1 Φεβρουαρίου 2013

"Τι θυμάμαι από την Άννα Φρανκ". Η μαρτυρία μιας παιδικής της φίλης, 70 χρόνια μετά.


"Είναι για μένα ένα εντελώς μοναδικό αίσθημα να εκφράζω τις σκέψεις μου, όχι μόνο γιατί δεν έχω ακόμη γράψει, αλλά γιατί μου φαίνεται πως αργότερα, ούτε εγώ, ούτε οποιοσδήποτε άλλος θα ενδιαφερόταν για τις εκμυστηρεύσεις μιας μαθήτριας δεκατριών χρόνων", έγραφε η Άννα Φρανκ στο διάσημο σήμερα Ημερολόγιο της, στις 20 Ιουνίου 1942 (ημέρα Σάββατο), οκτώ μέρες μετά τα 13α γενέθλια της, όταν οι γονείς της της το είχαν κάνει δώρο.
 Σ' εκείνο το πάρτι γενεθλίων είχε παραστεί και η Νανέτ Μπλιτζ Κόνιγκ, συμμαθήτρια της Άννας, επίσης Εβραιοπούλα, που όμως - αντίθετα από εκείνη - κατάφερε να επιζήσει από τη λαίλαπα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τις διώξεις των ναζιστών σε βάρος των Εβραίων. Πρόσφατα, η 83χρονη - πλέον - Νανέτ έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην ιταλική εφημερίδα La Stampa, όπου θυμάται την παιδική της φίλη, που έγινε διάσημη μετά θάνατον χάρη στο βαθύτατα ανθρώπινο και εξομολογητικό Ημερολόγιο της.
Οι δυο κοπέλες, φοιτούσαν στο Εβραϊκό Λύκειο του Άμστερνταμ και ήταν φίλες. Έτσι, λοιπόν, η Νανέτ δεν θα μπορούσε να λείπει από το πάρτι γενεθλίων της Άννας στις 12 Ιουνίου 1942. Μιλώντας στην ιταλική εφημερίδα, η 83χρονη γυναίκα θυμάται: "Όλοι οι συμμαθητές μας ήταν εκεί. Θυμάμαι κάποιες ταινίες που βλέπαμε στον τοίχο με τον προτζέκτορα - για μας ήταν κάτι πολύ καινοτόμο. Πρώτα ήταν μια διαφήμιση για μια μαρμελάδα και μετά ο "Ριν Τιν Τιν". Δεν καταλαβαίναμε πώς αυτά τα δύο συνδέονταν".
Βέβαια, η εξήγηση ήταν πολύ απλή. Ο πατέρας της Άννας, Όττο Φρανκ, το μοναδικό μέλος της οικογένειας που επέζησε από τη λαίλαπα των στρατοπέδων συγκέντρωσης, εργαζόταν στην εταιρία Opekta, που παρασκεύαζε μαρμελάδες. Μάλιστα, η γυναίκα που γύρισε τη συγκεκριμένη διαφήμιση ήταν η Μίεπ Γκίες, που αργότερα θα βοηθούσε την οικογένεια Φρανκ να γλιτώσουν από τους ναζί κρύβοντας τους στο "κρυφό παράσπιτο". 
Στο Ημερολόγιο δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα της Νανέτ. Στη δεύτερη κιόλας απόπειρα της να γράψει σε αυτό, η Άννα ανέφερε ως καλύτερη φίλη της μια κοπέλα ονόματι Ζόπι ντε Βάαλ, αν και λίγες μέρες αργότερα θα έγραφε, "δε μου λείπει φαινομενικά τίποτε, εκτός από τη Φίλη. Με τις συμμαθήτριες μου απλώς διασκεδάζω, τίποτε περισσότερο. Δεν καταφέρνω ποτέ να μιλήσω μαζί τους για άλλο πράγμα εκτός από κοινοτυπίες, ακόμη ούτε καν με μια από τις φίλες μου, γιατί μας είναι αδύνατο ν' αποχτήσουμε στενότερη επαφή". Αυτός ήταν και ο λόγος που η Άννα άρχισε ν' ανοίγεται περισσότερο και να εξομολογείται τα μύχια της ψυχής της στο Ημερολόγιο της, που το ονόμασε "Κίττυ".
Εξάλλου, λίγο καιρό μετά από εκείνο το πάρτι γενεθλίων, η οικογένεια της Νανέτ Μπλιτζ Κόνιγκ συνελήφθη από τους ναζί και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Θα έπρεπε να περάσουν περισσότερα από δύο χρόνια για να ξανασυναντήσει την Άννα, κάτω από τις χειρότερες συνθήκες που θα μπορούσε να φανταστεί το ανθρώπινο μυαλό, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μέργκεν-Μπέλσεν, 300 χιλιόμετρα από το Βερολίνο. Εκεί είχε οδηγηθεί η Άννα με την αδερφή της Μαργκότ ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, ενώ οι γονείς τους είχαν παραμείνει στο Άουσβιτς. 
"Στις διάφορες περιστάσεις που κατάφερνα να τη δω, η Άννα μου είχε μιλήσει για το ημερολόγιο. Έλεγε ότι ήθελε να το χρησιμοποιήσει απλά σαν σημείο αναφοράς για το βιβλίο που ήθελε να γράψει σχετικά με όσα βίωνε", περιγράφει η Νανέτ. "Η Άννα ήταν ένα κορίτσι γεμάτο ζωή, που ήθελε να μιλάει και της άρεσαν τ' αγόρια! Αν ήταν ακόμη ζωντανή, είμαι πεπεισμένη ότι θα είχε γίνει μια εξαιρετική συγγραφέας". 
Σε άλλο σημείο θυμάται τις δύσκολες στιγμές που περνούσαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης: "Μας υποχρέωναν να στεκόμαστε σε παράταξη για 36 ώρες. Κατά τη διάρκεια αυτών των προσκλητηρίων, οι Ναζί μπορούσαν να βγάλουν τον οποιονδήποτε από τη γραμμή, είχαν μαζί τους σκύλους κι έτσι φοβόμουν αυτά τα ζώα για χρόνια. Με τράβηξαν κι άρχισα να τρέμω, επειδή δεν ήξερα τι θα γινόταν. Ήμουν πολύ τυχερή, επειδή ο αξιωματικός πυροβόλησε στον αέρα και μ' έστειλε πίσω στη σειρά, χωρίς να με βασανίσει ή να με σκοτώσει. Επέζησα από καθαρή τύχη". 
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μέργκεν-Μπέλσεν απελευθερώθηκε από τους Βρετανούς λίγες μέρες πριν τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, στις 15 Απριλίου 1945 κι ενώ οι Γερμανοί φρουροί το είχαν σκάσει δυο μέρες πριν. Όμως, η Άννα Φρανκ δεν είχε επιζήσει μέχρι τότε, ώστε να βιώσει και πάλι την ξεχασμένη αίσθηση της ελευθερίας. Λίγες μέρες μετά το θάνατο της αδερφής της, η Άννα πέθανε κι εκείνη στις αρχές Μαρτίου, ένα μήνα περίπου πριν την απελευθέρωση του Μέργκεν-Μπέλσεν. 
Η Νανέτ θυμάται την τελευταία φορά που την είδε: "Ήταν πολύ αδύνατη, λιπόσαρκη και είχε μια κουβέρτα τυλιγμένη γύρω της, επειδή δεν άντεχε τα ρούχα της, που ήταν γεμάτα ψείρες. Με πολύ δυσκολία μπορούσε να με αναγνωρίσει ή να μιλήσει". 
Μετά την απελευθέρωση της, ο πατέρας της Άννας, Όττο, την επισκέφτηκε στο σανατόριο. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε η Νανέτ. "Ποτέ δεν είχα το κουράγιο να τον επισκεφτώ με τα τρία μου παιδιά. Ήταν μια σύγκριση, που την έβρισκα απάνθρωπη για εκείνον", εξομολογείται. Σήμερα, η 83χρονη γυναίκα ζει στο Σάο Πάολο κι έχει αφιερώσει όλη της την ζωή στην συνειδητοποίηση των επόμενων γενεών, επισκεπτόμενη σχολεία της περιοχής. "Το γεγονός ότι επιβίωσα, με υποχρεώνει να μεταφέρω μαρτυρίες, ώστε οι νέοι άνθρωποι να γίνουν ενημερωμένοι πολίτες. Όμως, πάνω απ' όλα, ούτως ώστε κάτι τέτοιο όπως το Ολοκαύτωμα, να μην επαναληφθεί ποτέ". 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου