18 Δεκεμβρίου 2011

ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑΣ: ΟΙ ΡΟΖΕΝΜΠΕΡΓΚ (ΠΡΟΦΙΛ - ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ)


Η υπόθεση της δίκης και στη συνέχεια εκτέλεσης των Julius και Ethel Rosenberg αποτελεί μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες υποθέσεις των πρώτων χρόνων του Ψυχρού Πολέμου που απασχόλησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες και κινητοποίησαν πολίτες στο εξωτερικό. Η υπόθεση Rosenberg έλαβε χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1950, σε μια εποχή που έμεινε στην Ιστορία ως η εποχή του Μακαρθισμού, από το όνομα του πλέον γνωστού κυνηγού των κομμουνιστικών ιδεών στις ΗΠΑ, του γερουσιαστή Joseph McCarthy, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η φρενήρης εκστρατεία ανθρωποκυνηγητού εναντίων των «Κόκκινων» είτε με κίνητρα καθαρά δημαγωγικά για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης είτε από πεποίθηση ανάληψης ενός μεσσιανικού σκοπού σωτηρίας από τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε ο κομμουνισμός συλλήβδην για το έθνος φτάνοντας συχνά σε όρια υστερίας. Οι κατηγορίες σχετίζονταν με τυχόν διαρροή μυστικών πληροφοριών για την κατασκευή της ατομικής βόμβας προς τη Σοβιετική Ένωση από άτομα που συμμετείχαν στο σχετικό ερευνητικό πρόγραμμα στο Άλαμο των ΗΠΑ, υποψίες που είχαν ενισχυθεί με την νωρίτερα από το προβλεπόμενο κατασκευή της ατομικής βόμβας από τους Σοβιετικούς.

Ο Julius Rosenberg γεννήθηκε στις 12 Μαϊου 1918 στη Νέα Υόρκη, ο μικρότερος γιος μιας οικογένειας Πολωνών μεταναστών εβραϊκής καταγωγής. Παρά τις επιθυμίες του πατέρα του να γίνει ραβίνος, ο Julius τελικά προτίμησε να εγγραφεί στο City College της Νέας Υόρκης, όπου σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός. Εκεί άρχισαν να αναπτύσσονται οι πολιτικές του ανησυχίες και σύντομα έγινε μέλος του Steinmetz Club (πανεπιστημιακό παρακλάδι της νεολαίας του αμερικανικού κομμουνιστικού κόμματος). Το φθινόπωρο του 1940 προσελήφθη ως πολιτικός υπάλληλος στο σώμα διαβιβάσεων του αμερικανικού στρατού, όπου μάλιστα προήχθη και στη θέση του επιθεωρητή. Ωστόσο απολύθηκε στις αρχές του 1945, όταν ήρθε στο φως η συμμετοχή του ως μέλους του κομμουνιστικού κόμματος κατά το παρελθόν.
Η σύζυγός του, Ethel Greenglass, γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1915 στη Νέα Υόρκη και ήταν επίσης εβραϊκής καταγωγής. Οι πολιτικές της ανησυχίες ήταν επίσης έντονες και εκδηλώθηκαν από νωρίς. Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά την αποφοίτησή της από το σχολείο εργάστηκε ως υπάλληλος σε μία ναυτιλιακή εταιρία, από την οποία απολύθηκε τον Αύγουστο του 1935, διότι συμμετείχε στην επιτροπή που διοργάνωσε γενική απεργία των υπαλλήλων στις ναυτιλιακές εταιρίες. Γενικότερα η ίδια έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πολιτικές εξελίξεις και έγινε μέλος της νεολαίας του αμερικανικού κομμουνιστικού κόμματος και στη συνέχεια και του επίσημου κόμματος, όπως και ο Julius.
Το ζευγάρι γνωρίστηκε το Δεκέμβριο του 1936 στα πλαίσια μιας χριστουγεννιάτικης εκδήλωσης για τη διεθνή ένωση ναυτικών, στην οποία μάλιστα η Ethel, που είχε αγάπη προς το τραγούδι, είχε τραγουδήσει το «Ciribiribin» του Αλμπέρτο Πεσταλότζι (Alberto Pestalozza). Το καλοκαίρι του 1939 ο Julius και η Ethel παντρεύτηκαν και από το γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά, τον Robert και τον Michael.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1950 συνελήφθη από τις βρετανικές αρχές ο Βρετανός ατομικός επιστήμονας γερμανικής καταγωγής Emil Julius Klaus Fuchs, ο οποίος ομολόγησε ότι πρόδωσε μυστικά από το πρόγραμμα κατασκευής της ατομικής βόμβας στη Σοβιετική Ένωση. Μόλις οι Αμερικανικές αρχές έλαβαν γνώση το FBI ξεκίνησε εντατική έρευνα για να εντοπίσει συνεργούς. Σε σύντομο χρονικό διάστημα συνελήφθη ο αδερφός της Ethel, David Greenglass, ο οποίος εργαζόταν στο Λος Άλαμος από τις 7 Αυγούστου 1944 έως τις 20 Φεβρουαρίου 1946 με την ιδιότητα του μηχανικού σε μια ομάδα που μελετούσε την ενδόρηξη σαν μέσο στόχευσης της ατομικής βόμβας. Ο Greenglass ομολόγησε εξ αρχής τη συμμετοχή του στο κατασκοπευτικό δίκτυο από το Νοέμβριο του 1944 ύστερα από παρότρυνση του κουνιάδου του, Julius, στον οποίο κατέθεσε ότι έδωσε λίστα με τα ονόματα κάποιων επιστημόνων στο Λος Άλαμος, που τους θεωρούσε «φιλικούς» και πληροφορίες από τα πειράματα για την κατασκευή της ατομικής βόμβας. Η κατάθεση του Greenglass ήταν η μόνη από τους συλληφθέντες που ενοχοποιούσε τον Julius, καθώς εμφανιζόταν ως ο μόνος που είχε άμεση επικοινωνία και ανταλλαγή πληροφοριών μαζί του.
Οι μαρτυρίες του David Greenglass ήταν σε γενικές γραμμές εξακριβωμένες, όμως υπήρχαν αντιφάσεις στην περιγραφή της ατομικής βόμβας.  Τελικά, στις 17 Ιουλίου 1950 ο Julius Rosenberg συνελήφθη στο σπίτι του την ώρα που ξυριζόταν με την κατηγορία της κατασκοπευτικής συνομωσίας. Στις 11 Αυγούστου συνελήφθη και η σύζυγός του, Ethel με την ίδια κατηγορία.
Στις 10 Οκτωβρίου του 1950 απαγγέλθηκαν επισήμως κατηγορίες κατά των David Greenglass, Julius Rosenberg, Ethel Rosenberg, Morton Sobell και Anatoli Yakovelev για μεταφορά πληροφοριών που αφορούν την άμυνα της χώρας προς τη Σοβιετική Ένωση. Από τους κατηγορουμένους μόνο ο David Greenglass ομολόγησε την ενοχή του, ενώ ο Anatoli Yakovelev δεν είχε συλληφθεί. Στις 31 Ιανουαρίου 1951 επαναδιατυπώθηκε το κατηγορητήριο κατά των πέντε προσώπων για πράξεις που αφορούσαν το διάστημα από 6 Ιουνίου 1944 μέχρι 16 Ιουνίου 1950 (ενώ αρχικά ως χρόνος έναρξης των κατασκοπευτικών δραστηριοτήτων προσδιοριζόταν ο Νοέμβριος του 1944) με την κατηγορία της συνομωσίας «….με σκοπό να παραβιάσουν το εδάφιο (α) της παραγράφου 32 του κεφαλαίου 50 του κώδικα των Ηνωμένων Πολιτειών….» προκειμένου «να μεταφέρουν και να παραδώσουν σε μια ξένη κυβέρνηση, ήτοι την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, σε εκπροσώπους και πράκτορες αυτής, άμεσα και έμμεσα, επίσημα έγγραφα, χειρόγραφα, σχεδιαγράμματα, σημειώματα και πληροφορίες που αφορούν την εθνική άμυνα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου