10 Ιανουαρίου 2014

Όταν οι Έλληνες λογοτέχνες ψήφισαν τον καλύτερο Έλληνα ποιητή - Η "μάχη" μεταξύ Παλαμά, Σουρή και Μαρκορά


Το Δεκέμβριο του 1898, το "Άστυ" οργάνωσε ένα δημοψήφισμα με το ερώτημα "Ποίος είνε ο πρώτος των ζώντων συγχρόνων Ελλήνων ποιητών", επηρεασμένο από αντίστοιχη έρευνα της παρισινής εφημερίδας "Le Temps" λίγο καιρό νωρίτερα. Η εφημερίδα αιτιολογούσε την απόφασή της να προκηρύξει το πρωτότυπο αυτό δημοψήφισμα με το σκεπτικό ότι "η Ελλάς ανανήφει ολίγον φιλολογικώς", καθώς "αι εφημερίδες αρχίζουν να τροφοδοτούνται και φιλολογικώς, ο κόσμος αρχίζει να ενδιαφέρεται, ναποστηθίζη τουλάχιστον ονόματα ποιητών..." (Το Άστυ, 18.12.1898).

Στην ψηφοφορία δε θα μετείχαν οι απλοί αναγνώστες της εφημερίδας, αλλά μόνο οι άνθρωποι των γραμμάτων (λόγιοι, ποιητές και πεζογράφοι της εποχής), όσοι τουλάχιστον το επιθυμούσαν. Η μάχη κρίθηκε κυρίως μεταξύ των Γεωργίου Σουρή, Γεράσιμου Μαρκορά και Κωστή Παλαμά - ο πρώτος και ο τρίτος εκπρόσωποι της Νέας Αθηναϊκής Σχολής - με τον τελευταίο να κερδίζει στα σημεία, παρόλο που πολλοί επισήμαιναν ότι ήταν ένας ποιητής "σκοτεινός" και δυσνόητος, που όμως είχε ήδη δημιουργήσει σχολή. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι ψήφιζαν τον Παλαμά αιτιολογούσαν εκτενέστερα την επιλογή τους αυτή, η οποία βέβαια δικαιώθηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων, μιας και ο Παλαμάς αποτελεί ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές όλων των εποχών, την ώρα που λαοφιλείς συνάδελφοί του εκείνης της εποχής, όπως ο Σουρής, έχουν ελάχιστη απήχηση σήμερα, αν δεν έχουν ξεχαστεί τελείως.
Έχει ενδιαφέρον να διαβάσουμε τι απάντησαν διακεκριμένοι άνθρωποι των γραμμάτων στο δημοψήφισμα του "Άστεως", ποια ονόματα προέκριναν και πώς αιτιολογούσε ο καθένας την ψήφο του. Καθώς δε στην εποχή μας η ποίηση φαίνεται να έχει τεθεί στο περιθώριο, σε αντίθεση με την εποχή εκείνη, όταν βρισκόταν σε φάση "άνθισης", δείτε το και σαν μια ευκαιρία να ξαναγνωρίσουμε κάποιους ποιητές, που σήμερα θεωρούνται ξεπερασμένοι.
Οι απαντήσεις δημοσιεύτηκαν στο "Άστυ" στα φύλλα με ημερομηνία 18.12, 20.12, 21.12, 23.12, 27.12, 31.12.1898 και 7.1.1899
Οι πρώτες απαντήσεις, που δημοσιεύτηκαν στις 18 Δεκεμβρίου 1898, ήταν του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Γρηγορίου Ξενόπουλου, του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου (με το ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός) και του Γιάννη Βλαχογιάννη, που την εποχή εκείνη, στα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα, ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο Γιάννος Επαχτίτης και ο οποίος αρνήθηκε να επιλέξει κάποιον από τους σύγχρονούς του ποιητές.

Ο Ροΐδης, αφού πρώτα ξεκαθάρισε ότι "Αν ενός μόνου νεωτέρου Έλληνος ποιητού ήτο δυνατόν να σώσω εκ γενικής πυρκαϊάς τα έργα, θα επροτίμων αδιστάκτως τα του Σολωμού, ως τα μάλλον ομοιάζοντα ή και τα μόνα ομοιάζοντα... προς τους μεγάλους Ιταλούς ποιητάς, τους οποίους έτυχε πρώτους κατά την νεότητά μου μετά συγκινήσεως παρθένου καρδίας και διανοίας ν' αναγνώσω", έδωσε την ψήφο του στο σατιρικό ποιητή Γεώργιο Σουρή, "αν όχι διά την πρωτοτυπίαν των νοημάτων, ως τον κάλλιον τουλάχιστον παντός άλλου, κατορθώσαντα να εκφράση ακριβώς και ζωηρώς όσα έχει να είπη..."

Διχασμένος δήλωνε ο Ξενόπουλος, ο οποίος, αν μπορούσε, θα ψήφιζε τρεις: "Εκ των ποιητών της χθες προτιμώ τον Μαρκοράν, εκ των ποιητών της σήμερον προτιμώ τον Παλαμάν και εκ των ποιητών της αύριον προτιμώ τον Γρυπάρην", μιας και "εκ των ζώντων ποιητών οι τρεις ούτοι εκίνησαν περισσότερον την προσοχήν μου και αυτοί μου έδωσαν τας ισχυροτέρας εντυπώσεις". Επειδή όμως το δημοψήφισμα προέβλεπε μόνο μία ψήφο, ο Ξενόπουλος αποφάσισε να τη δώσει "υπέρ του Παλαμά".

Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, αφού αναγνώρισε τον Προβελέγγιο ως έναν ποιητή που "έπρεπε περισσότερο να εκτιμηθή από τη νέα γενεά" και το Μαρκορά ως έναν "από τους δασκάλους μας στην καινούρια προσοδία", ωστόσο στήριξε κι αυτός τον Κωστή Παλαμά και μάλιστα αιτιολόγησε εκτενώς την απόφασή του: 
".. Η τέχνη του ποιητή των "Πατρίδων" και των "Ιάμβων και Αναπαίστων" μου φαίνεται βαθύτερη, ο κόσμος του πλατύτερος, το βήμα του προς το άνοιγμα καινούριου δρόμου θαρραλεώτερο. Δίχως πρωτοτυπία δυνατή, με όλη τη γλυκύτητά του, ο κ. Μαρκοράς ακολουθάει την παράδοση του Σολωμού, πώχει πηγή της ακόμα η νεώτερη ποίησή μας, στο έργο όμως του κ. Παλαμά παίρνει νέα ζωή και νέο κάλλος, δυναμώνεται μ' εντονώτερα και συνθετώτερα στοιχεία η παράδοση αυτή. 
Ακόμη εκείνο που ξεχωρίζει κι' αναδείχνει περισότερο τη φυσιογνωμία του Παλαμά είνε η αναντίρρητη επίδρασή του στη νέα γενεά. Αν είνε γνώρισμα της σημερινής ποίησης μία προσπάθεια να ξεφύγη από το συνειθισμένο και το μικρόχαρο, να σηκωθή ψηλότερα από την κοινήν αντίληψη, ναφήση τις καθημερινές εντυπώσεις και τα συνειθισμένα περιστατικά της ζωής στη δικαιοδοσία του έμμετρου ή όχι ρεπορτάζ όπου ανήκουν, να ξεχωρίση το πεζό στοιχείο από το ποιητικό νόημα και το κοινό αίσθημα από την αισθητική συγκίνηση στο παράδειγμα του Παλαμά και στην πολύτροπη δράση του χρεωστιέται πιο πολύ παρά σε κάθε άλλον..."

Τις επόμενες εβδομάδες,δεν έλειψαν και οι "ζαβολιές", όπως του Ιωάννη Πολέμη, ο οποίος ψήφισε τέσσερα πρόσωπα: τους Μαρκορά, Προβελέγγιο, Σουρή και Δροσίνη - "Εν τη τέχνη είμαι δημοκρατικός". ήταν το επιχείρημά του. Εξάλλου, ο Πολέμης διευκρίνισε πώς ο ίδιος εννοούσε τον "πρώτο ποιητή ενός έθνους": ".. Είνε εκείνος, εν τη ποιήσει του οποίου ο λαός ευρίσκει απήχησιν των αισθημάτων του. Τον οποίον αναγινώσκει, αγαπά. Τον οποίον εννοεί, αν όχι ο πολύς κόσμος, τουλάχιστον οι επαΐοντες".

Ο Παύλος Νιρβάνας έριξε "ανεπιφυλάκτως" την ψήφο του στον Κωστή Παλαμά, αν και σημείωσε ότι, κατά τη γνώμη του, αν γινόταν καθολική ψηφοφορία, νικητής θα αναδεικνυόταν, ως πιο φιλολαϊκός, ο Σουρής, "δια τον οποίον έγεινεν ο δικαιότερος παραλληλισμός με τον Αριστοφάνη". Όσον αφορά την προτίμησή του στον Παλαμά, τη δικαιολόγησε ως εξής:: 
"Ψηφίζω τον ποιητήν των "Ιάμβων και Αναπαίστων", ακριβώς υποθέτω διά τον λόγον, διά τον οποίον εις μίαν καθολικήν ψηφοφορίαν θα έπαιρνε τας ολιγωτέρας ψήφους. Εις τα ζητήματα της τέχνης ο ασφαλέστερος τρόπος μιας εμπειρικής διαγνώσεως είνε η αμοιβαία μετάθεσις του ενεργητικού και του παθητικού της δημοτικότητος του καλλιτέχνου.... 
Ψηφίζω λοιπόν τον ποιητήν των "Ιάμβων και Αναπαίστων", δι' αυτόν ακριβώς τον λόγον, διά τον οποίον ωνομάσθη "σκοτεινός" και "ακατάληπτος". Όπως αντιλαμβάνομαι την σημερινήν ποίησιν και όπως την αγαπώ, ως κάτι τι αποσχιθέν από τα παρασιτικά είδη της άλλης λογοτεχνίας, ως κάτι τι κυρίως πλαστικόν και μουσικώς πλαστικόν, απηλλαγμένον από κάθε στοιχείον πεζολογίας, από κάθε πλατειασμόν ρητορικής, από κάθε ίχνος ερμηνευτικότητος, από κάθε σαρλατανισμόν αισθηματικόν, ως κάτι τι αυστηρώς ρυθμικόν και αυστηρώς αρμονικόν, και όπως αντιλαμβάνομαι και αγαπώ τον ποιητήν "Ιεροφάντην του ενστίκτου", όχι εξηγούντα, ή διδάσκοντα, ή νουθετούντα, αλλ' οδηγούντα εις τους μυστικούς δρόμους του ονείρου, δεν ειμπορώ παρά να ψηφίσω υπέρ του στοιχείου εκείνου, το οποίον, από την αντίληψιν του όχλου ονομάζεται "σκοτεινός", διά την έλλειψιν κριτηρίου του σαφούς και καθαρού".
Μάλιστα, ο Νιρβάνας επικαλέστηκε την άποψη ενός κριτικού περί της σαφήνειας στην ποίηση: "Ο ποιητής, λέγει, δεν κατέχει ιδιαίτερον όργανον, όπως ο ζωγράφος, ο γλύπτης, ο μουσικός. Είνε ηναγκασμένος να εκφρασθή με τας λέξεις, τας διατηρούσας την σημασίαν, την οποίαν έδωκεν εις αυτάς ο δικηγόρος, ο ιατρός, ο στρατιωτικός, ο μαθηματικός. Και επειδή μεταχειρίζεται το υλικόν, το οποίον μεταχειρίζεται όλος ο κόσμος, υπάρχει και η απαίτησις "να ομιλή καθαρά, όπως 'μιλεί ο κόσμος". Αλλ' η τέχνη είνε αισθητικότης και ο όρος "σαφήνεια" εις την σφαίραν αυτήν δεν σημαίνει απολύτως τίποτε, εκτός όταν σημαίνη πλατειασμόν, κοινοτοπίαν ή βαναυσότητα". 
Όμως ο Νιρβάνας ήταν μεγάλος θαυμαστής του Παλαμά, τον οποίο ψήφισε επιπλέον και διότι "περισσότερον από τον Μαρκοράν και τον Προβελέγγιον παρουσιάζει ένα σύστημα ποιητικόν, σύστημα ιδέας και ρυθμού και γλώσσης ποιητικής, διότι έδωκεν ακόμη μίαν διεύθυνσιν εις την νεοελληνικήν ποίησιν και εγέννησε μίαν αντίδρασιν, από την οποίαν προβάλλει σήμερον αριστοκρατική και ευχαρακτήριστος η ποίησις του Πορφύρα, του Γρυπάρη, του Βασιλικού, του Μαλακάση".

Ακριβώς αντίθετο ήταν το σκεπτικό του Γεώργιου Στρατήγη, ο οποίος στήριξε τον Σουρή, για τον οποίο πίστευε ότι "δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία, ότι... είνε ο ανώτερος όλων των ζώντων ποιητών της Ελλάδος και αν εγίνετο δημοψήφισμα διά την ποιητικήν ηγεμονίαν, αμφιβάλλω αν έπαιρναν το εν δέκατον των ψήφων του όλοι οι άλλοι ομού". Ποίοι θα μπορούσαν να ήταν οι άλλοι; Ο Μαρκοράς, ο Προβελέγγιος, ο Πολέμης, ο Δροσίνης και ο Παλαμάς, για τον οποίο όμως πίστευε ότι "θα ήτο διαυγέστερος, εάν εγνώριζε να κάμη εκλογήν των αναγνωσμάτων του, και να θίγη τας χορδάς εκείνας, αίτινες είνε ανθρωπινώτεραι, αρμονικώτεραι, φυσικώτεραι και ναφήση τα σύννεφα του συμβολισμού και της φιλοσοφίας και τους γλωσσολογικούς φανατισμούς του". Έναντι όλων αυτών, ο Στρατήγης πίστευε ότι ο Σουρής "υψούται... ως ο αυγερινός, ο φωτεινότερος όλων των άλλων αστέρων, ο αυγερινός, όστις προαναγγέλει την ροδίζουσαν ηχώ της τέχνης".

Από τους φανατικούς θαυμαστές του Παλαμά ήταν και ο Λάμπρος Πορφύρας: "Το σκοτεινό μεγαλείο του λόγου του και οι συμφωνίες οι σοφές των ρυθμών του, εσφιχτόδεσαν μέσα τους την υψηλή μουσική σκέψι, την πλέον όμορφη και την πλέον πρωτάκουστη. Και είνε η ποίησί του για μας κάτι, σαν το άνοιγμα το πρωινό του παραθύρου, που κελαϊδεί τόσο θαυμαστά, στο βιβλίο του κάπου, ένας γοργός ίαμβος αγκαλιασμένος τον χαριτωμένον ανάπαιστον. Είνε για την ποίησίν μας κάτι σαν το πρωινόν άνοιγμα του παραθύρου. Έρριξε φως. Και το φως το νέον, το φως το δροσερόν, που εγλύστρησε μέσα κ' επλημμύρησε τον μεσοφωτισμένο περίβολο της τέχνης, ανέδειξε λαμπρότερα τα ιερά συντρίμματα του Σολωμού και τις σκληρές γραμμές των αγαλμάτων του Κάλβου. Κι' ακόμα εξαπλώθηκε μακρύτερα, κι' αχνοφώτισε το σκοτεινό έως τώρα μονοπάτι της νέας μας τέχνης. Δίχως άλλο ο ποιητής των "Ιάμβων και Αναπαίστων" είνε και ο κατ' εξοχήν ποιητής μας".

 Ο Παλαμάς κέρδισε ακόμη μία ψήφο και από τον Μ. Μαλακάση, ο οποίος δικαιολόγησε εμμέσως την επιλογή του αναλύοντας τι θεωρούσε ο ίδιος ποίηση:
"Η ποίησις για μένα, αγαπητέ Κύριε, δεν είνε τίποτε διασκεδαστικόν πράγμα, προωρισμένον να ξεκουράζη κανένα κατά τις ώρες της αργίας του, μήτε πρόβλημα ή αίνιγμα που για να λυθή δεν χρειάζεται τίποτε άλλο παρά μία κάποια επιτηδειότητς, και προσοχή παθητική εις την τήρησιν ωρισμένων και αναλλοιώτων τινών τύπων.
Η Ποίησις για μένα δεν είνε τίποτε άλλο παρά μία Ανάγκη.  Ανάγκη για 'κείνους που ούτε αποκοιμιούνται μαζή της, ούτε σπάζουν το κεφάλι τους για να μη μακρυνθούν από αξιώματα και κανόνας.
Ανάγκη, που δεν έχει καμμίαν υποχρέωσιν κανείς ούτε να την ορίση μαθηματικά, ούτε να την παραστήση με σχήματα. Είνε ανάγκη για κείνους που την αισθάνονται στην ψυχήν τους και την ζητούν μέσα στο άγνωστον, μέσα στην ψυχήν του Παντός, η οποίος κλείεται και μικροσκοπικώς πότε σ' ένα ολόκληρο ποίημα, πότε σε μια μόνο στροφή, πότε ακόμα και σ' ένα απλούστατο μονόστιχο. Ανάγκη που δε μοιάζει διόλου μ' εκείνη του λιμοκτονούντος που αρπάζει ό,τι φαγώσιμον για να κορέση την πείναν του, ούτε μ' εκείνη του μανιακού καπνιστού, που αρκείται και στα τρίμματα της τσέπης του για να μη μείνη με κλειστό το στόμα χωρίς το αγαπημένο του σιγαρέττο....
Αυτή ανάγκη για την οποίαν μιλώ και η οποία δεν έχει καμμίαν ομοιότητα με οιανδήποτε άλλην πραγματικήν ανάγκην που δεν εξηγείται απλά, ούτε ορίζεται εύκολα - όσο υποθέτουν πολλοί - υπάρχει διά μετρημένους ανθρώπους, δι' ολίγους πάντοτε, που προωρίστηκαν να την αισθανθούν και διατέθηκαν να την θεραπεύσουν. Δι' αυτούς τα πράγματα δεν υφίστανται μόνον φαινομενικώς. Έχουν και άλλας υποστάσεις σκεπασμένας με βαθύτατο σκοτάδι για τους άλλους.
... Έτσι η Ποίησις είνε διά τους ολίγους, διά τους προνομιούχους, από τους οποίους μήτε προδιάθεσις, μήτε θέλησις, μήτε δύναμις λείπει..."

"Τον αττικόν ήλιον" ψήφισε ο δημοσιογράφος Βλάσης Γαβριηλίδης, ενώ ο συνάδελφός του Δημήτρης Καμπούρογλους έδωσε από μία ψήφο σε όλους σχεδόν τους ποιητές της εποχής, πολλούς από τους οποίους δεν έχουμε ακούσει, αλλά "ξέχασε" τον Κωστή Παλαμά.

Ο Γεώργιος Δροσίνης έδωσε "την ψήφον του σεβασμού, της αγάπης και της ειλικρινούς εκτιμήσεως" στον Μαρκορά, αλλά είχε σε εκτίμηση επίσης τον Προβελέγγιο, τον Σουρή, τον Παλαμά και τον Πολέμη, "έκαστος των οποίων υπερέχει εν τη ιδία αυτού ποιητική ιδιοφυία".

Τον Γεράσιμο Μαρκορά ψήφισε και ο Θεόδωρος Βελλιανίτης σημειώνοντας ότι τον θεωρούσε ως "τον πρώτον μεταξύ των Ελλήνων ποιητών" και το ποίημά του "Όρκος" ως "το άριστον των ελληνικών ποιημάτων". Επίσης, ο Βελλιανίτης εξέφρασε τη θλίψη του για την "ενσκήψασαν φιλολογικήν χολέραν, ήτις καλείται συμβολισμός, διότι προσέβαλε και τον Παλαμάν, τον ποιητήν του μέλλοντος, παρ' ου τόσα ηλπίσαμεν, όταν έγραφε τα "Τραγούδια της Πατρίδος" του και τα "Μάτια της ψυχής του".

Σαρκαστική ή απίστευτα ειλικρινής ήταν η απάντηση του Παναγιώτη Συνοδινού, ο οποίος θεωρούσε ότι "η ατυχής Ελλάς ουδένα ποιητήν έχει άλλον" πέρα από τον ίδιο; "Αντί άλλης απαντήσεως εκφράζω την λύπην μου ότι αι μετρηταί ψήφοι... επί του προκειμένου ζητήματος θα εξαφανισθώσι υπό τας μυριάδας των ψήφων της Ελλ. φυλής, αναγνωριζούσης από πεντηκονταετίας όλης εμέ και μόνον αληθή ποιητήν και αφ' ότου εξέλιπον οι ομότιμοί μου Χριστόπουλος, Βαλαωρίτης, Αλέξανδρος Σούτσος, Παράσχος και Ζαλοκώστας, ανακηρύττει ολονέν μετά σεβασμού και αγάπης, τον εθνικόν της Ελλάδος ποιητήν, ον εν αγενεί και κακεντρεχεί λύσση προσποιούνται, ότι δεν αναγνωρίζουσιν οι ακαλαίσθητοι στιχουργίσκοι και αηδέστατοι λοχογράφοι, οι απαρτίζοντες τον αμοιβαίον θαυμασμόν", συμπλήρωσε ο ποιητής, που ξεχάστηκε με την πάροδο των χρόνων.

Η Καλλιρρόη Παρρέν, διευθύντρια της "Εφημερίδος των Κυριών" ελίχθηκε έξυπνα θυμίζοντας ότι "αι γυναίκες δεν έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν" και απέφυγε να επιλέξει έναν ποιητή, αφού εξάλλου "εις τους ποιητάς αρκεί ο δάφνινος στέφανος της αθανασίας, ον οι θεοί και αι Μούσαι πλέκουν εις τιμήν των". Στους αρνητές ψήφου ανήκε και ο Χαράλαμπος Άννινος, ο οποίος θεωρούσε ως τον "μέγιστο των ποιητών της νεωτέρας Ελλάδος εν γένει" τον "αθάνατο Εξαρχόπουλο", όπως και ο Δημήτριος Χατζόπουλος, που υπέγραφε τα έργα του με το φιλολογικό ψευδώνυμο "Μποέμ" και έβλεπε τα ποιητικά πράγματα της εποχής "πολύ... μαύρα - δηλ. σκοτεινά".

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου δεν ψήφισε τον Σουρή, για τον οποίο σημείωσε ότι "ευρίσκεται εις άλλην σφαίραν, την οποίαν πληροί ολόκληρον με το ανάστημά του", αλλά έδωσε από μία ψήφο στους Μαρκορά και Παλαμά. "Την λέξιν "τέχνη" εις την ποίησιν μου την ερμηνεύει φωτεινότατα η ποίησις του Μαρκορά. Και ο γαλήνιος ερημίτς, ο τόσον ολίγον προσπαθών να φαίνεται, ο ποιητής του "Όρκου" είνε αναμφισβήτητος δόξα διά την Ελλάδα", ανέφερε για τον Κερκυραίο ποιητή, ενώ εκτενέστερα αιτιολόγησε την ψήφο του στον Κωστή Παλαμά:
"Την τελευταίαν φυσιογνωμίαν της νεοελληνικής ποιήσεως, τον πλουτισμόν της τον απότομον, τον χρεωστούμεν κατά το πλείστον εις αυτόν. Από τα "Τραγούδια της Πατρίδος" μου ακόμη, φαίνεται ο αρχιτεχνίτης ι εισβάλλων ορμητικώς με νέαν σημαίαν και συντρίβων και αναπλάττων. Δεν ημπορώ να είπω, ότι νοιώθω όλα του τα ποιήματα. Αλλά τα τρία τέταρτα ων ποιημάτων του είνε δι' εμέ φως και μάλιστα φως άλλου ορίζοντος. Τα άλλα όχι σκότος, αλλ' ένα ωραίον λυκόφως. Εάν ένα ποίημα του Παλαμά είνε ακατάληπτον, ποτέ δεν θα 'πω, ότι δεν έπρεπε να το γράψη. Διότι και εκείνο, αν δεν έχη τίποτε άλλο, θα έχη τουλάχιστον την αδράν και μεγαλοπρεπή μελωδίαν, η οποία διδάσκει ένα νέον ποιητήν, τι είνε στίχος. Πλάστης ο Παλαμάς. Εις τα ιδικά του πρότυπα εχύθησαν οι στίχοι των νέων ποιητών. Εάν πολλοί από τους στίχους αυτούς βγαίνουν καμπούρηδες και αλλοίθωροι, με μίαν μύτην Ερμού του Πραξιτέλους και με ένα πόδι διακονιάρη των Κραββάρων... τι φταίει ο Παλαμάς;"

Ψήφο στον "ποιητήν των "Αρχαίων Θεών" και των "Ιάμβων και αναπαίστων"", δηλαδή στον Παλαμά, έδωσε και ο Κώστας Πασαγιάννης, ενώ ο Στέφανος Στεφάνου ψήφισε τον Μαρκορά εκτιμώντας ότι τη σωστή απάντηση θα δώσουν "με τον καιρό, γέροι και νέοι, γυναίκες και παιδιά, γραμματισμένοι και αγράμματοι", ότι δηλαδή ο κάθε ποιητής θα κριθεί από τη διαχρονικότητα του έργου του.

Διχασμένος ή μάλλον...τριχασμένος ήταν ο Χρήστος Βαρλέντης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Χρήστου Χριστοδούλου). "Ποίον να είπω, τον Παλαμάν, τον Μαρτζώκην ή τον Σουρήν; Ο πρώτος έχει τόσα πλεονεκτήματα, τόσα ελαττώματα, τόσα καπρίτσια, τόσους δουλικούς επηρεασμούς και, και. Ο δεύτερος... διά τον οποίον τυφλώττουσι τόσοι και τόσοι λόγιοί μας, έχει να επιδείξη ίσως τα τελειότερα ποίηματα της Νεοελληνικής φιλολογίας με τους βαρβάρους στίχους των". Ωστόσο, προτίμησε τελικά να ψηφίσει τον Σουρή, ο οποίος έχει "τόσην αφέλειαν, με ρωμαίικην πολλάκις αμέλειαν, αλλά και με τόσην ευφυίαν, τόσην έμπνευσιν, τοιαύτην κρυσταλλώδη διαύγειαν, τόσην ανεξαρτησίαν και ιδικόν του φως, και το κυριώτερον, ελληνικήν ψυχήν".

Για τον συγγραφέα Ανδρέα Καρκαβίτσα, ιδανικοί υποψήφιοι θα μπορούσαν να είναι ο Μαρκοράς, ο Προβελέγγιος, ο Δροσίνης, ο Μαρτζώκης και ο Πολέμης, καθώς "όλοι έχουν το ποιητικόν τους τάλαντον αφιλονείκητον και η νεοελληνική ποίησις πολλά τους χρεωστεί", ενώ εξαιρούσε τον Σουρή, ο οποίος "είναι πρώτος εις το είδος του, απαράμιλλος και το Πανελλήνιον έχει τρανολαλήσει την γνώμην του περί αυτού". Έτσι, ο Καρκαβίτσας ψήφισε τελικά τον Παλαμά, για τον οποίο πίστευε ότι "βλέπει κάπου μακρύτερα από τους άλλους, αγωνίζεται ναναιβή κάπου ψηλότερα. Οι αγώνες του με κάνουν να μαντεύω τον ποιητήν ανώτερον από τα έργα του. Και τον προτιμώ".

Ο Ιωάννης Γρυπάρης, αφού εξέφρασε την αμφιβολία του "περί της σοβαρότητος" της ψηφοφορίας για την ανάδειξη του καλύτερου ποιητή της εποχής, έδωσε "ανεπιφυλάκτως" την ψήφο του "υπέρ του ποιητού των "Πατρίδων" και του "Τάφου"", δηλαδή υπέρ του Παλαμά.

Μία ψήφο από τον Αλέξανδρο Πάλλη κέρδισε ο Δροσίνης, ενώ ποιητική ήταν η απάντηση του Αργύρη Εφταλιώτη, ο οποίος δεν επέλεξε κάποιον συγκεκριμένο:
Ο μεγαλύτερος που ζη,
Και ποιητής κι' όλα μαζή,
Είν' ο επίγειος ο θεός,
Που λέγεται Λαός.

Με ποίημα απάντησε κι ένας άλλος άνθρωπος των γραμμάτων, που όμως προτίμησε να παραμείνει ανώνυμος, υπογράφοντας απλά ως Μ. και ο οποίος, αφού πρώτα εξύμνησε τη λαϊκή ποίηση, όπως ο Εφταλιώτης, στη συνέχεια εξέφρασε την προτίμησή του στον Γεράσιμο Μαρκορά, ενώ δεν απέφυγε και μια σατυρική κριτική της ποιητικής δημιουργίας της εποχής.
Του Ελληνικού λαού μονάχου πρέπει
Βασιλικό του τραγουδιού στεφάνι.
Με τη λαλιά του, ιδές, να ξαναϋφάνη,
Στέργει η αρχαία Μούσα τη χρυσά της έπη.
Βάσκαμα αχρείο τη δάφνη του δε σέπει.
Προαιώνιες Μοίρες έχουν την μοιράνη.
Χολή δασκάλων δε θα την μαράνη.
Απ' τα είδωλά τους δε θα μείνη ρέπι. 
Κι αν αλλουνών της Τέχνης το παράσημο
Δώση ο Λαός, μα ως ρήγα θα φιλέψη
Το Μαρκορά, λογιάζω, το Γεράσιμο
Που δε. γεράσει. Η Ποίησις ας βασιλέψη!
Με γενικές απόλυτες και ισόκωλα
Αντίς να πάμε ομπρός πάμε πισόκωλα. 

"Ο Παλαμάς είνε η φυσιογνωμία που οφείλει να συγκεντρώση την καθολική εκλογή" υποστήριξε από το Μόναχο ο πεζογράφος Γιάννης Καμπύσης, που θα έφευγε από την ζωή το 1901 σε ηλικία μόλις 29 ετών, ενώ μαζί του συμφωνούσε και ο πεζογράφος Δημήτριος Ταγκόπουλος:
"Όχι γιατί δεν θαυμάζω τον Σολωμό και δεν προσκυνώ τον Κάλβο και δεν σέβομαι τον Μαρκορά και δεν εκτιμώ τον Προβελέγγιον και δεν λατρεύω τον Δροσίνη και τον Κρυστάλλη και δεν αγαπώ τον Συορή και εδν αναγνωρίζω όλους τους εκλεκτούς στίχους που μπορεί να στολίζουν το έργον κάθε ποιητού.... Αλλά γιατί στον Παλαμά βρήκα τον ιδανικό μου ποιητή όπως τον θέλω κι' όπως τον νοιώθω εγώ, ο ταπεινός εραστέχνης... Αυτή είνε η γνώμη μου κι' αυτή φρονώ πως πρέπει να είνε η γνώμη κάθε αληθινού ανθρώπου των γραμμάτων.. και όχι της ρεκλάμας".

Όσον αφορά τον ίδιο τον Παλαμά, ο οποίος επίσης συμμετείχε στο δημοψήφισμα του "Άστεως", η άποψη του δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 31.12.1898. Αν και εξέφρασε το θαυμασμό του προς τον Γεράσιμο Μαρκορά, τελικά δεν επέλεξε να ψηφίσει κάποιον συνάδελφό του, αλλά εξέφρασε τον προβληματισμό πώς να επιλέξει κάποιος τον καλύτερο, όταν πρόκειται για τέχνη. Επίσης, απάντησε εμμέσως στην κριτική που δεχόταν για τα δυσνόητα νοήματα των ποιημάτων του, ενώ αναφέρθηκε σε διαχρονικούς προβληματισμούς, όπως το αν επιτρέπεται η μίμηση στην τέχνη ή τι συνιστά πατριωτισμός στην ποίηση. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο με ευρύτερη φιλολογική αξία, γι' αυτό και το παραθέτω ολόκληρο, όπως ακριβώς δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα:
"Φίλε μου,
Η ερώτησίς σου μου ενθυμίζει ότι, απάνου-κάτου, προ δεκαοκτώ χρόνων, εις τον υπερχιλιοσέλιδον "Παρνασσόν ή απάνθισμα των εκλεκτοτέρων ποιημάτων της νεωτέρας Ελλάδος", τον εκδοθέντα υπό του μακαρίτου Ματαράγκα, παραγεμιστόν όλον, πλην ολίγων εξαιρέσεων, με ράκη μετριότητος, και με πεζότητος βόρβορον, ο Κερκυραίος Γεράσιμος Μαρκοράς, μεταξύ των ζώντων εκ των ποιητών του Απανθίσματος, μου μετέδωκε την υψηλήν συγκίνησιν. Έκτοτε η νεωτέρα ελληνική ποίησις προώδευσε κατά πολύ, καθώς το εκήρυξα κατ' επανάληψιν. Μάρτυς δε της προόδου η νεωτάτη αυτής φάσις, όσον και αν δεν το αναγνωρίζη, ή, μάλλον, ακριβώς διότι δεν το αναγνωρίζει ο κατά Λασκαράτον όχλος. (Λίγος νους, και πολλές πρόληψες). Αλλ' εγώ εξακολουθώ να είμαι ευγνώμων προς τον κ. Μαρκοράν διά την παλαιάν χάριν, και δράττω σήμερον την ευκαιρίαν διά να του εκδηλώσω την ευγνωμοσύνην μου, άλλην μίαν φοράν ακόμη, καθώς του την εφανέρωσα προ οκταετίας εις το φιλολογικόν περιοδικόν "Εστία", προς μέγα σκάνδαλον και τότε του αιωνίου όχλου.
Αλλά δεν θα σου αποκρύψω, φίλε μου, ότι δεν είνε και τόσον εύκολος η απάντησις εις ερώτημα περί του ποίος ο καλλίτερος ποιητής. Διότι δεν υπάρχει ποιητής που να μη είνε ο καλλίτερος... δι' εκείνον τον οποίον ζωηρότερον συγκινεί. Και όχι μόνον τούτο. Ο αυτός ποιητής, συμφώνως προς την ψυχικήν ημών κατάστασιν, άλλοτε είνε ο καλλίτερος, άλλοτε παραχωρεί τον θρόνον του εις άλλον. Και κάτι άλλο ακόμη. Όσον απληστότερος είνε τις διά την υψηλήν, καθώς και διά πάσαν, απόλαυσιν, άλλο τόσον διστακτικώτερος γίνεται εις την εκλογήν του. Γνωρίζω κάποιον μουσόληπτον, λυσσώδη αναγνώστην των ποιητών και των φιλοσόφων. Ακόμη δεν κατώρθωσε να εννοήση ποίος ο βαθύτερος έρως του, ποίος ο υψηλότερος θαυμασμός του: Η Οδύσσεια ή το Βιβλίον του Ιώβ; ο Πίνδαρος ή ο Δαυίδ; ο Γκαίτε ή ο Σέλλεϋ; ο Σατανάς εις τον "Παράδεισον" του Μίλτωνος, ή ο Πρόσπερος εις την "Τρικυμίαν" του Σαίξπηρ; ο Αισχύλος ή ο Δάντης; ο Άμλετ ή ο Βρανδ του Ίψεν; οι τύποι του Πλάτωνος ή η Νιρβάνα του Βούδα; ο Έγελος ή ο Σπένσερ; Και ούτω καθεξής. Ο νους του μουσολήπτου τούτου φίλου είνε ως ο μαγικός πύργος του Φάουστ, επί του οποίου συνυπάρχουν όλοι οι ρυθμοί. Και δεν θα ήτο δυνατόν να γείνη άλλως. Όσον περισσότερα γνωρίζεις, όσον βαθύτερον αισθάνεσαι, τόσον δυσκολώτερον δικάζεις, τόσον προφυλάττεσαι από το δόγμα. 
Διά τούτο νομίζω ότι πολύ ανετώτερον θα ηδυνάμην ν' απαντήσω εις ερώτησιν περί του ποίος... ο Ποιητής. Θα εσημείωνα τότε ότι κατά το 1892 εις τον πρόλογον των "Ματιών της ψυχής μου" διατύπωσα ελευθέρως την ιδέαν μου περί αυτού. Έκτοτε η πίστις μου προς το ποιητικόν εκείνο ιδεώδες παραμένει ασάλευτος, ουδέ αφορμήν έλαβ' από τότε διά να μεταβάλω γνώμην ως προς τα ουσιώδη ζητήματα περί του λεγομένου κοινού, περί της δήθεν σκοτεινότητος, περί της γλώσσης, περί της σκέψεως και περί του αισθήματος του ποιητού, ζητήματα τα οποία κακώς εκάστοτε αντιλαμβάνεται, αμεθόδως πραγματεύεται και ταχυδακτυλουργικώς επιλύει ο κατά Λασκαράτον πάντοτε, όχλος. Ελάχιστα θα είχα να προσθέσω σήμερον. Θα εσταματούσα μόνον, κυριώτερον, προ της σφαλεράς ιδέας, την οποίαν τρέφουν οι πολλοί περί πρωτοτυπίας και περί μιμήσεως και θα έλεγα, μεταξύ άλλων, ότι και η πρωτοτυπία και η μίμησις είνε σχετικά, ότι όπου ωραιότης εκεί και πρωτοτυπία, ότι η πρωτοτυπία δεν είνε πολλάκις παρά η εναρμόνιος συμφωνία ποικίλων μιμητικών στοιχείων, κατά το μάλλον ή ήττον συνειδητών ή ασυνειδήτων, ότι η Μίμησις είνε ο μέγας νόμος των κοινωνιών και των φιλολογιών, και ότι μόνος ασυγχώρητος μιμητής είνε ο άμουσος στιχοπλόκος.
Θα εδοξολόγουν δε μετά ζέσεως ιδιαιτέρας τον Ύψιστον, διότι οι νέοι ημών ποιηταί φαίνονται οσημέραι καθαρώτερον κατανοούντες ότι ο μόνος άξιος του ποιητού πατριωτισμός είνε η ευσυνείδητος και αφιλοκερδής προσήλωσίς του εις τον έρωτα της Τέχνης, ότι εκπορνεύουν την πατρίδα οι καθιστώντες αυτήν εκάστοτε θέμα τετριμμένων στιχαρίων ή ρητορικών φωνασκιών, ότι ο Έλλην ποιητής, υπόδειγμα έχων τους αθανάτους προγόνους του, πρέπει προ παντός να είνε άνθρωπος, και ότι η αληθής εθνική ποίησις δεν είνε παρά η ποίησις χωρίς πατρίδα, και εις την υψηλοτάτην αυτής έντασιν".



Το 1898 ο Κωστής Παλαμάς είχε προκαλέσει αίσθηση με τη δημοσίευση της ποιητικής του συλλογής "Ο Τάφος" με αφορμή το θάνατο του γιου του... περισσότερα εδώ: 
Ο θάνατος του Άλκη Παλαμά και ο "Τάφος"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου