23 Δεκεμβρίου 2012

Αναδρομή σε (πολύ) παλιότερα Χριστούγεννα, μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων της εποχής.

Ας κάνουμε μια αναδρομή σε παλαιότερες εποχές, πριν από 100 και πλέον χρόνια, να δούμε πώς οι εφημερίδες αποτύπωναν στις σελίδες τους τον εορτασμό των Χριστουγέννων. Πόσο διαφορετικές ήταν οι συνήθειες των παππούδων μας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα; Θα σταθούμε σε τέσσερις χρονιές-σταθμούς της νεώτερης ελληνικής ιστορίας: στο 1893 (λίγο μετά τη χρεωκοπία του ελληνικού κράτους), στο 1897 (μετά την ήττα του ελληνοτουρκικού πολέμου), στο 1910 (μετά την αναρρίχηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πρωθυπουργία) και στο 1912 (κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου).

1893

Τη συγκεκριμένη χρονιά, η γιορτή των Χριστουγέννων έπεσε μόλις δύο εβδομάδες μετά τη χρεωκοπία του ελληνικού κράτους. Όπως ήταν φυσικό, το γεγονός αυτό είχε αντίκτυπο στην κίνηση της αγοράς, η οποία χαρακτηριζόταν "εις άκρον πενιχρά" από την εφημερίδα ΚΑΙΡΟΙ στο φύλλο της 25.12.1893. Η αγορά ήταν μεν στολισμένη και διέθετε επάρκεια τροφίμων, ωστόσο "πολλοί επεσκέπτοντο από πρωίας μέχρι βαθείας νυκτός τα εμπορικά καταστήματα, αλλ' ολίγιστοι εξήρχοντο αυτών φέροντες εις χείρας πράγματα αγορασθέντα". Σύμφωνα με τον συντάκτη της εφημερίδας, η γιορτή των Χριστουγέννων "υπήρξε πένθιμος δια την κοινωνίαν", καθώς οι άνθρωποι είχαν χάσει τη χαρά που "διέχεε κατά το παρελθόν εις τας ψυχάς πάντων".
Ανήμερα των Χριστουγέννων τελέσθηκε επίσημη δοξολογία στο ανακτορικό παρεκκλήσι, ενώ την παραμονή της γιορτής, ο βασιλιάς Γεώργιος Α' εξετέλεσε το φιλανθρωπικό του καθήκον δίνοντας οικονομική ενίσχυση στους συγγενείς στρατιωτών που είχαν τραυματισθεί σε έκρηξη πυριταδοποθήκης στο Σκαραμαγκά.
Πλούσιο ήταν το αστυνομικό δελτίο της παραμονής των Χριστουγέννων, όπως δημοσιευόταν στο φύλλο της ίδιας εφημερίδας. Στη Λιβαδειά, δύο αδέρφια συνεπλάκησαν δια περιστρόφων με τρεις άνδρες, με τους οποίους είχαν προηγούμενες διαφορές, σκοτώνοντας τον ένα από αυτούς και τραυματίζοντας τους άλλους δύο. Στο χωριό Καλλιανός της Κύμης δολοφονήθηκε μια γυναίκα, όπως κι ένας άντρας στο χωριό Κατσαρό της Πάτρας., ενώ υπήρξαν τραυματισμοί ύστερα από επιθέσεις (με μαχαίρι ή πυροβολισμό) και σε δύο χωριά του νομού Ηλείας (Στρούπι και Κελέβη). 
Ένα χαριτωμένο της εποχής εκείνης: Οι εφημερίδες δημοσίευαν ειδικές ανακοινώσεις πολιτών που έκριναν σκόπιμο να ενημερώσουν αν θα γιόρταζαν ή όχι την ονομαστική τους εορτή. Έτσι, ενδεικτικά διαβάζουμε ότι "Δεν εορτάζουσι οι κ.κ. Χρ. Πατρονικολάου, παντοπώλης, Χρήστος Ανδρ. Γιαταγάννας και Εμμ Ραυτόπουλος, έμπορος", αντίθετα "εορτάζει ο μικρός Χρηστάκης του δικηγόρου Δημητρίου Θ. Δημητρακοπούλου", ενώ η εφημερίδα ενημέρωνε ότι "Ανεχώρησεν εις Πάτρας χάριν των εορτών ο κάλλιστος νέος κ. Χαραλάμπης Β. Φραγκόπουλος, φοιτητής της Νομικής". Άλλη εποχή, άλλα ήθη.
Στις 26 Δεκεμβρίου, η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ δημοσίευσε τα σατιρικά χριστουγεννιάτικα κάλαντα της χρεωκοπίας, όπως τα εμπνεύστηκε ο δημοσιογράφος Ευάγγελος Κουσουλάκος, ο οποίος υπέγραφε με το ψευδώνυμο "Πελαργός":

Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΧΡΕΩΚΟΠΙΑΣ
Καλήν εσπέραν, δανειστές, αν είναι ορισμός σας
Του κανονιού τη γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας.
Μέγα κανόνι έπεσε στων Αθηνών την πόλη
Κι οι δανειστές πενθοφορούν και κλαίει η κτίσις όλη.
Εις τη Βουλή εβρόντηξε, στη φάτνη των αλόγων,
Και ο Τρικούπης το 'ριξε μ' ένα σπουδαίο λόγο
Πλήθος Μακρήδων ψάλλοντες το "Δόξα εν υψίστοις"
Και διά τούτο άξιζε της στρούγκας του η πίστις.
Εκ της Αγγλίας έρχονται τρεις μούντζες διά δώρα
Ο Χάμπρο δεν τις οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα.
Διά τον Χάμπρ' ως άκουσε Μπουρλότος ο φρικώδης,
Αμέσως εταράχθηκε κι έγινε θηριώδης.
Ότι πολλά φοβήθηκε διά την εξουσία
Μήπως του δώσουν μια κλωτσιά και χάση την αξία.
Κράζει τους μάγους κι ερωτά τι διάβολο να κάνει,
Κι εκείνοι του 'παν: Βρόντα το, σαν να 'ταν Καραπάνοι.
Αμέσως πάει στη Βουλή, βρίσκει τον Θεοτόκη
Κι εκεί "εκβαρβαρίζονται" των δανειστών οι τόκοι.
Πολλοί εδώ τον προσκυνούν κι άλλοι εκεί τον βρίζουν
Κι εκατόν δύο βουλευτές το νόμο του ψηφίζουν.
Χιλιάδες δέκα δανειστών σφάζει σε μιαν ημέρα
Των δε λοιπών ο διάβολος επήρε τον πατέρα.
Και επληρώθη το ρηθέν σ' Ανατολή και Δύση
Πως η "Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση". 
Ιδού όπου σας είπαμε όλη την υμνωδία
Και της Ελλάδος της φτωχής τη φοβερή κηδεία,
Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε κοιμηθείτε,
Ολίγον ύπνο πάρετε... χωρίς να σηκωθείτε
Και βάλετε τα ρούχα σας, αν είναι δικά σας,
Αλλιώς να σουφρώσετε απ' τα γειτονικά σας.
Ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητό σας
Κι αν άλλο τι δεν έχετε α φάτε τ' απ' αυτό σας.
Εις έτη πολλά
Με δίχως ψιλά.

_________________________________

1897

Τα Χριστούγεννα της χρονιάς εκείνης ήταν πολύ πικρά για τους Έλληνες, ύστερα από την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του Απριλίου και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Σ' αυτό το πνεύμα κινείται και το κύριο άρθρο της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ στις 25 Δεκεμβρίου: "Δεν εορτάζομεν σήμερον, ούτε μ' εκείνην την χαράν, ούτε μ' εκείνην την ευτυχίαν, με την οποίαν εωρτάσαμεν πέρυσι τα Χριστούγεννα. Ιστορία ολόκληρος καταστροφών και δυστυχημάτων μεσολαβεί μεταξύ των δύο Χριστουγέννων. Όνειρα εθνικής αναστάσεως, πόθοι απελευθερώσεως αδελφών δούλων, καλύπτονται από τον πένθιμον πέπλον της συμφοράς. Πολλοί εξ εκείνων, οίτινες ύψουν πέρυσι το ποτήριον, ευέλπιδες υπέρ της πατρίδος, κείνται σήμερον υπό το χώμα δουλωμένης γης. Μητέρες πενθηφορούσαι και σύζυγοι κλαίουσαι υιούς και συζύγους θανόντας κατά τον πόλεμον, ενούσι τα δάκρυά των εις την ανάμνησιν των παρελθόντων Χριστουγέννων...". Το άρθρο, πάντως, έκλεινε με την ευχή, "όπως το Έθνος εορτάση ταχέως Χριστούγεννα φαιδρότερα".
Πάντως δεν έλειπαν το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός. Στο ρεπορτάζ για την κίνηση της αγοράς την παραμονή των Χριστουγέννων, η εφημερίδα παρατηρούσε ότι στα κρεοπωλεία υπήρχαν πολλοί λαγοί και σχολίαζε: "Φαίνεται ότι αφότου οι Έλληνες ανεδείχθημεν δυνατοί στο τρέξιμο, τα δυστυχή αυτά τετράποδα είνε προωρισμένα να εξαλειφθούν από προσώπου της Ελλάδος". Εξάλλου, οι πωλητές που καλούσαν τον κόσμο να ψωνίσει από τα μαγαζιά τους επινοούσαν σαρκαστικές αναφορές, όπως "πορτοκάλια σαν μπόμπες", "γάλοι του Βελεστίνου" (και δεν αναφέρονταν στον τόπο προέλευσης, αλλά στην ήττα του ελληνικού στρατού εκεί), "μήλα αιχμάλωτα" κλπ.
Στην ίδια εφημερίδα, διαβάζουμε ένα κείμενο του σπουδαίου λογοτέχνη Γρηγορίου Ξενόπουλου, που περιέγραφε την τελετή της κουλούρας, ένα χριστουγεννιάτικο έθιμο της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ζακύνθου. Η τελετή γινόταν το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων στο μαγειρείο (/κουζίνα) του κάθε σπιτιού, όπου μαζευόταν όλη η οικογένεια. Η ζυμωμένη και στολισμένη κουλούρα, στο εσωτερικό της οποίας η νοικοκυρά είχε ρίξει ένα κέρμα, ψηνόταν στην εστία, πάνω σε δυο ξύλα που σχημάτιζαν σταυρό και τα οποία συμβόλιζαν τους δύο προπάτορες, τον Αδάμ και την Εύα, οι οποίοι υποτίθεται ότι καίγονται στις φλόγες της κόλασης. Από το μέσο της κουλούρας εξερχόταν η φλόγα, την οποία έσβυνε ο νοικοκύρης ρίχνοντας λάδι και κρασί, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη γέννηση του Χριστού, που σβύνει την κόλαση των αμαρτωλών. Ακολουθούσε η ρίψη ενός πυροβολισμού, ενώ μικροί και μεγάλοι έψελναν τον ύμνο της Γεννήσεως. Εν συνεχεία, η κουλούρα μεταφερόταν στην τραπεζαρία, στο κέντρο του τραπεζιού, όπου γινόταν η κοπή τη, για να δουν σε ποιον θα πέσει το νόμισμα - "σε ποιον θα πέσει το ηύρεμα", όπως λέγανε στην Ζάκυνθο. "Ω, τι ωραία, τα ιδιόρρυθμα, τα ποιητικώτατα Χριστούγεννα της πατρίδος μου!", αναφωνούσε στο τέλος ο Ξενόπουλος.
Εν τω μεταξύ, τα δικά του χριστουγεννιάτικα κάλαντα "τραγουδούσε" ο Γεώργιος Σουρής μέσα από τις σελίδες του περιοδικού "Ο Ρωμηός" (27.12.1897) και ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του περασμένου Απριλίου:

Τα Κάλαντα τα φωτεινά,
χωρίς ψωμί, χωρίς λιανά.
Καλήν εσπέραν, Έλληνες, να πω στ' αρχοντικά σας,
τις τόσες συφοριέλες σας, τα τόσα ξαφνικά σας.
Ο πόλεμος πώς έγινε το ξέρουν όλες κι όλοι,
του Θοδωρή του κάπνισε να πάει μες στην Πόλη,
γιατί πολλά φοβήθηκε και πήγε να κρεπάρει
μήπως ο Ράλλης σηκωθεί και την αρχή του πάρει.

Εθύμωσε και προσκαλεί της Εθνικής δυο μέλη
και το και το και τα και τα σ' εκείνα παραγγέλλει,
και πάλι τους Νομάρχες του φως φανερά προστάζει
καθένας στους σταυραετούς φυσέκια να μοιράζει,
κι όσα μουρέλια βρίσκουν δέκα χρονώ και κάτω
να τ' αρματώνουν με σπαθί και μ' ένα Γκρα γεμάτο.

Για πόλεμο σαν άκουσε κι ο Πατισάχ Σουλτάνος
επέταξε το φέσι του και φόρεσε το κράνος,
κι ώσπου να πεις λουκάνικο τον κυρ Ετέμ προστάζει
να πορευθεί στη Λάρισα για γούστο και για χάζι,
κι άναψε τότε πόλεμος, καθώς μας διηγάται
κάθε Ρωμαίικη Γραφή κι αρχίζει το φευγάτε.

Ιδού που σας εψάλαμε με τόσο συντομία
το πώς οι Τούρκοι στρώθηκαν απέξω στη Λαμία,
κι έτσι καλονυχτίζουμε κάθε τσολιά και κλέφτη
και το κοπάδι καθενός Μεσσία φαμαρόνου,
κι αμέσως από σήμερα προμηθευτείτε νέφτι
γιατ' ίσως κι άλλος πόλεμος να γίνει... και του χρόνου.

_________________________________

1910

Το 1910 ήταν μια χρονιά-σταθμός για την ελληνική ιστορία, καθώς ύστερα από δύο αναμετρήσεις ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το "Κόμμα των Φιλελευθέρων" κέρδισαν τις εκλογές. Η αισιόδοξη ατμόσφαιρα αποτυπωνόταν και στις γιορτές των Χριστουγέννων.
Υπό τον τίτλο "ΚΑΛΗΝ ΟΡΕΞΙΝ!", ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σχολίαζε από τη στήλη του στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΚΑΙΡΟΙ (25.12.1910), το διαχρονικό φαινόμενο να συνδέουμε τις μεγάλες γιορτές με το πλούσιο τραπέζι. Ο Ξενόπουλος σχολίαζε μεταξύ άλλων: "Οι άνθρωποι σήμερον τρώγουν. Μία μεγάλη εορτή εις τον τόπον μας - και μόνον εδώ; - είναι απλώς μία μεγάλη ευωχία. Ένα τραπέζι μεσημεριάτικο ή βραδινό, στρωμένο πλουσιότερα από τις άλλες ημέρες του χρόνου. Και τίποτε άλλο. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα πάνε στην εκκλησία, που δε θ' ανοίξουν βιβλίο, που δεν θ' ακούσουν μουσική, που δε θα παν θέατρο, που δεν θα περπατήσουν στην εξοχή, που δεν θα παν σε καμιά διασκέδαση, ούτε καν σ' ένα κινηματογράφο. μόνο θα φάγουν. Ο γεμιστός γάλος, το ψητό αρνί, η μαγειρίτσα, το χριστόψωμο, οι κουραμπιέδες, ιδού τα Χριστούγεννα των. Είναι ευχαριστημένοι, εάν χορτάσουν με κάποια ηδονή του γευστηρίου. Θα κάμουν το σταυρό τους, θα πουν και του χρόνου, και θα βυθισθούν στη νάρκη της χωνεύσεως".
Τι μας προκαλεί εντύπωση από την παραπάνω περιγραφή; Πρώτον ότι ακόμη και πριν 100 χρόνια τα Χριστούγεννα ήταν όντως μια περισσότερο κοσμική παρά θρησκευτική εορτή και δεύτερον ότι τότε οι πρόγονοι μας έτρωγαν μαγειρίτσα και τα Χριστούγεννα εκτός από το Πάσχα. 
Όσον αφορά την κίνηση στην πρωτεύουσα, στο σχετικό ρεπορτάζ της 4ης σελίδας, η εφημερίδα την παρομοίαζε με "ζωηράν ταινίαν κινηματογράφου". "Αι Αθήναι χθες εζούσαν είς μίαν ατμόσφαιραν Λουκουλισμού" έγραφαν οι ΚΑΙΡΟΙ και εξηγούσαν: "Εδώ παχύτατοι αμνοί, αρνάκια του γάλακτος, τρυφερά χοιρίδια, εύρωστα πουλερικά, γάλλοι που σε έκαναν να γλύφεις τη γλώσσα σου στη θέα τους, κότες, λαγοί, τσίχλες, πέρδικες, μπεκάτσες θρεφτές, εκεί πάλι φρούτα διαφόρων ειδών, κουλούρες, τσουρέκια και χίλια άλλα πράγματα ηλεκτρίζοντα τις διαθέσεις του στομάχου". Τα κρεοπωλεία ήταν στολισμένα με χρωματιστά μπιχλιμπίδια και φώτα, ενώ τα κρέατα ήταν τυλιγμένα σε χρυσόχαρτα, πάνω στα οποία ήταν κολλημένες σημαιούλες και λάβαρα.
Στην οδό Ερμού είχε στηθεί ένα πελώριο βαπόρι που έμοιαζε αληθινό και πάνω στο οποίο βρίσκονταν τέσσερα παιδιά, που έψελναν τα κάλαντα. Το μήκος του ήταν δυόμιση μέτρα, ήταν μαύρο με κατάρτια και δύο φουγάρα, όπως τα υπερωκεάνεια. Διέθετε μάλιστα και ειδικό μηχανισμό, ώστε να σφυρίζει και να βγαίνει καπνός από τα φουγάρα του, ενώ στο μπροστινό μέρος είχε κρεμασμένη μια άγκυρα με την επιγραφή "Η άγκυρα της Ανορθώσεως" - η άγκυρα ήταν το σύμβολο του κόμματος των Φιλελευθέρων.

_________________________________


1912

Τα Χριστούγεννα του 1912 ήταν ανάμεικτα. Ο ελληνικός στρατός είχε σημειώσει μεγάλες επιτυχίες κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, κάτι που τόνωνε την ψυχολογία του πληθυσμού, όμως παράπλευρη απώλεια ήταν οι ανεβασμένες τιμές, καθώς η εγχώρια παραγωγή είχε σχεδόν εξαντληθεί, ενώ είχαν περιοριστεί και οι εισαγωγές. Βέβαια, 100 χρόνια μετά θα ήταν άστοχη η σύγκριση με τις τιμές της εποχής, ωστόσο ενδεικτικά και καθαρά για λόγους αρχείου ν' αναφέρουμε ότι τα Χριστούγεννα του 1912, οι αρσενικοί γάλοι κόστιζαν 11-12 δραχμές, τα κοτόπουλα 2-2.5 δρχ., το αρνί 2.60-3 δρχ., το χοιρινό 1.80 δρχ, το μοσχάρι 1.60 δρχ., τα αυγά κόστιζαν "30 το ζεύγος και εντόπια και 25 τα επαρχιακά", τα μπαρμπούνια 6 δρχ. η οκά, 2.5 - 3.5 δρχ. τα λιθρίνια, 60 λεπτά - 1 δραχμή οι μαρίδες, 40 λεπτά τα σπανάκια, 1.60 δρχ. τα μήλα, 1.60 - 2 δρχ. τα αχλάδια, 5 - 40 λεπτά τα πορτοκάλια κλπ. (Οι πληροφορίες είναι από το ΣΚΡΙΠ της 25.12.1912, σελ.5)
Οι κύριοι εμπορικοί δρόμοι της πρωτεύουσας ήταν οι οδοί Αιόλου και Ερμού. Στην πρώτη βρίσκονταν τα μαγαζιά για όσους δεν είχαν πολλά χρήματα (ο "μικρόκοσμος" σύμφωνα με το ΣΚΡΙΠ), ενώ τα μαγαζιά της Ερμού απευθύνονταν στους πιο πλούσιους. Είναι ενδεικτική η περιγραφή της εφημερίδας: τα δώρα που αγόραζαν τα παιδιά από τα μαγαζιά της οδού Αιόλου ήταν κυρίως "ροκάνες, φούσκες, σ(φ)υρίχτρες... και τόσα άλλα μικροπαιγνίδια, επί των οποίων λαίμαργα έπιπτον τα μάτια των παιδιών". Αντίθετα, στην Ερμού υπήρχαν "καταστήματα πολυτελών παιγνιδίων", όπως "αμάξια, μεγάλα αυτοκίνητα, κούκλες ζωντανές σχεδόν, σιδηρόδρομοι, αρκούδες, τίγρεις, λεοντάρια και ό,τι άλλο ποθήση το παιδικόν μάτι". Όπως σχολίασε ο συντάκτης του ρεπορτάζ, ο πόλεμος "ουδεμίαν βεβαίως επίδρασιν ηδύνατο να έχη επί του βαλαντίου των πολυταλάντων μας, ώστε να γίνη οικονομία εις την αγοράν των παιγνιδίων".
Στο Δημαρχείο της Αθήνας, όπως και στις εκκλησίες, την παραμονή των Χριστουγέννων είχε συσσωρευτεί πλήθος κόσμου που περίμενε οικονομική βοήθεια. "Έβλεπε εκεί κανείς όλην την αθλιότητα, η οποία δέρνει τας κατωτέρας τάξεις. Γέροντες μόλις δυνάμενοι να κρατούνται στα πόδια των και γυναίκες με τα μικρά στην αγκαλιά των, ανέμενον να πάρουν μίαν δραχμήν, όπως αγοράσουν ένα καρβέλι ψωμί και... εορτάσουν την γέννησιν του ελευθερωτού της ανθρωπότητος", όπως γλαφυρά περιέγραφε η εφημερίδα.


Σχετικά θέματα:
Παλιότερες Πρωτοχρονιές μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων της εποχής.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 1883

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου