4 Μαρτίου 2014

Η συγκλονιστική εξομολόγηση της Μελίνας Μερκούρη στην Οριάνα Φαλάτσι λίγους μήνες μετά την εγκαθίδρυση της χούντας στην Ελλάδα: Οι αρχικές αμφιβολίες, η απόφαση για ενεργό δράση, η αφαίρεση της ιθαγένειας και η προσήλωση στον Σκοπό για τη δημοκρατία και την ελευθερία

The Australian Women's Weekly, 29.11.1967

"Υπήρξε μια στιγμή, όταν η Μελίνα, την οποία οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο ως έναν έξυπνο χαρακτήρα, μια σέξι ηθοποιό, αποδείχτηκε ότι είναι πολλά περισσότερα από αυτό και ότι δικαιούται τον απίστευτο ρόλο που ζει τώρα: μια εθνική ηρωίδα στην εξορία". Έτσι ξεκινούσε η Οριάνα Φαλάτσι την περιγραφή της σπουδαίας Ελληνίδας, Μελίνας Μερκούρη, με αφορμή συνέντευξη που της είχε παραχωρήσει μετά την απόφαση της χούντας των συνταγματαρχών να στερήσουν την ελληνική ιθαγένεια από τη Μελίνα ως αντίδραση στον αντιδικτατορικό της αγώνα.

Δεν επρόκειτο ακριβώς για μια συνέντευξη, αλλά μια προσωπική εξομολόγηση-χείμαρρος της Ελληνίδας ηθοποιού στη Φαλάτσι, που ξεκινούσε από τις πρώτες μέρες της χούντας και την αδυναμία της Μελίνας να διαχειριστεί τις εξελίξεις, συνεχιζόταν με την περιγραφή της μετάλλαξης εκείνης της αδυναμίας σε λυσσώδη δύναμη αγωνιστικής υπεράσπισης της δημοκρατίας και κατέληγε σε μια υπόσχεση εντατικοποίησης εκείνου του αγώνα. Μια εξιστόρηση σε πρώτο ενικό πρόσωπο, χωρίς να διακόπτεται από ερωτήσεις, που ανέδειξε τη σπουδαία, μεγαλύτερη κι από την ίδια την ζωή, προσωπικότητα της Μελίνας, που δίκαια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η σπουδαιότερη Ελληνίδα του 20ου αιώνα. Όχι γιατί δεν είχε ελαττώματα, αλλά γιατί ήταν αυθεντική και πάνω απ' όλα αγαπούσε τους Έλληνες, τους απλούς ανθρώπους που κατοικούν αυτήν τη χώρα - γι' αυτούς αγωνιζόταν.
Το σχετικό αφιέρωμα/εξομολόγηση δημοσίευσε η εβδομαδιαία αυστραλιανή εφημερίδα The Australian Women's Weekly στις 29.11.1967, που αποτέλεσε πηγή για τη συγκεκριμένη ανάρτηση, όπως αναπαράγεται σε ψηφιακή μορφή από την ιστοσελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αυστραλίας. Αν γνωρίζετε κάποιο άλλο στοιχείο για το πού ή πότε δημοσιεύτηκε πρώτη φορά, μην παραλείψετε να το γνωστοποιήσετε στα σχόλιά σας. 
Αν πάλι αναρωτιέστε ποιο ήταν εκείνο το γεγονός, το οποίο υπαινισσόταν η Οριάνα Φαλάτσι στο πρόλογο του εισαγωγικού της κειμένου, αυτό είχε λάβει χώρα στη Νέα Υόρκη στις 7 Ιουλίου 1967, πέντε μέρες προτού η Μελίνα Μερκούρη στερηθεί την ελληνική ιθαγένεια. Η Μελίνα ήταν προσκεκλημένη να παρευρεθεί σε μια αντιδικτατορική εκδήλωση Ελλήνων της Νέας Υόρκης, όπου 800 προσκεκλημένοι θα τραγουδούσαν τα απαγορευμένα από τη χούντα τραγούδια του Θεοδωράκη. Όλοι την περίμεναν να εμφανιστεί στις 11.30 το βράδυ, αμέσως μετά το τέλος της παράστασης "Ίλια Ντάρλινγκ", όπου πρωταγωνιστούσε και η οποία παιζόταν στο Μπρόντουγουεϊ με μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, είχε έρθει η πληροφορία ότι η Μελίνα δεν θα εμφανιζόταν, επειδή λίγες ώρες νωρίτερα είχε πεθάνει ο πατέρας της. Όμως εκείνη ήρθε τελικά και η Φαλάτσι περιέγραφε τη σκηνή ως εξής:
"Μπήκε χωρίς μια λέξη. Χωρίς μια λέξη πήγε στην εξέδρα από την οποία είχαν μιλήσει οι ρήτορες. Ήταν ντυμένη στα μαύρα, το πρόσωπό της ήταν χλωμό, κουρασμένο, λιωμένο. Βαθιές ρυτίδες σημάδευαν τα μάτια της. Το στόμα της ήταν λυγισμένο. Μόνο οι μαθητές της έμοιαζαν ζωντανοί, έλαμπαν σαν αναμμένα σπίρτα. Πάνω από την σιωπή του πλήθους ύψωσε τη φωνή της σταθερά: "Ο πατέρας μου θα ήταν πολύ χαρούμενος να είναι μαζί σας απόψε, να εργαστεί μαζί σας. Πέθανε πριν λίγες ώρες. Στο όνομα του πατέρα μου, σας ζητώ να μην εγκαταλείψετε. Η δημοκρατία θα νικήσει". Τότε, όσο σιωπηλά είχε έρθει, το κεφάλι της περήφανα όρθιο, άφησε την εξέδρα κι έφυγε".

Αρκετά με την εισαγωγή, ο λόγος ανήκει αποκλειστικά στη Μελίνα:
"Πρώτα ήταν εκείνες οι 20 μέρες και νύχτες αβεβαιότητας. Αφότου η χούντα πήρε την εξουσία στην Ελλάδα, έζησα 20 μέρες και νύχτες αγωνίας. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ίδρωνα όπως κάποιος που έχει τύφο.
Κάθε πέντε λεπτά έπρεπε να κάνω μπάνιο και ν' αλλάζω, ακόμη και το σώμα μου ξερνούσε αγωνία. Πνιγόμουν από δίψα, γέμιζα το στομάχι μου με νερό. Δεν θυμάμαι να υπήρξα ποτέ τόσο άρρωστη στην ζωή μου. Τ' ορκίζομαι στη δημοκρατία.
Και αναρωτήθηκα: Θα 'πρεπε να μιλήσω, δεν θα 'πρεπε; Ποτέ δεν υπήρξα ηρωίδα. Και είχαν το πιο θηριώδες όπλο να χρησιμοποιήσουν εναντίον μου: Μπορούσαν να μου απαγορεύσουν να δω την Ελλάδα ξανά.
Η σκέψη από μόνη της διπλασίασε τον ιδρώτα μου. Εξακολουθεί να το κάνει κι αυτήν τη στιγμή. Πρέπει ν' αντισταθώ;
Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι δεν αισθάνονται καν κάποια αγάπη για την πατρίδα τους και μπορούν να εγκατασταθούν οπουδήποτε και να πεθάνουν σ' ένα νέο μέρος και ποτέ να μην γυρίσουν πίσω, εκεί όπου ανήκαν.
Εγώ δεν μπορώ. Είμαι εμποτισμένη με αυτήν την αγάπη από τη γέννησή μου. Αγαπώ όλα όσα συνθέτουν την Ελλάδα: την τρέλα μας και το χιούμορ μας και την ζήλια μας και τη γενναιότητα μας και το μίσος μας και τα βουνά μας που δεν έχουν ποτέ δέντρα και τη θάλασσα μας που κλαίει και τις μυρωδιές μας από τις τομάτες και το τυρί και την ιστορία μας, το παρελθόν μας!
Και είπα στον εαυτό μου: Αν εκείνοι το κλέψουν αυτό από μένα, θα χάσω το μυαλό μου. Τότε, την εικοστή μέρα, κάτι συνέβη.
Θυμήθηκα ότι ανήκω σε μια αντιφασιστική οικογένεια, πολύ γνωστή στην Ελλάδα ως αντιφασιστική, και θυμήθηκα τον παππού μου, ο οποίος είχε υπάρξει δήμαρχος της Αθήνας για 30 χρόνια και είχε φυλακιστεί και θυμήθηκα τον πατέρα μου, ο οποίος είχε εξοριστεί τέσσερα χρόνια εξ αιτίας της δικτατορίας του Μεταξά και ο οποίος είχε αγωνιστεί εναντίον των Φασιστών και των Ναζί ως αληθινός ήρωας και θυμήθηκα μια αίσθηση ενοχής.
Πάντοτε είχα ενοχές ή τύψεις που δεν είχα κάνει τίποτα, όταν η χώρα μου καταλήφθηκε από τους Φασίστες και τους Ναζί. Το μόνο που έκανα για την Ελλάδα εκείνη την εποχή ήταν να καβγαδίσω μ' έναν Ναζί.
Ήμουν σ' ένα μπαρ με φίλους. Κάποιοι Ναζί έφτασαν, μεθυσμένοι. Είπαν: "Ελάτε και πιείτε μαζί μας". Οι φίλοι μου τους ακολούθησαν. Εγώ δεν το έκανα. Δεν ήθελα να το κάνω.
Τότε ο πιο μεθυσμένος ήρθε προς το μέρος μου και είπε, "Κι εσύ, επίσης".
Απάντησα, "Όχι". "Αν δεν έρθεις, θα σε πυροβολήσω", είπε. Απάντησα, "Όχι". "Θα μετρήσω μέχρι το τρία και τότε σε πυροβολώ", επανέλαβε. Απάντησα, "Όχι".
Πυροβόλησε. Δεν με πέτυχε.
Αυτό ήταν όλο και ήταν πολύ λίγο. Δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου. Ο αδερφός μου ήταν μόλις 14 ετών, όταν πολέμησε με τον Υπόκοσμο.
Ίσως ήμουν πολύ νέα, πολύ ερωτευμένη με το θέατρο, πολύ απασχολημένη με τη δραματική σχολή.
Δεν κατηγορώ τον εαυτό μου για οτιδήποτε άλλο έχω κάνει σ' όλη μου την ζωή - ούτε για τους εραστές που αγάπησα, ούτε για τα λάθη που έκανα - όμως όντως μέμφομαι τον εαυτό μου, που υπήρξα τόσο τυφλή, όταν ήμουν νέα.
Όταν έφτασε η εικοστή μέρα, κατάλαβα ότι αυτή ήταν η στιγμή να εξιλεώσω την ντροπή μου. Και ξαφνικά ο ιδρώτας μου σταμάτησε, η δίψα μου σταμάτησε και ένιωσα πολύ καλά.
Το πρώτο μου βήμα ήταν να πάω και να μιλήσω στις ειδήσεις του NBC.
Τηλεφώνησα στον Έλληνα Πρόξενο της Νέας Υόρκης, κ. Τζορτζ Γκαβάς, τηλεφώνησα στον Αρχιγραμματέα της ελληνικής Πρεσβείας στην Ουάσινγκτον, κ. Γεώργιο Δ. Βρανόπουλο, και τους είπα: "Θέλω να γνωρίζετε ότι πρόκειται να μιλήσω". Τότε πήγα και είπα ότι η Ελλάδα δεν είναι πια μια χώρα που θα έπρεπε να επισκεφτεί κανείς σαν τουρίστας.
"Από τις 21 Απριλίου η Ελλάδα είναι μια χώρα σκλάβων. Ο ήλιος και η θάλασσα και το φεγγάρι δεν είναι αρκετά να σας κάνουν να ξεχάσετε ότι αυτοί οι σκλάβοι βρίσκονται σε αλυσίδες εξαιτίας μιας δικτατορίας. Αν πάτε στην Ελλάδα ν' απολαύσετε τον ήλιο και τη θάλασσα και το φεγγάρι, η συνείδησή σας δεν μπορεί να αισθανθεί καθαρή, επειδή δεν υπάρχει τίποτε καθαρό σ' ένα γιοτ που πλέει γύρω από ένα νησί, το οποίο είναι φυλακή".
Αυτό είπα. Και έκλαιγα, ενώ το έλεγα. Δεν είναι εύκολο να πεις: "Μην πηγαίνετε στην πατρίδα μου, παρακαλώ".
Επί 15 χρόνια θεωρούμαι ένα είδος ελληνικού αξιοθέατου. Οι ελληνικές αρχές με έστειλαν ακόμη και στη Σκανδιναβία για να προσελκύσω τουρίστες. Και έδωσα πάρτι στο Παρίσι, στο Λονδίνο, γι' αυτόν τον λόγο, και προσκάλεσα καλλιτέχνες και συγγραφείς. Έκανα ταινίες με αμερικανικά χρήματα στην Ελλάδα και συνήθιζαν να με αποκαλούν "ανεπίσημη πρέσβειρα της Ελλάδας".
Και αυτό μ' έκανε υπερήφανη και είναι δύσκολο να εγκαταλείψεις την περηφάνια.
Το δεύτερο βήμα μου ήταν στο (σ.σ. τηλεοπτικό) σόου "Tonight", μια μέρα αφότου η χούντα είχε απαγορεύσει τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη - ο "Ζορμπάς ο Έλληνας", ανάμεσα στ' άλλα.
Πήγα και τραγούδησα τον "Ζορμπά, τον Έλληνα".
Τότε διάβασα μια δήλωση, υπογεγραμμένη από τον Έντουαρντ Άλμπι, τον Λέοναρντ Μπερνστάιν, την Ειρήνη Παπά, τον Ζιλ Ντασέν. Είπα:
"Τα φώτα έσβησαν στην Ελλάδα. Η Ελλάδα, η γενέτειρα της δημοκρατικής ιδέας, είναι προς το παρόν κάτω από το ζυγό μιας στρατιωτικής δικτατορίας. Η συνταγματική κυβέρνηση και τα δικαιώματα των ανθρώπων και του Τύπου έχουν καταπιεστεί".
Και τότε πήγα στο "The Merv Griffin Show". Και μίλησα ξανά, αν και δεν θυμάμαι τι είπα.
Το στόμα μου είναι μεγάλο, είναι ακόμη μεγαλύτερο όταν είναι ανοιχτό για να πει την αλήθεια. Το κράτησα ανοιχτό ένας Θεός ξέρει σε πόσα προγράμματα. Νομίζω ότι επισκέφτηκα κάθε τηλεοπτικό κανάλι και κάθε ραδιοφωνικό σταθμό στη Νέα Υόρκη.
Θύμωσαν τόσο στην Ουάσιγκτον, ο Βρανόπουλος από την Πρεσβεία ήρθε και μου είπε: "Σταμάτα το".
Η απάντηση μου ήταν να του δείξω μια εφημερίδα με την είδηση της σύλληψης της Δώρας Στράτου. Η Δώρα είναι επικεφαλής της διάσημης Σχολής Λαϊκού Χορού.
Η απάντηση του Βρανόπουλου ήταν: "Σταμάτα να φωνάζεις και θα την ελευθερώσω". Η φωνή μου έγινε πάγος: "Και τους άλλους;"
Ο Βρανόπουλος έφυγε από το θέατρο με αυτά τα λόγια: "Θέλεις να μας αναγκάσεις να γίνουμε κακοί μαζί σου".
Κάποιοι άνθρωποι λένε ότι η απώλεια της ιθαγένειάς μου δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη για μένα. Ήταν.
Δεν πίστεψα ότι θα κατήγγειλαν τους εαυτούς τους μ' έναν τόσο ανόητο τρόπο. Μάλλον πίστευα ότι θα με σκότωναν αντί να εκθέσουν τους εαυτούς τους στη διεθνή περιφρόνηση.
Μια μέρα πρόσεξα ότι το διαβατήριό μου θα έπρεπε ν' ανανεωθεί σύντομα. Κάλεσα το ελληνικό Προξενείο και τους είπα ότι έπρεπε ν' ανανεώσω το διαβατήριό μου, καθώς δεν είχα καμία πρόθεση να ζητήσω για αμερικανικό διαβατήριο.
Ο κ. Γκαβάς φάνηκε πραγματικά φοβισμένος. Είπε ότι θα μ' ενημέρωνε, αν μπορούσε να το ανανεώσει ή όχι.
Μετά πέθανε ο πατέρας μου. Πέθανε στο Λονδίνο, όπου βρισκόταν για θεραπεία από τον καρκίνο και πέθανε από καρδιακό επεισόδιο, ενώ έκανε μια τόσο καλή δουλειά για την δημοκρατία.
Άκουσα τα νέα από το τηλέφωνο, από τον αδελφό μου Σπύρο.
Ήμουν μόνη, χωρίς τον Ζιλ Ντασέν. Ο άνδρας που είχε υπάρξει κοντά μου για 11 χρόνια, ο άνδρας που με είχε διδάξει ν' αναπνέω, χωρίς τον οποίον δεν μπορούσα ν' αναπνέω, ήταν πολύ μακριά την πρώτη φορά που τον χρειάστηκα.
Το τηλεφώνημα από τον κ. Γκαβά ήρθε, όταν ήμουν τόσο μόνη.
Μου προσέφερε τα συλληπητήριά του. Είπα καλά, πολύ καλά, ευχαριστώ, πότε μπορώ να έρθω και ν' ανανεώσω το διαβατήριό μου;
Είπε: "Δεν μπορώ ν' ανανεώσω το διαβατήριό σας". Εγώ είπα: "Είναι επίσημο;". Εκείνος είπε: "Περιμένετε μέχρι την Παρασκευή".
Την Τετάρτη άκουσα για την απώλεια της ιθαγένειας και όλων των ιδιοκτησιών μου στην Ελλάδα.
Στις επτά το πρωί, με ξύπνησε ένα τηλεφώνημα από το Λονδίνο. Μια φωνή είπε: "Εδώ, Evening Standard του Λονδίνου. Χάσατε την ιθαγένειά σας και η περιουσία σας έχει κατασχεθεί, ποιο είναι το σχόλιό σας;"
Δεν είχα κάποιο σχόλιο αμέσως. Ήμουν άφωνη. Του ζήτησα να επαναλάβει τι είχε πει. Το επανέλαβε.
Και η απάντησή μου ήρθε σαν νερό από συντριβάνι: "Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Πατακός γεννήθηκε φασίστας, θα πεθάνει φασίστας. Αν επιθυμεί να δημιουργήσει μια Ιωάννα της Λωραίνης από μένα, είναι δική του δουλειά".
Δεν έκλαψα. Μόνο όταν ήμουν στη σκηνή της παράστασης "Illya Darling" και τραγούδησα "Πειραιά, αγάπη μου" (Piraeus, My Love"), άρχισα να κλαίω. Ακόμη το κάνω όταν σκέφτομαι: Δεν πρόκειται ποτέ να δεις την Ελλάδα σου ξανά, Μελίνα.
Ο Πατακός ανακοινώνει ότι θα ξαναδώ την Ελλάδα, αν ζητήσω να με συγχωρέσουν, αν αποδείξω τον Ελληνισμό μου. Ο Πατακός με κάνει να γελάω. Τι γνωρίζει εκείνος για τον Ελληνισμό μου; Πώς αυτός αποδεικνύει τον Ελληνισμό του; Με όπλα;
Ο Πατακός λέει επίσης ότι δεν δικαιούμαι την ελληνική ιθαγένεια, επειδή δεν ζω στην Ελλάδα.
Τι γελοίο ψέμα. Η τελευταία φορά που έφυγα από την Ελλάδα ήταν τον Σεπτέμβρη. Ήμουν στην Ελλάδα οκτώ μήνες με τον Ζιλ Ντασέν.
Συνήθως ζούσα στην Ελλάδα έξι μήνες κάθε χρόνο, τον υπόλοιπο χρόνο στο εξωτερικό εξ αιτίας της δουλειάς μου.
Το σπίτι μου ήταν στην Αθήνα, ένα όμορφο σπίτι που κοίταζε στην Ακρόπολη. Ο Ζιλ το επέλεξε και είχε μόλις τελειώσει, όταν ο Πατακός το έκλεψε.
Αλλά δεν με πειράζει αυτό.
Ποτέ δεν νοιάστηκα για την ιδιοκτησία. Αγνοώ τι κατέχω ή κατείχα, το μόνο που μπορώ να θυμηθώ για τις ιδιοκτησίες μου στην Ελλάδα είναι μια σοφίτα και μια γη, στην οποία έχτισα πέντε διαμερίσματα και λίγα χρήματα στην τράπεζα. Είναι αυτά σημαντικά; Άλλα πράγματα είναι πραγματικά σημαντικά. Η μητέρα μου, για παράδειγμα.
Είναι μόνη της στην κορυφή ενός βουνού, κάτι που διπλασιάζει την απελπισία της και δεν μπορώ ούτε καν να της τηλεφωνήσω.
Τα μόνα νέα που είχα από εκείνη μου τα έφερε ένας καλός Αμερικανός. Δεν ξέρω καν, αν βρίσκεται σε κίνδυνο.
Αν θα τη συλλάβουν κι εκείνη, θα καταρρεύσω. Ένας άνθρωπος μπορεί ν' ανεχτεί ορισμένο αριθμό τραγωδιών, όχι περισσότερες.
Εξάλλου δεν είναι μόνο η μητέρα μου, οι άνθρωποι είναι επίσης η μητέρα μου. Όταν ήμουν παιδί, το σπίτι μου ήταν πάντοτε ανοιχτό στους ανθρώπους.
Έρχονταν κι έτρωγαν και μιλούσαν μαζί μας και υπήρχε μια φράση, που συνήθιζα ν' ακούω από τον παππού μου: "Δράση και Άνθρωποι". Ή: "Δράση για τους Ανθρώπους".
Ποτέ δεν την ξέχασα, παρόλο που ποτέ δεν υπήρξα φτωχή, όπως είναι ο λαός μου.
Μεταξύ των ανθρώπων που δεν πεινούν ποτέ επειδή τρώνε πάρα πολύ και των ανθρώπων που είναι πάντοτε πεινασμένοι επειδή τρώνε πολύ λίγο, προτιμώ τους τελευταίους.
Εν τέλει, είναι εκείνοι που υποφέρουν περισσότερο. Πάντοτε υπέφεραν.
Όχι όπως σήμερα, είναι αλήθεια. Δεν υπήρχε μια ιδανική κατάσταση στην Ελλάδα πριν τον Πατακό, όμως ο τρόμος δεν υπήρχε πριν τον Πατακό.
Πολλοί άνθρωποι είχαν απελευθερωθεί από τη φυλακή και ο Κωνσταντίνος μας έδωσε ελπίδα.
Οι άνθρωποι τον εμπιστεύτηκαν μετά το γάμο του με την Άννα-Μαρία της Δανίας και είχαν δίκιο.
Γνωρίζω την κοπέλα, είναι καλής καταγωγής. Την κοιτάζεις και καταλαβαίνεις αμέσως ότι είχε δημοκρατική εκπαίδευση.
Καημένε βασιλιά. Όλα ήταν τόσο άχρηστα, όμως. Είχε την ευκαιρία της ζωής του και την έχασε. Μόνο αν είχε πάει εξορία αφότου ο Πατακός ήρθε στην εξουσία.
Γεγονός είναι ότι χρειάζεται πολύ κουράγιο ή πολλή εξυπνάδα γι' αυτές τις επιλογές. Ή πιθανόν είναι πολύ κακά ενημερωμένος απ' όσους τον περιβάλουν.
Πάντοτε σκεφτόμουν ότι η μητέρα του, Φρειδερίκη, δεν έκανε πολύ καλό για την Ελλάδα: Δεν βλέπω εξυπνάδα σ' εκείνη, μόνο σκοτεινή φιλοδοξία και μια γερμανική πλευρά που εκνευρίζει.
Όμως η Φρειδερίκη δεν εκπροσωπεί την Ελλάδα. Τίποτε σ' εκείνη δεν θυμίζει την Ελλάδα. Δεν είναι Ελληνίδα.
"Και τώρα τι θα γίνει, Μελίνα;" με ρωτούν.
Τώρα θα γίνει μια δίκη σε κάποιο στρατοδικείο, με την ίδια παλιά κατηγορία ότι είμαι Κομμουνίστρια. Απλά αποκρουστικό.
Κανείς δεν θα το πιστέψει. Όλοι γνωρίζουν πόσο πολύ μισώ τον εξτρεμισμό, όλους τους εξτρεμισμούς, συμπεριλαμβανομένου του Κομμουνισμού.
Όμως θα καταδικαστώ, όπως έχουν καταδικαστεί όλοι οι άλλοι.
Και ποιος νοιάζεται, αν εκείνοι που κατηγορούνται είναι συχνά δεξιοί, βαθιά συνδεδεμένοι με τον συντηρητισμό; Ποιος νοιάζεται αν ανήκουν σε κάποιο κόμμα εκτός του κέντρου;
Όσοι δεν συμπαθούν τον Πατακό είναι Κομμουνιστές για τον Πατακό.
"Πες μας, Μελίνα, πραγματικά φοβάσαι ότι θα σκοτωθείς;" με ρωτάνε επίσης - τόσοι πολλοί άνθρωποι μου το έχουν ρωτήσει αυτό.
Δεν φοβάμαι να σκοτωθώ. Όμως το σκέφτομαι, όπως και οι άλλοι.
Είναι φανερό ότι είναι ικανοί για οτιδήποτε. Όταν σου απαγόρευσαν να φοράς μια μίνι φούστα, να έχεις γένια, να ακούς τα τραγούδια που σου αρέσουν.
Συνέλαβαν ένα κορίτσι, 23 ετών, επειδή άκουγε ένα τραγούδι του Θεοδωράκη. Πηγαίνεις κατευθείαν σ' ένα στρατοδικείο, αν ακούσεις ένα τραγούδι του Θεοδωράκη ή αν το κατέχεις, το κλέψεις, το αγοράσεις, το παίξεις.
Ο Θεοδωράκης κρύβεται για ν' αποφύγει τη σύλληψη.
Συνέλαβαν έναν άνθρωπο που έσπαγε πιάτα, ενώ χόρευε σε μια ταβέρνα του Πειραιά. Συνηθίζαμε να σπάμε πιάτα κατά τη διάρκεια ενός πάρτι, τώρα απαγορεύεται.
Επίσης απαγορεύεται να πεις τη λέξη "εκλογές". Μια δασκάλα συνελήφθη, επειδή είπε σ' ένα αγόρι στο σχολείο: "Όχι, δεν έχουμε εκλογές, αλλά θα έχουμε πολύ σύντομα".
Έκλεισαν έναν αριθμό βιβλιοπωλείων και δεν μπορείς να βρεις το "Ποιος είναι Ποιος στην Ελλάδα", επειδή το βιβλίο περιέχει βιογραφίες αντικυβερνητικών προσωπικοτήτων. Η "Νέα Εισαγωγή στον Όμηρο" του Γιάννη Κορδάτου δεν πωλείται πλέον.
Λέω μόνο ό,τι γνωρίζω. Ένας Θεός ξέρει πόσα άλλα ντροπιαστικά αγνοώ.
Όμως δεν αγνοώ το γεγονός ότι ο Εμμανουήλ Μπακλατζής, ο εκδότης της Αθηναϊκής, είναι στη φυλακή με τα ποντίκια. Και δεν αγνοώ ότι ο Χρήστος Λαμπράκης, ο ιδιοκτήτης του Βήματος, συνελήφθη μαζί με τη Δώρα Στράτου.
Δεν αγνοώ το γεγονός ότι περίπου 100 δημοσιογράφοι έχουν εκδιωχθεί από το συνδικάτο τους, ότι τουλάχιστον δέκα από αυτούς είναι φυλακισμένοι στο νησί Γιούρα (σ.σ. δεύτερη ονομασία της Γυάρου), ότι πολλές εφημερίες δεν εκδίδονται πια, ότι 38 μη πολιτικοί οργανισμοί έχουν κλείσει μόνο στον Πειραιά. Ο Οργανισμός Παιδικής Αγάπης Πειραιώς-Κερατσινίου, ο Οργανισμός Μητρικής Αγάπης Πειραιά, ο Σύλλογος Οδηγών Ταξί Αθηνών-Πειραιώς.
Δεν αγνοώ το γεγονός ότι ο Ιωάννης Χρυσικός, 66 ετών πρώην λέκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει συλληφθεί μαζί με τον παθολόγο Ευγένιο Φωκά, 64. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, χωρίς καμία εξήγηση. Όπως ο Αλέξανδρος Σακελλαρόπουλος, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Όπως ο Αναστάσιος Πεπονής, διευθυντής του ελληνικού ραδιοφώνου κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Συχνά δεν υπάρχει ούτε μία εξήγηση. Κάποιες φορές δεν υπάρχει ούτε καν κατηγορία. Μόνο η καταδίκη.
Η κοινωνία γεμάτη τρόμο, που ο Τζορτζ Όργουελ περιέγραψε στο "!984", έχει ήδη ξεκινήσει στην Ελλάδα.
Γι' αυτό δεν πρέπει, δεν μπορώ να πάρω ένα αμερικανικό διαβατήριο.
Ως σύζυγος του Ζιλ Ντασέν, ενός Αμερικανού πολίτη, θα μπορούσα να ζητήσω για ένα αμερικανικό διαβατήριο. Όμως θα ήταν σαν να παραδινόμουν, ακόμη σαν να πρόδιδα την Ελλάδα.
Αγαπώ την Αμερική. Την αγαπώ, επειδή η Αμερική μου έδωσε αγάπη και είμαι ευαίσθητη στην αγάπη, χρειάζομαι αγάπη. Και όταν λαμβάνω αγάπη, πάντοτε την ανταποδίδω.
Την είδα στον τρόπο που με χειροκρότησαν, όταν κατάλαβαν ότι έκλαιγα ενώ τραγουδούσα "Πειραιά, Αγάπη μου". Στον τρόπο που μου χαμογελούν οι ταξιτζήδες, όταν λένε: "Θα γυρίσεις πίσω, σωστά;". Στον τρόπο που μου στέλνουν δώρα - ένα δολάριο, πέντε δολάρια, 25 δολάρια, επειδή νομίζουν ότι πεινώ.
Δεν είμαι ένα πολιτικοποιημένο άτομο. Καταλαβαίνω μόνο εκείνα τα πράγματα που μου αγγίζουν την καρδιά. Καλά ή κακά.
Οι συνταγματάρχες της Αθήνας συμπεριφέρθηκαν άσχημα κι έτσι τους μισώ. Οι Αμερικανοί φέρθηκαν καλά κι έτσι τους αγαπώ.
Όμως δεν θέλω το διαβατήριο τους. Είμαι Ελληνίδα και θα συνεχίσω να ταξιδεύω με το ελληνικό διαβατήριο μου, το οποίο δεν είναι έγκυρο, και θ' αφήσω τον εαυτό μου να εκδιωχθεί απ' όλα τα αεροδρόμια, όλα τα σύνροα.
Και ο Πατακός θα βυθίζεται στη γελοιότητα. Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική για εμένα ή για εκείνον, γνωρίζω ότι πρέπει να υποφέρω, επειδή αυτό επέλεξα, όταν επέλεξα να μιλήσω.
Θα πρέπει να έχω αυτό το διαβατήριο πίσω.
Όλη μου την ζωή έχω υπάρξει πεσιμίστρια: σε σχέση με τον έρωτα, με την καριέρα μου, με την ομορφιά μου. Ωστόσο σήμερα κυματίζω τη σημαία της αισιοδοξίας. Ακόμη κι αν δεν είναι λογικό (δεν μπορώ να έχω την πολυτέλεια της λογικής). Πρέπει να έχω ελπίδα.
Είμαι άλλη γυναίκα τώρα. Έμαθα να λέω όχι.
Πριν, δεν μπορούσα. Το πρώτο δάκρυ, το πρώτο χάδι, μ' έκαναν ν' απαντώ: Ναι. Κι έτσι άλλαζα χρώματα κάθε πέντε λεπτά.
Τώρα έχω ένα συγκεκριμένο χρώμα, το χρώμα του Όχι. Επειδή έτυχε να λάβω ένα δώρο, δηλαδή να καταλαβαίνω την αδικία, ν' ανακαλύπτω την αξιοπρέπεια.
Από τώρα και στο εξής, κανείς δεν θα μου χαμογελάσει, επειδή είμαι επιπόλαιη και τρελή και παράδοξη, όπως συνήθιζα να είμαι.
Πρόκειται να μελετήσω, ν' ανακαλύψω τις απαντήσεις και να γνωρίζω τις λέξεις που να χρησιμοποιήσω, όταν με ρωτάνε: "Τι είναι δημοκρατία; Τι σημαίνει ελευθερία;".
Το ν' απαντάω μόνο με τα συναισθήματά μου δεν αρκεί. Επειδή δεν είμαι πια η Μελίνα Μερκούρη, η ηθοποιός. Είμαι μια γυναίκα, που εκπροσωπεί έναν Σκοπό.
Δεν αναζήτησα τέτοιο λάβαρο, όμως ο Πατακός το έβαλε στα χέρια μου και τώρα το κρατώ σφιχτά".


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου