτεμβρίου 1888, όταν στον "Ραμπαγά", που πλέον διαφημιζόταν ως "ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ", δημοσιεύτηκε ένα ποίημα του Τριαντάφυλλου ("ΤΙ ΒΑΣΙΛΗΑ ΘΕΜΕ") και ένα άρθρο του Χοϊδά ("ΠΑΤΡΙΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΣ - 3 7βρίου του 1843 Ή 3 7βρίου του 1888"), που στρέφονταν με σφοδρότητα κατά του Γεωργίου Α΄ και καλούσαν το λαό σε ξεσηκωμό.
Ορισμένες χαρακτηριστικές στροφές από το ποίημα του Κλεάνθη Τριαντάφυλλου:
Και ορισμένα αποσπάσματα από το επαναστατικό άρθρο του Χοϊδά:
"ΠΑΤΡΙΣ! Ανέχεσαι Συ η της ελευθερίας, η της επιστήμης, η της καλλιτεχνίας Μήτηρ άτιμος δούλη να καλήσαι και ατίμως τω μωρώ Γεωργίω Χριστιανώ και τω προδότη Χαριλάω Τρικούπη ατίμως να δουλεύης;
ΠΑΤΡΙΣ! Επελάθεσο της ιστορίας Σου, της καταγωγής Σου, της γλώσσης Σου, των παραδόσεών Σου, των ηθών Σου, των εθών Σου, των συμφορών Σου, των νικών Σου και των περί του μεγαλείου Σου ελπίδων Σου;
ΠΑΤΡΙΣ! Η υψιπέτις κρίσις Σου ημβλύνθη; Η ευγενής καρδία Σου επαύσατο παλμούς ευγενείς δημιουργικούς παλλομένη; Της τρισμεγίστης ψυχής Σου το σθένος εξησθένησαν ή τελέως εξέλιπε; Της χειρός Σου, της γιγαντώδους χειρός Σου, η ρώμη και η ισχύς εις ρώμην και ισχύν ατίμου, ανάνδρου και δειλής δούλης περιήχθησαν;
ΠΑΤΡΙΣ! Μέμνησο του παρελθόντος Σου, παρατήρησον το άθλιον παρόν Σου, και εγκολπόθητι το μέλλον, το τοις Λαοίς και Σοι, προσφιλεστάτη Πατρίς, διά της ελευθερίας, της ισότητος και της αδελφότητος ανήκον!...
... ΠΑΤΡΙΣ! Σπεύσον να εγερθής του ληθάργου, ενώ άτιμος δουλεία προ πολλού περιήγαγε Σε, και τιμώρησον, τιμωρίαν την υπάτην, τους τυράννους Σου, τους προδότας Σου, τους υβριστάς Σου, τους ασελγείς εραστάς Σου!....
... Μωροί, δειλοί, άνανδροι, αισχροί κερδοσκόποι, βασιλείς, ηγεμονόπαιδες, δούκες της Σπάρτης, Πρωθυπουργοί, εισπράκτορες, χωροφύλακες, άτιμος και αισχίστη γενεά, η ώρα της τιμωρίας υμών εγγίζει!
Η του κυριάρχου Λαού νίκη περιφανεστάτη!
Ο θρίαμβος εντελής, διαρκής, μέγιστος!"
Στο ίδιο πνεύμα δημοσιεύθηκε στις 08 Σεπτεμβρίου ένα ακόμη άρθρο του Ρόκκου Χοϊδά ("ΠΑΤΡΙΣ και ΣΤΡΑΤΟΣ"), που καλούσε ανοιχτά τον στρατό να εξεγερθεί εναντίον του βασιλιά. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν συνέβη, ούτε υπήρχε κάποιο γεγονός που να δικαιολογούσε μια τέτοια ενέργεια, αλλ' αντιθέτως συνελήφθησαν τόσο ο Χοϊδάς, όσο και ο Τριαντάφυλλος. Παρέμειναν στη φυλακή για έξι μήνες, όμως ο "Ραμπαγάς" συνέχισε να εκδίδεται.μέχρι τις 4 Μαΐου 1889, αν και τίποτε δεν ήταν το ίδιο, μια και ο Τριαντάφυλλος είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του.
Η "Εφημερίς" θα περιέγραφε την ασθένειά του ως "πλήρη πνευματική παραλυσία", καθώς "δεν ηδύνατο ουδέ την κοινοτέραν ιδέαν να συνάψυ, ουδέ μίαν γραμμήν να χαράξη, ουδ' ένα στίχον να καταστρώση. Παχεία αχλύς επεσκότιζε τον νουν του. Και η συναίσθησις της φρικτής ταύτης αδυναμίας του επέτεινε την αγωνίαν του και τον ετήρει εν οικτρά καταστάσει, ήτις μικρόν απείχε της παραφροσύνης". (Εφημερίς, 26.05.1889)
"Επειδή από τινός έπαθε σπουδαίως η υγεία μου αναγκάζομαι κατ' εντολήν των ιατρών να διακόψω επί τινά χρόνον την έκδοσιν του φύλλου, εις ου την σύνταξιν επί πολλά δεν μετείχον, όπως τύχω της δεούσης θεραπείας", έγραφε ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος σε δήλωσή του, που δημοσιεύτηκε στην τελευταία σελίδα του τελευταίο τεύχους του "Ραμπαγά".
Ακριβώς τρεις εβδομάδες μετά, στις 25 Μαΐου, ο Τριαντάφυλλος θα αυτοκτονούσε στο σπίτι του, που βρισκόταν στην περιοχή του Μεταξουργείου. Το ίδιο απόγευμα, η "Παλιγγενεσία", η εφημερίδα που από το πρώτο τεύχος και πολλές φορές στη συνέχεια δέχτηκε τα σφοδρά πυρά του "Ραμπαγά", δημοσίευσε πρώτη την είδηση:
"Λυπηροτάτην είδησιν αναγράφομεν εν μεγάλη της ψυχής ημών λύπη σήμερον. Ο ατυχής ημών συνάδελφος και συντάκτης του "Ραμπαγά" Κλεάνθης Τριανταφύλλου προ καιρού κατατικόμενος υπό μελαγχολίας και δεικνύων σημεία διανοητικής διαταράξεως, έδωκε βίαιον πέρας εις την ζωήν του..".
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, το μοιραίο εκείνο πρωί, ο δημοσιογράφος είχε βγει για έναν περίπατο, από τον οποίο επέστρεψε στο σπίτι του στην οδό Μαραθώνος του Μεταξουργείου γύρω στις 9 με 10. Κλειδώθηκε στο δωμάτιό του και αυτοπυροβολήθηκε στο στόμα. Αμέσως ειδοποιήθηκε η αστυνομία από το σπιτονοικοκύρη και λίγα λεπτά αργότερα διαπιστώθηκε ο θάνατος του Τριαντάφυλλου. Στο δωμάτιο βρέθηκε ένα σημείωμα του δημοσιογράφου προς τον αδερφό του, Γιώργο. "Αδελφέ Γιώργη, Αυτήν την ζωήν δεν την υποφέρω πλέον και αυτοκτονώ", ξεκινούσε το σύντομο εκείνο σημείωμα, που στη συνέχεια απαριθμούσε τα προσωπικά αντικείμενα του αυτόχειρα και κατέληγε: "Αφού με εγκατέλειπαν όλοι, τι να κάμω;".
Ο αυτόχειρας κηδεύτηκε με πολιτική κηδεία, καθώς η Ιερά Σύνοδος δεν έδωσε άδεια για θρησκευτική ταφή. Στεφάνι "Τω πιστώ στρατιώτη της δημοκρατίας" έστειλε ο Ρόκκος Χοϊδάς, που ήταν κρατούμενος (και ο οποίος θα πέθαινε σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, το Μάιο του 1890, υπό αμφιλεγόμενες συνθήκες, ενώ πολλοί έκαναν λόγο ακόμη και για αυτοκτονία). Σύσσωμος σχεδόν παραβρέθηκε ο δημοσιογραφικός κόσμος της εποχής, ενώ επικήδειο λόγο εκφώνησε ο πρόεδρος της Ενώσεως των Δημοσιογράφων και εκδότης της γαλλόφωνης εφημερίδας Messager d' Athenes, Ι. Στεφανόπολις:
"Εξ ονόματος των συναδέλφων σου, σε αποχαιρετίζω Κλεάνθη Τριαντάφυλλε.
Εις το μέσον αγωνιώδους σταδίου, ου τινος οι κλήροι δεν είνε πάντοτε επίζηλοι και γλυκείς, ωσεί μοίρα απαισία να σοι επεφύλαττε το οικτρότατον τέλος έσπευσας να κηρύξεις την ήτταν σου εν τω αγώνι του βίου και καταρρίψας την γραφίδα, να πέσης παρ' αυτήν συντετριμμένος, νεκρός.
Δεν είνε πεπρωμένον εις πάντας να αποφέρωσιν απερχόμενοι του κόσμου τούτου της νίκης τον στέφανον· αλλά και οι ηττώμενοι, όπως οι νικώντες είνε άξιοι της αυτής τιμής, διότι ηγωνίσθησαν, ίνα καταστώσιν επωφελείς εις τους ομοίους των.
Η ιστορία του ελληνικού τύπου, ούτινος υπήρξας κρατερός στρατιώτης, θα αποφανθή βραδύτερον, αν πρέπει να καταταχθώ μεταξύ των εκλεκτών του, ή των συμπαθών θυμάτων του. Αλλ' ήδη, ότε και αυτή η εύσπλαχνος ημών μήτηρ, η θρησκεία, αναγκάζεται να σοι αρνηθή τας φανεράς ευλογίας της, κλείομεν και οι συνάδελφοί σου το στόμα, ίνα σιωπηλώς συνενώσωμεν τας δεήσεις μας και προσερχόμεθα προ της σορού σου ομόφρονες και αντιφρονούντες, ίνα μετά πόνου αρρήτου σε ίδωμεν και σε ασπασθώμεν διά τελευταίαν φοράν".
Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο στο σημείο αυτό ν' αναφερθεί και το ποίημα που αφιέρωσε ο Γεώργιος Σουρής, πρώην συνεργάτης του "Ραμπαγά", στον Κλέναθο Τριαντάφυλλο από την τελευταία σελίδα του "Ρωμηού" (27.05.1889):
Διαβάστε επίσης:
Ο "Ραμπαγάς" και η άδικη φορολογία - 2 ποιήματα του 1887, που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί... χθες
Η αρχή του τέλος τόσο για την εφημερίδα, όσο και τον Τριαντάφυλλο έγινε στις 4 Σεπτεμβρίου 1888, όταν στον "Ραμπαγά", που πλέον διαφημιζόταν ως "ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ", δημοσιεύτηκε ένα ποίημα του Τριαντάφυλλου ("ΤΙ ΒΑΣΙΛΗΑ ΘΕΜΕ") και ένα άρθρο του Χοϊδά ("ΠΑΤΡΙΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΣ - 3 7βρίου του 1843 Ή 3 7βρίου του 1888"), που στρέφονταν με σφοδρότητα κατά του Γεωργίου Α΄ και καλούσαν το λαό σε ξεσηκωμό.
Ορισμένες χαρακτηριστικές στροφές από το ποίημα του Κλεάνθη Τριαντάφυλλου:
Εμείς δε θέμε βασιληά
Να παίρνη το λουφέ του,
Χωρίς μηδέ χαρτόσημο
Στο Έθνος να πλερώνη,
Να ήναι φαλακραί τριχών,
Φρενών αι κορυφαί του
Κι' εις μόν ρεπό ραχατικά
Τα σκέλη του ν' απλώνη.
Εμείς δε θέμε βασιληά
Απ' το βοριά φερμένο,
Ξηνταβελόνη φοβερό,
Σαν ήρωα Μολιέρου,
Παραδομένο στον παρά,
Φριχτά παραδομένο,
Κερβέρου της σακκούλας του,
Της τσέπης του Κερβέρου.
.............................
Εμείς δε θέμε βασιληά
Σα μηχανή να βάζη
Υπογραφαίς εις έγγραφα
Για παύσεις, μεταθέσεις,
Χωρίς τι γράφει το χαρτί,
Ο έρμος να ξετάζη
Και ποίας επεκύρωσε
Ρουσφετοϋποθέσεις.
Εμείς δε θέμε βασιληά
Σαν κούκλα με τη σούστα,
Ζωρίς ζωή και θέλησι
Και κίνησί του άλλη
Παρ' όποια θένε του τρανού
Πρωθυπουργού τα γούστα,
Εμείς δε θέμε βασιληά,
Να σκύβη το κεφάλι.
..........................
Τον θέμε ντόπιο βασιληά
Και όχι, όχι ξένο
Κι' ακολουθούμε του λαού
Σ' αυτό την παροιμία,
Παπούτσι από τον τόπο σου
Κι' ας είν' και μπαλωμένο,
Η παροιμίαις του λαού
Δηλόνουν τη σοφία.
Τον θέμ' ακαταπόνητο
Και τίμιο εργάτη,
Να βγάζη με τον ίδρω του
Κι' εκείνος το ψωμί του
Και να μην έχη πουθενά
Ξεχωριστό παλάτι,
Μηδέ σε πουπουλόστρωμα
Ν' απλώνη το κορμί του.
Με χέρια και στ' αλέτρι μας
Ακόμα μαθημένα
Και στην αξίνη, στο σφυρί,
Στη γούμενα, στο δοιάκι,
Ηλιοκαμέν' αλύπητα
Και όχι γαντωμένα
Να στρήβουν χασομέρικα
Με κοσμετίκ μουστάκι.
Ο βασιληάς που θέμ' εμείς
Δε θέλει θρόνο, στέμμα,
Δεν είν' ανάγκη μακρυά
Να πάμε να τον βρούμε,
Μηδέ από βασιλικό
Γαλάζιο νάναι αίμα
Και δίπλα μας τον έχομε
Στα χέρια τον κρατούμε.
Ο βασιληάς που θέμε 'μεις
Ειν' όνομα μεγάλο
Π' όλοι της Γης οι τύραννοι
Με τρόμο το διαβάζουν,
Σε τέτοιον ένα βασιληά
Κι' εγώ τραγούδι ψάλλω,
Το βασιληά που θέμε μεις
Λαό τον ονομάζουν.
Και ορισμένα αποσπάσματα από το επαναστατικό άρθρο του Χοϊδά:
"ΠΑΤΡΙΣ! Ανέχεσαι Συ η της ελευθερίας, η της επιστήμης, η της καλλιτεχνίας Μήτηρ άτιμος δούλη να καλήσαι και ατίμως τω μωρώ Γεωργίω Χριστιανώ και τω προδότη Χαριλάω Τρικούπη ατίμως να δουλεύης;
ΠΑΤΡΙΣ! Επελάθεσο της ιστορίας Σου, της καταγωγής Σου, της γλώσσης Σου, των παραδόσεών Σου, των ηθών Σου, των εθών Σου, των συμφορών Σου, των νικών Σου και των περί του μεγαλείου Σου ελπίδων Σου;
ΠΑΤΡΙΣ! Η υψιπέτις κρίσις Σου ημβλύνθη; Η ευγενής καρδία Σου επαύσατο παλμούς ευγενείς δημιουργικούς παλλομένη; Της τρισμεγίστης ψυχής Σου το σθένος εξησθένησαν ή τελέως εξέλιπε; Της χειρός Σου, της γιγαντώδους χειρός Σου, η ρώμη και η ισχύς εις ρώμην και ισχύν ατίμου, ανάνδρου και δειλής δούλης περιήχθησαν;
ΠΑΤΡΙΣ! Μέμνησο του παρελθόντος Σου, παρατήρησον το άθλιον παρόν Σου, και εγκολπόθητι το μέλλον, το τοις Λαοίς και Σοι, προσφιλεστάτη Πατρίς, διά της ελευθερίας, της ισότητος και της αδελφότητος ανήκον!...
... ΠΑΤΡΙΣ! Σπεύσον να εγερθής του ληθάργου, ενώ άτιμος δουλεία προ πολλού περιήγαγε Σε, και τιμώρησον, τιμωρίαν την υπάτην, τους τυράννους Σου, τους προδότας Σου, τους υβριστάς Σου, τους ασελγείς εραστάς Σου!....
... Μωροί, δειλοί, άνανδροι, αισχροί κερδοσκόποι, βασιλείς, ηγεμονόπαιδες, δούκες της Σπάρτης, Πρωθυπουργοί, εισπράκτορες, χωροφύλακες, άτιμος και αισχίστη γενεά, η ώρα της τιμωρίας υμών εγγίζει!
Η του κυριάρχου Λαού νίκη περιφανεστάτη!
Ο θρίαμβος εντελής, διαρκής, μέγιστος!"
Στο ίδιο πνεύμα δημοσιεύθηκε στις 08 Σεπτεμβρίου ένα ακόμη άρθρο του Ρόκκου Χοϊδά ("ΠΑΤΡΙΣ και ΣΤΡΑΤΟΣ"), που καλούσε ανοιχτά τον στρατό να εξεγερθεί εναντίον του βασιλιά. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν συνέβη, ούτε υπήρχε κάποιο γεγονός που να δικαιολογούσε μια τέτοια ενέργεια, αλλ' αντιθέτως συνελήφθησαν τόσο ο Χοϊδάς, όσο και ο Τριαντάφυλλος. Παρέμειναν στη φυλακή για έξι μήνες, όμως ο "Ραμπαγάς" συνέχισε να εκδίδεται.μέχρι τις 4 Μαΐου 1889, αν και τίποτε δεν ήταν το ίδιο, μια και ο Τριαντάφυλλος είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του.
Η "Εφημερίς" θα περιέγραφε την ασθένειά του ως "πλήρη πνευματική παραλυσία", καθώς "δεν ηδύνατο ουδέ την κοινοτέραν ιδέαν να συνάψυ, ουδέ μίαν γραμμήν να χαράξη, ουδ' ένα στίχον να καταστρώση. Παχεία αχλύς επεσκότιζε τον νουν του. Και η συναίσθησις της φρικτής ταύτης αδυναμίας του επέτεινε την αγωνίαν του και τον ετήρει εν οικτρά καταστάσει, ήτις μικρόν απείχε της παραφροσύνης". (Εφημερίς, 26.05.1889)
"Επειδή από τινός έπαθε σπουδαίως η υγεία μου αναγκάζομαι κατ' εντολήν των ιατρών να διακόψω επί τινά χρόνον την έκδοσιν του φύλλου, εις ου την σύνταξιν επί πολλά δεν μετείχον, όπως τύχω της δεούσης θεραπείας", έγραφε ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος σε δήλωσή του, που δημοσιεύτηκε στην τελευταία σελίδα του τελευταίο τεύχους του "Ραμπαγά".
Ακριβώς τρεις εβδομάδες μετά, στις 25 Μαΐου, ο Τριαντάφυλλος θα αυτοκτονούσε στο σπίτι του, που βρισκόταν στην περιοχή του Μεταξουργείου. Το ίδιο απόγευμα, η "Παλιγγενεσία", η εφημερίδα που από το πρώτο τεύχος και πολλές φορές στη συνέχεια δέχτηκε τα σφοδρά πυρά του "Ραμπαγά", δημοσίευσε πρώτη την είδηση:
"Λυπηροτάτην είδησιν αναγράφομεν εν μεγάλη της ψυχής ημών λύπη σήμερον. Ο ατυχής ημών συνάδελφος και συντάκτης του "Ραμπαγά" Κλεάνθης Τριανταφύλλου προ καιρού κατατικόμενος υπό μελαγχολίας και δεικνύων σημεία διανοητικής διαταράξεως, έδωκε βίαιον πέρας εις την ζωήν του..".
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, το μοιραίο εκείνο πρωί, ο δημοσιογράφος είχε βγει για έναν περίπατο, από τον οποίο επέστρεψε στο σπίτι του στην οδό Μαραθώνος του Μεταξουργείου γύρω στις 9 με 10. Κλειδώθηκε στο δωμάτιό του και αυτοπυροβολήθηκε στο στόμα. Αμέσως ειδοποιήθηκε η αστυνομία από το σπιτονοικοκύρη και λίγα λεπτά αργότερα διαπιστώθηκε ο θάνατος του Τριαντάφυλλου. Στο δωμάτιο βρέθηκε ένα σημείωμα του δημοσιογράφου προς τον αδερφό του, Γιώργο. "Αδελφέ Γιώργη, Αυτήν την ζωήν δεν την υποφέρω πλέον και αυτοκτονώ", ξεκινούσε το σύντομο εκείνο σημείωμα, που στη συνέχεια απαριθμούσε τα προσωπικά αντικείμενα του αυτόχειρα και κατέληγε: "Αφού με εγκατέλειπαν όλοι, τι να κάμω;".
Ο αυτόχειρας κηδεύτηκε με πολιτική κηδεία, καθώς η Ιερά Σύνοδος δεν έδωσε άδεια για θρησκευτική ταφή. Στεφάνι "Τω πιστώ στρατιώτη της δημοκρατίας" έστειλε ο Ρόκκος Χοϊδάς, που ήταν κρατούμενος (και ο οποίος θα πέθαινε σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, το Μάιο του 1890, υπό αμφιλεγόμενες συνθήκες, ενώ πολλοί έκαναν λόγο ακόμη και για αυτοκτονία). Σύσσωμος σχεδόν παραβρέθηκε ο δημοσιογραφικός κόσμος της εποχής, ενώ επικήδειο λόγο εκφώνησε ο πρόεδρος της Ενώσεως των Δημοσιογράφων και εκδότης της γαλλόφωνης εφημερίδας Messager d' Athenes, Ι. Στεφανόπολις:
"Εξ ονόματος των συναδέλφων σου, σε αποχαιρετίζω Κλεάνθη Τριαντάφυλλε.
Εις το μέσον αγωνιώδους σταδίου, ου τινος οι κλήροι δεν είνε πάντοτε επίζηλοι και γλυκείς, ωσεί μοίρα απαισία να σοι επεφύλαττε το οικτρότατον τέλος έσπευσας να κηρύξεις την ήτταν σου εν τω αγώνι του βίου και καταρρίψας την γραφίδα, να πέσης παρ' αυτήν συντετριμμένος, νεκρός.
Δεν είνε πεπρωμένον εις πάντας να αποφέρωσιν απερχόμενοι του κόσμου τούτου της νίκης τον στέφανον· αλλά και οι ηττώμενοι, όπως οι νικώντες είνε άξιοι της αυτής τιμής, διότι ηγωνίσθησαν, ίνα καταστώσιν επωφελείς εις τους ομοίους των.
Η ιστορία του ελληνικού τύπου, ούτινος υπήρξας κρατερός στρατιώτης, θα αποφανθή βραδύτερον, αν πρέπει να καταταχθώ μεταξύ των εκλεκτών του, ή των συμπαθών θυμάτων του. Αλλ' ήδη, ότε και αυτή η εύσπλαχνος ημών μήτηρ, η θρησκεία, αναγκάζεται να σοι αρνηθή τας φανεράς ευλογίας της, κλείομεν και οι συνάδελφοί σου το στόμα, ίνα σιωπηλώς συνενώσωμεν τας δεήσεις μας και προσερχόμεθα προ της σορού σου ομόφρονες και αντιφρονούντες, ίνα μετά πόνου αρρήτου σε ίδωμεν και σε ασπασθώμεν διά τελευταίαν φοράν".
Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο στο σημείο αυτό ν' αναφερθεί και το ποίημα που αφιέρωσε ο Γεώργιος Σουρής, πρώην συνεργάτης του "Ραμπαγά", στον Κλέναθο Τριαντάφυλλο από την τελευταία σελίδα του "Ρωμηού" (27.05.1889):
Ένα δάκρυ μας πικρό
σε τραγουδιστή νεκρό
Χρυσή καρδιά λαχταριστή στα στήθια σου πηδούσε
και τα τραγούδια έγραψες με φτερωτό κοντύλι,
τον Ραμπαγά και την Μανιώ καθένας τραγουδούσε
και γέλοιο εστεφάνωνε τα ροδινά σου χείλη.
Κι' ήσαν ζωής αξένοιαστης ευτυχισμένοι χρόνοι,
που τόσα μας αδέλφωναν ονείρατα και πόνοι.
Του Βερανζέρου τους χρυσούς μας εσκορπούσες στίχους
κι' ακούγαμε στη λύρα του της λύρας σου τους ήχους.
Ακόμη δεν εξέχασαν πολλοί τον Βασιληά,
που Πάππας έγινε τρανός από την τεμπελιά,
των φόρων τον εισπράκτορα σ' ένα φτωχό χωριό
και τ' Άη Πέτρου το κλειδί που πήρε η Μαριώ.
Ο Ραμπαγάς, ο Ραμπαγάς... ζωή, φωτιά, τραγούδια,
και γύρω του πετούσανε τρελλά ξεπεταρούδια.
Κι' επέρασε η ξαστεριά κι' επλάκωσε μαυρίλα,
τον λιγερό τραγουδιστή ζητά ο κόσμος ναύρη,
μα πίκραις ρίζωσαν βαθειά μες στης καρδιάς τα φύλλα
και της χαρά εσκέπασε μελαγχολία μαύρη.
Και η ζωή σου άρχισε σιγά σιγά να λυώνη
και ήτανε ο θάνατος παρηγοριά σου μόνη.
Χαραίς και λύπαις σ' άφησαν, για όλα εβουβάθης,
και σκοτισμένο έβλεπες τον λαμπερό σου νου...
για μια στιγμή εφώτισες, για μια στιγμή εχάθης
σαν ένα διαβατάρικο αστέρι τ ουρανού.
Έτσι πολλοί που πλάσθηκαν τραγουδισταί να γίνουν
μ' άδεια καρδιά και μ' άδειο νου διαβαίνουνε και σβύνουν.
Μονάχοι της φτερούγαις των σε άλλον ήλιο καίνε
κι' ο κόσμος τα τραγούδια των διαβάζει και γελά,
και σαν κλεισθή το στόμα των και τι γι' αυτούς δεν λένε
εκείνοι οπού έχουνε τα φρόνιμα μυαλά.
Αγαπητέ τραγουδιστή, δεν έσβυσες συ μόνος...
όλους τους πρώτους φίλους σου κρυφός τους τρώει πόνος.
Έτσι κι' εγώ τ' αχείλι μου το βιάζω να γελάση,
μα δέρνουν λύπαις άγνωσταις και τα δικά μου στήθεια,
και σέρνω το κουφάρι μου σ' αυτή την σάπια πλάσι
για να γελώ στα ψέμματα, να κλαίς εις τ' αλήθεια.
Διαβάστε επίσης:
Ο "Ραμπαγάς" και η άδικη φορολογία - 2 ποιήματα του 1887, που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί... χθες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου