27 Μαΐου 2013

Τρία ποιήματα για το καλοκαίρι από τους Παλαμά, Σουρή και Βιζυηνό


Δεν είναι ένα και δύο τα ποιήματα που έχουν γραφτεί για το καλοκαίρι, μια εποχή γεμάτη ερωτισμό και ξεγνοιασιά, όμως το αφιέρωμα αυτό θα περιοριστεί σε τρία άγνωστα ποιήματα ισάριθμων καταξιωμένων ποιητών, που χρονολογούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα. Η εποχή ήταν τελείως διαφορετική από τη σημερινή, όπως και οι παραστάσεις που αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για έναν ποιητή, κι επομένως έχει ενδιαφέρον να δούμε τι συναισθήματα ξύπνησε το καλοκαίρι μέσα τους, όπως το αποτύπωσαν με τη γραφίδα τους.

Στις 26 Ιουνίου 1888, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας "Το Άστυ" δημοσιεύτηκε ένα ποίημα για το καλοκαίρι, που έφερε την υπογραφή "Φλόρα Μυράμπελη". Ωστόσο, πίσω από το γυναικείο αυτό ψευδώνυμο κρυβόταν ένας άντρας, που αργότερα θα άφηνε βαθιά χαραγμένο το αποτύπωμα του στην ελληνική ποίηση. Πρόκειται για τον Κωστή Παλαμά και το συγκεκριμένο ποίημα, που είναι γεμάτο ερωτισμό, ανήκει στην πρώιμη, ρομαντική και λιγότερο καταξιωμένη φάση του ποιητή.

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Στου λαμπρού Καλοκαιριού την απλωμένη λαύρα
Καίει τα διάφανα φτερά η παιγνιδιάρα Αύρα.
Ο τζίτζικας παραλαλεί κρυμμένος μες στα φύλλα
Είναι τα ρόδα λιγοστά και περισσά τα μήλα.

Όλη την κτίση σκλάβα του τραβά το Καλοκαίρι.
Εγγίζει και τον άνθρωπο με το βαρύ του χέρι,
Κι ο άνθρωπος αλλάζει ευθύς και, δίχως να το νιώθει, 
Ξυπνούν μέσα του παλιοί και ξεχασμένοι πόθοι!

Καημός πανάρχαιου καιρού - τον σέρνει σα μαγνήτης,
Που ήταν παιδί της φύσεως και βασιλιάς μαζί της,
Παρθένος, δεν εγνώριζε στα δάση τα παρθένα
Τις χώρες πολυθόρυβες, τα σπίτια μολυσμένα.

Και σα να θέλει στον καιρό εκείνο να γυρίσει,
Ξεφεύγει απ' την οχλοβοή, την πόλη, και τη φθίση,
Και με χαρά παράξενη, με παιδιακίσια γέλια,
Κρύβεται μες στη μοναξιά, σκορπίζεται στ' αμπέλια.

Ο πόθος της παλιάς ζωής - τον σέρνει σα μαγνήτης,
Που ήταν παιδί της φύσεως και βασιλιάς μαζί της,
Δροσίζεται στις γαλανές ακρογιαλιές, και κάτου
Από τα δέντρα τα ιερά ξανοίγετ' η καρδιά του.

Και κλει και παίρνει μέσα του, χορταίνει όλη την πλάση,
Ψηλά βουνά, βαθιά νερά, πρασινισμένα δάση, 
Τον κάμπο με τα στάχια του, τη νύχτα με τ' αστέρια,
Όλ' απ' τον ήλιο τον χρυσό ως τ' άσπρα περιστέρια.

Χαίρεται τους καρπούς χλωρούς, και το νεράκι κρύο,
Κι ο Ύπνος ο πονετικός κι ο Έρως το θηρίο
Σφικτά καθένας τον κρατεί στη δυνατή του αγκάλη.
 νιός γίνεται σάτυρος κι η νιά νεράιδα πάλι!

________________________________


Περίπου ένα χρόνο μετά, στις 18 Ιουνίου 1889, στην ίδια εφημερίδα φιλοξενήθηκε ένα σατιρικό ποίημα για το καλοκαίρι, δημιουργία του σπουδαιότερου σατιρικού ποιητή της εποχής, του Γιώργου Σουρή, ο οποίος παραπονιόταν ότι από την ζέστη δεν του ερχόταν έμπνευση, αν και όλο και κάτι κατάφερε να σκαρώσει στο τέλος.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Τι διάβολο κανένας να γράψει και να πει...
μ' αυτό το καλοκαίρι δεν είναι προκοπή.
Σε λίγο ξημερώνει, πολύ αργά βραδιάζει,
και το μεγάλο Άστυ των Αθηνών αδειάζει.

Για το Παρίσι τώρα ξοδεύουν τον παρά τους
της μόδας οι Σινιόρες και κάθε Τενεκές,
αλλά για το Παρίσι κι αυτά τα τσόκαρά τους
πουλούνε όσα όσα και πλύστρες μερικές.

Τι ψύλλοι, τι κουνούπια, τι λαύρα και τι ζέστη,
κάθε ουροδοχείο παστρεύουν με ασβέστη,
κι ο Δήμαρχος ο ρέκτης στιγμή δεν σταματά
του Άιφελ τον Πύργο, στο νου του μελετά.

Τι διάβολο κανένας να εύρει για να γράψει...
μ' αυτήν την σκυλοκάψα του έρχεται να κλάψει.
Τα σπίτια όλα φούρνοι, καμίνια ολ' οι δρόμοι,
κι ουδέ Μητροπολίτης δεν έγινε ακόμη.

Σηκώθη στο ποδάρι Ανατολή και Δύσις
με τους σιδηροδρόμους εκείνους της Λαρίσης
κι Εγγλέζοι και Φραντζέζοι στα αυτιά του σερ Τρικούπη
με τ' άλλα τα κουνούπια του γίνονται κουνούπι.

Ανάβει σαν την ίσκα η καθεμιά Σινιόρα,
λυσσά ο κάθε σκύλος και σκάζει το τζιτζίκι,
και τίποτα σπουδαίο δεν έγινε ως τώρα,
ή δωρεά καινούρια του Σταύρου του Μπουλίκη.

__________________________________________


Εν τω μεταξύ, την άνοιξη του 1891, στο φιλολογικό περιοδικό "Εστία" δημοσιεύτηκε ένα ποίημα για το καλοκαίρι, το οποίο έγραψε ο Γεώργιος Βιζυηνός. Βέβαια, διαβάζοντας τους στίχους, παρά τον τίτλο του ποιήματος, θα διαπίστωνε κανείς ότι μάλλον ο ποιητής ήθελε να γράψει ένα ποίημα για την.. άνοιξη ή έστω την καλοκαιρία!

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Ο Μάρτης τ' άξιο παλικάρι,
Απρίλης τ' όμορφο παιδί
διώξαν το Γέρο τον γκρινιάρη
με το χιονάτο το μανδύ.

Απ' τα γαλάζια τ' ακρογιάλια
τον εμαζέψαν σιγανά,
και τον εσπρώξαν γάλι' αγάλια
ως πίσω από τα ψηλά βουνά.

Και τώρα γέμισαν οι κάμποι
με μόσχους και με φως γλυκό:
Σαν πλούσια εκκλησιά που λάμπει,
σαν περιβόλι θεϊκό.

Και στου Θεού το περιβόλι, 
στης Φύσεως την Εκκλησιά,
τα πάντα έχουν τώρα σχόλη, 
φορούν καινούρια φορεσιά.

Εις τα στριφτά της πλεξουδάκια,
στη μοσχερή της αγκαλιά
φορεί ροδόχρομα φιογκάκια
η ντροπαλή τριανταφυλλιά.

Και ο περήφανος ο κρίνος
με τη λευκή του τη θωριά
ελαμπροφόρεσε κι εκείνος,
ωσάν λεβέντης του Μωριά.

Χρυσή πλατιά του ήλιου ακτίνα
τα δυο λουλούδια ζωγραφεί:
Δροσιές λαμποκοπούν στα κρίνα,
δροσιές στου ρόδου τη μορφή.

Τ' αηδόνια, που πρωτοκοιτάζουν,
δροσολουσμένες λουλουδιές -
Τι δάκρυα να 'ναι αυτά, θαυμάζουν,
σε δυο νεοάνοιχτες καρδιές!...

Απ' τα μυρτόκλαδα προβάλλουν,
με την γλυκιά τους τη φωνή
τη μυστική Αγάπη ψάλλουν
που όλη την πλάση συγκινεί.

Ο Πλάστης που κρυφαγκαλιάζει 
όλο τον κόσμο με στοργή,
απ' τη γλυκάδα αναγαλλιάζει
και τα παιδάκια του ευλογεί.

Και είν' αυτό, που τόσα φέρει
σε κάθε αστέρι Του καλά:
Και είν' αυτό το Καλοκαίρι,
που λάμπει και μοσχοβολά.

1 σχόλιο: