"Αν έχω 300 ιδέες μέσα σε μια χρονιά και μόνο η μία αποδεικνύεται αποτελεσματική, είμαι ικανοποιημένος". Τάδε έφη ο Άλμπερτ Μπέρναρντ Νομπέλ (ή Νόμπελ, όπως έχει επικρατήσει να προφέρεται το όνομα του στα ελληνικά), ο Σουηδός εμπνευστής των ομώνυμων βραβείων που απονέμονται κάθε χρόνο - εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Πράγματι, ο Νομπέλ ήταν ένας άνθρωπος πολυμήχανος, δραστήριος, με πολλές ιδέες, κάποιες από τις οποίες ήταν "εκρηκτικές", σίγουρα, όμως, μία από τις ιδέες του απολαμβάνει μέχρι σήμερα την αποδοχή της διεθνούς κοινότητας: η απονομή των ομώνυμων βραβείων στο τέλος κάθε χρονιάς.
Ο Νομπέλ γεννήθηκε στη Στοκχόλμη το 1833. Ήταν χημικός στο επάγγελμα και μάλιστα ο Νομπέλ ήταν ο εφευρέτης της δυναμίτιδας. Μάλιστα, το 1864, κατά τη διάρκεια πειραμάτων πάνω στη νιτρογλυκερίνη σημειώθηκε μια ισχυρότατη έκρηξη στο εργοστάσιο του, με συνέπεια τω θάνατο πέντε ατόμων, μεταξύ των οποίων και του μικρότερου του αδερφού, Έμιλ. Η σουηδική κυβέρνηση του απαγόρευσε να ξανανοίξει το εργοστάσιο, ενώ ο ίδιος απέκτησε τη φήμη του τρελού επιστήμονα.
Ο Νομπέλ δεν το έβαλε κάτω, αλλά συνέχισε τα πειράματα, κατοχύρωσε τις εφευρέσεις του με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, ενώ απέκτησε μια τεράστια περιουσία. Ήταν τόσο πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του, ώστε δεν παντρεύτηκε ποτέ. Αν και καταπιανόταν με κατεξοχήν "φιλοπολεμικά" υλικά (εκρηκτικές ύλες), ο ίδιος ήταν φιλειρηνιστής.
Με τη διαθήκη που συνέταξε στις 27 Νοεμβρίου 1895, περίπου ένα χρόνο πριν το θάνατο του στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, ο Νομπέλ δώριζε το σύνολο σχεδόν της ατομικής του περιουσίας στη σύσταση ενός Ιδρύματος που θα προορίζεται να τιμά "εκείνους που κατά τον προηγούμενο χρόνο θα πρέπει να έχουν προσφέρει το μεγαλύτερο όφελος στην ανθρωπότητα" σε πέντε τομείς: φυσική, χημεία, ιατρική, λογοτεχνία και προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης - αργότερα, θα καθιερωνόταν κι ένα έκτο βραβείο "οικονομικών επιστημών", το οποίο απονεμήθηκε για πρώτη φορά το 1969, ύστερα από πρωτοβουλία της Σουηδικής Κεντρικής Τράπεζας. Προκειμένου δε τα βραβεία να έχουν πράγματι οικουμενικό χαρακτήρα, φρόντισε να υπογραμμίσει τη ρητή επιθυμία του, ώστε "να μη λαμβάνεται υπόψη η εθνικότητα των υποψηφίων, αλλά το βραβείο να το παραλαμβάνει ο πιο άξιος, ανεξάρτητα από το αν είναι Σκανδιναβός ή όχι".
Ειδικά για το βραβείο ειρήνης, τα ακριβή λόγια του Νομπέλ στο κείμενο της διαθήκης του είναι τα εξής: "στον άνθρωπο που έχει κάνει την περισσότερη ή την καλύτερη δουλειά για την αδελφοσύνη μεταξύ των λαών, την κατάργηση ή τη μείωση των μόνιμων στρατών και για τη διεξαγωγή και προώθηση συνεδρίων για την ειρήνη". Αν λάβουμε υπόψην ότι αυτά είναι τα αυστηρά κριτήρια πάνω στα οποία πρέπει να βασίζεται η όποια απόφαση για την απονομή του Νόμπελ Ειρήνης, προκαλούν - όχι άδικα - πολλά ερωτήματα μια σειρά από πρόσφατες βραβεύσεις προσωπικοτήτων, που μάλλον επιλέγονται με πολιτικά κριτήρια ως μέσο εκπομπής πολιτικού μηνύματος και όχι σύμφωνα με την πραγματική επιθυμία του Νομπέλ.
Την απονομή των αντίστοιχων βραβείων, ο Άλμπερτ Νομπέλ την ανέθετε μέσω της διαθήκης του σε τέσσερις οργανισμούς: στη Σουηδική Βασιλική Ακαδημία Επιστημών ανέθετε την απονομή των βραβείων Φυσικής και Χημείας, στο Βασιλικό Καρολίνειο Ιατροχειρουργικό Ινστιτούτο το βραβείο φυσιολογίας και ιατρικής, στη Σουηδική Ακαδημία το βραβείο λογοτεχνίας, ενώ την απονομή του βραβείου ειρήνης θα αναλάμβανε το Νορβηγικό Κοινοβούλιο. Ως προς το τελευταίο από τα βραβεία, η λύση που προκρίθηκε στην πράξη είναι η σύσταση μιας Νορβηγικής Επιτροπής Νόμπελ, τα μέλη της οποίας διορίζονται από το Κοινοβούλιο της Νορβηγίας.
Το ύψος των χρημάτων που ο Νομπέλ κατέλιπε για το σκοπό αυτό, έφτανε τα 31,5 εκατομμύρια σουηδικές κορώνες της εποχής εκείνης, που σήμερα θα αντιστοιχούσαν σε 175 εκατομμύρια ευρώ. Αντίθετα, στα έξι ανίψια του άφησε ως κληρονομιά χρηματικά ποσά που κυμαίνονταν μεταξύ 100.000 και 300.000 σουηδικών κορωνών. Οι ζώντες συγγενείς του έμειναν με ανοιχτό το στόμα κατά την ανάγνωση της διαθήκης, ενώ δύο από τα ανίψια κινήθηκαν νομικά επιδιώκοντας την ακύρωση της. Στη διένεξη ενεπλάκη μέχρι και ο Σουηδός βασιλιάς, Όσκαρ ο Β΄, ο οποίος χαρακτήρισε "μη πατριωτική" τη στάση του Νομπέλ.
Τα προβλήματα, όμως, δεν ήταν μόνο οι ενστάσεις των συγγενών. Ο Νομπέλ είχε παραλείψει να ορίσει εκτελεστή της διαθήκης, ενώ υπήρχε το ερωτηματικό σχετικά με τη στάση των οργανισμών που ο διαθέτης εξουσιοδοτούσε να αναλάβουν την απονομή των σχετικών βραβείων. Χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια μέχρι να διευθετηθεί νομικά η εκκρεμότητα και να συσταθεί το Ίδρυμα Νόμπελ, ενώ η απονομή των πρώτων βραβείων έγινε στις 10 Δεκεμβρίου 1901, την ημέρα της συμπλήρωσης πέντε ετών από το θάνατο του Άλφρεντ Νομπέλ.
Για την ιστορία, ν' αναφέρουμε τους νικητές των βραβείων εκείνης της χρονιάς: το βραβείο Φυσικής απονεμήθηκε στον Γερμανό Βλιλχελμ Ραίντγκεν για την ανακάλυψη των ακτίνων Χ, το βραβείο Χημείας απονεμήθηκε στον Ολλανδό Γιάκομπους βαν'τ'Χοφ, ο οποίος ανέπτυξε τους νόμους της χημικής δυναμικής και ωσμωτικής πίεσης, το βραβείο Ιατρικής και Φυσιολογίας κέρδισε ένας ακόμη Γερμανός, ο Έμιλ φον Μπέρινγκ για τις εργασίες του επί της οροθεραπείας, το βραβείο Λογοτεχνίας δόθηκε στον Γάλλο ποιητή Σιλί Πριντόμ, ενώ το βραβείο Ειρήνης μοιράστηκαν ο Ελβετός Ερρίκος Ντινάν για τη συμβολή του στην ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού και ο Γάλλος Φρεντερίκ Πασί, ιδρυτής της Δια-Κοινοβουλευτικής Ένωσης και οργανωτής του πρώτου Παγκόσμιου Συνεδρίου Ειρήνης.
Ειδικά για το βραβείο ειρήνης, τα ακριβή λόγια του Νομπέλ στο κείμενο της διαθήκης του είναι τα εξής: "στον άνθρωπο που έχει κάνει την περισσότερη ή την καλύτερη δουλειά για την αδελφοσύνη μεταξύ των λαών, την κατάργηση ή τη μείωση των μόνιμων στρατών και για τη διεξαγωγή και προώθηση συνεδρίων για την ειρήνη". Αν λάβουμε υπόψην ότι αυτά είναι τα αυστηρά κριτήρια πάνω στα οποία πρέπει να βασίζεται η όποια απόφαση για την απονομή του Νόμπελ Ειρήνης, προκαλούν - όχι άδικα - πολλά ερωτήματα μια σειρά από πρόσφατες βραβεύσεις προσωπικοτήτων, που μάλλον επιλέγονται με πολιτικά κριτήρια ως μέσο εκπομπής πολιτικού μηνύματος και όχι σύμφωνα με την πραγματική επιθυμία του Νομπέλ.
Την απονομή των αντίστοιχων βραβείων, ο Άλμπερτ Νομπέλ την ανέθετε μέσω της διαθήκης του σε τέσσερις οργανισμούς: στη Σουηδική Βασιλική Ακαδημία Επιστημών ανέθετε την απονομή των βραβείων Φυσικής και Χημείας, στο Βασιλικό Καρολίνειο Ιατροχειρουργικό Ινστιτούτο το βραβείο φυσιολογίας και ιατρικής, στη Σουηδική Ακαδημία το βραβείο λογοτεχνίας, ενώ την απονομή του βραβείου ειρήνης θα αναλάμβανε το Νορβηγικό Κοινοβούλιο. Ως προς το τελευταίο από τα βραβεία, η λύση που προκρίθηκε στην πράξη είναι η σύσταση μιας Νορβηγικής Επιτροπής Νόμπελ, τα μέλη της οποίας διορίζονται από το Κοινοβούλιο της Νορβηγίας.
Το ύψος των χρημάτων που ο Νομπέλ κατέλιπε για το σκοπό αυτό, έφτανε τα 31,5 εκατομμύρια σουηδικές κορώνες της εποχής εκείνης, που σήμερα θα αντιστοιχούσαν σε 175 εκατομμύρια ευρώ. Αντίθετα, στα έξι ανίψια του άφησε ως κληρονομιά χρηματικά ποσά που κυμαίνονταν μεταξύ 100.000 και 300.000 σουηδικών κορωνών. Οι ζώντες συγγενείς του έμειναν με ανοιχτό το στόμα κατά την ανάγνωση της διαθήκης, ενώ δύο από τα ανίψια κινήθηκαν νομικά επιδιώκοντας την ακύρωση της. Στη διένεξη ενεπλάκη μέχρι και ο Σουηδός βασιλιάς, Όσκαρ ο Β΄, ο οποίος χαρακτήρισε "μη πατριωτική" τη στάση του Νομπέλ.
Τα προβλήματα, όμως, δεν ήταν μόνο οι ενστάσεις των συγγενών. Ο Νομπέλ είχε παραλείψει να ορίσει εκτελεστή της διαθήκης, ενώ υπήρχε το ερωτηματικό σχετικά με τη στάση των οργανισμών που ο διαθέτης εξουσιοδοτούσε να αναλάβουν την απονομή των σχετικών βραβείων. Χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια μέχρι να διευθετηθεί νομικά η εκκρεμότητα και να συσταθεί το Ίδρυμα Νόμπελ, ενώ η απονομή των πρώτων βραβείων έγινε στις 10 Δεκεμβρίου 1901, την ημέρα της συμπλήρωσης πέντε ετών από το θάνατο του Άλφρεντ Νομπέλ.
Για την ιστορία, ν' αναφέρουμε τους νικητές των βραβείων εκείνης της χρονιάς: το βραβείο Φυσικής απονεμήθηκε στον Γερμανό Βλιλχελμ Ραίντγκεν για την ανακάλυψη των ακτίνων Χ, το βραβείο Χημείας απονεμήθηκε στον Ολλανδό Γιάκομπους βαν'τ'Χοφ, ο οποίος ανέπτυξε τους νόμους της χημικής δυναμικής και ωσμωτικής πίεσης, το βραβείο Ιατρικής και Φυσιολογίας κέρδισε ένας ακόμη Γερμανός, ο Έμιλ φον Μπέρινγκ για τις εργασίες του επί της οροθεραπείας, το βραβείο Λογοτεχνίας δόθηκε στον Γάλλο ποιητή Σιλί Πριντόμ, ενώ το βραβείο Ειρήνης μοιράστηκαν ο Ελβετός Ερρίκος Ντινάν για τη συμβολή του στην ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού και ο Γάλλος Φρεντερίκ Πασί, ιδρυτής της Δια-Κοινοβουλευτικής Ένωσης και οργανωτής του πρώτου Παγκόσμιου Συνεδρίου Ειρήνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου