Συμπληρώνονται 170 χρόνια από το θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στις 4 Φεβρουαρίου 1843. Ο "Γέρος του Μοριά" πέθανε από εγκεφαλικό ("αποπληξία" διαβάζουμε στις εφημερίδες της εποχής), λίγες ώρες μετά την παρουσία του σε χορό στα ανάκτορα για την επιστροφή του Όθωνα και της Αμαλίας, όπου έκατσε μέχρι τις 11 το βράδυ και διασκέδαζε.
Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 31 Ιανουαρίου 1843, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε παρευρεθεί σ' ένα άλλο γλέντι, αυτό του γάμου του γιου του Κωνσταντίνου (Κολλίνου) με τη Ραλλού Καρατσά, όπου μάλιστα είχαν παρευρεθεί περισσότεροι από 400 προσκεκλημένοι, ενώ "καθ' όλην την τελετήν η Στρατιωτική Μουσική έψαλλε διάφορα της Επαναστάσεως άσματα" (εφημερίδα ΑΙΩΝ, 03.02.1843).
Αξίζει να σημειωθεί ότι πατέρας της νύφης ήταν ο πρώην Ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Γεώργιος Καρατσάς (ή Καρατζάς), ενώ μία εκ των κουμπάρων ήταν και η Μαρία Μουρούζη, σύζυγος του Γεωργίου Υψηλάντη, που ήταν αδερφός των αξιωματικών Δημήτρη και Αλέξανδρου Υψηλάντη, αγωνιστών της Επανάστασης.
Η εφημερίδα ΑΙΩΝ σχολίαζε: "Ούτως εις το συνοικέσιον τούτο ηνώθη επισημότης προτέρα και νεωτέρα, θεωρουμένη εις τα πρόσωπα του πριν Ηγεμόνος Ι. Καρατσά και του ενδόξου κατά την Επανάστασιν Στρατηγού Θ. Κωλοκοτρώνου. Ούτως η αρχηγέτις της Ελληνικής Επαναστάσεως Υψηλαντική οικογένεια προώριται να συναφθή πνευματικώς μετά της επίσης αρχηγέτιδος ποτε των Πελοποννησιακών όπλων Κωλοκοτρωνικής οικογενείας".
Στις 4 τα ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπέστη το εγκεφαλικό, ενώ η είδηση διέρρευσε αμέσως στην πρωτεύουσα. Λίγες ώρες αργότερα, στις 11 το πρωί, ο ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης άφηνε την τελευταία του πνοή, ενώ την επόμενη μέρα, στις 10 το πρωί, έγινε η κηδεία του στο ναό της Αγίας Ειρήνης.
Όπως ήταν φυσικό, η είδηση του αιφνίδιου θανάτου του Γέρου του Μοριά απασχόλησε εκτενώς τις εφημερίδες της εποχής, που δημοσίευσαν εκτενή αφιερώματα για την ζωή του. Μεταξύ αυτών ήταν και η εφημερίδα ΑΙΩΝ, από το φύλλο της 10ης Φεβρουαρίου 1843 της οποίας αντλούμε τις πληροφορίες για το παρακάτω αφιέρωμα. Καθώς το κείμενο είναι εκτενέστατο, δημοσιεύονται ορισμένες γενικές πληροφορίες για την οικογένεια των Κολοκοτρωναίων, όσο και για το Γέρο του Μοριά πριν από την Επανάσταση του 1821.
Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων καταγόταν από το χωριό Ρουπάκι της Μεγαλόπολης, το οποίο ερημώθηκε "προ 300 ετών περίπου", όπως έγραφε τότε η εφημερίδα, δηλαδή περί τα μέσα του 16ου αιώνα. Ένας εκ των διασωθέντων κατοίκων του χωριού ήταν ο Τριανταφυλλάκος Τσεργίνης, όπως ξέρουμε σήμερα, αλλά του οποίου το όνομα η εφημερίδα τότε το αγνοούσε, και ο οποίος κατέφυγε στο χωριό Λιμποβίσι της Γορτυνίας. Όπως σημείωνε ο ΑΙΩΝ, η ονομασία του χωριού ήταν "σλαβωνικής μεν καταγωγής, σημαίνουσαν δε Όρος Δόξης. Τις δεν βλέπει προωρισμένην οιονεί την εν αυτώ γέννησιν ενός των ενδόξων ανδρών της πατρίδος;".
Εγγονός του Τριανταφυλλάκου, ήταν ο Δήμος Τσεργίνης, προπάππους του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, από τον οποίο αρχίζει η γνωστή ιστορία της οικογένειας. Ο Δήμος είχε πρωτοστατήσει σε πολλές εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: "Προς της αλώσεως της Πελοποννήσου υπό των Τούρκων επί των 1714 μετέβη ο Δήμος πλησίον των Αρματωλών του Ολύμπου και της άλλης Στερεάς, και μετά 12 έτη επανήλθεν, ότε έκλινε γόνυ η Πελοπόννησος ενώπιον της Τουρκικής δυναστείας. Ο Δήμος προσέβαλε τότε μετά 300 Γορτυνίων τους Τούρκους κατά τον Παλαιόπυργον της Βυτίνης, και μετά της Τουρκικής εξουσίας δεν συμβιβάζεται πλέον η οικογένεια αύτη".
Ο γιος του Δήμου, Ιωάννης, ο "πρώτος επονομασθείς Κωλοκοτρώνης", διαμελίστηκε από τους Τούρκους, όταν τον συνέλαβαν στην Ανδρούσα της Μεσσηνίας, ενώ και ο γιος του Κωνσταντίνος, ο πατέρας του οπλαρχηγού της Επανάστασης, "κατέστη διάσημος κατά την εποχήν εκείνην, απαλλάξας επαρχίας πολλάς από την μάστιγα εκείνων των αγρίων τυραννίσκων, οίτινες ως άλλοι Πιτυοκάμπται, κατείχον τας διαφόρους στενωπούς και οδούς της Χερσονήσου". Μάλιστα, συμμάχησε με τον πολυάριθμο στρατό του Πασά Γαζή Χασάν "σπείραντα επί κεφαλής 4000 οπλοφόρων τον θάνατον και την φρίκην εις τους Αλβανούς κατά τα Τρικόρυφα πρώτον και μέχρι του Ισθμού ακολούθως. Του μεγάλου εμπνευσθέντος έκτοτε τρόμου απόδειξις πρόκεινται οι ίδιοι Αλβανοί, ομνύοντες "εις το σπαθί του Κωλοκοτρώνη"".
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1769 "υπό εν δένδρον του όρους λεγόμενου το Βουνί του Ράμα, και άνωθεν του χωρίου Μπούγα της Μεσσηνίας κειμένου". Στην περιοχή της Μάνης έμεινε μέχρι την ηλικία των 9 ετών, όταν ο πατέρας τους σκοτώθηκε στην Καστάνιτσα. Στη συνέχεια, η οικογένεια του μετακόμισε στην Αλωνίσταινα. Εκείνη την περίοδο συνέβη το περίφημο περιστατικό με τον Τούρκο που τον χαστούκισε, ενώ μετέφερε ξύλα κατευθυνόμενος στην Τρίπολη
"Αγανακτήσας ηγόρασεν αντί άλατος και αλεύρου μάχαιραν, την οποίαν και ακονών επί πέτρας εραπίσθη εκ δευτέρου παρ' άλλου Τούρκου. Δρομαίος τότε εξήλθε της πόλεως εκδίκησιν πνεών. Τις δε προέβλεπεν, ότι μετά 50 έτη έμελλε να λάβη την λαμπροτέραν ικανοποίησιν εις την ιδίας ταύτην πο΄λιν, τις λησμονεί την φρικαλέαν σκηνήν των 22 7βρίου 1821, την άλωσιν λέγομεν της Τριπόλεως;", συμπλήρωνε η εφημερίδα.
Σε ηλικία 16 ετών, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης χρίστηκε Καπετάνιος από τους συντρόφους του πατέρα του. Οι Τούρκοι, όμως, δεν μπορούσαν να υποφέρουν το όνομα Κολοκοτρώνης "ως αντικείμενον του πλέον αδιαλλάκτου μίσους αυτών" κι έτσι κατεδάφισαν το σπίτι του, δήμευσαν την περιουσία του και τον κυνηγούσαν στα βουνά επί δυο χρόνια, μέχρι που αναγκάσθηκαν να τον αναγνωρίσουν ως "Αρχηγόν της Μεγαλουπόλεως, του τμήματος του Κάμπου και των βουνών της Γόρτυνος". Συνέχισαν ωστόσο να τον κατατρέχουν ψάχνοντας ευκαιρία να τον σκοτώσουν.
"Τοσαύτη ήτο η βαρύτης του ονόματος τούτου εις το πνεύμα των Τούρκων, ώστε την κεφαλήν αυτού μόνον ισοτίμων με τας κεφαλάς όλων των άλλων", σημείωνε ο συντάκτης της εφημερίδας ΑΙΩΝ. Μάλιστα, κάποτε οι Προεστώτες της περιοχής ξεγέλασαν τους Τούρκους παρουσιάζοντας τους το κεφάλι ενός γύφτου, που είχαν δολοφονήσει επίτηδες, ωσάν να ήταν το κεφάλι του Κολοκοτρώνη.
Το 1805, όταν άρχισαν να λαμβάνονται αυστηρότερα μέτρα κατά των Κλεφτών, και αφού προηγουμένως οι Τούρκοι σκότωσαν τα αδέλφια, τους συγγενείς και τους συντρόφους του, ο Κολοκοτρώνης βρήκε τελικά καταφύγιο στην οικία των Δουράκιδων στη Μάνη, όπου την τελευταία στιγμή γλίτωσε "ως εκ προαισθήματος" απόπειρα δηλητηρίασης του. Φίλοι του τον μετέφεραν στη μητέρα του μετέπειτα Συνταγματάρχη Τσανετάκη, η οποία τον βοήθησε να διαφύγει στα Κύθηρα και από κει κατέληξε στην Ζάκυνθο, που τότε τη διοικούσαν οι Ρώσοι.
Εκπροσωπώντας τους Έλληνες πρόσφυγες της Επτανήσου, ο Κολοκοτρώνης απέστειλε αναφορά στον τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο ζητώντας την προστασία του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ο τσάρος περιορίστηκε να ζητήσει την προστασία των Ελλήνων προσφύγων, ενώ ο Κολοκοτρώνης, που ενδιαφερόταν για πολεμική βοήθεια και όχι οικονομική, ήταν ο μόνος που την αρνήθηκε.
"Αγανακτήσας ηγόρασεν αντί άλατος και αλεύρου μάχαιραν, την οποίαν και ακονών επί πέτρας εραπίσθη εκ δευτέρου παρ' άλλου Τούρκου. Δρομαίος τότε εξήλθε της πόλεως εκδίκησιν πνεών. Τις δε προέβλεπεν, ότι μετά 50 έτη έμελλε να λάβη την λαμπροτέραν ικανοποίησιν εις την ιδίας ταύτην πο΄λιν, τις λησμονεί την φρικαλέαν σκηνήν των 22 7βρίου 1821, την άλωσιν λέγομεν της Τριπόλεως;", συμπλήρωνε η εφημερίδα.
Σε ηλικία 16 ετών, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης χρίστηκε Καπετάνιος από τους συντρόφους του πατέρα του. Οι Τούρκοι, όμως, δεν μπορούσαν να υποφέρουν το όνομα Κολοκοτρώνης "ως αντικείμενον του πλέον αδιαλλάκτου μίσους αυτών" κι έτσι κατεδάφισαν το σπίτι του, δήμευσαν την περιουσία του και τον κυνηγούσαν στα βουνά επί δυο χρόνια, μέχρι που αναγκάσθηκαν να τον αναγνωρίσουν ως "Αρχηγόν της Μεγαλουπόλεως, του τμήματος του Κάμπου και των βουνών της Γόρτυνος". Συνέχισαν ωστόσο να τον κατατρέχουν ψάχνοντας ευκαιρία να τον σκοτώσουν.
"Τοσαύτη ήτο η βαρύτης του ονόματος τούτου εις το πνεύμα των Τούρκων, ώστε την κεφαλήν αυτού μόνον ισοτίμων με τας κεφαλάς όλων των άλλων", σημείωνε ο συντάκτης της εφημερίδας ΑΙΩΝ. Μάλιστα, κάποτε οι Προεστώτες της περιοχής ξεγέλασαν τους Τούρκους παρουσιάζοντας τους το κεφάλι ενός γύφτου, που είχαν δολοφονήσει επίτηδες, ωσάν να ήταν το κεφάλι του Κολοκοτρώνη.
Το 1805, όταν άρχισαν να λαμβάνονται αυστηρότερα μέτρα κατά των Κλεφτών, και αφού προηγουμένως οι Τούρκοι σκότωσαν τα αδέλφια, τους συγγενείς και τους συντρόφους του, ο Κολοκοτρώνης βρήκε τελικά καταφύγιο στην οικία των Δουράκιδων στη Μάνη, όπου την τελευταία στιγμή γλίτωσε "ως εκ προαισθήματος" απόπειρα δηλητηρίασης του. Φίλοι του τον μετέφεραν στη μητέρα του μετέπειτα Συνταγματάρχη Τσανετάκη, η οποία τον βοήθησε να διαφύγει στα Κύθηρα και από κει κατέληξε στην Ζάκυνθο, που τότε τη διοικούσαν οι Ρώσοι.
Εκπροσωπώντας τους Έλληνες πρόσφυγες της Επτανήσου, ο Κολοκοτρώνης απέστειλε αναφορά στον τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο ζητώντας την προστασία του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ο τσάρος περιορίστηκε να ζητήσει την προστασία των Ελλήνων προσφύγων, ενώ ο Κολοκοτρώνης, που ενδιαφερόταν για πολεμική βοήθεια και όχι οικονομική, ήταν ο μόνος που την αρνήθηκε.
Αργότερα, εγκατέλειψε πρόσκαιρα γυναίκα και παιδιά στη Ζάκυνθο κι έτρεξε στο Λάλο της Πελοποννήσου, προκειμένου να βοηθήσει τον πατρικό του φίλο Αλή Φαρμάκη, οθωμανικής καταγωγής, ο οποίος πολεμούσε με τον Βελή Πασά. Αργότερα, ο Αλή Φαρμάκης ανταπέδωσε τη βοήθεια κι επισκέφτηκε τον Κολοκοτρώνη στη Ζάκυνθο, όπου οι δυο φίλοι συμφώνησαν να ζητήσουν τη γαλλική βοήθεια για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου, "διά σημαίας εχούσης αφ' ενός μέρους τον Σταυρόν και αφ' ετέρου την Ημισέληνον". Άλλωστε, από το 1807 τα Επτάνησα τελούσαν υπό γαλλική επιτροπεία.
Ενώ οι δυο τους ξεκίνησαν για τη Γαλλία και τον Ναπολέωντα, ο Στρατηγός Δονζελώτος τους σταμάτησε στην Κέρκυρα, ανέλαβε εκείνος να μεσολαβήσει και έδωσε χρήματα στον Κολοκοτρώνη, με τα οποία εκείνος στρατολόγησε 3.000 στρατιώτες από την Αλβανία Ωστόσο, φτάνοντας μαζί τους στη Λευκάδα πληροφορήθηκε ότι η Ζάκυνθος τελούσε πλέον υπό βρετανική διοίκηση κι επομένως δεν μπορούσε να ελπίζει στη γαλλική βοήθεια.
Συμμετείχε στην εκστρατεία κατά του φρουρίου της Λευκάδας υποστηρίζοντας πλέον τον αγγλικό στρατό, με την προσδοκία ότι θα χτίσει γέφυρες συνεργασίες με τους Άγγλους. Ξεχώρισε στις μάχες και τιμήθηκε από το βασιλιά της Αγγλίας με το αξίωμα του Ταγματάρχη "δυσκόλως... διδόμενον εις πάντα μη όντα Άγγλον".
Τα επόμενα χρόνια, από το 1810 μέχρι το 1818, ζούσε ήσυχη ζωή στην Ζάκυνθο, μέχρι που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Στις 6 Ιανουαρίου 1821, και ενώ είχε πληροφορίες ότι η κυβέρνηση της Ιονίου Πολιτείας τον υποψιαζόταν, ο Κολοκοτρώνης έφτασε στη Σκαρδαμούλα της Μάνης, όπου βρισκόταν ο παλιός του φίλος Διονύσιος Μούρτσινος ή Τρουπάκης. Για δύο μήνες περίπου επιχειρούσε να αμβλύνει τις εσωτερικές διενέξεις των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, ενώ παράλληλα "ωργάνιζεν εις την Ανδρούσαν, Αρκαδίαν, Καρύταιναν και τα φρούρια της Μεσσηνίας προς τον σκοπόν της προσεχούς κινήσεως των όπλων".
Όταν οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν ότι ο Κολοκοτρώνης επέστρεψε στα μέρη του, ζήτησαν το κεφάλι του ή την αποπομπή του από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που ήταν ηγεμόνας της Μάνης. "Ήγγικεν όμως η ώρα. Το σύνθημα του πολέμου δίδεται και ο Κωλοκοτρώνης ρίπτεται μετά των όπλων της Μάνης εις Καλαμάς τη 23 Μαρτίου". Η Επανάσταση ήταν πλέον γεγονός και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στον αγώνα της ελευθερίας.
"Της εθνικής ισχύος η συγκέντρωσις δεν κρίνεται εκ μόνης της στρατιωτικής τους Ανδρός θέσεως", περιέγραφε στο ειδικό αφιέρωμα της η εφημερίδα ΑΙΩΝ στις 10 Φεβρουαρίου 1843. "Φωνή του Λαού ήτο η φωνή του δημοτικού Κωλοκοτρώνου, και τ' ανάπαλιν. Του Ανδρός αυτού η πολιτική επιρροή δεν ήτο ξένη, ούτε εφήμερος. Εστηρίζετο εις του Λαού την καρδίαν, την ειλικρίνειαν των αισθημάτων του, και εις καμίαν διά τούτο περίστασιν δεν έσβεσεν, ούτε ηλαττώθη ενώπιον των Συνελεύσεων, ενώπιον των Διοικήσεων, ενώπιον της Διπλωματίας".
Ενώ οι δυο τους ξεκίνησαν για τη Γαλλία και τον Ναπολέωντα, ο Στρατηγός Δονζελώτος τους σταμάτησε στην Κέρκυρα, ανέλαβε εκείνος να μεσολαβήσει και έδωσε χρήματα στον Κολοκοτρώνη, με τα οποία εκείνος στρατολόγησε 3.000 στρατιώτες από την Αλβανία Ωστόσο, φτάνοντας μαζί τους στη Λευκάδα πληροφορήθηκε ότι η Ζάκυνθος τελούσε πλέον υπό βρετανική διοίκηση κι επομένως δεν μπορούσε να ελπίζει στη γαλλική βοήθεια.
Συμμετείχε στην εκστρατεία κατά του φρουρίου της Λευκάδας υποστηρίζοντας πλέον τον αγγλικό στρατό, με την προσδοκία ότι θα χτίσει γέφυρες συνεργασίες με τους Άγγλους. Ξεχώρισε στις μάχες και τιμήθηκε από το βασιλιά της Αγγλίας με το αξίωμα του Ταγματάρχη "δυσκόλως... διδόμενον εις πάντα μη όντα Άγγλον".
Τα επόμενα χρόνια, από το 1810 μέχρι το 1818, ζούσε ήσυχη ζωή στην Ζάκυνθο, μέχρι που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Στις 6 Ιανουαρίου 1821, και ενώ είχε πληροφορίες ότι η κυβέρνηση της Ιονίου Πολιτείας τον υποψιαζόταν, ο Κολοκοτρώνης έφτασε στη Σκαρδαμούλα της Μάνης, όπου βρισκόταν ο παλιός του φίλος Διονύσιος Μούρτσινος ή Τρουπάκης. Για δύο μήνες περίπου επιχειρούσε να αμβλύνει τις εσωτερικές διενέξεις των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, ενώ παράλληλα "ωργάνιζεν εις την Ανδρούσαν, Αρκαδίαν, Καρύταιναν και τα φρούρια της Μεσσηνίας προς τον σκοπόν της προσεχούς κινήσεως των όπλων".
Όταν οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν ότι ο Κολοκοτρώνης επέστρεψε στα μέρη του, ζήτησαν το κεφάλι του ή την αποπομπή του από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που ήταν ηγεμόνας της Μάνης. "Ήγγικεν όμως η ώρα. Το σύνθημα του πολέμου δίδεται και ο Κωλοκοτρώνης ρίπτεται μετά των όπλων της Μάνης εις Καλαμάς τη 23 Μαρτίου". Η Επανάσταση ήταν πλέον γεγονός και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στον αγώνα της ελευθερίας.
"Της εθνικής ισχύος η συγκέντρωσις δεν κρίνεται εκ μόνης της στρατιωτικής τους Ανδρός θέσεως", περιέγραφε στο ειδικό αφιέρωμα της η εφημερίδα ΑΙΩΝ στις 10 Φεβρουαρίου 1843. "Φωνή του Λαού ήτο η φωνή του δημοτικού Κωλοκοτρώνου, και τ' ανάπαλιν. Του Ανδρός αυτού η πολιτική επιρροή δεν ήτο ξένη, ούτε εφήμερος. Εστηρίζετο εις του Λαού την καρδίαν, την ειλικρίνειαν των αισθημάτων του, και εις καμίαν διά τούτο περίστασιν δεν έσβεσεν, ούτε ηλαττώθη ενώπιον των Συνελεύσεων, ενώπιον των Διοικήσεων, ενώπιον της Διπλωματίας".
_________________
Έτσι περιέγραψε το θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και τη συγκίνηση που προκάλεσε στον πληθυσμό της Αθήνας η εφημερίδα ΑΙΩΝ στο φύλλο της 10.02.1843:
"Άμα ήρχιζε καταυγάζων τας κορυφάς του Υμηττού ο ήλιος της 4ης Φεβρουαρίου, φωνή εις την πόλιν άπασαν ηκούσθη βαρεία, Απόπληκτος αποθνήσκει ο Γέρως!! Την φωνήν αυτήν συγκινήσασαν εν ακαρεί τας καρδίας όλων, ηκολούθησε συρροή πολιτών πολλών κατά την οικίαν τούτου, και μοιρολόγιον γοερόν
Αύτη βαθυτάτη περιέχυσε δακρύων πικρών τους οφθαλμούς εκάστου. Εθρήνει το πιστόν εις την Ανατολικήν Εκκλησίαν του τέκνον ο ευσεβής ιερεύς, τον νουνεχή και πατριώτην Αρχηγόν ο γενναίος στρατιώτης, των εθνικών δικαίων του το δημοτικόν προστάτην ο καλός πολίτης, τον μεγαλόψυχον και αμνησίκακον άνδρα ο εχθρός, τον πιστόν και ενάρετον σύντροφον ο φίλος, της Πνυκός τον εβδομηντακοντούτην και απλοϊκόν σύμβουλον η νεολαία. Εντεύθεν μία από τους στόματος όλων εξήρχετο φωνή μετά στεναγμού, Εχάσαμεν τον Γέρον, δεν έχομεν πλέον την σκιάν του αναγκαίου Κωλοκοτρώνου!!. Εντεύθεν ηνωμένοι πάσης τάξεως και ηλικίας πολίται, φίλοι και άλλοι, χαλεπώς φέροντες την εθνικήν συμφοράν ταύτην, προσήρχοντο εις την με το ξίφος εσταυρωμένην λάρνακα ασπαζόμενοι του μεγάλου πολίτου και σωτήρος την χείρα και τα νεκρά χείλη. Εντεύθεν της Επικρατείας οι Σύμβουλοι συνεδριάζοντες διελύθησαν πάραυτα ως αναγνωρίζοντες, οποίου η πατρίς εστερήθη ευεργέτου, οποίον η έλλειψις του άφησε κενόν, οποίαν εις τον διάσημον αυτόν πρόμαχον και συναδελφόν των ώφειλον ευγνωμοσύνην [...]".
Και το αφιέρωμα της εφημερίδος έκλεινε με έναν τελευταίο αποχαιρετισμό:
"Μακαρία η οδός σου, αείμνηστε της πατρίδος ευεργέτα! Εις μεν τους ουρανούς ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως, διότι ουδένα ηδίκησας εν τω κόσμω τούτω, ουδείς δι' εσέ εμελεναφόρησε πολίτης, και πολλά υπέρ Πίστεως και Πατρίδος ήθλησας και νέος και γέρων. Εις δε την Ελλάδα υψούται αναμφιβόλως μετ' ου πολύ στήλη αιωνιότητος, παραδίδουσα εις τας μεταγενεστέρας γενεάς και τους απογόνους σου τύπον Ελληνικής ζωής ΤΟΝ ΕΥΕΡΓΕΤΗΝ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ ΘΕΟΔΩΡΟΝ ΚΩΛΟΚΟΤΡΩΝΗΝ".
"Άμα ήρχιζε καταυγάζων τας κορυφάς του Υμηττού ο ήλιος της 4ης Φεβρουαρίου, φωνή εις την πόλιν άπασαν ηκούσθη βαρεία, Απόπληκτος αποθνήσκει ο Γέρως!! Την φωνήν αυτήν συγκινήσασαν εν ακαρεί τας καρδίας όλων, ηκολούθησε συρροή πολιτών πολλών κατά την οικίαν τούτου, και μοιρολόγιον γοερόν
"Σε κλαίνε χώραις και χωριά"
ήγγειλε περί την ώραν ενδεκάτην, ότι εις την ζωήν δεν υπάρχει πλέον ο μέγας πολίτης της Επαναστάσεως, Θεόδωρος Κωλοκοτρώνης.Αύτη βαθυτάτη περιέχυσε δακρύων πικρών τους οφθαλμούς εκάστου. Εθρήνει το πιστόν εις την Ανατολικήν Εκκλησίαν του τέκνον ο ευσεβής ιερεύς, τον νουνεχή και πατριώτην Αρχηγόν ο γενναίος στρατιώτης, των εθνικών δικαίων του το δημοτικόν προστάτην ο καλός πολίτης, τον μεγαλόψυχον και αμνησίκακον άνδρα ο εχθρός, τον πιστόν και ενάρετον σύντροφον ο φίλος, της Πνυκός τον εβδομηντακοντούτην και απλοϊκόν σύμβουλον η νεολαία. Εντεύθεν μία από τους στόματος όλων εξήρχετο φωνή μετά στεναγμού, Εχάσαμεν τον Γέρον, δεν έχομεν πλέον την σκιάν του αναγκαίου Κωλοκοτρώνου!!. Εντεύθεν ηνωμένοι πάσης τάξεως και ηλικίας πολίται, φίλοι και άλλοι, χαλεπώς φέροντες την εθνικήν συμφοράν ταύτην, προσήρχοντο εις την με το ξίφος εσταυρωμένην λάρνακα ασπαζόμενοι του μεγάλου πολίτου και σωτήρος την χείρα και τα νεκρά χείλη. Εντεύθεν της Επικρατείας οι Σύμβουλοι συνεδριάζοντες διελύθησαν πάραυτα ως αναγνωρίζοντες, οποίου η πατρίς εστερήθη ευεργέτου, οποίον η έλλειψις του άφησε κενόν, οποίαν εις τον διάσημον αυτόν πρόμαχον και συναδελφόν των ώφειλον ευγνωμοσύνην [...]".
Και το αφιέρωμα της εφημερίδος έκλεινε με έναν τελευταίο αποχαιρετισμό:
"Μακαρία η οδός σου, αείμνηστε της πατρίδος ευεργέτα! Εις μεν τους ουρανούς ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως, διότι ουδένα ηδίκησας εν τω κόσμω τούτω, ουδείς δι' εσέ εμελεναφόρησε πολίτης, και πολλά υπέρ Πίστεως και Πατρίδος ήθλησας και νέος και γέρων. Εις δε την Ελλάδα υψούται αναμφιβόλως μετ' ου πολύ στήλη αιωνιότητος, παραδίδουσα εις τας μεταγενεστέρας γενεάς και τους απογόνους σου τύπον Ελληνικής ζωής ΤΟΝ ΕΥΕΡΓΕΤΗΝ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ ΘΕΟΔΩΡΟΝ ΚΩΛΟΚΟΤΡΩΝΗΝ".
....................................................
Χαρακτηριστικό του ήθους του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που αν θέλετε είναι σημαντικότερο από τις όποιες στρατιωτικές επιτυχίες του, ήταν η στάση που κράτησε μετά την ανακοίνωση της απόφασης που τον καταδίκαζε σε θάνατο στην περίφημη δίκη του 1834, πριν του δοθεί χάρη από τον Όθωνα, αλλά και η φράση που φέρεται να είχε πει στον συγκατηγορούμενο του Στρατηγό Κολιόπουλο: "Μη λυπάσαι! Εμείς κάμαμε το χρέος μας στην πατρίδα. Αυτοί ας μας καταδικάζουν!".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου