«Δεν πενθούνε σήμερα μονάχα οι Μούσες. Πενθεί ολάκερο το ελληνικό έθνος.
Ο μεγαλύτερος ποιητής δυο γενεών δεν υπάρχει πια. Ο Κωστής Παλαμάς. Επί εξήντα
χρόνια στάθηκε ο πρώτος ποιητής της χώρας του και ο πνευματικός πατέρας όλων
όσοι έχουν δοξαστή ως μεγάλοι τεχνίτες του στίχου. Όλοι πατήσανε πάνου στα
φτερά του για να βρούνε τον εαυτό τους.
Ο
Παλαμάς δεν ήτανε μονάχα ένας ποιητής καινοτόμος· δεν ήτανε μονάχα ένας
διανοητής με πλατειές αντιλήψεις· δεν είχε μονάχα την υπέρτατη αρετή του λόγου
παρά και του ήθους· και προπαντός μέγας γλωσσοπλάστης. Όποιες επιφυλάξεις κι αν
έχουν οι νεώτεροι για το έργο του, κανείς δε θα μπορέση ν’ αρνηθή, πως ο
Παλαμάς έφτ[ι]ασε τη νέα μας ποιητική γλώσσα και μετά απ’ αυτόν τίποτα δεν έχει
να προσθέση κανείς παρά να χαλάση.»
Με τα παραπάνω σχόλια ο Κώστας
Βάρναλης αποχαιρέτησε τον Κωστή Παλαμά μέσω της στήλης του στην εφημερίδα Πρωία
στις 28 Φεβρουαρίου 1943, υποκλινόμενος στη δύναμη του πνευματικού έργου του
αποθανόντα ποιητή και στα σπάνια χαρίσματα της προσωπικότητάς του. Έγραφε σε
άλλα σημεία του άρθρου του:
«Ο Παλαμάς, ποιητής πρωτεϊκός κι ανήσυχος, ήτανε ακατάπαυστα
συγχρονισμένος με όλα τα πνευματικά ρεύματα του καιρού του. Ρωμαντικός,
νεοκλασσικός, παρνασσικός, συμβολιστής. Είνε ο πρώτος μετά το Σολωμό Ευρωπαίος
ποιητής χωρίς να πάψη να ούτε στιγμή να είνε πάνου απ’ όλα Ρωμιός. Δεν είχε
ούτε φανατισμούς ούτε μικροχαρείς αυτοερωτισμούς. Δεν είχε μισαλλοδοξίες και δε
φθονούσε κανένα. Στάθηκε πάντα ο Δάσκαλος και ο παραστάτης των νεωτέρων του.
[...]
Τον ωνομάσανε ποντίφικα των ελληνικών γραμμάτων. Αλλ’ ήτανε κάτι παραπάνου:
πατέρας. Κ’ επί εξήντα χρόνια υπήρξε η φωνή του έθνους. [...]
Το
έργο του το ποιητικό, το πεζογραφικό, το κριτικό είνε απέραντο. Κι αν το έργο
του αυτό έχη ανισότητες, αυτό ακριβώς αποδείχνει, πόσο ήτανε μεγάλος. Οι
μέτριοι δεν έχουνε πεσίματα· αυτό είνε προνόμιο των μεγάλων. Κι όπως ο αετός
του Κάλβου, “αν έπεσεν, αφ’ υψηλού όμως έπεσεν”.
Δεν
υπήρξε όχι μονάχα τεχνοτροπία παρά και ιδεολογία, που να μη την αγκάλιασε. Και
σ’ αυτό το κεφάλαιο στάθηκε ο πρώτος, που άνοιξε το δρόμο στους άλλους. Και
ποτές δεν εκανόνιζε τη γνώμη του ανάλογα με τη γνώμη των άλλων γι’ αυτόν. Είτε
ήσαν θαυμαστές του είτε επικριτές του, εννοούσε πάντα να είνε δίκιος. Κι’ όταν
κάποτες ένας νεώτερός του τον έβρισε σ’ ένα του στιχούργημα, ο Παλαμάς δεν είπε
τίποτα παρά τα λίγα αυτά λόγια, που δείχνουνε την ανωτερότητα του ανθρώπου: “Κι
όμως είνε ποιητής”.
[...] Ήτανε ο πραγματικός Διγενής Ακρίτας του στίχου. Κι’ αν πέθανε, το έργο του δε θα πεθάνη».