2 Σεπτεμβρίου 2013

Το παράξενο παλιό αθηναϊκό έθιμο της πρώτης Σεπτεμβρίου κι ένα σατιρικό ποίημα του Σουρή, που το διακωμωδούσε

Τα παλιά χρόνια, στην αποκαλούμενη "παλιά Αθήνα" (τέλη 19ου αιώνα - αρχές 20ού) ο Σεπτέμβρης ήταν ταυτισμένος με τα νέα ξεκινήματα σε όλους τους τομείς. Δεν ήταν μόνο τα σχολεία που άρχιζαν, αλλά σχεδόν όλοι οι νοικάρηδες Αθηναίοι μάζευαν τα πράγματά τους (ρούχα, έπιπλα, κουζινικά κλπ.) και μετακόμιζαν. Και αυτό γινόταν κάθε χρόνο, την πρώτη του μηνός. Κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς και υπό ποιες συνθήκες ξεκίνησε αυτή η μαζική μετακόμιση, που από ένα σημείο και μετά μετεξελίχθηκε σε έθιμο και μετέτρεπε τους δρόμους της Αθήνας σε ένα ζωηρό, πολύχρωμο, αλλά και φασαριόζικο, υπαίθριο πανηγύρι με το που έσκαγε μύτη ο ένατος μήνας του χρόνου. Γιατί τη συγκεκριμένη ημερομηνία; Άλλο ένα μυστήριο...

Σπάνια κάποιος να κατοικούσε περισσότερους από δώδεκα μήνες στο ίδιο σπίτι και ακόμη σπανιότερο το να μη μετακόμιζε ποτέ -εξαιρούνται φυσικά οι ιδιοκτήτες. Από τα μέσα Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου τα παράθυρα των σπιτιών γέμιζαν με "ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ" - συνήθως ανορθόγραφα. Όλο το καλοκαίρι οι πολίτες επισκέπτονταν τα ενοικιαζόμενα ψάχνοντας να βρουν κάποιο καλύτερο ή φθηνότερο μέρος για να μείνουν τους επόμενους δώδεκα μήνες και με το πρώτο ξημέρωμα της πρώτης Σεπτέμβρη, οι δρόμοι γέμιζαν από κάρα που μετέφεραν τα έπιπλα.
Στο περίεργο αυτό έθιμο της ετήσιας, μαζικής σεπτεμβριανής μετοικεσίας αφιέρωσε ένα ποίημα του ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής, που δημοσιεύτηκε στο "Άστυ" στις 04.09.1888 και ήταν πολύ δημοφιλές - πολλά χρόνια μετά εξακολουθούσαν να το μνημονεύουν οι χρονογράφοι των εφημερίδων.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
Και πάλιν ο Σεπτέμβριος... τα ίδια και τα ίδια,
Μαλτέζος και Μανιάτηδες, φωνές και κουβαλίδια.
Τι πάταγος διαβολικός, τι χάος κυκεώνος,
μετοικεσία γίνεται της νέας Βαβυλώνος,
και τρέχουν όλοι σαν τρελοί κι αλλάζουν όλοι σπίτι
ως που να παν μια και καλή μες στου Δρομοκαΐτη.

Και πάλιν ο Σεπτέμβριος, Μανιάτηδες, Μαλτέζοι,
μ' ένα ποδάρι έμεινε του τάδε το τραπέζι,
της δείνα το δυσώνυμο αγγείο διερράγη,
κι ανακατεύεται μαζί κι η σάλα κι η κουζίνα
που λες πως βλέπεις έξαφνα να στέκουν πλάγι πλάγι
των Άγγλων η Βικτώρια κ' η Τρελοκατερίνα.


Και πάλιν ο Σεπτέμβριος... τα ίδια και τα ίδια...
Μαλτέζοι και Μανιάτηδες, φωνές και κουβαλίδια.
Αυτός το νέο σπίτι του ακόμη δεν ειξεύρει
και τρέχει απ' εδώ κι εκεί ο δόλιος να το εύρει,
αυτός δεν θέλει και καλά απ' το παλιό να φύγει
και με τον νέο κάτοικοι σκυλοκαβγάς ανοίγει.

Σπασίματα, γκρεμίσματα, φορτώματα, σχοινιά,
κι εφέτος όλοι βάλθηκαν ν' αλλάξουν γειτονιά.
Και εις την τόσην σύγχυσην, την χάβραν και τον σάλον
η κόρη χάνει τη μαμά κι εκείνη τον παπάκη,
και μες στο ανακάτωμα σκευών κι επίπλων άλλων
κατρακυλά ο τέντζερες κι ευρίσκει το καπάκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου