17 Δεκεμβρίου 2018

Ο πρώτος άγριος τσακωμός στην ελληνική Βουλή: οι «μασκαράδες» και τα «μπουκέτα». Η συγγνώμη των πρωταγωνιστών

«Τσόκαρο», «γελοίος»... είναι μερικές από τις φιλοφρονήσεις που ακούστηκαν πρόσφατα εντός του Κοινοβουλίου, στο ναό αυτό της Δημοκρατίας, όπου βέβαια κατά καιρούς έχουν ακουστεί και χειρότερα. Η αλήθεια είναι ότι συχνά ο εκάστοτε προεδρεύων μιας συνεδρίασης αναγκάζεται να παρέμβει για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, μιας και οι λεκτικές αντιμαχίες σε υψηλούς τόνους δεν αποτελούν σπάνιο φαινόμενο – με πρωταγωνιστές κυρίως βουλευτές που δεν έχουν την υπομονή ν’ ακούσουν ολόκληρη την ομιλία του αγορητή περιμένοντας να έρθει η σειρά τους για να μιλήσουν, αλλά κρίνουν χρήσιμο να διακόπτουν τους συναδέλφους τους για να εκστομίσουν κάποια ειρωνεία, εξυπνάδα ή ενίοτε και προσβολή. Τουλάχιστον η ελληνική Βουλή έχει πάρα πολλά χρόνια να ζήσει στιγμές απείρου κάλλους με αντιπαραθέσεις που δεν είναι μόνο λεκτικές αλλά και σωματικές. Αν ανατρέξουμε στο μακρινό παρελθόν, θα διαπιστώσουμε ότι ο πρώτος μεγάλος τσακωμός εντός του Κοινοβουλίου με προσβλητικές εκφράσεις, αλλά και χειροδικία, εκδηλώθηκε στα πρώτα χρόνια κοινοβουλευτικού βίου, μόνο που τότε οι πρωταγωνιστές είχαν το θάρρος να ζητήσουν εκ των υστέρων συγγνώμη για τη διαγωγή τους.

Το περιστατικό έλαβε χώρα στα μέσα Ιουλίου 1846 – πιθανόν στις 16 του μηνός. Στο βήμα της Βουλής βρισκόταν ο πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος αγόρευσε επί του προϋπολογισμού. Όταν κατά την ομιλία του ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στο στρατιωτικό σώμα του συνταγματάρχη Γιάννη Κώττα, στρατιώτες του οποίου φέρονταν να χρησιμοποιούνται στις προσωπικές φρουρές διαφόρων αξιωματούχων, αντέδρασε ο βουλευτής της αντιπολίτευσης Σταύρος Βλάχος, ο οποίος παρενέβη σημειώνοντας ότι «ούτε άξιον του στρατιωτικού χαρακτήρος, ούτε δίκαιον είναι να πληρόνη το έθνος ανθρώπους δια να ήναι τούτου και εκείνοι ουραί. Τον διορισμόν μάλιστα των στρατιωτικών οποίων δήποτε εις τοιούτο ποταπόν έργον, οποίον είναι το να ήναι τις ουρά του δείνα ή δείνα, τον θεωρεί ως εξευτελίζοντα τον χαρακτήρα παντός στρατιώτου, διωρισμένου εις την υπεράσπισιν της πατρίδος», κατά την περιγραφή της εφημερίδας Αθηνά.

Η επίθεση του πρωθυπουργού στο βουλευτή, ότι ο τελευταίος επιδίωκε «να στερήση από το στόμα εκατόν πεντήκοντα αγωνιστών τον άρτον», προκάλεσε φωνές διαμαρτυρίας από τα αντιπολιτευόμενα έδρανα, οπότε ο βουλευτής Μεσολογγίου Γεώργιος Γουλιμής, πρώην βουλευτής της αντιπολίτευσης που εσχάτως είχε περάσει στις τάξεις του κόμματους του Κωλέττη, πετάχτηκε σχολιάζοντας δυνατά: «Τι φωνάζουν; Δεν ησυχάζουν οι μασχαράδες»!

Ο συνταγματάρχης Φαρμάκης ενοχλήθηκε και απευθυνόμενος στο Γουλιμή του είπε ότι έπρεπε να ντρέπεται που αποκάλεσε μασκαράδες όσους βουλευτές φώναζαν για το συμφέρον του κρατικού ταμείου. Ο Γουλιμής ανταπάντησε αποδίδοντας και σ’ εκείνον την ίδια έκφραση και τότε ο Φαρμάκης τον έφτυσε. Ο Γουλιμής ανταπέδωσε το φτύσιμο και ο Φαρμάκης – αντί να δώσει τόπο στην οργή – γρονθοκόπησε το συνάδελφό του, ο οποίος με τη σειρά του ετοιμαζόταν να ανταποδώσει το μπουκέτο, αλλά τον σταμάτησαν παρακαθήμενοί του βουλευτές. Στο μεταξύ, πολλοί υπουργοί σηκώθηκαν από τα έδρανά τους με σκοπό είτε να επιτεθούν στο Φαρμάκη είτε να συγκρατήσουν το Γουλιμή, ενώ βουλευτές της αντιπολίτευσης σχημάτισαν τείχος για να τους εμποδίσουν. Ο Κωλέττης παρακολουθούσε άφωνος από το βήμα, ο πρόεδρος καλούσε τους βουλευτές να επανέλθουν στην τάξη, όμως η ένταση γενικεύτηκε με την εμφάνιση των βουλευτών Γριζάνου και Δημητρακόπουλου, ο πρώτος εκ των οποίων άρπαξε συνάδελφό του από τον τράχηλο. Τελικά η συνεδρίαση διακόπηκε και τα πνεύματα ηρέμησαν.

Στην επόμενη συνεδρίαση της 20ης Ιουλίου, οι δύο πρωταγωνιστές της έντασης, Φαρμάκης και Γουλιμής, ζήτησαν συγγνώμη αποσπώντας τους επαίνους των υπόλοιπων βουλευτών. Παίρνοντας πρώτος το λόγο ο Φαρμάκης είπε:

«Κύριοι, ανέβην το βήμα διά να εξηγηθώ ως προς το συμβάν μεταξύ εμού και ενός των συναδέλφων μας. Σας βεβαιώ δε, ότι τούτο δεν επήγασεν από σκοπόν τινα, ειμή από στιγμιαίον ερεθισμόν, αλλ’ όπως και αν έχη είνε λυπηρόν, και πολύ λυπηρότερον, διότι έλαβε χώραν εντός του ιερού τούτου περιβόλου, περιβόλου τον οποίον όλοι σας γνωρίζετε πόσον εσεβάσθην πάντοτε και σέβομαι, διότι εξ αυτού ελπίζω πολλά, καθώς και όλοι σας και όλη η ελληνική φυλή εις γενεάς γενεών ελπίζει. Σέβομαι και τρέμω διά το θεμέλιον τούτο της υπάρξεώς μας, διά τούτο και με σέβας πολύ έλαβα τον λόγον, διά να εξηγήσω την λύπην μου, και παρακαλώ το σεβαστόν βήμα να μοι επιτρέψη να ζητήσω συγγνώμην».

Πιο λιτός ο Γουλιμής έλαβε το λόγο αμέσως μετά: «Και εγώ ελυπήθην διά το χθεσινόν συμβάν, και περί τούτου δεν έχω να ειπώ άλλο τι και ζητώ συγγνώμην και εγώ».

Ο ΑΝΤΙΠΑΘΗΣ ΓΟΥΛΙΜΗΣ

Ο Γεώργιος Γουλιμής, γνωστός και ως «τσακάλι», ήταν ο πατέρας του Μιλτιάδη Γουλιμή, ο οποίος έμεινε στην ιστορία από τη φράση του Χαρίλαου Τρικούπη «Ανθ’ ημών Γουλιμής», όταν ο πρώην πρωθυπουργός δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής στις εκλογές του 1895.

Τον Ιούλιο του 1846, ο Γεώργιος Γουλιμής ήταν αντιπαθής όχι μόνο μεταξύ των κύκλων της αντιπολίτευσης, αλλά και στον συμπολιτευόμενο τύπο, που σε γενικές γραμμές απέφυγε να αναφερθεί στο επεισόδιο αυτό - «από αιδώ και σέβας προς την πατρίδα», όπως ενδεικτικά έγραψε η εφημερίδα Εθνοκρατία (30.07.1846), που περιορίστηκε να κάνει λόγο για «αηδείς σκηνάς [...] ασχημιζούσας τον χαρακτήρα Ελλήνων βουλευτών».

Χαρακτηριστικό της γενικότερης ανυποληψίας στην οποία είχε περιπέσει ο Γουλιμής, ήταν το σχόλιο της εφημερίδας Ελπίς (22.07.1846) μεταφέροντας την περίεργη μαρτυρία άλλου βουλευτή, ο οποίος φερόταν να είχε δει το βουλευτή Μεσολογγίου να περιμένει έξω από την οικία του πρωθυπουργού τουλάχιστον από τις 4.30΄ το πρωί και για τουλάχιστον δύο ώρες ακόμα, πιθανόν για κάποια εξυπηρέτηση:

«Πώς να κυβερνήση όχι ο Κωλέτης, αλλ’ ο μεγαλήτερος άνθρωπος της υφηλίου, έχων να κάμη με τοιαύτα ανδράποδα πολιορκούντα την θύραν του προ της ανατολής του ηλίου, και τρεις ώρας μετά το μεσονύκτιον και ζητούντα τι; να φάγωσιν όλην την Ελλάδα σύσσωμον αυτοί και οι συγγενείς και φίλοι των;
Τι σοι πέπρωτο ένδοξον Μεσολόγγιον! συ, το οποίον εν καιρώ του ιερού αγώνος αντεπροσώπευον άνδρες, οίος ο Μαυροκορδάτος και ο Τρικούπης, εις τας συνελεύσεις, εις την Βουλήν, ν’ αντιπροσωπεύησαι σήμερον, συνταγματισθείσης της Ελλάδος από ανθρώπους, οίος ο άσημος και άγνωστος εις την κοινωνίαν Γουλιμής [..]»!

ΕΝΑ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 22 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Ένα αντίστοιχο περιστατικό, όπου ο τύπος τάχθηκε στο πλευρό του επιτιθέμενου, έλαβε χώρα στις 5 Ιουνίου 1868, όταν ο βουλευτής (και ποιητής) Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γρονθοκόπησε το Χαράλαμπο Ιακωβάτο ύστερα από μια λεκτική αντιπαράθεση που είχαν οι δυο τους με αφορμή κάποιες απρεπείς εκφράσεις του αδερφού του τελευταίου, Γεώργιου Ιακωβάτου, ο οποίος ήταν πρόεδρος της εξελεγκτικής επιτροπής, που είχε συσταθεί για τον έλεγχο και την επικύρωση των αποτελεσμάτων της εκλογικής αναμέτρησης της 21ης Μαρτίου – δυόμιση μήνες μετά!  

Τότε, η εφημερίδα Αλήθεια περιορίστηκε να κάνει λόγο για «διδακτικωτάτην ανταπόδοσιν» που «έλαβαν αμφότεροι οι αδελφοί Ιακωβάτοι» (Αλήθεια, 06.06.1868), χωρίς ν’ αναφέρει καν το όνομα του Βαλαωρίτη, ενώ και η Νέα Γενεά παρατήρησε ότι «ουδέποτε εφηρμόσθη δικaiότερον και καταλληλότερον» το «απαίσιον ρωσσικόν κνούτο (=μαστίγιο)» (Νέα Γενεά, 08.06.1868). Σύμφωνα με τον Αιώνα, η ευθύνη για τη συμπλοκή βάρυνε την «κακίστη συμπεριφορά του Ιακωβάτου», ο οποίος «τους πάντας ύβρισε, κατέστησε δε την Βουλήν ολίγου δειν όντως καπηλείον», ώστε «η ρήξις ήτον άφευκτος· αφορμή απλώς εζητείτο» (Αιών, 06.06.1868)

Η δε Παλιγγενεσία σχολίασε: «Οι γινώσκοντες τον χαρακτήρα του κ. Ιακωβάτου δεν δύνανται ν’ αρνηθώσιν οπόσον ο άνθρωπος ούτος προκαλεί τας έριδας και κατά πόσον η βάναυσος και επιθετική συμπεριφορά του στενοχωρεί και τον μάλλον ανεκτικόν και τον μάλλον απαθή. Ο τοιούτος πείθεται ότι ήτο αδύνατον ο κ. Βαλαωρίτης, του οποίου η μειλιχία και ευγενής συμπεριφορά είναι αξία μιμήσεως, να μη ηναγκάσθη εκών άκων να παρεκτραπή προς στιγμήν, ερεθισθείς ως άνθρωπος εκ των βαναύσεων ύβρεων του αμιμήτου υβριστού Ιακωβάτου» (Παλιγγενεσία, 07.06.1868).


Διαβάστε ακόμα:
-- Πώς οι Καταλανοί βουλευτές έβαλαν τα γυαλιά στους Έλληνες συναδέλφους τους
-- Οι πρωτοπόρες νομοθετικές πρωτοβουλίες του Αθανάσιου Τυπάλδου Μπασιά υπέρ της ισότητας των δύο φύλων και της θέσπισης του πολιτικού γάμου το 1919 και το 1920
-- Το πρώτο συλλαλητήριο στην ιστορία του ελληνικού κράτους: Οι πρόσφυγες διεκδικούσαν ίσα δικαιώματα με τους "αυτόχθονες" Έλληνες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου