29 Μαρτίου 2016

"Το γέλιο είναι μια ανάγκη της ζωής". Μια απολαυστική ομιλία του Δημήτρη Ψαθά για τη σχέση του γέλιου με τους Έλληνες και τον καθωσπρεπισμό.

Στις 8 Ιουλίου 1948, ο θίασος Μανωλίδου-Παπά παρουσίασε στο ελληνικό κοινό της Αλεξάνδρειας την κωμωδία "Το Στραβόξυλο", ένα από τα κλασικά θεατρικά έργα ενός εκ των κορυφαίων Ελλήνων κωμωδιογράφων του 20ου αιώνα, του Δημήτρη Ψαθά. Αφορμή αποτέλεσε η επίσκεψη του θεατρικού συγγραφέα στην Αλεξάνδρεια. Λίγο πριν την έναρξη της παράστασης, ο Ψαθάς έδωσε μια σύντομη διάλεξη με τίτλο "Το γέλιο και οι Έλληνες". Και ποιος καταλληλότερος από τον Ψαθά να σχολιάσει τη σχέση των Ελλήνων με το γέλιο εστιάζοντας σ' ένα διαχρονικό ζήτημα, που διχάζει, τη σχέση του καθωσπρεπισμού με τα αστεία - ανεξάρτητα από το αν αυτό είναι "χοντροκομμένο" (κατά το κοινώς λεγόμενο) ή όχι.

Πόσο "καθώς πρέπει" είναι το χιούμορ σε μια εποχή, που πνίγεται στη σοβαροφάνεια; Μέσα από την παράθεση σχετικών ιστορικών αναφορών ο Ψαθάς απέδειξε πώς το γέλιο είναι διέξοδος σωτηρία αποφόρτισης του τεταμένου κλίματος, αναζωογόνησης και εν τέλει μια διέξοδος πολιτισμού. Από την ομιλία του Ψαθά προς τους θεατές της παράστασης έχω υπόψη μου μόνο το πρώτο μέρος της, που όμως είναι αρκετά απολαυστικό τόσο για το περιεχόμενο των επιχειρημάτων του όσο και για το γενικότερο - άμεσο και εύστοχο - ύφος του ομιλητή.
Σκίτσο, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
Ταχυδρόμος της Αλεξάνδρειας στις 09.07.1948

"[...] Τύχη καλή μ' έφερε και μένα ανάμεσά σας και μια φορά που πρέπει κάτι να σας πω, προλογίζοντας το έργο που πρόκειται σε λίγο να παιχτεί, διάλεξα ένα θέμα, ελπίζοντας ότι δεν θα εξαντλήσω τα περιθώρια της υπομονής σας: το γέλιο και οι Έλληνες.
Γιατί όμως διάλεξα το θέμα αυτό; Ίσως από μια υποσυνείδητη επαγγελματική κλίση, ίσως όμως και από αντίδραση στην προπαγάνδα της ψευτοσοβαρότητας που καλλιεργείται συστηματικά σε ορισμένους κύκλους και μας σερβίρει ένα πλήθος βαρύγδουπων ανθρώπων, που νομίζουν ότι αποκτούν βάρος κατεβάζοντας πένθιμα τις φάτσες.
Έτυχε κάποτε σ' ένα θέατρο να 'χω έναν τέτοιον πλάι μου. Κάθε φορά, λοιπόν, που μ' έβλεπε να γελώ, γύριζε και μού κανε αυστηρά:
- Σσσσσστ!
Ύστερα κάρφωνε τα μάτια στη σκηνή και παρακολουθούσε τη φάρσα που παιζόταν σαν να παρακολουθούσε συνεδρίαση του Αρείου Πάγου. Μόλις τολμούσα να γελάσω εγώ, ξαναγύριζε αγριεμένος:
- Σσσσσσστ!
Και όμως τέτοιοι είναι πολλοί. Γιατί έχει καλλιεργηθεί μέσα στους κύκλους των δήθεν μορφωμένων ανθρώπων μια περίεργη αντίληψη περί χοντρού και ψιλού γέλιου. Το ψιλό γέλιο είναι καθώς πρέπει. Το χοντρό γέλιο δεν είναι καθώς πρέπει. Και επειδή πολύς κόσμος, που είναι "καθώς δεν πρέπει", θέλει να φαίνεται "καθώς πρέπει", σφίγγεται να το καταφέρει με την αγουροξυπνημένη φάτσα.
Ο πραγματικά καλλιεργημένος άνθρωπος όμως είναι απλός και φυσικός. Δεν νιώθει την ανάγκη ούτε να σφιχτεί ούτε και να κουμπωθεί. Προσωπικά, έχω κηρυχτεί υπέρ του γέλιου χωρίς διαβαθμίσεις μημουαπτικές. Είτε χοντρό είτε ψιλό, το γέλιο είναι δώρο αποκλειστικό της Θείας Πρόνοιας στον άνθρωπο κι αποτελεί μια χτυπητή διαχωριστική γραμμή από τα ζώα.
Είπαν: Το γέλιο είναι υγεία. Κι είναι αλήθεια. Άνθρωπος που δεν γελά, δεν μπορεί να βρίσκεται ποτέ σε φυσιολογική κατάσταση. Αν δεν είναι χαρακτήρας στρυφνός εκ γενετής, κακορίζικος ή τζαναμπέτης, θα ναι σίγουρα ή άρρωστος ή υποκριτής. Όσο πιο υγιής είναι ένας άνθρωπος, όση πληρότητα οργανική διαθέτει, όσο νιώθει μέσα του ζωική άνθιση και δραστηριότητα, τόσο περισσότερο γελά. Πάρτε αυτά τα θηρία της υγείας, τους ήρωες του Ομήρου. Γελάνε ομηρικά. Πάρτε τους αρχαίου μας συμπολίτες του χρυσού αιώνα, που άγγισε τος κορυφές της σωματικής και πνευματικής υγείας. Βγάλαν από τα σπλάχνα τους τον Αριστοφάνη και την αρχαία κωμωδία, που οι αντίλαλοι του γέλιο της περνάνε ολόδροσοι τους αιώνες και φτάνουν ως τις μέρες μας.
Θέλετε να ρίξετε τη ματιά σας στην Ελληνική Επανάσταση; Όλοι οι μεγάλοι ήρωές της, αυτά τα κάπως πρωτόγονα στοιχεία που σφύζουν από ρώμη και υγεία, γελάνε με μιαν υπέροχη λαϊκή θυμοσοφία. Ο Κολοκοτρώνης έχει πάντα έτοιμο το θυμοσοφικό αστείο του. Κι ο Καραϊσκάκης ακόμα και στη δίκη του δεν χάνει το χιούμορ του.
- Γιατί, βρε Καραϊσκάκη, δεν αλλάζεις το χούι σου να λες τέτοια λόγια; του παρατηρεί ένας αιωνόβιος γέρος αγωνιστής.
- Κι εσύ, του απαντά εκείνος, γιατί δεν αλλάζεις το χούι σου, 90 χρονών άνθρωπος να κυνηγάς κοπέλες;
Οι ζωντανοί άνθρωποι γελούν. Όσο για τη σοβαρότητα, ο Σαίξπηρ νομίζω, είπε: "Δεν υπάρχει τίποτε πιο σοβαρό από το πτώμα". Κι αν δεν το είπε ο Σαίξπηρ, το λέω εγώ. Κάποιος επιτέλους πρέπει να το πει.
Το γέλιο είναι μια ανάγκη της ζωής. Μπορούμε να πούμε ότι είναι το όπλο που έδωσε σκόπιμα και προνομιακά η φύση στον άνθρωπο, για ν' αντιδρά στη λύπη. Αυτό θα το δείτε καλύτερα, όταν προσέξετε πόσο ευπρόσδεκτο είναι στις δραματικές καταστάσεις - τόσο στο θέατρο, όσο και την ζωή.
Στο θέατρο, όταν παίζεται ένα έργο μεγάλης δραματικής πυκνότητας, το κοινό αποζητά υποσυνείδητα το γέλιο. Δημιουργείται μια τάση λυτρωτικής διαφυγής απ' την πιεστική δραματική ατμόσφαιρα και για τη διαφυγή αυτή δεν χρειάζεται παρά κάτι το ελάχιστο. Μια κίνηση άγαρμπη του ηθοποιού, μια κουβέντα ανάποδη, το φουστάνι της δραματικής πρωταγωνίστριας που κόλλησε στις περιφέρειές της, μια γάτα που περνά αμέριμνη επάνω στη σκηνή - θα παύσουν αμέσως τη δραματική ατμόσφαιρα και θα φέρουν ακατάσχετη την ιλαρότητα. Κι όσο πιο βαρύ είναι το δράμα, τόσο πιο πλατύ θα είναι το γέλιο.
Άπειρα είναι τα επεισόδια στο θέατρο. Θυμάμαι, στην πρεμιέρα κάποιου φίλου συνέβη κάτι τέτοιο: Επρόκειτο για ένα σπαρακτικό έρωτα ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, που δεν μπορούσα να παρθούν. Έπρεπε να χωρίσουν. Εκείνος βαρύς. Εκείνη απελπισμένη. Κι έπρεπε να της πει:
- Θα φύγω με το βαπόρι του Σαββάτου. 
Αντί αυτού, όμως, ο πρωταγωνιστής, μπερδεύοντας τα λόγια του, λέει ανάποδα:
- Θα φύγω με το σαβόρι του παπάτου!
Πάει το δράμα, πάει η συγκίνηση, πάνε όλες οι προσπάθειες του συγγραφέα. Ένα βροντερό γέλιο αντήχησε στην πλατεία και παρέσυρε τα πάντα.
Κάτι ανάλογο θυμάμαι στη Βουλή. Ήταν μια απ' τις δραματικές συνεδριάσεις της την εποχή Βενιζέλου - Παναγή Τσαλδάρη. Στο βήμα ο Τσαλδάρης. Ένας βουλευτής της ίδιας περιοχής μ' αυτόν, της Κορινθίας, του είχε κάνει μια παρατήρηση κι ο Παναγής Τσαλδάρης έξαλλος:
- Δεν ημπορείτε να λέγετε τοιαύτα πράγματα εις τοιαύτας ώρας, κύριε εκ Πολιτείας... Κορινθιευτά.
Η Βουλή, σαν να περίμενε αυτό το ανάποδο, σείστηκε στα γέλια κι η ατμόσφαιρα άλλαξε αμέσως. Τα βαριά σύννεφα σκορπίστηκαν κι η συζήτηση μπήκε σ' έναν άλλο τόνο, ανθρωπινότερο, πολιτισμένο. 
Κι επειδή ο λόγος για τ' ανάποδα, θα σας αναφέρω κι ένα, που σάρωσε την παγερή τυπικότητα του πρωτοκόλλου στ' ανάκτορα την εποχή του Γεωργίου του Α΄. Ο Γεώργιος δεχόταν κάποια επιτροπή κι ολόγυρα ήταν πολλοί επίσημοι. Ο βασιλεύς απευθύνθηκε σ' ένα απ' τα μέλη της επιτροπής και του είπε κάποιο χωρατό. Κι ο αγαθός εκείνος άνθρωπος συνεσταλμένος:
- Μεγαλειεύσθε, αστειότατε!
Εννοείται ότι το πρωτόκολλο αυτοστιγμεί πήγε περίπατο κι οι άνθρωποι που ήταν γύρω, μαζί με το βασιλέα, ξεσπάσανε σε καγχασμούς.
Είναι περίεργο, λοιπόν. Κάτι τέτοια ανάποδα και κωμικά συμβαίνουν πάντα στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Νομίζετε πως η ίδια η ζωή, όταν την παρασφίγγουν, την ζορίζουν ή τη θλίβουν, ξεπετά κάποιο κωμικό για να λυτρωθεί απ' την ενοχλητική πίεση της δραματικής ατμόσφαιρας [...]".


Διαβάστε κι αυτό:
Μια (όχι και τόσο) ρετρό άποψη περί γέλιου από τους Χοντρό και Λιγνό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου