Ένα παγκόσμιο μπεστ σέλερ, αλλά και η εμπορικότερη ταινία όλων των εποχών, το "Όσα παίρνει ο άνεμος" προκάλεσε αίσθηση στην εποχή του, αναπλάθοντας μια ρομαντική εικόνα ενός αιματηρού και αδυσώπητου εμφυλίου πολέμου, ενώ αποτελεί σημείο αναφοράς μέχρι και σήμερα. Ποια ήταν όμως η πραγματική ιστορία πίσω από αυτό;
Σε συνέντευξη της στο περιοδικό Yank του αμερικανικού στρατού, στις 19 Οκτωβρίου 1945, η συγγραφέας του βιβλίου, Μάργκαρετ Μίτσελ παραδέχτηκε ότι χωρίς την επιμονή του συζύγου της να ασχοληθεί σοβαρά με τη συγγραφή, η ίδια δεν θα έγραφε ποτέ το μοναδικό, αλλά τόσο πετυχημένο μυθιστόρημα της. Η ίδια ήταν μια "παμφάγος αναγνώστρια" κατά δήλωση της και ο σύζυγος της, στρατηγός εν αποστρατεία Τζον Μαρς, πήγαινε καθημερινά στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Ατλάντα και δανειζόταν βιβλία για τη σύζυγο του, μέχρι που κάποια στιγμή, ύστερα από δέκα μήνες γάμους ο Μαρς βαρέθηκε. "Για όνομα του Θεού, Πέγκι, δεν μπορείς να γράψεις ένα βιβλίο, αντί να διαβάζεις χιλιάδες;"
Αυτή η φράση ήταν αρκετή για να γίνει το "κλικ" και να στρωθεί η Πέγκι, δηλαδή η Μίτσελ, στο γράψιμο. Αν και το πραγματικό της όνομα ήταν Μάργκαρετ, η ίδια ήταν περισσότερο γνωστή ως "Πέγκι", μια αναφορά στο μυθικό "Πήγασο", που ενέπνεε τους ποιητές. Από ένα ποίημα, άλλωστε, εμπνεύστηκε τον τίτλο του βιβλίου, και πιο συγκεκριμένα από το ποίημα "Cynara" του Έρνεστ Ντόσον: "I have forgotten much Cynara! gone with the wind" ("Ξέχασα πολύ τη Σαινάρα! την πήρε ο άνεμος").
Πρώτα έγραψε το τελευταίο κεφάλαιο, δηλαδή το χωρισμό της Σκάρλετ Ο'Χάρα από το Ρετ Μπάτλερ, και στη συνέχεια κεφάλαια από διάφορες στιγμές, χωρίς να τηρεί κάποια χρονολογική σειρά, ανάλογα με τη διάθεση της. Μάλιστα, για πολλά χρόνια έγραφε μόνο περιστασιακά, όταν είχε έμπνευση. Εξάλλου, έκανε αρκετή ιστορική έρευνα, ενώ χρειάστηκε να ξαναγράψει πολλές φορές τα κεφάλαια του βιβλίου της. Λέγεται ότι το πρώτο κεφάλαιο το ξανάγραψε 70 φορές.
Από το Μάιο του 1926, όταν η Μίτσελ ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο της για τα χρόνια του Αμερικανικού Εμφυλίου, θα περνούσαν 10 χρόνια μέχρι την έκδοση του, όμως το "Όσα παίρνει ο άνεμος" θα γινόταν επιτυχία αμέσως πουλώντας 1.376.000 αντίτυπα μέσα σ' ένα χρόνο, ενώ στις 3 Μαΐου 1937 της απονεμήθηκε το βραβείο Πούλιτζερ για το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς.
Όταν ένα χρόνο αργότερα θα ξεκινούσαν οι προετοιμασίες για τη μεταφορά του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη, για την οποία πληρώθηκε κατ' αρχήν 50.000 δολάρια, η Μίτσελ ξεκαθάρισε στους δημοσιογράφους ότι δεν θα είχε καμία απολύτως ανάμειξη ως προς την επιλογή των ηθοποιών, καθώς "Οι προτιμήσεις μου ξεκινούν από τον Ντόνταλντ Ντακ και φτάνουν μέχρι τους τέσσερις αδερφούς Μαρξ. Πιστεύω ότι κανείς από αυτούς δεν θα μπορούσε να αποδώσει πειστικά τη Σκάρλετ ή τον Ρετ".
Γιατί αποφάσισε ν' ασχοληθεί με την εποχή του Αμερικανικού Εμφυλίου, αντί να γράψει κάτι πιο σύγχρονο; Σύμφωνα με σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού Coronet το Φεβρουάριο του 1961, η ίδια η Μίτσελ φερόταν να είχε δηλώσει σε συνέντευξη της ότι το έκανε, γιατί πολύ απλά μεγάλωσε με ιστορίες από εκείνη την εποχή. "Σαν παιδί είχα ακούσει τα πάντα γι' αυτόν, εκτός από το ότι η Συνομοσπονδία έχασε".
Εξάλλου, σύμφωνα με το ίδιο περιοδικό, μια παιδική ανάμνηση ήταν εκείνη που πυροδότησε εξ αρχής την έμπνευση για την ιστορία του βιβλίου. Ένα μεσημέρι, είχε βγει αμαξάδα με τη μητέρα της στην περιοχή γύρω από την Ατλάντα και εκείνη έδειχνε στο νεαρό κορίτσι τα μισογκρεμισμένα σπίτια, που άλλοτε έστεκαν περήφανα και αρχοντικά, απομεινάρια του Εμφυλίου Πολέμου, δίπλα σε άλλα, νεότερα σπίτια, σύμβολα της προόδου και της εξέλιξης. Η εικόνα εκείνη εντυπώθηκε στη Μίτσελ και δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό της. Όπως, άλλωστε είχε παραδεχτεί και η ίδια σε συνέντευξη της, το "Όσα παίρνει ο άνεμος" είναι ένα βιβλίο "για τους κατοίκους της Τζόρτζια που επιβίωσαν και για εκείνους που δεν τα κατάφεραν".
Όσον αφορά το περιβόητο αινιγματικό τέλος του βιβλίου, όταν ο Ρετ εγκαταλείπει τη Σκάρλετ κι εκείνη ορκίζεται να ξεκινήσει από την αρχή, αφού στο κάτω-κάτω "αύριο ξεκινάει μια άλλη μέρα", η Μάργκαρετ Μίτσελ δεν το μετάνιωσε ποτέ. Αντίθετα, το έβρισκε άκρως ικανοποιητικό και αναμενόμενο. Σύμφωνα με τον αδερφό της, Στίβενς Μίτσελ, η Μάργκαρετ "πάντα έλεγε ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι απέγιναν μετά το χωρισμό. Έγραψε αυτό που ένιωθε ότι ήταν το πιθανότερο τέλος".
Αντίθετη άποψη είχαν οι αναγνώστες του βιβλίου, οι οποίοι απαιτούσαν από τη Μίτσελ να τους αποκαλύψει τι γινόταν στη συνέχεια. Και οι απαιτήσεις τους δεν περιορίζονταν μόνο σε επιστολές, αλλά και σε απειλές δια ζώσης. Πάντως, στη συνέντευξη της στο περιοδικό Yank το 1945, η Μάργκαρετ Μίτσελ έπλασε ένα υποθετικό σενάριο, που μάλλον δεν θα ικανοποιούσε το κοινό: "Απ' όσο ξέρω, ο Ρετ μπορεί να βρήκε κάποια άλλη, που ήταν λιγότερο δύσκολη. Γιατί, χρυσέ μου, σκέψου ότι από αυτήν την υποθετική ένωση, θα μπορούσε να γεννηθεί κάποιος γεροδεμένος τύπος, που θα γινόταν ένας καταπληκτικός ανθυπολοχαγός".
Πηγή: oldmagazinearticles.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου