11 Αυγούστου 2013

Πότε ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο η "Γκόλφω" και πώς την υποδέχτηκαν οι κριτικοί

Λίγοι το φαντάζονται ή το γνωρίζουν, αλλά ο Αύγουστος του 1894 αποτέλεσε μήνας-σταθμός για το ελληνικό θέατρο. Στις 30 του μηνός ανέβηκε η πρώτη επιθεώρηση, το ιδιαίτερο αυτό είδος της ελληνικής θεατρικής σκηνής, με τίτλο "Λίγο απ' όλα", ενώ στις 10 Αυγούστου, στο θέατρο "Παράδεισος" έκανε πρεμιέρα η "Γκόλφω", το βουκολικό ερωτικό δράμα του Σπύρου Περεσιάδη, που αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά έργα της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας, με δεκάδες διασκευές μέχρι σήμερα.
Ανατρέχοντας στις εφημερίδες της εποχής διαπιστώνουμε ότι -με λίγες εξαιρέσεις- η "Γκόλφω" πέρασε μάλλον απαρατήρητη από τους κριτικούς, αλλά όχι και από το κοινό. Οι θεατρικές στήλες των σημαντικότερων εφημερίδων επικέντρωναν στις δύο παραστάσεις της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου, που ήταν η σταρ της εποχής και οι παραστάσεις της θα έκαναν πρεμιέρα στα μέσα Αυγούστου, καθώς και στο πολυδιαφημισμένο ιστορικό έργο "Νεράιδα" του Δημήτρη Καμπούρογλου, που έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Τσόχα μια μέρα πριν την "Γκόλφω". 
Μάλιστα, τα δημοσιεύματα των εφημερίδων για τη "Νεράιδα" είχαν ξεκινήσει πολλές μέρες πριν, ήδη από την περίοδο των προβών, προσφέροντας απίστευτες λεπτομέρειες όχι μόνο για την υπόθεση του έργου, αλλά και για τη διανομή όλων των ρόλων. "Πρώτην φοράν αι Αθήναι θα ίδωσι τας Αθήνας, ως ήσαν προ 100 ετών, ζωντανάς επί σκηνής" ήταν το διαφημιστικό σλόγκαν της παράστασης, που είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας υπερπαραγωγής, καθώς συμμετείχαν συνολικά 60 ηθοποιοί, οι 10 εκ των οποίων ήταν πρωταγωνιστές!
Όμως, η "Νεράιδα" ήταν ένα θεατρικό έργο που δεν άντεξε στο χρόνο, ούτε προσέλκυσε τόσο πολύ κόσμο, αν κρίνουμε από την απόφαση του θεατρικού επιχειρηματία να ρίξει τις τιμές "ως καλυφθέντος ήδη ικανού μέρους των εξόδων", ενώ κανονίστηκε και ειδική αμαξοστοιχία στις 1 μετά τα μεσάνυχτα για τους κατοίκους του Πειραιά! (Παλιγγενεσία, 18.08.1894). Αντίθετα, η "Γκόλφω" του Περεσιάδη έτυχε της ευρύτατης αποδοχής του κοινού, όχι όμως και της κριτικής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο οι μισές εφημερίδες -και μάλιστα όχι εκείνες με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία- ανήγγειλαν την πρεμιέρα της παράστασης στις 10 Αυγούστου 1894, σε μια εποχή που οι θεατρικές παραστάσεις ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο λόγος ήταν κυρίως η έλλειψη σπουδαίων ονομάτων στη διανομή, αλλά και τα αρνητικά δείγματα γραφής του συγγραφέα, Σπύρου Περεσιάδη.


Από τα λιγοστά δημοσιεύματα των εφημερίδων εκείνης της εποχής, γνωρίζουμε μόνο ότι η πρώτη "Γκόλφω" στην ιστορία ήταν η ανερχόμενη ηθοποιός Βασιλεία Στεφάνου. Ο ηθοποιός Πεταλάς υποδυόταν τον "Τάσο", στο ρόλο του "Γιάννου" ο Νικηφόρος, ενώ δύο ακόμη ηθοποιοί που συμμετείχαν στην παράσταση, αλλά δεν είναι εξακριβωμένο ποιος ρόλους υποδύονταν, ήταν οι Σταματόπουλος και Σταϊκόπουλος.
Έτσι, η "Εστία" ανήγγειλε στις 10.08.1894: "Η "Γκόλφω" είνε ειδυλλιακόν δράμα του κ. Περεσιάδου του συγγραφέως της περυσινής "Μαργαρίτας" αλλά, κατά την ομόφωνον γνώμην εκείνων οι οποίοι παρευρέθησαν κατά τας δοκιμάς, ο ποιητής φέτος δεν αναγνωρίζεται. Έλαβε θέμα του είδους του, και το επραγματεύθη με τέχνην και δύναμιν. Ευχόμεθα η αποψινή παράστασις ναποδείξη αληθείς τας κρίσεις ταύτας".
Η "Επιθεώρησις έγραφε: "Απόψε λοιπόν αναβιβάζεται εις την σκηνήν του "Παραδείσου" το νέον πεντάπρακτον ειδυλλυακόν δράμα του συμπαθούς δραματικού ποιητού κ. Σπυρ. Περεσιάδου, το τόσον επαινούμενον παρά των παρακολουθησάντως τας τε μερικάς και γενικάς αυτού δοκιμάς, η "Γκόφω".
Ημείς, οι δι' ουδέν νέον ποιητικόν έργον εκ των προτέρων ενθουσιώντες, λαμβάνοντες υπ' όψει τας πολύ αγαθάς κρίσεις των περί την ποίησιν ασχολουμένων περί της "Γκόλφω" του κ. Περεσιάδου πεπείσμεθα ότι το νέον τούτο έργον του εξ Ακράτας ποιητού θα στεφθή υπό πλήρους επιτυχίας, εφ ω και προτρέπομεν αθρόον να συρρεύση απόψε εις τον "Παράδεισον" το φιλόμουσον αθηναϊκόν Κοινόν. Πλην δια΄τα άλλα προτερήματά της, η "Γκόλγω" επαινείται και διά την εν αυτή κατεσπαρμένην γλυκυτάτην και πεταχτήν εγχώριον μουσικήν της, υπαγορευθείσαν υπό του κ. Λυκούργου Τζανέα και συντεθείσαν υπό του μουσικοδιδασκάλου του θιάσου κ. Ιωσήφ Καίσαρη".
Την ίδια ημέρα η εφημερίδα "Παλιγγενεσία" περιορίστηκε ν' αναφέρει τυπικά ότι "Απόψε αναβιβάζεται το πρώτον επί σκηνής το λαμπρόν δράμα του Περεσιάδου, η Γκόλφω. Η συρροή προμηνύεται έκτακτος", ενώ η "Νέα Εφημερίς" έδωσε μια χορταστική περίληψη της υπόθεσης του έργου. Να σημειωθεί, πάντως, ότι η "Νέα Εφημερίς" ήταν η μοναδική που αγκάλιαζε τόσο θερμά την "Γκόλφω" με σειρά εκτενών, εγκωμιαστικών σχολίων τις επόμενες ημέρες.


Σε γενικές γραμμές, παρά τη μεγάλη ανταπόκριση του κοινού, οι κριτικές που δημοσιεύτηκαν στις δύο εφημερίδες με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία δεν ήταν εξίσου θετικές. Εξάλλου, αρκετές εφημερίδες σνόμπαραν τελείως την παράσταση, μη δημοσιεύοντας ούτε μία κριτική τις επόμενες μέρες, όπως οι "Καιροί", η "Ακρόπολις" και η "Εφημερίς των Συζητήσεων". 
Ο αρμόδιος συντάκτης της "Εφημερίδος" βρήκε την παράσταση "απομίμηση του Αγαπητικού της Βοσκοπούλας" και "κουραστική", ενώ τα έβαλε και με το παίξιμο των ηθοποιών. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές προσπάθησε να κρατήσει ισορροπίες τονίζοντας και το μοναδικό -κατ' εκείνον- θετικό στοιχείο της παράστασης:
"Το νέον ειδυλλιακόν δράμα του κ. Περεσιάδου κατ' απομίμησιν του "Αγαπητικού της Βοσκοπούλας" του κ. Κορομηλά, ήρεσεν εις τους παραστάντας κατά την πρώτην του χθες. Η υπόθεσίς του είνε απλουστάτη. Νεαρός ποιμήν, μνηστευμένος με την ποθητήν της καρδίας του, την εγκαταλείπει, όπως συζευχθή μετ' άλλης κόρης πλουσίας και από καλλιτέραν οικογένειαν. Η εγκαταλειφθείσα τον καταράται, αλλ' είτα μετανοούσα, εν τη γενναιφροσύνη της, ανακαλεί την κατάραν και αυτοκτονεί, καταπίνουσα δηλητήριον. Ο άπιστος εραστής, μεταβαίνων εν πομπή, όπως τελέση τους γάμους του, προ της ψυχορραγούσης ερωμένης του μετανοεί και φονεύεται υπό τινος συγγενούς της αυτοκτόνου.
Επί της απλουστάτης ταύτης υποθέσεως ο συγγραφεύς συνυφαίνει πέντε μακράς και κουραστικάς πράξεις, αι οποίαι θα ήσαν πολύ καλλίτεραι αν εσυντομεύοντο. Σκηνάς όμως το έργον έχει εδώ και εκεί καλαί. Η τελευταία σκηνή της 4ης πράξεως, καθ' ην εν τω μέσω των χορευόντων φίλων και συγγενών του απίστου εραστού της εμφανίζεται έξαλλος η Γκόλφω και μετά περιπαθείας ανακαλεί την κατάρα της είνε εκτάκτου όντως δυνάμεως και η κορωνίς του οράματος όλου. Η πέμπτη πράξις ηδύνατο να λείψη ολόκληρος, προστιθεμένης μιας έτι σκηνής εις την τετάρτην, εν η να επέρχηται ραγδαιοτέρα η καταστροφή. 
Η εκτέλεσις ηδύνατο να γείνη πολύ καλλιτέρα. Δυστυχώς οι περισσότεροι των ηθοποιών μας δεν ειξεύρουν ακόμη ν' αναγγέλουν τους δεκαπεντασύλλαβους της δημοτικής.
Ο συγγραφεύς κληθείς επί της σκηνής εχειροκροτήθη".

Μια μέρα μετά (12.08.1894), πολύ πιο κάθετα αρνητικός ήταν ο κριτικός της εφημερίδας "Το Άστυ", ο οποίος παραδεχόταν ότι δεν άντεξε να δει όλη την παράσταση και σχολίαζε σχετικά:
"Εις τον "Παράδεισον" χθες παρεστάθη ειδυλλιακόν δράμα ενός αγνώστου εις τα γράμματα, του κ. Περεσιάδου. Ομολογώ, ότι δεν είχα την υπομονήν να υποστώ ή τας δύο πράξεις του έργου τούτου. Είνε μία αδεξιώτατη αντιγραφή του "Αγαπητικού της Βοσκοπούλας". Συνάδελφοι τινες λέγουν, ότι εις την δ' πράξιν έχει μίαν σκηνήν δυνατήν. Εκ των όσων ήκουσα πολύ αμφιβάλλω. Καλόν είνε, άλλως, άπαξ διά παντός, να λεχθή, ότι ολίγες φουστανέλλες, μερικές γκλίτσες, μια βρύσι τρέχουσα νερό και ένα δυό βλαχοπούλες δεν αποτελούν το εθνικόν δράμα. Το εθνικόν δράμα αποτελεί η εθνική ψυχή, τα έργα δε τα παρουσιαζόμενα εις ημάς ως ελληνικά είνε συνήθως φορτικώταται πλαστοπροσωπήσεις των ηρώων υπερρομαντικών μυθιστορημάτων, φουστανελλοφορούντων και φλυαρούντων κοινοτοπίας, αναμείκτους μετά χυδαιοτήτων του τελευταίου είδους. Η ανοχή του κοινού και των θιάσων δεν είνε δυνατόν να έχη επί των εχόντων στοιχειώδη τινά αίσθησιν καλού επιρροήν τινα και δεν θα παύσωμεν προστατεύοντες και το μεν και τους δε κατά τοιούτων αντικαλαισθητικών αποπειρών".

Από την άλλη, οι εφημερίδες που είχαν θετικά λόγια να γράφουν ήταν επιδεικτικά ολιγόλογες. Έτσι, στις 11.08, την επόμενη δηλαδή της πρεμιέρας, η "Εστία" περιορίστηκε να τονίσει ότι "Επέτυχε λαμπρά χθες εις τον Παράδεισον η "Γκόλφω" του κ. Περεσιάδου. Έκαμεν εντύπωσιν προπάντων η τετάρτη πράξις, εκτάκτως δυνατή... Ο ποιητής, κληθείς επί της σκηνής, επευφημήθη ενθουσιωδώς".
Αρκετές μέρες αργότερα (20.08), η "Παλιγγενεσία" θα διαφημίζει την έκτη επανάληψη της παράστασης, την οποία χαρακτήριζε "ανευφημουμένη και καταχειροκροτουμένη... η οποία προκαλεί πάντοτε συρροήν κόσμου εις τον "Παράδεισον" και πολύ δικαίως, διότι είναι η μοναδική επιτυχία της εφετεινής περιόδου", ενώ παράλληλα επαινούσε το "θαυμάσιο" παίξιμο της πρωταγωνίστριας, Βασιλείας Στεφάνου.

Μια εξαιρετικά θερμή κριτική για το έργο γράφτηκε στη "Νέα Εφημερίδα", που παράλληλα επαινούσε τον άθλο του τυφλού συγγραφέα, όπως και τις υποκριτικές ικανότητες των πρωταγωνιστών (11.08.1894):
"Η Γκόλφω, το νέον του κ. Περεσιάδου έργον, το πρώτον επαίχθη χθες την εσπέραν εν τω Παραδείσω εν συρροή πλείστου κόσμου, μετ' ενδιαφέροντος παρακολουθήσαντος τας συγκινητικάς όντως και τεχνηκωτάτας σκηνάς του δράματος. Η Γκόλφω ως έργον, δυνάμεθα να είπωμεν απολύτως είνε υπό πάσαν έποψιν άριστον. Φυσικώτατοι του βουνού χαρακτήτες, πλέκουσιν αφελέστατα, ζωηρότατα το νέον έργον του κ. Περεσιάδου, ούτινος ένιαι των σκηνών είνε πρώτης δυνάμεως λόγω τέχνης, και υψηλών ιδεών. Πολλοί εκ του ακροατηρίου δεν ηδύναντο να κρατήσωσι τα δάκρυά των εκ των αναπτυσσομένων σκηνών και συγκινητικωτάτων επεισοδίων της στερηθείσης του έρωτος της κόρης, ήτις μετά τόσας βασάνους δηλητηριάζεται τέλος. Στέφανοι μετά περιστερών προσεφέρθησαν. Τρις εκλήθη επί της σκηνής ο ποιητής. Και να υπολογίζη τις ότι πρόκειται περί τυφλού ποιητού, όστις δεν δύναται και αν θέλη ν΄ απομιμηθή, όστις δεν γνωρίζει καμμίαν γλώσσαν, όστις και αυτάς τας σκηνάς του έργου του είνε ηναγκασμένος ν' ακολουθή διά της φωτεινής και μεγάλης όντως φαντασίας του. Τι συγκινητικώτερον; Τις ευστομώτερος κήρυξ καθαράς και αγνής του δράματος αξίας; Η εκτέλεσις αφ' ετέρου αμίμητος. Η ηρωίς του έργου του κ. Περεσιάδου εύρεν ερμηνεύτριαν αρίστην την καλλιτέχνιδα δεσποινίδα Βασιλείαν Στεφάνου, ήτις έπαιξε θαυμασίως. Ωσαύτως και ο κ. Πεταλάς ως Τάσος, ο κ. Νικηφόρος ως Γιάννος κλπ. Υπερβολικός κάπως ο κ. Σταματόπουλος. Έξοχος ο κ. Σταϊκόπουλος...".
Δυο μέρες αργότερα, η "Νέα Εφημερίς" ύμνησε τη "μετριόφρονα και συμπαθή δεσποινίδα Βασιλείαν Στεφάνου", η οποία "μας συνεκλόνησε, μας εκίνησε εις δάκρυα... Η οριστικώς αναδειχθείσα πλέον καλλιτέχνις κέκτηται όλα τα στοιχεία της συστηματικής ευδοκιμήσεως τα οποία την τάσσουν παραπλεύρως των αρίστων συναδέλφων της". Επίσης, η εφημερίδα έκανε ειδική αναφορά στη "γλυκειά και εύηχο φωνή της, η οποία μεταβάλλει την ποίησιν της "Γκόλφως" εις αληθή μουσικήν".

Εξαιρετικά θετική ήταν η κριτική και της "Επιθεωρήσεως", που δυο μέρες μετά την πρεμιέρα συνέκρινε το έργο με τις μεγάλες θεατρικές απογοητεύσεις της χρονιάς και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η "Γκόλφω" είναι ένα "άρτιον δραματικόν έργον, μια ηθογραφία, αν μη επιβάλλουσα τον θαυμασμόν, πάντως όμως δικαιωματικώς προκαλούσα τα ειλικρινή χειροκροτήματα ουχί των λογίων, αλλά του λαού, διά τον οποίον γράφονται και πρέπει να γράφωνται τα δραματικά έργα".
Επιπλέον, ο συντάκτης εξαπέλυε επίθεση στους "λόγιους" που υποτιμούσαν τα έργα με λαϊκή απήχηση -το γνωστό θέμα ορισμού της ποιότητας στην τέχνη που διχάζει μέχρι σήμερα: "Το έργον, όπερ είχε την μεγάλην τύχην να χειροκροτηθή μετά ειλικρινούς ενθουσιασμού υπό του απειροπληθούς ακροατηρίου του συρρεύσαντος κατά την προχθές πρώτην και χθες δευτέραν διδασκαλίαν, διότι υπό οιανδήποτε έποψιν εστέφθη υπό πληρεστάτης επιτυχίας, είνε η "Γκόλφω", το πεντάπρακτον ειδυλλιακόν δραμάτιον του εξ Ακράτας συμπαθούς ποιητού κ. Σπυρ. Περεσιάδου.
Η "Γκόλφω" αν δεν είνε έργον μεγάλης επιβολής, και ακριβώς διά τούτο επέτυχεν, διότι τα τοιούτου είδους έργα δεν γράφονται διά της γραφίδος των λογίων της αράδας, αλλά διά του καλάμου εκείνων των μεγαλοφυιών, ων η δράσις αποτελεί χρονολογίαν διά τον πολύν κόσμον, είνε όμως αναμφιλέκτως έργον πλήρες, διότι κατά την συγγραφήν αυτού ουδείς δραματικός κανών έμεινεν ανεφάρμοστος και η υπόθεσις αυτού δεν εζήτηθη υπό του συγγραφέως ούτε εις τον επουράνιον κόσμον ούτε εις τον υποχθόνιον, αλλ' εν τη ανθρωπίνη κοινωνία και εις εκείνην, εν η ακμάζει η αρετή και εισέτι σφυγκτύτατα διατηρείται οικογενειακός δεσμός, ήτοι εν τη κοινωνία των κατοίκων των βουνών της Ελλάδος..."

___________________________________________________________________

Κανονικά, κάπου εδώ θα έπρεπε να ολοκληρωθεί αυτό το αφιέρωμα. Αν όμως ψάχνετε το κάτι παραπάνω, ειδικά αν ασχολείστε με την ελληνική δραματουργία ή με τη θεατρολογία, θα βρείτε ενδιαφέρον τις παρακάτω xl διεξοδικές αναλύσεις της παράστασης.
Η πρώτη δημοσιεύτηκε στην "Επιθεώρηση" στις 12 Αυγούστου υπό τη μορφή επιφυλλίδας



Η δεύτερη δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στη "Νέα Εφημερίδα" (30.08 και 01.09.1894). Το κείμενο φέρει την υπογραφή συνεργάτη της εφημερίδας με τα αρχικά Γ.Β., ενώ αποτυπώνει εύσχημα την αρχική δυσπιστία για το δημιούργημα ενός άσημου συγγραφέα και τη μετάλλαξή της σε θαυμασμό. Επίσης, αναλύει διεξοδικά το θεατρικό έργο (έργο και χαρακτήρες), σαν να πρόκειται για κριτική βιβλίου, χωρίς να παραλείπονται και κάποιες υπερβολές (π.χ. η σύγκριση της "Γκόλφως" με τα σαιξπηρικά δράματα!):
"Ανέγνωσα κάπου προτού παρασταθή το έργον του κ. Περεσιάδου, ότι ο ποιητής της "Γκόλφως" μας επεφύλασσεν εφέτος εκπλήξεις καλλιτεχνικάς εξ εκείνων εις τας οποίας δυστυχώς δεν έχουν ακόμη συνειθίσει οι γνωστοί δραματικοί συγγραφείς μας. Το πολύ κοινόν, μεταξύ του οποίου συγκαταλέγομαι και εγώ, εδικαιούτο βεβαίως, ν' αμφιβάλλη περί του αληθούς της προγνώσεως, λαμβανομένων υπ' όψει των μεγάλων αποτυχιών από τας οποίας συνετρίβησαν κατά την εφετεινήν περίοδον σκηνικά τινα προϊόντα, προκειμένου δε περί συγγραφέως ο οποίος, το πρώτον εμφανισθείς πέρυσι, δεν εκατώρθωσεν αμέσως να κερδήση αμέριστον την εκτίμησιν του κόσμου των θεάτρων. Έπειτα, μετ' ολίγας ημέρας ήλθεν η πρώτη παράστασις της "Γκόλφως", αι εκπλήξεις και αι συγκινήσεις αι προαγγελθείσαι υπήρξαν ομολογουμένως από τας ζωντανοτέρας και όλοι μας τας ησθάνθημεν και όλοι μας ευρέθημεν εις την ευχάριστον θέσιν να επευφηκήσωμεν εν δεδικαιολογημένω ενθουσιασμώ συγγραφέα, ο οποίος επί πέντε ολοκλήρους πράξεις κατώρθωσε να μας κρατήση καθηλωμένους εις τα καθίσματά μας, πνευστιώντας εξ ενδιαφέροντος, χειροκροτούντας και κλαίοντας και παθαινομένους επί τη ανελίξει σκηνών πλήρων αποκορυφωμένου πάθους υπερεντεταμένης τραγικότητος.
Ο κ. Περεσιάδης εζήτησε την φοράν αυτήν την έμπνευσίν του από την αληθή πηγήν, την μόνην, την πλουσίαν πηγήν. Ιδέα ευτυχής, η οποία δεν ημπορούσε παρά να προκαλέση την ζωντανήν επιτυχίαν, την στεφανώσασαν το έργον του. Ενεπνεύσθη από την αύραν του ελληνικού βουνού, από του θυμού το τραχύ άρωμα, από την απαλώς κηλούσαν το ους φλογέραν του βοσκού, και επί της σκηνής μας αναπαρέστησε παλλομένην την ζωήν των ορεσιβίων νομάδων με όλας τας δεινάς συγκρούσεις των φλογερών παθών της, τας πατριαρχικάς έξεις της, τα αγνά αισθήματά της, την διαπνέουσαν αυτήν πρωτογόνον απλοϊκότητα. Και η έμπνευσίς του, ως ήτο επόμενον, υπήρξε πλουσία, χειμαρρώδης και τόσον ακράτητος, ώστε εις μερικά μέρη θα καθίστατο φορτική, αν δεν ήτο περιβεβλημένη τόσον κομψώς εις τους λαξευτούς στίχους του έργο με το καθάριον, το αστράπτον ένδυμα της δημώδους. Διότι δεν πρέπει να κρύψω μίαν γνώμην όλως διόλου ατομικήν, την οποίαν προκειμένου περί του ζητήματος τούτου εσχημάτισα: "Της εμπνεύσεώς του ο πρώτος χειροκροτητής, διά τας ιδέας του ο πρώτος παθαινόμενος είνε αυτός ο ίδιος ο κ. Περεσιάδης. Όταν μία ωραία ιδέα κατρακυλά από τον κάλαμόν του τον νευρώδη, όταν η έμπνευσις τον οιστρηλατή, αρέσκεται να επιμένη εις την ωραίαν ιδέαν του, ενθουσιά και παραφέρεται από την οιστρήλατον έμπνευσίν του, στρέφει και ξαναστρέφει την φράσιν του, την τραβά εις μάκρος και εκσπά πού και πού εις λυρικούς πλατειασμούς, αι οποίαι δυνατόν να εχαλάρωναν την όλιν δράσιν του έργου, αν δεν διωχετεύοντο από το άκρον τόσον τορνευτής γραφίδος.
Ποίος ο σκοπός της "Γκόλφως", η θεμελιώδης ιδέα της; Εις το ζήτημα τούτο ο συγγραφεύς επρωτοτύπησε καθ' ολοκληρίαν. Ομιλεί απροσώπως. Πλέκει το έργον του, εξυφαίνει τας ωραίας σκηνάς του, διαγράφει εντέχνως ψυχολογημένους τους χαρακτήρας του, ωθεί μέχρι του ακροτάτου δραματικού ορίου εν τη διαπάλη των τα πάθη τα πυρώδη και βαίνει γοργώς προς την λύσιν, αφίνων εις τον ακροατήν να εξαγάγη αφ' εαυτού το ηθικόν συμπέρασμα. Ούτω της "Γκόλφως" η ιδέα παρίσταται υπολανθάνουσα, φευγαλέα, κάπως ασύλληπτος και δυσδιάκριτος, μη υποκειμένη αμέσως εις την αντίληψιν του κοινού ακροατού. Ο συγγραφεύς εζήτησε να παραστήση εν τω έργω του την δύναμιν της ύλης επί παντός ηθικού παθήματος, το χρήμα το πανίσχυρον και την μακρόθεν την ως εν απόπτω διαβλεπομένην δόξαν, την διά του πλουτισμού επιβολήν, εξουθενίζοντα έρωτα αγνόν, αδιατάρακτον μέχρι της στιγμής καθ' ην παρεμβαίνει η κραταιά, η ακαταγώνιστος ύλη. Δυνατόν η τοιαύτη ιδέα μη ενέχη και πολλήν πρωτοτυπίαν αλλά εις τας χείρας συγγραφέως, οίος διά της "Γκόλφως" ανεδείχθη ο κ. Περεσιάδης, κατέστη εν από τα πλέον σπαρταριστά θύματα, βάσις στερεά, επί της οποίας εστηρίχθη το πλέον ωραίον, το πλέον ζωντανόν των δραμάτων.
Λυπούμαι πολύ διότι δεν έχω αρκετόν χώρον να αναλύσω το ωραίον έργον εν λεπτομερεία, θα εβλέπατε τότε όσοι δεν παρευρέθητε εις καμμίαν από τας πολλάς μέχρι τούδε παραστάσεις του, πόσον καλώς το οικονόμησεν ο κ. Περεσιάδης, με τι τέχνην συνδέει αδιασπάστως τας σκηνάς του, πώς κατώρθωσεν εν φυσική επαλληλία να παρουσιάζη την μιαν κατόπιν της άλλης καταστάσεως, όπως το τραγικόν αίρεται μέχρι σαικσπηραίου σχεδόν ύψους και καταστάσεως, όπου το κωμικόν προκαλεί ευχάριστον τον γέλωτα, άπλετον, ακράτητον. Θα εθαυμάζετε τας ωραίας του ιδέας, τας οποίας θα σας παρέθετον αυτοτελείς, διότι ο εξ Ακράτας ποιητής δεν είνε μόνον εμπνευσμένος λυρωδός των καλλονών της φύσεως και της θέρμης του έρωτος, δεν χειρίζεται μόνον όσον ουδείς, ολίγος τόσον καλλιτεχνικώς και με τοιούτο αίσθημα τον κάλαμον της αγνής, της ρεούσης δημώδους, είνε γωνιμότατος και εις ιδέας και παρατηρήσεις ηθικολογικάς, εις γνώμας, εις υποθήκας, εις συμβουλάς, εγκατεσπαρμένας εν επιζήλω δαψιλεία εδώ κ' εκεί εις κάθε σκηνήν και προσδιδούσας εις το έργον του ένα κάποιον βάθος φολοσοφικοκοινωνιολογικόν. Θα επεθύμον έπειτα να παρενείρω μεταξύ των γραμμών μου αυτών μερικούς στίχους από την γλώσσαν του την σφριγηλήν, διά να εντρυφήσητε εις την καλλιτεχνικήν κομψότητα της φόρμας, να αισθανθήτε την νευρωμένην ζωήν της μ' όλας τας παραλλαγάς της επιβλητικής μεγαλοπρεπείας της και της γοητευτικής απλότητός της.
Εκείνο το οποίον με ενθουσιάζει ιδίως εις την "Γκόλφω", όταν την εξετάζω υπό καθαρώς δραματικήν έποψιν, είνε των τραγικών της σκηνών η επιτυχής εξεύρεσις. Υπό την έποψιν αυτήν, ο Περεσιάδης αναγγέλλεται δραματικός συγγραφεύς μεγάλης εμπνεύσεως. Κεφαλή γόνιμος εις σκηνικάς εκπλήξεις συναρπαζούσας, τας οποίας μας επιφυλάσσει κατά το τέλος ιδίως των πράξεών του. Αι εξάρσεις αι τραγικαί αποκορυφούνται πλέον εδώ. Τι σκηνάς ανεφίκτου εντάσεως ή της κατάρας και έπειτα η άλλη εκείνη, η κεφαλαιώδης της Δ'  πράξεως, καθ' ην ο ακροατής συνέχει ακόμη και αυτήν την αναπνοήν του και οι οφθαλμοί όλων πλημμυρίζουν από δάκρυα και τα στήθη αναπάλλονται εν εκρήξει ακατασχέτου συγκινήσεως υπό το ψυχοφθόρον, αλλά γλυκύ άλγος της "Γκόλφως" λυσικόμου, φρενήρους εμφανιζομένης εν τω μέσω χαρμοσύνου διασκεδάσεως, διά να είπη το ύστατον χαίρε εις τον απιστήσαντα εραστήν! Και η άλλη εκείνη, η της τελευταίας πράξεως, η σκηνή της παραφροσύνης, με όλας τας εγκεφαλικάς παρακρούσεις της εγκαταλειφθείσης παρθένου, καθ' ην η συστηθείσα φαντασία της ηρωίδος διορά φάσματα τρομακτικώς απαίσια και εφορμά κατά φανταστικών εχθρών με κραυγάς υστάτου άλγους μανιακού φόβου, ενώ κατόπιν επέρχεται των νεύρων η χαλάρωσις και η έξαλλος μανία μεταβάλλεται εις ήρεμον παραλήρημα εν τω μέσω του οποίου επέρχεται γλυκύς, ανακουφιστικός ο θάνατος. Σκηναί τοιαύται, τόσην προξενούσαι συγκίνησιν, ομολογουμένως σε εκνευρίζουν. Εκύτταξα τριγύρω μου και ουδέν άλλο είδα ή όμματα δακρυσμένα, χείλη σπασμωδικώς κινούμενα εν τη γενική εκείνη υπερεντάσει των νεύρων, πρόσωπα κάτωχρα υπό την ριγηλήν φρικίασιν, η οποία διέθεε ακόμη το ακροατήριον. Αν ο Περεσιάδης ως τραγικός μυθοπλάστης είνε πρώτης δυνάμεως, δεν υστερεί και ως δημιουργός τόπων και χαρακτήρων. Τα πρόσωπα όλα εν τω δράματί του είνε το καθέν εις την θέσιν του. Έκαστον εξ αυτών δρα και σκέπτται και συμπεριφέρεται κατά τα αισθήματά του, τον χαρακτήρα του, τας ιδέας του. Ο Ζήσης ο αρχιτσέλιγκας, ο βασιλίσκος αυτός της νομαδικής φυλής των ποιμένων, τραχύς εν τη συναισθήσει της επιβολής του, μέχρι κτηνωδίας παραφερόμενος, και ο Κίτσος ο ανεψιός του, εις τα λεβέντικα στήθη του οποίου ήναψε πάθος τόσον φλογερόν, αλλά φευ! και τόσον μάταιον, έπειτα η Σταυρούλα η αγέρωχος, η τόσον συμπαθής ακόμη και εν τη μοχθηρά ερωτική αντιζηλία της, και ο Τάσσος, εκείνος ο ευκατάπειστος, η ευμάλακτος αυτή φύσις, επί των επιπολαίων του οποίου αισθημάτων η ύλη εξασκεί την ολεθρίαν αυτής επίδρασιν, και ο Γιάννος, ο πεπαιδευμένος αυτός αγράμματος, με το ιδιόρρυθμον φιλοσοφικόν του σύστημα, με τας ανεξαντλήτους κοινωνιολογικάς θεωρίας του, με τον σαρκασμόν εις τα χείλη, αλλά και με την πώρωσιν εν τη καρδία, και ο απλοϊκός Δήμος ο κατόπιν ως λέων εξανιστάμενον ίνα πατάξη τον άπιστον εραστήν, και ο Θανασούλας, ο πατήρ, το πρότυπον τούτο της συναισθήσεως της τιμής, εις από τους πλέον επιτυχώς ψυχολογημένους τύπους, και η Αστέρω, η συμπαθητική και γλυκεία αυτή μήτηρ, και τέλος οι ποιμένες οι άξεστοι εν τη πρωτογενεί φύσει των, και αι πεντάμορφες και ευμελείς ποιμενίδες, τα ζωντανά αυτά άνθη των βουνών, όλα αυτά τα πρόσωπα, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες αποτελούν μικρογραφικήν κοινωνίαν καταμερισμένην εις ιδιορρύθμος τύπους, με διάφορα πάθη, διάφορα αισθήματα, διαφόρους ιδέας και σκέψεις. Και εν τω μέσω αυτών, οιονεί πλαισιουμένη υπό των διαφόρων τούτων τύπων, εξέχουσα και διακρινομένη η Γκόλφω, η Γκόλφω η δεινοπαθούσα, χαρακτήρ φαεινός, φύσις ευπειθής, υπερανθρώπως ευσταθής εις το αίσθημά της, ποιμενίς αφροπλασμένη, ηρωίς δράματος κινούσα όσον ουδεμία άλλα το ενδιαφέρον του ακροατού αμετάπτωτον, ορμητικόν εν τη εκδηλώσει της εις την συμπάθειαν του και ζωηρότατον τον οίκτον και το έλεος.
Εις πολύ ευτυχείς στιγμάς εμπνεύσεως ευρίσκετο ομολογουμένως ο κ. Περεσιάδης, όταν έγραφε την "Γκόλφω" του. Με το δράμα του αυτό ανεδείχθη οριστικώς πλέον εις από τους καλλιτέρους δραματικούς συγγραφείς μας και με τα παταγώδη χειροκροτήματά του, και τας ανευφημίας του το κοινόν ζωηρότατα του απέδειξε την εκτίμησίν του, παρ' όσα και αν λέγουν και αν κάμνουν οι ενδιαφερόμενοι διά το μονοπώλιον της σκηνής".

_____________________________________________________________________

Για όσους δεν γνωρίζουν την υπόθεση της "Γκόλφως" παραθέτω -μεταφρασμένη στη δημοτική- την περίληψη που δημοσίευσε η "Νέα Εφημερίς" στις 10.08.1894, προκειμένου να κατατοπίσει τους αναγνώστες της με αφορμή την πρεμιέρα του έργου.
"Η Γκόλφω, φτωχή βοσκοπούλα, νεαρή και αρκετά όμορφη, ερωτεύεται φτωχό βοσκό, που ονομάζεται Τάσος. Ο ανιψιός του ηγέτη των βοσκών, Κίτσος, κάτοχος πολλής περιουσίας μανιωδώς την Γκόλφω, ενώ αποφασίζει και εκδηλώνει προς αυτήν την ερωτική φωτιά που διαβρώνει την καρδιά του και ζητάει το χέρι της. Η Γκόλφω, όμως, παραμένοντας πιστή στον έρωτά της αρνείται στον Κίτσο,. Αυτός δε βλέποντας ότι περιφρονείται ο έρωτάς του, παραφέρεται και εξομολογείται το πάθος του στο φίλο του, Γιάννο, πρόσωπο πολύ κακού χαρακτήρα, τον οποίο και παρακαλεί να μεταβεί στη μητέρα της Γκόλφως, την Αστέρω, και να ζητήσει εκ μέρους του το χέρι της Γκόλφως, ενώ του υπόσχεται γενναία αμοιβή.
Εν τω μεταξύ, όμως, η τύχη για τον Τάσο μεταβάλλεται από τυχαίο περιστατικό και γίνεται κάτοχος πέντε χιλιάδων δραχμών. Χαρούμενος γι' αυτό, έρχεται στην μνηστή του, δίπλα στην οποία βρίσκει τον πατέρα του και τη μητέρα της και εξομολογείται σ' αυτούς το έρωτά του με την Γκόλφω και ζητά την σγκατάθεσή τους για την ένωσή του μαζί της. Αυτοί αποδέχονται και οι δύο εραστές δίνουν τα χέρια τους.
Ο Κίτσος, ενδίδοντας στις συμβουλές του κακοήθους φίλου του, πείθει το θείο του, Ζήση, να προσφέρει τη μοναδική θυγατέρα του, Σταυρούλα, σε γάμο με τον Τάσο. Ο δε Γιάννος αναλαμβάνει λίαν εντέχνως και ύπουλα να συμβουλεύσει τον Τάσο να εγκαταλείψει την Γκόλφω και να αποδεχθεί ως σύζυγό του την πλούσια Σταυρούλα. Ο Κίτσος το κάνει αυτό μέσω του Γιάννου, ελπίζοντας ότι αν η Γκόλφω εγκαταλειπόταν από τον Τάσο, θα δεχόταν το χέρι του για να εκδικηθεί τον προδότη εραστή.
Ο Τάσος, αφού έχει εκβιαστεί η συνείδησή του, παραπείθεται και εγκαταλείπει την Γκόλφω. Ο πατέρας του, όμως, Θανασούλας, τιμιότατος και ευσυνείδητος ποιμένας, αποκηρύσσει το νέο για την άτιμη αυτή πράξη του και τον διώχνει από την καλύβα του. Η Γκόλφω, αν και εγκαταλελειμμένη, δεν ξεχνά, αγαπά τον παράσπονδο εραστή και αρνείται το χέρι του Κίτσου. Ο πατέρας του Τάσου ικετεύει τη Σταυρούλα να μην αποδεχθεί τον καταραμένο γιο του. Η Γκόλφω κλαίει, οδύρεται, ποθεί να λησμονήσει τον άκαρδο εραστή, αλλά και πάλι δεν μπορεί. Τον καταριέται, αλλά και πάλι μετανιωμένη λύει την κατάρα. Ο Κίτσος, βλέποντας ότι συνέχεια ματαιώνονται τα σχέδια του, αποφασίζει να παρακωλύσει την τέλεση του γάμου της Σταυρούλας.
Η Γκόλφω, απελπισμένη, παραφρονεί και την ημέρα του γάμου πέφτει δηλητηριασμένη σε κάποιο αλώνι, από το οποίο την βρίσκει να εκπνέει η διερχόμενη γαμήλια συνοδεία. Ο Τάσσος μετανιώνει μπροστά στην ετοιμοθάνατη Γκόλφω, φρίττει, και κλίνει το γόνατο ζητώντας συγχώρηση. Η Γκόλφω τον συγχωρεί και εκπνέει. Ο Τάσος καταριέται τον υπεύθυνο αυτής κατάστασης.
Ένας δε βοσκός, που ονομάζεται Δήμος, εξάδελφος της Γκόλφως, για να εκδικηθεί το θάνατό της και την οικογενειακή φιλοτιμία, πυροβολεί κατά του Τάσου και τον σκοτώνει". ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου