Στο τεύχος της 31ης Αυγούστου 1946, λίγο παραπάνω από ένα χρόνο μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας στην ιαπωνική πόλη Χιροσίμα, το αμερικανικό περιοδικό The New Yorker δημοσίευσε το συγκλονιστικό ρεπορτάζ του Τζον Χέρσι, ο οποίος εξιστορούσε τα βιώματα έξι επιζώντων της πρωτοφανούς σε φρίκη τραγωδίας. Το εκτενέστατο άρθρο κάλυψε ολόκληρη την ύλη του συγκεκριμένου τεύχους, ενώ αργότερα εκδόθηκε και σαν βιβλίο με τον τίτλο "Hiroshima". Πρόκειται για την πρώτη "εκ των έσω" καταγραφή της ανθρώπινης τραγωδίας που εκτυλίχθηκε στη Χιροσίμα, κλονίζοντας τις αρχικές θριαμβολογίες των Αμερικανών για το νέο υπερ-όπλο.
Έψαξα να δω, αν το βιβλίο κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στα ελληνικά, αλλά, δυστυχώς, δε βρήκα κάτι. Δεν ξέρω καν αν μεταφράστηκε στη γλώσσα μας και αν κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα. Το βρήκα στο ίντερνετ - στα αγγλικά - και θεώρησα ενδιαφέρον να μεταφέρω περιληπτικά ένα μικρό μέρος της αφήγησης του Χέρσι, ο οποίος μεταφέρει άρτια και συγκλονιστικά τις περιγραφές των έξι Hibakusha, όπως αποκαλούν οι Ιάπωνες τους επιζήσαντες του πυρηνικού ολέθρου. Η αφήγηση του Χέρσι είναι πραγματικά πολύ πιο μεστή και άμεση, πιο ολοκληρωμένη και αξίζει τον κόπο να διαβάσετε το βιβλίο του - αν μπορέσετε να το βρείτε στα ελληνικά.
"Ακριβώς στις 8:15 το πρωί της 6 Αυγούστου 1945, ώρα Ιαπωνίας, τη στιγμή που η ατομική βόμβα έλαμψε πάνω από τη Χιροσίμα, η δεσποινίς Toshiko Sasaki, υπάλληλος στο τμήμα προσωπικού της East Asia Tin Works, είχε μόλις καθίσει στο γραφείο της στο εργοστάσιο και γύριζε το κεφάλι της για να μιλήσει με το κορίτσι στο διπλανό γραφείο. Την ίδια στιγμή, ο Δρ Masakazu Fujii είχε καθίσει σταυροπόδι για να διαβάσει την εφημερίδα Osaka Asahi στη βεράντα του ιδιωτικού του νοσοκομείου, που δεσπόζει πάνω από έναν από τους επτά δελταϊκούς ποταμούς που διασχίζουν τη Χιροσίμα. Η κυρία Hatsuyo Nakamuro, χήρα ράφτη, στεκόταν στο παράθυρο της κουζίνας της βλέποντας ένα γείτονα να γκρεμίζει το σπίτι του, επειδή βρισκόταν στο μονοπάτι ενός αεροπορικού πυροσβεστικού διαδρόμου. Ο πάτερ Wilhelm Kleinsorge, ένας Γερμανός ιερέας της Κοινωνίας του Ιησού, ξάπλωνε με το εσώρουχό του στο πτυσσόμενο κρεβάτι του (που βρισκόταν) στον τελευταίο όροφο του τριώροφου κτιρίου της ιεραποστολής διαβάζοντας ένα περιοδικό των Ιησουιτών, το Stimmen derZeit. Ο δόκτωρ Terufumi Sasaki, ένα νεαρό μέλος του χειρουργικού προσωπικού του μεγάλου, σύγχρονου Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού της πόλης, περπατούσε κατά μήκος ενός από τους διαδρόμους του νοσοκομείου κρατώντας στο χέρι του ένα δείγμα αίματος για να το υποβάλλει σε τεστ Wassennann (εξέταση για την ανίχνευση σύφιλης). Ο Αιδεσιμότατος κ. Kiyoshi Tanimoto, πάστορας της Εκκλησίας των Μεθοδιστών της Χιροσίμα, ήταν σταματημένος στην πόρτα ενός πλουσίου σπιτιού στο Koi, προάστιο δυτικά της πόλης, και ήταν έτοιμος να ξεφορτώσει ένα καρότσι γεμάτο πράγματα που είχε φυγαδεύσει από την πόλη με τον φόβο της μαζικής επιδρομής Β29 που όλοι ανέμεναν στη Χιροσίμα. Εκατό χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν από την ατομική βόμβα και αυτοί οι έξι ήταν μεταξύ των επιζώντων".
Έτσι ξεκινούσε το ρεπορτάζ-αφήγημα του Χέρσεϊ, περιγράφοντας τις ζωές έξι απλών, καθημερινών ανθρώπων της πόλης των 245.000 κατοίκων - πριν τη ρίψη της ατομικής βόμβας - που έμελλε να γίνει το μαύρο σύμβολο της καταστρεπτικής δύναμης των πυρηνικών όπλων, για να ακολουθήσει ύστερα από τρεις ημέρες το Ναγκασάκι. Ήταν μια μέρα που ξεκινούσε όπως όλες οι άλλες. Κανείς δεν υποψιαζόταν, δεν μπορούσε να διανοηθεί τι επρόκειτο να συμβεί ανατρέποντας άρδην τον κόσμο, όπως τον γνώριζαν μέχρι τότε. Οι έξι τυχεροί κάτοικοι της μαρτυρικής πόλης θυμούνται τη μέρα εκείνη.
Ο αιδεσιμότατος Tanimoto ήταν, ίσως, ο πιο ανήσυχος απ' όλους. Το προηγούμενο βράδυ δεν είχε κοιμηθεί καλά τόσο λόγω των λάθος συναγερμών για αεροπορικές επιδρομές όσο και γιατί αισθανόταν ότι η Χιροσίμα θα αποτελούσε σύντομα στόχο των αεροπορικών επιδρομών των αμερικανικών δυνάμεων, καθώς ήτα η μοναδική σημαντική ιαπωνική πόλη μαζί με το Κιότο που δεν είχε αποτελέσει μέχρι εκείνη τη μέρα στόχο κάποιας επίθεσης. Αυτός ήταν και ο λόγος που αποφάσισε να μεταφέρει ό,τι μπορούσε από την εκκλησία, όπου ιερουργούσε, σ' ένα γειτονικό προάστιο δύο χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της Χιροσίμα. Η γυναίκα του κοιμόταν μακριά από την πόλη, ενώ την προηγούμενη μέρα είχε αρχίσει να μεταφέρει στο Κόι τα πράγματα της κόρης του.
Το μοιραίο πρωί της 6ης Αυγούστου 1945 ο Tanimoto ξύπνησε πολύ νωρίς και ετοίμασε το πρωινό του, κουρασμένος τόσο από την αϋπνία όσο και από το πιάνο που είχε μεταφέρει μακριά από τη Χιροσίμα την προηγούμενη μέρα. Λίγο πριν τις 6 το πρωί ξεκίνησε το κουβάλημα της ημέρας, οπότε και ανακάλυψε ότι μαζί μ' έναν άλλο κάτοικο της πόλης, τον κύριο Matsuo, θα έπρεπε να μεταφέρουν μια μεγάλη ντουλάπα γεμάτη από ρούχα και άλλα πράγματα. Λίγα λεπτά αφότου ξεκίνησαν το έργο τους, ήχησαν για ένα λεπτό οι σειρήνες - όπως κάθε πρωί, άλλωστε, εκείνη την περίοδο - προειδοποιώντας τους κατοίκους για ενδεχόμενη επιδρομή.
Δεν ακουγόταν ήχος αεροπλάνων να υπερίπτανται της πόλης. Ωστόσο, στις 8.15 το πρωί μια τρομακτική λάμψη φωτός έσχισε στα δύο τον ουρανό με διεύθυνση από την ανατολή προς τη δύση. Οι δύο άντρες τρόμαξαν, είχαν όμως το χρόνο να αντιδράσουν, καθώς βρίσκονταν δύο μίλια μακριά από το κέντρο της πόλης. Ο κύριος Tanimoto κρύφτηκε πίσω από δυο βράχους στον κήπο του σπιτιού όπου βρισκόντουσαν οι δυο τους, ενώ ο κύριος Matsuo κρύφτηκε πίσω από τα σκαλοπάτια. Αν και ο Tanimoto δεν έβλεπε τι γινόταν γύρω του, ωστόσο αισθάνθηκε πίεση από θραύσματα κεραμιδιών που έπεσαν πάνω του. Δεν άκουσε κανέναν ήχο από τη ρίψη της βόμβας, όπως και κανένας από τους κατοίκους της Χιροσίμα. Αντίθετα, ένας ψαράς που ζούσε κοντά στο Tsuzu σε απόσταση 20 μιλίων από τη Χιροσίμα και φιλοξενούσε την πεθερά και την κουνιάδα του κυρίου Tanimoto άκουσε τον ήχο μιας τεράστιας έκρηξης, πολύ πιο δυνατής από τον ήχο που άφηνε πίσω της η αεροπορική επιδρομή στο Iwakuni, σε απόσταση μόλις 5 μιλίων.
Όταν σήκωσε τα μάτια του, ο Tanimoto διαπίστωσε ότι το σπίτι, στον κήπο του οποίου βρισκόταν, είχε καταρρεύσει. "Νόμιζε ότι μια βόμβα είχε πέσει κατευθείαν πάνω του. Τέτοια σύννεφα σκόνης είχαν σηκωθεί, ώστε επικρατούσε ένα είδος λυκόφωτος γύρω. Ευρισκόμενος σε πανικό, χωρίς να σκεφτεί ούτε στιγμή τον κύριο Matsuo που βρισκόταν κάτω από τα ερείπια, έτρεξε στο δρόμο". Εκεί είδε μια διμοιρία στρατιωτών που είχαν βγει από τα καταφύγια σιωπηλοί και ζαλισμένοι, ενώ αίμα έτρεχε από τα κεφάλια, τα στήθια και τις πλάτες τους.
Ο αιδεσιμότατος άρχισε να τρέχει, ενώ βοήθησε και με ηλικιωμένη γυναίκα που κουβαλούσε ένα αγοράκι τριών ή τεσσάρων ετών. Κατευθύνθηκαν σ' ένα δημοτικό σχολείο, ειδικά σχεδιασμένο να μετατραπεί σε πρόχειρο ιατρείο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, όμως το εσωτερικό του ήταν κατεστραμμένο. Τα σπίτια γύρω του καίγονταν, ενώ, κάποιες χοντρές σταγόνες νερού που έπεφταν, νόμιζε ότι προέρχονταν από τις μάνικες των πυροσβεστών που προσπαθούσαν να τις σβήσουν. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν τίποτε άλλο από σταγόνες της συμπυκνωμένης υγρασίας που είχε δημιουργηθεί από τη σκόνη, τη θερμότητα και τα θραύσματα της σχάσης που είχε λάβει χώρα πάνω από τον ουρανό της Χιροσίμα. Παρατηρώντας όλη αυτήν την καταστροφή γύρω του, το μυαλό του Tanimoto πήγε κατευθείαν στην οικογένεια του, στο σπίτι του, στην ενορία και στο εκκλησίασμά του. Η γυναίκα του μαζί με το παιδί τους, άλλωστε, θα επέστρεφε στην πόλη, έχοντας διανυκτερεύσει μακριά. Μέχρι τότε φοβόντουσαν μια ξαφνική αεροπορική επιδρομή την ώρα του ύπνου, όμως αυτή εκδηλώθηκε πιο αθόρυβα αλλά περισσότερο βίαια τις πρώτες πρωινές ώρες.
Ήταν ο μόνος που κατευθυνόταν προς το κέντρο της πόλης, την ώρα που γύρω του έβλεπε τραυματισμένους ανθρώπους να την εγκαταλείπουν, ενώ πολλοί ήταν και οι παγιδευμένοι στα συντρίμμια σπιτιών ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια. Κοντά σ' ένα σιντοϊστικό ιερό συνάντησε τυχαία τη γυναίκα του μαζί με το παιδί, ενώ του διηγήθηκε την ιστορία της, πώς η επίθεση εκδηλώθηκε την ώρα που είχαν φτάσει στο σπίτι, πώς παγιδεύτηκε στα συντρίμμια του σπιτιού με το μωρό στην αγκαλιά, αλλά και πώς κατάφερε να ξεφύγει ύστερα από μισή ώρα.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της προηγούμενης βραδιάς, η κυρία Nakamura είχε ακούσει τον εκφωνητή του τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού να προειδοποιεί ότι περίπου 200 Β-29 πλησίαζαν προς το νότιο τμήμα της νήσου Χονσού, καλώντας τον πληθυσμό της Χιροσίμα να εκκενώσουν την περιοχή. Αμέσως ξύπνησε τα τρία της παιδιά (ένα αγόρι 10 ετών και δύο κορίτσια 8 και 5 ετών), τα έντυσε και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν σε μια στρατιωτική βάση στα βορειοανατολικά της πόλης. Γύρω στις 2 τα ξημερώματα ακούστηκε ο βρυχηθμός των αεροπλάνων που πετούσαν πάνω από την πόλη. Δεν έγινε βομβαρδισμός κι έτσι η κυρία Nakamura νομίζοντας ότι ο κίνδυνος πέρασε πήρε τα παιδιά της κι επέστρεψαν στο σπίτι τους. Εκεί έφτασαν γύρω στις 2.30'. Αμέσως άνοιξε το ραδιόφωνο, το οποίο ανήγγειλε νέες προειδοποιήσεις στους κατοίκους. Αυτήν τη φορά όμως δε θα υπάκουε στο συναγερμό. Άλλωστε, τα παιδιά ήταν ήδη πολύ κουρασμένα κι εξάλλου, πολλές φορές τις τελευταίες εβδομάδες είχε συμμορφωθεί με λάθος συναγερμούς.
Στις 7 το πρωί ξύπνησε από τον ήχο των σειρήνων. Έτρεξε στον πρόεδρο του συλλόγου της γειτονιάς όπου διέμενε, κι εκείνος τη συμβούλεψε να παραμείνει στο σπίτι μαζί με τα παιδιά, εκτός κι αν ο ήχος από τις σειρήνες ήταν επείγων. Επέστρεψε στο σπίτι, μαγείρεψε ρύζι και άρχισε αν διαβάζει μια πρωινή εφημερίδα. Στις 8 η ώρα σήμανε το τέλος του συναγερμού. Εν τω μεταξύ τα παιδιά είχαν ξυπνήσει, όμως βρίσκονταν ακόμη στο δωμάτιό τους. Ο γείτονας της άρχισε να γκρεμίζει το σπίτι του, σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβέρνησης, που υπέδειξε την ανάγκη δημιουργίας αντιπυρικών ζωνών στη Χιροσίμα, ώστε να είναι καλύτερα προφυλαγμένη, σε περίπτωση που η πόλη δεχόταν αεροπορική επίθεση, όπως πιθανολογείτο. Στην αρχή ενοχλημένη από τη φασαρία, αλλά και συγκινημένη που έβλεπε το γείτονα της να γκρεμίζει την ίδια του την περιουσία, η κυρία Nakamura άρχισε να τον κοιτάζει από το παράθυρο του σπιτιού της.
Ξαφνικά είδε ένα άσπρο φως. Κίνησε να πάει στα παιδιά της, όμως πριν κάνει το πρώτο βήμα τινάχτηκε στον αέρα και βρέθηκε στο διπλανό δωμάτιο, μαζί με κομμάτια του σπιτιού, το οποίο βρισκόταν κοντά στο σημείο της έκρηξης, λιγότερο από ένα μίλι από το κέντρο της πόλης. Μπόρεσε εύκολα να βγει από τα ερείπια, ενώ άκουγε τη φωνή της 5χρονης κόρης της να φωνάζει "Μαμά, βοήθησε με!". Λίγη ώρα αργότερα άκουγε τις φωνές και των δύο μεγαλύτερων παιδιών να ζητούν βοήθεια ("Tasukete!"). Τα παιδιά ήταν παγιδευμένα, όμως κατάφερε να τα ελευθερώσει. Βγήκαν στο δρόμο, ενώ η 5χρονη Myeko ρωτούσε: "Γιατί νύχτωσε κιόλας; Γιατί έπεσε το σπίτι μας; Τι συνέβη;". Όλα τα σπίτια της γειτονιάς είχαν καταρρεύσει, ενώ ο γείτονας της, ο άνδρας που το πρωί της μοιραίας εκείνης μέρας είχε αρχίσει να γκρεμίζει το ίδιο του το σπίτι κείτονταν νεκρός.
Η κυρία Nakamura και τα τρία της παιδιά έφτασαν ύστερα από αρκετή ώρα στο πάρκο Asano, το οποίο αργότερα θα γέμιζε από κόσμο. Καθώς βρισκόταν μακριά από την έκρηξη, τα δέντρα του πάρκου στέκονταν ακόμη όρθια. Όλοι έκαναν εμετό, ενώ αρχικά πίστευαν ότι οι Αμερικάνοι είχαν ρίξει κάποιο αέριο, που τους είχε αρρωστήσει.
Ο 50χρονος γιατρός Masakazu Fujii, ένας μπον βιβέρ της εποχής, συνήθως σηκωνόταν καθημερινά στις 9 με 9.30. Όμως, στις 6 Αυγούστου 1945 έπρεπε να ξυπνήσει στις 6.30 το πρωί, για να ξεπροβοδίσει με το τρένο ένα φίλο του, που τον φιλοξενούσε στο σπίτι του για λίγες μέρες. Στις 7, όταν ακούστηκαν οι σειρήνες, επέστρεψε στο σπίτι του, έφαγε το πρωινό του και μετά, φορώντας μόνο τα εσώρουχα του, λόγω της ζέστης που έκανε εκείνη την ημέρα, κάθισε στη βεράντα του ιδιωτικού του νοσοκομείου, για να διαβάσει την εφημερίδα του. Ήταν ένα πλήρως εξοπλισμένο για την εποχή του νοσοκομείο, που είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει 30 ασθενείς και τους συγγενείς τους, ενώ ήταν χτισμένο δίπλα στον ποταμό Κίο. Από τον Ιούλιο δε φιλοξενούσε πολλούς ασθενείς, επειδή το κτίριο δεν θα μπορούσε να εκκενωθεί εύκολα σε περίπτωση βομβαρδισμών. Εκείνη τη μέρα είχε μόλις δύο ασθενείς και έξι νοσοκόμες. Η γυναίκα του και τα παιδιά ου βρίσκονταν ασφαλείς, μακριά από τη Χιροσίμα.
Την ώρα που ο γιατρό Fujii διάβαζε την εφημερίδα είδε τη λάμψη, ένα λαμπερό κίτρινο χρώμα, όπως το περιέγραψε. Ούτε αυτός όμως άκουσε κάποιον ήχο. Το κτίριο του νοσοκομείου πίσω του έγειρε και κατέρρευσε στον ποταμό αφήνοντας έναν τρομακτικό θόρυβο. Πριν προλάβει να σηκωθεί, πετάχτηκε μπρος πίσω και άρχισε να αισθάνεται το νερό. Ευτυχώς, πιάστηκε από δύο ξύλα σε σχήμα V και κράτησε το κεφάλι του πάνω από τα νερά του ποταμού, ενώ ύστερα από λίγη ώρα κατάφερε να πιαστεί από ένα σωρό ξύλα που επέπλεαν στο ποτάμι και να αναδυθεί εντελώς στην επιφάνεια. Το νοσοκομείο του είχε καταρρεύσει και βρισκόταν πλέον μέσα στον ποταμό.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο γιατρός κατάφερε να φτάσει στο σπίτι όπου διέμενε η οικογένεια του, πέντε μίλια από το κέντρο της Χιροσίμα. Οι επιπτώσεις από τη ρίψη της ατομικής βόμβας είχαν φτάσει μέχρι εκεί, καθώς η οροφή του σπιτιού είχε καταρρεύσει και τα παράθυρα είχαν σπάσει.
Ο 38χρονος πάτερ Kleinsorge γερμανικής καταγωγής περνούσε δύσκολα εκείνη την περίοδο στην Ιαπωνία, τόσο λόγω της καταγωγής τους μετά τη συνθηκολόγηση των Γερμανών όσο και μιας εν γένει ξενοφοβίας που διακατείχε την αρκετά οπισθοδρομική ιαπωνική κοινωνία της εποχής, ενώ ήταν και άρρωστος λόγω κακής διατροφής. Το πρωί της 6ης Αυγούστου του 1945 είχε σηκωθεί στις 6 η ώρα. Τέλεσε τη Θεία Λειτουργία της ημέρας, όμως την ώρα που διάβαζε τις ευχαριστήριες προσευχές ακούστηκε η σειρήνα. Ο πάτερ Kleinsorge βγήκε έξω να δει τι κατάσταση επικρατεί, οπότε και διαπίστωσε ότι η πόλη δε δεχόταν επίθεση, κάτι που τον χαροποίησε ιδιαίτερα.
Λίγο πριν τη ρίψη της ατομικής βόμβας, ο Γερμανός ιερέας καθόταν στο γραφείο του και έγραφε, ενώ πάνω στο στομάχι του είχε βάλει ένα μαξιλάρι για να ανακουφιστεί, επειδή πονούσε. Τελικά, προτίμησε να αποσυρθεί στο δωμάτιο του, όπου γδύθηκε, και άρχισε να διαβάζει ένα βιβλίο. Το πρώτο πράγμα που θυμάται μετά την λάμψη από την ατομική βόμβα, ήταν ότι περιφερόταν στον κήπο της εκκλησίας με το εσώρουχό του, ενώ αιμορραγούσε ελαφρά από την αριστερή του πλευρά. Όλα τα κτίρια γύρω του είχαν καταρρεύσει, εκτός από την ιεραποστολή των Ισουητών, το οποίο ήταν ειδικά κατασκευασμένο για να αντέχει στους ισχυρούς σεισμούς.
Μια γυναίκα ζήτησε τη βοήθεια του, επειδή ο άντρας της είχε παγιδευτεί στο φλεγόμενο σπίτι τους. Απρόθυμα την ακολούθησε, όμως κανείς δεν αποκρινόταν μέσα από το σπίτι, ούτε και η γυναίκα γνώριζε λεπτομέρειες. Τελικά, ο πάτερ Kleinsorge μαζί με άλλους ιερείς κατευθύνθηκαν προς το πάρκο Asano, όπου βρισκόταν ήδη η οικογένεια Nakamura.
Ο 25χρονος γιατρός Terufumi Sasaki, χειρουργός στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, δεν είχε κοιμηθεί καλά το προηγούμενο βράδυ, καθώς είχε δει έναν εφιάλτη: βρισκόταν στο προσκέφαλο ενός ασθενούς, όταν εισέβαλαν αστυνομικοί, συνέλαβαν το νεαρό γιατρό, τον έσυραν έξω και άρχισαν να τον χτυπούν με δύναμη. (Στην Ιαπωνία απαγορευόταν σ' ένα νοσοκομειακό γιατρό να παρακολουθεί άλλους ασθενείς, πρακτική που όμως είχε αρχίσει να εφαρμόζει ο Sasaki, όπως και άλλοι γιατροί). Το πρωινό εκείνο είχε ξυπνήσει μια ώρα νωρίτερα από το συνηθισμένο, σκέφτηκε να μην πάει στο νοσοκομείο, επειδή δεν αισθανόταν καλά, όμως υπερίσχυσε το αίσθημα του καθήκοντος. Ζούσε μαζί με τη μητέρα του στο Mukaihara, τριάντα μίλια μακριά από τη Χιροσίμα, δυο ώρες απόσταση με το τρένο, που τον μετέφερε κάθε πρωί στη δουλειά του.
Στο νοσοκομείο έφτασε στις 7.40'. Λίγα λεπτά αργότερα πήρε δείγμα αίματος από έναν ασθενή, για να εξετάσει αν είχε προσβληθεί από σύφιλη. Το δωμάτιο του ασθενούς βρισκόταν στον πρώτο όροφο του νοσοκομείου, ενώ το εργαστήριο βρισκόταν στον τρίτο όροφο. Καθώς προχωρούσε στο διάδρομο, όταν βρέθηκε δίπλα σ' ένα παράθυρο, είδε μια λάμψη που έμοιαζε με γιγάντιο φωτογραφικό φλας. Έπεσε στο ένα του γόνατο και είπε στον εαυτό του "Να φανείς γενναίος!". Τα γυαλιά του έφυγαν από το πρόσωπο του, το σωληνάκι με το δείγμα του αίματος έπεσε στο πάτωμα, όμως, ευτυχώς, δε του συνέβη κάτι χειρότερο. Όμως το νοσοκομείο ήταν σε τραγική κατάσταση. Χωρίσματα και οροφές είχαν πέσει στους ασθενείς, κρεβάτια είχαν ανατραπεί, τα παράθυρα είχαν ανατιναχτεί τραυματίζοντας τους ασθενείς, ενώ οι τοίχοι βάφτηκαν κόκκινοι. Πολλοί ασθενείς άρχισαν να τρέχουν ουρλιάζοντας, ενώ οι περισσότεροι, όπως και μέλη του ιατρικού προσωπικού, ήταν ήδη νεκροί. Νομίζοντας ότι ο εχθρός χτύπησε μόνο το κτίριο του νοσοκομείου, ο Sasaki πήρε επιδέσμους για να περιποιηθεί τα τραύματα των ασθενών, ενώ σε λίγη ώρα το νοσοκομείου θα πλημμύριζε από τραυματίες.
Από του 150 γιατρούς της Χιροσίμα, οι 65 είχαν ήδη πεθάνει, ενώ οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους ήταν τραυματίες. Από τις 1789 νοσοκόμες, οι 1654 ήταν νεκρές ή βαρύτατα τραυματισμένες και δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Ειδικά στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, μόνο 6 γιατροί και 10 νοσοκόμες ήταν σε θέση να φροντίσουν τους τραυματίες, ενώ ο δόκτορ Sasaki ήταν ο μόνος που δεν είχε τραυματιστεί καθόλου.
Καθώς τα δικά του γυαλιά είχαν σπάσει, ο δόκτορ Sasaki άρπαξε τα γυαλιά από μια τραυματισμένη νοσοκόμα - καλύτερα από το να μη βλέπει τίποτα. Μέσα στον πανικό της στιγμής και με το νοσοκομείο να μην έχει άθικτα υλικά εκτός από επιδέσμους, ξεκίνησε να φροντίζει όσους ασθενείς βρίσκονταν δίπλα του. Σύντομα όμως διαπίστωσε ότι το πλήθος στους διαδρόμους του νοσοκομείου ολοένα αύξανε. Από τους 245.000 κατοίκους της Χιροσίμα οι 100.000 είχαν ήδη σκοτωθεί, άλλοι τόσοι ήταν οι τραυματίες, ενώ τουλάχιστον 10.000 προσέτρεξαν στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, που ήταν το καλύτερο νοσοκομείο της πόλης. Μόνο που το νοσοκομείο διέθετε μόλις 600 κρεβάτια και ήταν όλα ήδη πιασμένα. Πολλοί από αυτούς έκαναν εμετό, ενώ φώναζαν "Sensei!" ("γιατρέ!") ζητώντας βοήθεια. Ο δόκτορ Sasaki άρχισε πλέον να συμπεριφέρεται λιγότερο σαν άνθρωπος και περισσότερο σαν αυτόματη μηχανή, για να ανταποκριθεί στις φωνές που είχαν κατακλύσει το νοσοκομείο ζητώντας ιατρική φροντίδα.
Η δεσποινίς Toshiko Sasaki είχε σηκωθεί εκείνο το πρωί στις 3 τα ξημερώματα. Είχε πολλές δουλειές να κάνει στο σπίτι και να ετοιμάσει πρωινό για τον πατέρα της και για την αδερφή της, καθώς η μητέρα της είχε περάσει τη νύχτα στο νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν το μόλις 11 μηνών μωρό της οικογένειας, λόγω ενός σοβαρού στομαχόπονου. Η ίδια ζούσε στο Κόι, ενώ το εργοστάσιο βρισκόταν στην περιοχή Kannon-machi, που απείχε 45 λεπτά με τη συγκοινωνία. Εκεί έφτασε στις 7 η ώρα, οπότε μαζί με τις συναδέλφους της άρχισαν τις ετοιμασίες για μια συνάντηση που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί αργότερα την ίδια μέρα, στη μνήμη ενός πρώην υπαλλήλου του εργοστασίου, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο ναυτικό, ενώ την προηγούμενη μέρα είχε αυτοκτονήσει πέφτοντας στις γραμμές του τρένου.
Στις 8 και τέταρτο το πρωί συζητούσε με τ' άλλα κορίτσια του γραφείου, ενώ είχε το κεφάλι της στραμμένο στην αντίθετη πλευρά από τα παράθυρα, όταν είδε μία εκτυφλωτική λάμψη να πλημμυρίζει το χώρο. Η ίδια παρέλυσε κι έμεινε καρφωμένη στην καρέκλα της. Τόσο η οροφή όσο και τα πατώματα κατέρρευσαν, ενώ η δεσποινίς Sasaki παγιδεύτηκε στα συντρίμμια. Αφού έμεινε αναίσθητη για περίπου τρεις ώρες κάτω από ένα σωρό από βιβλία, γύψο, ξύλα και λαμαρίνες, η δεσποινίς Sasaki συνήλθε για να συνειδητοποιήσει ότι το αριστερό της πόδι είχε μαυρίσει, ενώ ο πόνος πήγαινε κι ερχόταν.
Σε κάποια στιγμή, βήματα ακούστηκαν από πάνω της, ενώ άκουσε φωνές των συναδέλφων της να φωνάζουν "βγάλτε μας από εδώ". Προσπάθησε να πιάσει κουβέντα με τις άλλες υπαλλήλους που είχαν παγιδευτεί. Η μία είχε σπάσει την πλάτη της. Η ίδια η Toshiko είχε σπάσει το πόδι της και δεν μπορούσε να κινηθεί. Ένας άντρας την έβγαλε από τα συντρίμμια και την άφησε επί τόπου. Εκεί ανασύρθηκαν και άλλοι επιζήσαντες, ένας άνδρας με καμένο πρόσωπο, μια γυναίκα με διαλυμένο το στήθος της. Στη συνέχεια, όμως, τους ξέχασαν. Η βροχή που προκλήθηκε από την υγρασία σταμάτησε και το συννεφιασμένο μεσημέρι ήταν πολύ ζεστό κάνοντας δύσκολη την παραμονή στον υπαίθριο χώρο.
[Το πρωτότυπο κείμενο του Τζον Χέρσι - στα αγγλικά - μπορείτε να το διαβάσετε ολοκληρωμένο στην επίσημη σελίδα του New Yorker στη διεύθυνση: http://www.newyorker.com/archive/1946/08/31/1946_08_31_015_TNY_CARDS_000205757 ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου