Πριν 100 χρόνια, 27 Φεβρουαρίου 1913, ο Έλληνας λογοτέχνης Κώστας Ουράνης, που τότε έκανε τα πρώτα του δημοσιογραφικά βήματα στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ σε ηλικία μόλις 23 ετών, έγραψε ένα χρονογράφημα ("Η αντίληψις του χρόνου") για την ιδιότυπη σχέση που έχουμε διαχρονικά οι Έλληνες με το χρόνο, αυτό το ελληνικό "ελάττωμα" που προκαλεί τη θυμηδία πολλών ξένων - και δη Βορειοευρωπαίων.
Επειδή με απωθεί ο μύθος του Έλληνα που υποτίθεται ότι "χάλασε" ξαφνικά μετά τη Μεταπολίτευση - όχι ότι είναι "χαλασμένος" κάποιος απλά και μόνο επειδή δεν αγχώνεται αδιάλειπτα από το πρωί ως το βράδυ για τη δουλειά, χωρίς να τον συγχέουμε με τον πραγματικό τεμπέλη - ας διαβάσουμε την εύθυμη ιστοριούλα που έγραφε πριν από ακριβώς έναν αιώνα ο Ουράνης (μεταφρασμένο στη δημοτική) και ας κάνουμε τις συγκρίσεις μας.
Επειδή με απωθεί ο μύθος του Έλληνα που υποτίθεται ότι "χάλασε" ξαφνικά μετά τη Μεταπολίτευση - όχι ότι είναι "χαλασμένος" κάποιος απλά και μόνο επειδή δεν αγχώνεται αδιάλειπτα από το πρωί ως το βράδυ για τη δουλειά, χωρίς να τον συγχέουμε με τον πραγματικό τεμπέλη - ας διαβάσουμε την εύθυμη ιστοριούλα που έγραφε πριν από ακριβώς έναν αιώνα ο Ουράνης (μεταφρασμένο στη δημοτική) και ας κάνουμε τις συγκρίσεις μας.
"Γνώρισα έναν ξένο ερχόμενο από τον τόπο του γνωμικού "ο χρόνος είναι χρήμα". Μιλώντας μου εξέφρασε την έκπληξη του, πώς υπάρχουν ωρολογοποιεία εδώ στην Ελλάδα. Νόμισα ότι είχα να κάνω με κανένα που ειρωνευόταν τον τόπο μας και ετοιμάστηκαν να τον βάλω στη θέση του.
- Και τι νομίζεις πως είναι η Ελλάδα, φίλε μου, για να μην έχει ωρολογοποιεία; του είπα. Ζουλού;
Ο φίλος μου χαμογέλασε.
- Δεν εννοώ αυτό, απάντησε. Θέλω να πω πώς δουλεύουν αυτά τα καταστήματα, αφού ο χρόνος εδώ δεν έχει καμία σημασία - δηλαδή έχει χάσει τη σημασία του. Αλλού τα ρολόγια χρησιμεύουν για να δείχνουν στον άνθρωπο πότε πρέπει να πάει στην εργασία του, στο ραντεβού του, πότε πρέπει να αφήσει την παρέα του και τη συζήτηση για να τελειώσει μία υπόθεσή του, πότε πρέπει να πάει να κοιμηθεί, πότε να ξυπνήσει και ούτω καθεξής. Γι' αυτό είναι χρησιμότατα και τα ωρολογοποιεία κάνουν χρυσές δουλειές, όταν μάλιστα πωλούν ρολόγια που είναι ακριβή μέχρι του δευτερολέπτου. Αλλά στον μακάριο τόπο σας - τον τόπο του ήλιου, του φωτός, της τεμπελιάς και της ρέμβης - πώς δεν χρεοκοπούν; Τα ρολόγια δεν τα ακολουθεί κανείς, απλούστατα γιατί ακολουθεί το γούστο του και τις ορέξεις του κατά τις εμπνεύσεις της στιγμής. Ο χρόνος, παρατήρησε, για σας δεν είναι χρήμα. Απ' εναντίας δαιμονίζεστε, όταν δεν περνάει γρήγορα.. Τι σημασία μπορεί να έχει ο χρόνος σ' έναν τόπο, όπου τα καφενεία είναι περισσότερα από τους κατοίκους; Τα κέντρα αυτά δημιουργήθηκαν μόνο για να περνά η ώρα. Για να το πετύχετε συζητάτε πολιτική, φιλοσοφία, κοινωνικά ζητήματα και παίζετε μία κοντσίνα στα χίλια εκατό για ένα λουκούμι. Ένα λουκούμι στη συνείδησή σας αξίζει περισσότερο από τρεις ώρες που δαπανάτε για να το κερδίσετε ή να το χάσετε... Την εργασία τη θεωρείτε αναγκαίο κακό και όχι, όπως αλλού, σκοπό της ζωής. Ούτως εχόντων των πραγμάτων η απορία μου για τα ωρολογοποιεία είναι φυσικότατη... Τι χρειάζεστε τα ρολόγια, όταν για τις υποθέσεις σας βάζετε το γούστο της στιγμής; Βαδίσατε ποτέ σύμφωνα με το ρολόι; Όχι, υποθέτω. Στις συνεντεύξεις που δίνετε, έρχεστε μετά από τρεις ώρες και διαμαρτύρεστε επειδή ο άλλος δεν βρίσκεται στο ραντεβού που του δώσατε... Και αυτό δικαιολογείται κάπως, όταν πρόκειται για συνεντεύξεις, για διασκεδάσεις ή για περίπατο. Αλλά στην εργασία, ακόμα δεν χρησιμοποιείτε το ρολόι. Να σας πω κάτι που μου συνέβη. Επρόκειτο να αναχωρήσω για μία υπόθεσή μου. Προηγουμένως, όμως, χρειάστηκα παπούτσια. Πήγα σ' έναν υποδηματοποιό της οδού Σταδίου. Ο άνθρωπος σκοτώθηκε στις υποκλίσεις, όταν με είδε. Μου πήρε τα μέτρα, δέχθηκα την τιμή που μου όρισε, με τη συμφωνία ότι έπρεπε να μου τα ετοιμάσει την επομένη στις έξι το απόγευμα! Επρόκειτο να φύγω στις οκτώ με το τρένο. Την επομένη πήγα για να τα πάρω στις έξι. Ο υποδηματοποιός μου είπε ότι το ρολόι μου δεν πήγαινε καλά και μου έδειξε το δικό του, το οποίο έλεγε έξι παρά τέταρτο. Επέστρεψα μετά από ένα τέταρτο. Μου είπε ότι ήταν έτοιμα, αλλ' ότι τους δινόταν το τελευταίο γυάλισμα και γι' αυτό έπρεπε να περάσω μετά από μισή ώρα. Έκανα μια βόλτα έξω και ξαναγύρισα, την ώρα που μου υπέδειξε. Ο υποδηματοποιός χαμογέλασε αυτάρεσκα και με παρακάλεσε να καθίσω μέχρις ότου τα κατεβάσουν κάτω. Φώναξε μάλιστα το παιδί να τα φέρουν. Πέρασαν δέκα λεπτά ακόμη. Όταν τον ρώτησα τι γίνονται τα παπούτσια, μου έδωσε μια εφημερίδα. Μετά δέκα λεπτά θέλησε να μου ανοίξει μία συζήτηση για την πτώση των Ιωαννίνων. Πήγε επτά και μισή και τα παπούτσια δεν είχαν έλθει. Άρχισα να αδημονώ.. Μα πρέπει να φύγω, φώναζα. Θα χάσω το τραίνο μου... Ο υποδηματοποιός με βεβαίωνε ότι έχω ακόμα καιρό. Στις οκτώ έφτασε το ένα παπούτσι, αλλά δεν είχε κουμπιά. Χρειάστηκε να του βάλουν. Στις οκτώ και δέκα - όταν πλέον είχα χάσει το τραίνο μου - ήλθε και το άλλο παπούτσι.
- Ορίστε! φώναξε θριαμβευτικά ο άνθρωπος μου. Είναι έτοιμα.
- Τι να τα κάνω τώρα, είπα απελπισμένος. Έχασα το τραίνο μου. Και όμως μου είχατε πει στις έξι.
- Τι να σας κάνουμε, δικαιολογήθηκε. Σήμερα έπεσαν τα Γιάννενα. Είχαμε βγει να δούμε την κίνηση. Έπειτα, αδελφέ, δεν είμαστε Εγγλέζοι!..
Πώς σας φαίνεται; Έχω δίκαιο να λέω ότι ο χρόνος εδώ έχει χάσει τη σημασία του;"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου