Οι δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934 αποτέλεσαν σταθμό στην εξέλιξη του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά οι Ελληνίδες είχαν δικαίωμα να ψηφίσουν σε εκλογική διαδικασία, ενώ για πρώτη φορά γυναίκες έθεσαν υποψηφιότητες για τη διεκδίκηση μιας θέσης σε δημοτικά συμβούλια, που όμως απορρίφθηκαν από το Εκλογοδικείο της εποχής.
Η προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων στο Εκλογοδικειακό τμήμα του Πρωτοδικείου για τις δημοτικές εκλογές του 1934 έληγε τα μεσάνυχτα της 31ης Ιανουαρίου. Μεταξύ των υποψηφίων συμβούλων για το δήμο της Αθήνας εμφανίζονταν οι κυρίες Ρίτα Κορομηλά και Μαρία Καρελλά. Υποψηφιότητα για πάρεδρος στο δήμο Ν. Ιωνίας κατέθεσε η κυρία Σημηριώτου, ενώ υποψηφιότητες για το δημοτικό συμβούλιο του Πειραιά κατέθεσαν οι κυρίες Πία Φεράλδη και Ελένη Μάντζαρη, καθώς και η δεσποινίς Θέλγη Πασχάλη.
Το νομικό πάτημα για την υποβολή των παραπάνω γυναικείων υποψηφιοτήτων βρισκόταν στη φράση "παρέχεται δικαίωμα ψήφου" του σχετικού νόμου. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση των καθηγητών Δεμερτζή, Σβώλου και Τριανταφυλλόπουλου, η διατύπωση αυτή ήταν ασαφής, καθώς δεν απαγόρευε ρητά το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στις Ελληνίδες. Επομένως, από τη στιγμή που επιτρεπόταν το έλασσον (δηλ. το δικαίωμα του εκλέγειν) θα έπρεπε αναλογικά να θεωρηθεί νόμιμο και το μείζον, που ήταν το εκλέγεσθαι σε δημόσιο αξίωμα. Αλλιώς, ο νομοθέτης θα έπρεπε να κάνει "φραστική διαστολή" και να αρνηθεί κατηγορηματικά το ένα από τα δύο δικαιώματα.
Επίσης, ένα ακόμη επιχείρημα που επικαλέστηκε ενώπιον του Εκλογοδικείου ο δικηγόρος και πολιτευτής Σ. Θεοδωρόπουλος, που εκπροσωπούσε τις υποψήφιες δημαρχίνες και παρεδρίνες, ήταν η κατάθεση παλαιότερης πρότασης νόμου που ζητούσε την παραχώρηση δικαιώματος ψήφου και στις γυναίκες, φέροντας τις υπογραφές 50 βουλευτών, που ποτέ δεν συζητήθηκε στο Κοινοβούλιο, δηλαδή ούτε έγινε δεκτή ούτε όμως είχε καταψηφιστεί.
Ως "ένα απρόοπτον, προοδευτικόν φαινόμενον δι' εκείνους, που είνε φίλοι του φεμινισμού, διασκεδαστικόν απλώς διά τους κακοψύχους και εκείνους, που θέλουν την γυναίκα να ασχολήται εις τα οικογενειακά" σχολίαζε το γεγονός η εφημερίδα Ακρόπολις (01.02.1934), η μόνη που έδωσε έμφαση στην εξέλιξη αυτή - ίσως επειδή οι υπόλοιπες εφημερίδες ήταν σίγουρες ότι η φεμινιστική αυτή πρωτοβουλία δεν είχε καμιά ελπίδα, όπως κι έγινε. Τα Πρωτοδικεία Αθηνών και Πειραιά απέρριψαν τις υποψηφιότητες αυτές, επικαλούμενα νομολογία του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γιδόπουλου, ο οποίος διέκρινε το δικαίωμα του εκλέγειν από αυτό του εκλέγεσθαι.
Αυτές ήταν οι δύο πρώτες γυναίκες που κατέθεσαν υποψηφιότητα για να εκλεγούν δημοτικές σύμβουλοι στην Αθήνα, αλλά τελικά στερήθηκαν τη δυνατότητα να τεθούν υπό την κρίση των συμπολιτών τους.
Ακρόπολις, 01.02.1934 |
Διαβάστε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου