Στις αρχές του 20ου αιώνα, η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν τραγική. Η χρεωκοπία του 1893 και κυρίως η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου μετά την ήττα του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897, επιβάρυναν την κατάσταση στο μικρό και φτωχό ελληνικό κράτος. Κι ενώ τα πολιτικά πάθη ήταν οξυμένα, παρόλο που κανένας πολιτικός σχηματισμός δεν είχε κάτι ουσιαστικό να πράξει για την πρόοδο της χώρας, δεκάδες χιλιάδες ήταν οι Έλληνες που έφευγαν μετανάστες στην άλλη άκρη της γης, με βασικό προορισμό τη νέα "γη της επαγγελίας", την Αμερική.
Στις 14 Μαρτίου 1907, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε στην εφημερίδα ΤΟ ΑΣΤΥ ένα αρκετά σκληρό - προς όλες τις κατευθύνσεις - άρθρο με τίτλο "Αντίο", σχετικά με τα πραγματικά αίτια της μαζικής μετανάστευσης. Αφορμή ενδεχομένως να στάθηκε η είδηση που είχε δημοσιευτεί στην ίδια εφημερίδα τρεις μέρες νωρίτερα, μια ανακοίνωση του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, που επιβεβαίωνε ότι "Η εξ Ελλάδος μετανάστευσις κατά το παρελθόν έτος (σ.σ.: το 1906) έφθασεν εις τον καταπληκτικόν αριθμόν των 28.126, ήτοι σχεδόν διπλασία της του προηγουμένου έτους 1905". Εξάλλου, στις 17 Μαρτίου 1907, ΤΟ ΑΣΤΥ ενημέρωνε τους αναγνώστες του πως "Αύριον, ημέραν Κυριακήν, αναχωρούν εκ Πειραιώς 10.000 ιθαγενείς Έλληνες διά την χώραν, την οποίαν πολύ καλλίτερα θα έκαμνε να μην ανακαλύψει ο μακαρίτης Κολόμβος".
Καθώς ζούμε σε μια εποχή, όπου παρατηρείται επίσης έντονο μεταναστευτικό ρεύμα από τη χώρα μας προς το εξωτερικό - όχι φυσικά με βαπόρια ούτε υπό τις συνθήκες εκείνης της εποχής, όταν ακόμα και το τηλέφωνο θεωρείτο είδος πολυτελείας - θα είχε ενδιαφέρον να κάναμε μια σύγκριση ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα, στην ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας του 1907, όπως την αντιλαμβανόταν και την περιέγραφε ο Παπαντωνίου, και στη σημερινή πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας από εμάς. Υπάρχου και ομοιότητες, αλλά και διαφορές, τις οποίες μένει να ανακαλύψετε. (Το κείμενο έχει μεταφερθεί στη δημοτική γλώσσα).
ΑΝΤΙΟ
Γιατί εκπλήσσεσαι και ξύνεσαι Ελλάδα, βλέποντας τα βαπόρια να εκκενώνουν την Ελλάδα και να τη μεταφέρουν στην Αμερική; Τώρα προσπαθείς να συγκρατήσεις τους μετανάστες; Είναι αργά. Έφυγαν. Φεύγουν. Αντίο σου, Ελλάδα, αντίο!
- Γιατί φεύγουν;
Ρωτά η Ελλάδα. Φεύγουν Ελλάδα μου, διότι δεν είσαι ικανή να τους κρατήσεις. Φεύγουν διότι τους έδιωξες. Φεύγουν διότι είσαι κακό δωμάτιο, ανήλιο, ανάερο, ασάρωτο, απεριποίητο. Φεύγουν όχι μόνο για να ζήσουν αλλού στομαχικώς - αυτό δεν είναι ο κύριος σκοπός της φυγής - αλλά για να ζήσουν αλλού κοινωνικά, χριστιανικά, πολιτικά. Πηγαίνουν να δουν νόμο! Τον οποίο δεν βλέπουν εδώ. Πηγαίνουν να δουν εξουσία! Που δεν την βλέπουν εδώ. Πηγαίνουν να δουν πολιτεία! Που δεν την βλέπουν εδώ. Πηγαίνουν να δουν κοινωνία! Που δεν την βλέπουν εδώ. Πηγαίνουν να δουν ανθρώπους! Που δεν τους βλέπουν εδώ. Πηγαίνουν να ζήσουν.
Αντί να ρωτάς, Ελλάς μου, "γιατί φεύγουν", ρώτησε καλύτερα "γιατί να μη φεύγουν;". Και τότε θα μάθεις ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη φεύγουν, υπάρχουν δε όλοι οι λόγοι για να φύγουν... Η μετανάστευση κατάντησε ανάγκη. Κατάντησε όρος ζωής. Την έκαμε το κράτος ανάγκη. Έφερε τα πράγματα στο σημείο, όπου ή θα μεταναστεύσουν οι Έλληνες ή θα ψοφήσουν. Και αφού η μετανάστευση είναι προτιμότερη του ψόφου, προτιμούν τη μετανάστευση. Τι να συλλογισθούν και να μείνουν εδώ; Την οικογένεια; Θα τη στηρίξουν καλύτερα φεύγοντας. Την πατρίδα; Δεν τη γνωρίζουν! Βουλές, κυβερνήσεις, Έλληνες, τους ανάγκασαν να την αγνοούν. Δια τρόπων διαφόρων φονεύθηκε εντός τους η Πατρίδα. Δια μπάτσου αστυνομικού (Φόνος της Ελλάδας εντός του Έλληνα). Δια πολιτικής (Φόνος). Δι' ελλείψεως δικαιοσύνης (Φόνος). Δι' αρπαγής των οικοπέδων από μπράβους (Φόνος της πατρίδας). Βλέποντας και ακούγοντας τους πάντες να αδιαφορούν, τους πάντες να ξαπλώνουν, τους πάντες να πιστεύουν στο τουρκικό κισμέτι, τους πάντες να λένε "ωχ αδελφέ δεν είναι τόπος αυτός", τους πάντες αδιόρθωτους, τους πάντες ακίνητους, τους πάντες ευχαριστημένους με τη λέπρα τους και με τη λέπρα μας, να βαριούνται ν' απλώσουν το χέρι έστω και για να ξυσθούν. Όλους αυτούς, οι οποίοι είμαστε εγώ κι εσείς, που πιστεύουν ότι δεν είναι κράτος αυτό - και το κράτος μας ανάγκασε να το πιστέψουμε, και καλά κάνουμε που το πιστεύουμε, επειδή πράγματι δεν είναι, διότι δεν θέλει να είναι - τους άκουσαν οι 700, οι 800 ή 2.000 που μπαρκάρουν σήμερα ή αύριο, βρέθηκαν να έχουν την ίδια γνώμη κι έφυγαν.
Πώς να τους κρατήσει! Να τους πει "Καθίστε". Αλλά τι να κάνουν να καθίσουν; Τι να δουν; Εμένα; Εσάς; Τον ειρηνοδίκη που πέθανε προχθές στο δρόμο, διότι τον μετέθεσαν σε δύο βουνά εντός τεσσάρων ημερών; Τον Πρωθυπουργό που είναι υποχρεωμένος να δαπανήσει τις 10 ώρες της ημέρας στο να συμβιβάσει τον Μπιτσικόκο και τον Ρουσφετόπουλο - δύο φουστανελάδες που ζητούν και οι δύο πράγματα δολοφονικά των νόμων - εκ των οποίων πάντως θα γίνει ή το ένα ή το άλλο - του μένει δε του Πρωθυπουργού μία ώρα μόνο να τη μοιράσει μεταξύ εργασίας για το κράτος και περίπατο. Τι να δουν οι φεύγοντες και να μείνουν; Το σάπιο άνθρωπο που κάθεται ακίνητος ως εκτεθειμένος εντός της Παρισινής Μόργκας νεκρός, εντός του καφενείου; Τον Έλληνα τον αφιλόδοξο; Τον άλλο τον κομψό; Τον άλλο που σου μιλεί επί δέκα ώρες πώς έφαγε ένα πεπόνι στα 85; Τον άλλο που χασμουριέται παραπλεύρως; Και όλους μαζί που λένε για την πατρίδα τους "ωχ αδερφέ"; Και να βλέπει ότι δεν είναι κανείς εξ αυτών μέσα στο ρόλο του; Ότι κανένας δε φιλοδοξεί τίποτα; Ότι κανένας δεν απλώνει το χέρι του να σπάσει έστω και ένα ποτήρι τοποθετημένο κακώς; Ότι κανένας δεν αγαπά τίποτε και κανένας δε μισεί τίποτε; Ότι η μόνη φιλοδοξία κάθε Έλληνα είναι να κοιμηθεί απόψε και να ξαναβρεί αύριο την καρέκλα που άφησε χθες, όπως την άφησε, να ξαναπιεί δε τον ίδιο βαρύ και γλυκό και ερμαδιακό καφέ, όπως τον ήπιε και χθες, αναμένοντας να συναντήσει τον ίδιο άνθρωπο για να ξαναπεί την ίδια ανοησία, την οποία είπε και χθες; Όταν πείτε σε τόσους μετανάστες "καθίστε, μη φεύγετε", για να δουν αυτό το τέλμα, θα σας δείρουν μεν, θα φύγουν δε.
Αλλά ποιος δεν είναι μετανάστης; Μήπως δεν είναι μετανάστες και όσοι μένουν ακόμη εδώ; Ένας άνθρωπος σπουδασμένος έξω, με αξία, με δύναμη, με θέληση, με νου και ψυχή προκαλείται από μερικούς εδώ να πολιτευθεί ή να κάμει οτιδήποτε άλλο, για να χρησιμοποιήσει την αξία του στον τόπο. Και αυτός σας απαντά: "Δεν θα κάνω τίποτε, διότι εδώ δεν γίνεται τίποτε". Και έχει δίκαιο που το λέγει. Και κάθεται. Λοιπόν αυτός είναι ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ. Το σώμα του βρίσκεται στην Ελλάδα, αλλά το μυαλό του και η ψυχή του δεν βρίσκονται στην Ελλάδα. Άρα έχει μεταναστεύσει. Μετανάστευσε το παν - ο πνευματικός του άνθρωπος. Είναι πνευματικός μετανάστης. Και τέτοιοι μετανάστες είναι όλοι όσοι μένουν εδώ! Όλοι όσοι λένε "ωχ, αδερφέ". Όλοι όσοι βλέπουν τους έχοντες αξιώματα να τα κακομεταχειρίζονται. Και όλοι οι έχοντες αξιώματα στην πολιτεία, αλλά κοροϊδεύουν με αυτά και δεν θέλουν να φανούν άξιοι τους. Εκτός των αποσπασματαρχών, λοιπόν, όσοι βρίσκουν κότες εδώ και δεν υπάρχει λόγος να τις βρουν στην Αμερική, εκτός των ανθρώπων που έχουν κάτι να μασήσουν ακόμη στην Ελλάδα, οι άλλοι όλοι ανεξαιρέτως, έστω και αν δεν φαίνονται, έχουν μεταναστεύσει από την Ελλάδα. Και οι πνευματικοί μετανάστες είναι οι χειρότεροι των άλλων, διότι τουλάχιστον δεν παράγουν λίρες.
Ώστε τι σας κάνουν εντύπωση τα βαπόρια που εκκενώνουν την Ελλάδα και χύνουν τους Έλληνες στο καμίνι του Νέου Κόσμου; Μήπως μπορεί να το προλάβουμε; Δεν είναι δυνατόν πλέον! Είναι αργά! Οι προφήτες προ δέκα και είκοσι ετών δεν ακούστηκαν. Κρεμάσαμε τους προφήτες. Ο μέγας προφήτης, ο λεγόμενος 1897, δεν ακούστηκε. Και ιδού οι Έλληνες, που φεύγουν. Ανίκανοι να επαναστατήσουν ειρηνικά, φεύγουν μακριά, για να μη βλέπουν τουλάχιστον εκείνο που δεν κατόρθωσαν να μεταβάλουν.
Και υπάρχουν άνθρωποι που εκπλήσσονται! Αλλά ας το πάρουμε απόφαση τουλάχιστον. Εφόσον το κράτος δεν θέλει να διορθωθεί, ας γνωρίζει ότι θα μείνει δωμάτιο αδειανό, ματαίως ζητώντας ενοικιαστές. Εφόσον είναι τέτοιο που είναι, δεν έχουμε δουλειά εδώ! Έχουμε δουλειά έξω. Παντού. Στο άγνωστο. Εκεί έξω σχηματίζονται ελληνικές πατρίδες, οι οποίες τουλάχιστον δεν αμαρτάνουν κατά της μίας και Μεγάλης Πατρίδας. Θα καταντήσει λοιπόν κάθε Έλληνας ν' ανήκει σε μία εξ αυτών των πατρίδων. Όχι εδώ. Όχι στο κέντρο. Διότι το κέντρο λέει ρητώς και επιτακτικώς σε κάθε Έλληνα: "Έξω! Δεν είσαι για δω!". Για πού λοιπόν είμαστε; Ποιος το ξέρει; Οι μετανάστες φεύγουν και πηγαίνουν να βρουν επί τέλους τον τόπο, για τον οποίο έχουν γεννηθεί".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου