19 Αυγούστου 2014

Η ιστορία του Μιμήκου και της Μαίρης, όπως αποτυπώθηκε σ' ένα μυθιστόρημα και σε ποιήματα

Είναι σύνηθες φαινόμενο, ιστορίες που συγκινούν την κοινή γνώμη να αποτελούν πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης. Μια τέτοια ιστορία ήταν και η αυτοκτονία του γιατρού Μιχαήλ Μιμήκου και της παιδαγωγού Μαίρης Βέμπερ, το Φεβρουάριο του 1893. Μέσα σε λίγες μέρες, οι εφημερίδες κατακλύστηκαν από ποιήματα φιλόδοξων ποιητών, ενώ ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Επαμεινώνδας Κυριακίδης, χωρίς να γνωρίζει το παραμικρό για τις ζωές και πολύ περισσότερο για την ερωτική ιστορία των δύο νεκρών, εμπνεύστηκε ολόκληρο μυθιστόρημα με τίτλο "Αι δύο καρδιαί", που άρχισε να κυκλοφορεί σε συνέχειες μόλις μία εβδομάδα μετά τη διπλή αυτοκτονία. Η αλήθεια είναι ότι το βιβλίο του Κυριακίδη, παρά τις αρνητικές κριτικές, επηρέασε αρκετά και καθόρισε σε γενικές γραμμές την ρομαντική εικόνα που διαμορφώθηκε στην κοινή γνώμη για το άτυχο ζεύγος και την ιστορία του - σ' αυτήν την ιστορία βασίστηκε και η ταινία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Ανδρέα Μπάρκουλη το 1959. Αντίθετα, τα ποιήματα, πομπώδη και υπερβολικά, δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη απήχηση, σε μια εποχή που η σχολή του Ρομαντισμού στην ποίηση αποτελούσε παρελθόν.

Α. ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Ας ρίξουμε μια ματιά σε ορισμένα αποσπάσματα από το βιβλίο "Αι δύο καρδιαί" του Επαμεινώνδα Κυριακίδη, μεταφέροντας (για ευνόητους λόγους) τ' αποσπάσματα στη δημοτική. Έτσι ξεκινούσε ο πρόλογος του βιβλίου:
"- Εγώ, έλεγε με ασυγκράτητη οργή ο Φρειδερίκος Βέμπερ, ο απόμαχος στρατιωτικός, στη σύζυγό του, εγώ δεν πήγα να προτάξω τα στήθη μου κατά των Γάλλων, για να έρχεται σήμερα η κόρη μου η Μαίρη να μου λέει: δεν θέλω. Εγώ, γυναίκα, έζησα έως σήμερα κύριος του εαυτού μου και της οικογενείας μου και από κανένας σας - κατάλαβες; - από κανένα σας δεν δέχομαι αντιρρήσεις. Πολύ περισσότερο από σένα, καλή μου γυναίκα, την οποία η ανόητη Μαίρη κατόρθωσε να προσηλυτίσει στις ανόητες ιδέες της.
Και ο Φρειδερίκος Βέμπερ, κατακόκκινος από θυμό, με το παράλογο πείσμα, το οποίο διέκρινε τους παλαιούς στρατιώτες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, χτύπησε το πόδι του στο έδαφος και είπε:
- Η Μαίρη θα παντρευτεί τον επιλοχία Σβαρτζ. Το θέλω εγώ και θα γίνει.
Μ' αυτά τα λόγια, λόγια γεμάτα θέληση, κεραυνοβολούσε ένα πρωί τη σύζυγό του, την Αδέλα Βέμπερ, ο απόμαχος Βέμπερ, που ζούσε από τη στρατιωτική του σύνταξη στην κομψή οικία του στη Σπρέα. Μια οικία΄με πέντε μεγάλα δωμάτια, που περιβαλλόταν από εκτεταμένο κήπο, μέσα στον οποίο ο πατέρας Βέμπερ καλλιεργούσε τα λαχανικά του και η κόρη του Μαίρη, την οποία δεν θ' αργήσουμε να γνωρίσουμε, τα λουλούδια της....."

Η περιγραφή της Μαίρης Βέμπερ κατά τη φαντασία του Κυριακίδη:
"Ήταν η Μαίρη πλάσμα αιθέριο, ασύλληπτης ομορφιάς, ονειρώδους χάρης. Είχε κληρονομήσει από την πατρίδα της ψυχή ρομαντική και από τον πατέρα της σταθερότητα άκαμπτη, τιμιότητα, αγαθότητα και αρετή. Και τίποτε περισσότερο. Η αποκρουστική εκείνη σοβαρότητα, η οποία χαρακτηρίζει συνήθως τις Γερμανίδες, έλειπε από τη Μαίρη, η οποία χαμογελούσε με τη λάμψη μιας ηλιακής ακτίνας και θεωρούσε τον εαυτό της τελείως ευτυχισμένο με τη θέα της χρυσάκτινης αυγής. Γλυκιά ως ελπιδοφόρο όνειρο και ξανθιά όπως οι άγγελοι, παρείχε σ' εκείνον που την έβλεπε για πρώτη φορά την εντύπωση ρόδου και φευγαλέας, μαγικής οπτασίας. Ουδέποτε φαντάστηκε το κακό, διότι γι' αυτήν ο κόσμος αποτελούσε ένα σύνολο αγαθών. Ζούσε με τις ελπίδες και τα όνειρά της, αβλαβής σαν χρυσαλίδα, η οποία πετά από άνθος σε άνθος για να βρει την τροφή της. Μια τέτοια χρυσαλίδα η Μαίρη και ένα τέτοιο άνθος ήταν ο κόσμος γι' αυτήν. 
Αλλά η χρυσαλίδα είχε τα μυστικά της όνειρα και του άνθος του κρυφούς του πόθους. Όνειρα ασύλληπτα ακόμη και πόθους αόριστους. Ενίοτε, στα βάθη της γερμανικής πατρίδας, στην οποίαζούσε με τους γονείς της, καταλαμβανόταν από αόριστη μελαγχολία και παραδιδόταν σε βαθείς ρεμβασμούς. Άγνωστο για τι μελαγχολούσε. Άγνωστο για τι ρέμβαζε. Κοιτούσε πολύ τον έναστρο ουρανό, τη σελήνη, τις σκιαγραφίες των βουνών, των οποίων οι γραμμές διαγράφονταν συγκεχυμένες πέρα στα βάθη του ορίζοντα και αναστέναζε, χωρίς να γνωρίζει γιατί...."

Η συνομιλία του γέρο-Βέμπερ με τη Μαίρη:
"Ο γέρο-Βέμπερ, μόλις είδε την κόρη του να έρχεται, προσπάθησε να κατευνάσει την οργή του. Το κατόρθωσε εν μέρει.  Και με φωνή λιγότερο τραχιά και λιγότερο φοβερή, της είπε:
- Πλησίασε, Μαίρη, παιδί μου. Έχω να σου μιλήσω.
Η Μαίρη έριξε στη μητέρα της βλέμμα ερωτηματικό. Έπειτα, απορώντας, ήρθε και στάθηκε μπροστά στον πατέρα της.
- Κάθισε.
Η Μαίρη πήρε ένα κάθισμα και κάθισε, περιμένοντας να μιλήσει ο πατέρας της. Εκείνος δε, αφού κάπνισε δύο και τρεις φορές την πίπα του, την άφησε πάνω στο τραπέζι, στράφηκε έπειτα προς τη θυγατέρα του και της είπε:
- Ο επιλοχίας Σβαρτζ, Μαίρη,ήρθε και σε ζήτησε. Σε αγαπά και θέλει να σε πάρει γυναίκα του. Ο Σβαρτζ είναι ένα καλό και τίμιο παλικάρι και φυσικά δεν ήμουν τρελός να του αρνηθώ. Από αυτή τη στιγμή, Μαίρη, λογάριαζε τον Σβαρτζ για αρραβωνιαστικό σου.
Η Μαίρη άκουσε τα λόγια αυτά του πατέρα της με τον τρόμο εκείνο, με τον οποίο ο καταδικασμένος σε θάνατο ακούει την καταδικαστική απόφαση. Κιτρίνισε, συνοφρυώθηκε ελαφρά, έριξε έντρομα προς τη μητέρα της βλέμματα και σιώπησε.
- Δεν απαντάς, λοιπόν; τη ρώτησε απότομα ο Βέμπερ. 
- Πατέρα μου, απάντησε η Μαίρη. Τι ν' απαντήσω, αφού η απάντησή μου θα είναι...
- Τι θα είναι; ρώτησε απότομα ο Βέμπερ.
- Θα είναι μία άρνηση, η οποία θα σε πικράνει. Κι εγώ τον αγαπώ πολύ τον καλό μου πατέρα και δεν θέλω να τον πικράνω.
Η απαλή, ήρεμη, γλυκιά, σχεδόν θωπευτική της Μαίρης φωνή, αντήχησε εν τούτοις στα αφτιά του Βέμπερ σαν μια τρομακτική έκρηξη εκατοντάδων κεραυνών. Μία τέτοια άρνηση απότομη, όπως η απόφασή του, δεν την περίμενε βέβαια. Και μάλιστα δεν την περίμενε από την κόρη του, την οποία μέχρι τη μέρα εκείνη είχε συνηθίσει να τη βλέπει ευπειθή, υποτακτική, χωρίς δική της θέληση, άτολμη, δειλή...".

Η πρώτη συνάντηση του Μιμήκου και της Μαίρη (κατά τη φαντασία του συγγραφέα, για να μην ξεχνιόμαστε):
"- Κύριε ανθυπίατρε! Στάσου!
Τη διαταγή αυτή έδωσε προς ένα ανθυπίατρο κάποιος λοχαγός του πεζικού, ο οποίος έβγαινε ταραγμένος από τη μεγάλη επί της λεωφόρου Αμαλίας πόρτα του μεγάρου Νεγρεπόντη, όπου ήταν τότε το ανάκτορο του Διαδόχου. Έδωσε δε τη διαταγή σε κομψό, ωραίο ανθυπίατρο, ο οποίος ανέβαινε εντελώς τυχαία από το Ζάππειο μέσω της δενδροστοιχίας και ο οποίος αναγκάστηκε να σταματήσει, να χαιρετήσει στρατιωτικά και να ρωτήσει τον ανώτερό του:
- Συμβαίνει τίποτε, κύριε λοχαγέ;
- Ναι,κύριε ανθυπίατρε... Δυστύχημα...
- Δυστύχημα; Πού;
- Μέσα στα δωμάτια της πριγκίπισσας Σοφίας. Στείλαμε να καλέσουμε το γιατρό του Διαδόχου, αλλά αργεί. Εν τω μεταξύ το δυστύχημα, μικρό τώρα, μπορεί να λάβει διαστάσεις. Ελάτε μέσα, σας παρακαλώ  
[...] Επάνω σ' ένα πολυτελέστατο ανάκλιντρο, βυθισμένο μέσα στο σκιόφως, που σχημάτιζαν τα μεγάλα μετάξινα παραπετάσματα των παραθύρων, είδε ο νεαρός ανθυπίατρος γυρισμένη ελαφρά μια κοπέλα, το ωχρό και ωραίο πρόσωπο της οποίας στεφανωνόταν από άφθονα χρυσόξανθα μαλλιά. Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα, τα χείλη της ελαφρά σφιγμένα και τα χέρια της άτονα χύνονταν κατά μήκος του σώματός της. 
Θα νόμιζε κανείς όταν την έβλεπε, ότι επρόκειτο περί νεκρής ή βαθιά κοιμισμένης κόρης, αλλά η εντύπωση αυτή χανόταν, όταν πρόσεχε το μισοανοιγμένο, αλαβάστρινο στήθος της να πάλλεται ελαφρά από την αναπνοή και άκουγε τους αδύνατους ανασασμούς της, που διέστελαν τα χείλη της πότε πότε.
Ο Μιμήκος δεν ήξερε ποια ήταν η ασθενής, για την οποία τόσο μεγάλο ενδιαφέρον είχε η μέλλουσα Βασίλισσα της Ελλάδας. Ούτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της μπόρεσε να παρατηρήσει και να διακρίνει καλά, διότι το ωραίο κεφάλι της κόρης βρισκόταν προς το επάνω μέρος του ανάκλιντρου, το οποίο κατά ένα μέρος ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι.
Ό,τι μόνο κατόρθωσε να αντιληφθεί με μια πρώτη ματιά ο ανθυπίατρος ήταν ότι η άρρωστη ήταν νέα, μόλις πάνω στα 19 χρόνια της ηλικίας της, με ωραιότατο σώμα, μετρίου μάλλον αναστήματος και ωραία. Μια χρυσόξανθη κόμη στεφάνωνε το γλυκό και συμπαθητικό πρόσωπό της και μια λευκότητα σχεδόν διαφανής διέκρινε την επιδερμίδα της. 
Έγειρε πάνω από την άρρωστη, τη σφυγμομέτρησε, άνοιξε τα χείλη της, άκουσε την αναπνοή της και με πεοίθηση στη διάγνωσή του, είπε:
- Λιποθύμησε από φόβο!
Ύστερα γύρισε προς τους παρευρισκόμενους και τους ρώτησε:
- Συνέβη λοιπόν τίποτε, το οποίο να την τρόμαξε τόσο πολύ;
Η πριγκίπισσα Σοφία γύρισε κι αυτή ολόγυρα το βλέμμα της στις παρευρισκόμενες κυρίες. Και επειδή καμιά δεν αναλάμβανε την πρωτοβουλία ν' απαντήσει, αποτάνθηκε στη μεγαλύτερη απ' όλες και της είπε:
- Κυρία, πέστε μας τι ξέρετε εσείς;
- Δεν γνωρίζω τίποτε, Υψηλοτάτη, απάντησε εκείνη. Ούτε έγινε τίποτε εδώ, το οποίο να τρομάξει τη Μαίρη. Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι η δεσποινίς Βέμπερ βρισκόταν στο παράθυρο, απ' όπου κοίταζε την Ακρόπολη. Αίφνης έβγαλε μια κραυγή τρόμου και έπεσε στο πάτωμα. Τι είδε τώρα, το οποίο υπήρξε αφορμή της λιποθυμίας της, δεν ξέρω..."


Β. ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Στις 27.02.1893 η εφημερίδα Επιθεώρησις φιλοξένησε στις σελίδες της το παρακάτω ποίημα, το οποίο υπέγραφε "Εις μετά των συγγενών των αγνώστως χύνων δάκρυα":
Η ΥΣΤΑΤΗ ΧΑΡΙΣ
Εις τας ατυχείς υπάρξεις Μιχαήλ και Μαίρην
Ανοίξατε, ανοίξατε ένα πλατύ μνημείο
Και με αγάπης στρώστε το δακρύβρεκτα λουλούδια.
Τον έρωτά τους γράψετε στο μάρμαρο το κρύο
Και βάλτε μέσα αγκαλιαστά τα δυο χρυσά αγγελούδια.

Αφού σαχλά προστάγματα φανατικής θρησκείας
Και ανισότης τάξεως κοινωνικής κωλύει
Εις εν ο Έρως δυο ψυχάς αθώας να μιγνύη
Και θύματα να πίπτωσι σκληράς απελπισίας.

Καν άφετε τώρα νεκροί να σφικταγκαλιασθούνε 
Μη τους στερήσετε αυτή τη χάρη τη στερνή.
Ποιος ξεύρει μέσα εκεί ποτέ αν πάλι γνωρισθούνε
Κ' η ερημιά του τάφου των Παράδεισος γενή; 

Μακροσκελέστατο ήταν το ποίημα του Λουκά Μπέλλου, που δημοσίευσε η Νέα Εφημερίς στις 28.02. Πρόκειται για μια υπερβολική προσπάθεια, που περισσότερο θυμίζει προσπάθεια για έπος άνευ πραγματικής αξίας, παρά ωδή στον τραγικό έρωτα. Ωστόσο, σ' ένα αφιέρωμα που θέλει να λέγεται πλήρες, έχει σίγουρα μια θέση, αν μη τι άλλο για να καταδειχθεί ο έντονος κοινωνικός αντίκτυπος της διπλής αυτοκτονίας. (Επειδή το ποίημα είναι πολύ μεγάλο, έγινε προσαρμογή της ορθογραφίας, όπου αυτό ήταν εφικτό, ώστε να μην κουράσει).

ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΜΑΙΡΗ
Απάνω στην Ακρόπολη την μαρμαροκτισμένη
Κόρη ξανθή ανέβηκε ψηλά στον Παρθενώνα,
Που τον ζηλεύει ο Ουρανός, κ' η γη τον καμαρώνει,
Κ' εμπρός του γονατίζουνε με σέβας οι Αιώνες.
Σαν το χρυσάφι λάμπουνε τα ολόξανθα μαλλιά της,
Τ' άνθη την ερωτεύονται, και οι κρίνοι την ζηλεύουν,
Τα ρόδα, τα τριαντάφυλλα φθονούν το πρόσωπό της!
Χαρά στον νιό, που θα την πει αγκαρδιακό του ταίρι!
Μ' αυτή στενάζει θλιβερά, με πονεμένα στήθια,
Π' ο έρωτας τα πλήγωσε με πυρωμένη λόγχη!
Ζωή χωρίς τον έρωτα πικρή 'ναι καταδίκη.
Μ' αν τα φτερά του Έρωτος τα κόψει! Απελπισία,
Μαρτύριο είναι η ζωή και βάσανο και πόνος,
Και θάνατος με κόλαση αιώνια και με δάκρυα!

Τρεις μέρες έχει να τον δει, της φαίνονται τρεις χρόνοι,
Αιώνες τρεις στην κόλαση με βάσανα, με φλόγες! 
Πέτα, λεβέντη, μην αργείς. Βάλε φτερά στα πόδια.
Το ο νους της κόρης βρίσκεται σ' άγρια τρικυμία,
Σαν το καράβι, π' ανοιχτά στο πέλαγος παλεύει,
Το δέρνουν αστραπόβροντα, βοριάς το πολεμάει,
Και, σαν θεριά, τα κύματα ορμούνε να το φάνε!
Τα δάκρυα, κ' οι στεναγμοί, κ' οι αγρυπνιές της νύχτας
Εθάμπωσαν τα μάτια της. Όλα τα βλέπει μαύρα!
Ο γελαστός μας ουρανός κ' η θάλασσα η γραμμένη, 
Π' έχουν το χρώμα των ματιών της λυγερής της ξένης,
Κι ο Παρθενών κι ο Υμηττός και τα νησιά κ' οι λόφοι,
Που χαρωπά γιορτάζουνε της Άνοιξης τα κάλλη,
Γι' αυτή 'ναι μαύρα, σκοτεινά, χωρίς σκοπό και χάρη!
Ζωή, παράδεισος γι' αυτήν και ουρανός και κόσμος
Είναι τα μαύρα μάτια σου και το γλυκό σου στόμα,
Πρόφθασε, πριν στην πάρουνε, λεβέντη, τα ουράνια!
Απ' τον ναόν της Αθηνάς ως του Θεού τον θρόνον,
Μικρό ειν' το διάστημα, μια τρίχα τους χωρίζει,
Ο Παρθενών κ' ο Ουρανός συχνά γλυκοφιλιώνται,
Σαν να ν' αδέρφια γκαρδιακά, γεννήματα μιας μάνας
Δω κατεβαίνουν οι θεοί κ' οι άνθρωποι ανεβαίνουν!
Τρέξε, Μιμήκου, πρόφθασε! Σε καρτερεί η Μαίρη...

Μ' αυτός δεν φαίνετ' ο σκληρός! ποιος ξεύρει πού να τρέχει,
Σε ποια αισθήματα πουλεί, ποια ευτυχή μαγεύει
Με τη γλυκιά του τη φωνή, με τα γλυκά του μάτια!
Θα ηύρε πλούτη και τιμές κι αρνήθηκε την ξένη!
Ποτέ να μην ερωτευθεί κόρη φτωχή και ξένη!

Αυτά είπε η κόρη με το νου, και πόνεσ' η ψυχή της.
Αλλά τον εσυχώρεσε! τι έφταιξε εκείνος;
Τα μάτια της εσήκωσε στους ουρανούς κλαμένα,
Της Μοίρας της παράπονο σαν να 'θελε να κάμει,
Μα πάλι εσιώπησε, δεν επαραπονέθη!
"Θεέ μου ας ζήσει ευτυχής! και ας με λησμονήσει
Μέσα στου κόσμου τις χαρές! αυτό θα 'ναι χαρά μου,
Όταν νεκρά θα κοίτωμαι στον τάφο, δω στα ξένα!
Για με η Γη είν' μητριά, κι όλος ο κόσμος ξένος.
Για μένα σβέσθη η χαρά, η ευτυχία 'χάθη.
Ας ζήσουν άλλοι ευτυχείς και ας χαρούν τον κόσμο!...
Μια κόρη σου αμαρτωλή συχώρεσε, Πατέρα!
Δέξαι με στις αγκάλες σου, τις σπλαχνικές και θείες".
Αυτά είπε η κόρη η ξανθή. Στρέφει προς το Θησείο,
Για ύστερη μη δει φορά τον ήλιο της καρδιάς της!
Ανώφελα! Δεν φαίνεται... Εστέναξε και είπε
"Ω Μιχαήλ, σε αγαπώ! Χαίρε, ω κόσμε, χαίρε!"
Και πήδησε, ως η Σαπφώ την λύρα της κρατούσα
Επήδησε στην θάλασσα ψηλά από τον βράχο
Να σβέση την πυρκαϊά, που καίει τα σωτικά της,
Μέσ' στα αφρισμένα κύματα, στον αρμυρό τον τάφο!

Έρωτα παντοδύναμε, πολλά ν' τα θαύματά σου!
Συ κατεβάζεις τους θεούς στην γη κι αναστενάζουν, 
Συ ανυψώνεις τους θνητούς, τους κάμνεις αθανάτους,
Κι αν εύρεις κόρη τρυφερή, δειλή σαν την τρυγόνα,
Της δίδεις λιονταριού καρδιά, που την θαυμάζει ο Άρης!
Ποιος ήρως δεν θα δείλιαζε στο πήδημα της Μαίρης;
Σε μια στιγμή επέταξε στον Ουρανό η ψυχή της,
Κι απόμεινε το σώμα της, σαν άγαλμα Φειδίου.
Εκλάψαν και τα μάρμαρα της λυγερής τα κάλλη!...
Σκορπίσθηκαν τα σύγνεφα, επέταξαν οι πόνοι,
Κ' η τρικυμία της καρδιάς, εκόπασε για πάντα.
Γαλήνη και χαμόγελο παρθενικό εχύθη
Στο ιλαρό της πρόσωπο, λες και γλυκοκοιμάται!
Κοιμάται κι ονειρεύεται γλυκά, ωσάν το βρέφος,
Που στον μαστό της μάνας του γλυκά απεκοιμήθη.

Κόρη αγνή και άμωμος, του Σίλλερ θυγατέρα,
Ξύπνα να ιδείς πώς αγαπούν τα τέκνα της Ελλάδος!
Ξύπνα να ιδείς τον εραστή πώς κλαίει και στενάζει
Τα δάκρυά του σχίζουν καρδιές κ' οι στεναγμοί του καίνε.
Δεν το πιστεύει ο φτωχός, ότι νεκρή σε βλέπει!
Θαρρεί με τα φιλήματα πως θα σε ξαναστήσει!
Ξύπνησε, Μαίρη, σου 'φερε άνθη και ανεμώνες,
Όπως συχνά σου έφερνε, το στήθος να στολίσεις.
Πες του μια λέξη μοναχά και πάρε την ζωή του!
Α Μαίρη, Μαίρη, άλλαξες, είσαι σκληρά παρθένος!
Και μάρμαρο αν σ' εγένναει, Γαλάτεια αν ήσουν,
Θα σου διδε πνοή και φως ο πόνος της καρδιάς του! 
Αλλά εσύ είσαι νεκρά! νεκροί δεν συγκινούνται!...
Στάσου, κόρη, μη βιάζεσαι, να βάλει την στολή του,
Να 'ρθει μαζί σου, ως πιστός φίλος και σύντροφός σου.
Δεν θα σ' αφήσει μοναχή, στα πικραμένα ξένα.
Θα πάρει τον μανδύα του, για να σε προφυλάττει
Απ' την βροχή, να μη βραχείς, π' το χιόνι, μην κρυώσεις,
Κι από την πάχνη της νυκτός, μη σου χαλάσει η όψις!
Αυτός είν' άνδρας και βαστά στο κρύο και στα χιόνια...
Και σαν ερθεί η άνοιξη, τ' όμορφο καλοκαίρι,
Που παν οι νιοί μαζί με νιές λουλούδια να συνάξουν,
Θα σου μαζεύει λούλουδα, στεφάνια να σου πλέκει
Και ανεμώνες, π' αγαπάς, να σε λαμπροστολίζει,
Να λησμονείς την ξενιτιά, της μοναξιάς τον πόνο.
Για στάσου, Μαίρη, μια στιγμή για ν΄ αποχαιρετήσει
Την μάνα του, τ' αδέρφια του, τον γέροντα πατέρα,
Να λάβει την συχώρεση, να τους παρηγορήσει,
Γιατί τον έχουν ακριβό και μοσχαναθρεμμένο!

Θα πάρει και το ξίφος του, γιατί αυτού στα ξένα,
Ποιος ξεύρει μην το χρειασθεί για να σ' υπερασπίσει!
Στρατιώτης του καθήκοντος και της τιμής σου φύλαξ,
Προβλέπει, συλλογίζεται, κι είν' ευχαριστημένος
Πως θα 'σθε πάντ' αχώριστοι, αιώνια ενωμένοι!
Ενόσω έζης, το ξευρε, πως τόση ευτυχία
Κ' ευδαιμονία τ' ουρανού γι' αυτόν δεν είν' γραμμένη. 
Σαν σ' έβλεπε, λησμόναε της Τύχης του την λύσσα
Και ήλπιζε πως ο Θεός θ' αμείψει την καρδιά του.
Τώρα η Μοίρα θέλησε να πλέξει τραγωδία,
Π' όσο ο ήλιος χύνει φως, ο κόσμος θα δακρύζει!
Τρέχει κι αυτός, ωσάν αϊτός ατρόμητος πετώντας,
Μια σφαίρα μέσα στην καρδιά, κ' ήρθε στην αγκαλιά σου.

Πάψαν τ' αναστενάγματα, του έρωτος οι πόνοι,
Της νύχτας οι συλλογισμοί, κ' οι ζάλες της ημέρας.
Θα είσθε πάντ' αχώριστοι, ζευγάρι ζηλεμένο!
Και θα 'ρχονται στον τάφο σας π' Ανατολή και Δύση
Όσοι πιστεύουν στον Θεό, κ' αισθάνονται και πάσχουν, 
Κ' έχουν αγάπη στην καρδιά, με τ' άνθη θα σας ραίνουν
Και πίστη θα ορκίζονται αιώνια στ' όνομά σας.
Κ' ενόσω ζει ο Παρθενών, ο έρως σας θα λάμπει.


Λεπτομέρειες για την αυτοκτονία του Μιμήκου και της Μαίρης, τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, το σκάνδαλο που δημιουργήθηκε από την μη ταφή του Μιχαήλ Μιμήκου και άλλα πολλά, μπορείτε να διαβάσετε σ' ένα παλιότερο, μεγάλο αφιέρωμα του μπλογκ, που είναι ό,τι πληρέστερο υπάρχει αυτήν τη στιγμή στο ίντερνετ για τη συγκεκριμένη ιστορία (και από το οποίο αποσπάστηκαν τα δύο ποιήματα, που δημοσιεύονται πιο πάνω). Απλά κάντε κλικ εδώ:
Ο Μιμήκος και η Μαίρη. Η διπλή αυτοκτονία που έμεινε στην Ιστορία: Περιγραφές - Η άρνηση της εκκλησίας να θάψει τον αυτόχειρα - Η παράνομη εκταφή - Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και η ποιητική έξαρση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου