Η πρώτη φορά που τ' όνομα της Σωτηρίας Μπέλλου δημοσιεύτηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες ήταν στις 26 Σεπτεμβρίου 1939. Αφορμή δεν αποτέλεσε η σπουδαία φωνής της γυναίκας που αργότερα θα κυριαρχούσε στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά ένα έγκλημα με πρωταγωνίστρια την ίδια. Μια μέρα νωρίτερα, η 17χρονη Σωτηρία Μπέλλου είχε ρίξει βιτριόλι στον 27χρονο εν διαστάσει συζύγου της, Ευάγγελου Τρεμπούρα, σοφέρ στο επάγγελμα, προκαλώντας του φρικτά τραύματα.
Όπως διαβάζουμε στα σχετικά ρεπορτάζ των αθηναϊκών εφημερίδων, το έγκλημα έλαβε χώρα το μεσημέρι της 25ης Σεπτεμβρίου στη Χαλκίδα, απ' όπου κατάγονταν και όπου διέμεναν η Μπέλλου και ο Τρεμπούρας, έξω από το γκαράζ των αδερφών Σκλιά. Η Σωτηρία παραμόνευε τον εν διαστάσει σύζυγό της, ο οποίος την είχε εγκαταλείψει από τον περασμένο Μάο, και μόλις εκείνος πλησίασε στο χώρο του επιτέθηκε με 100 δράμια βιτριόλι, πιθανόν ύστερα από διαπληκτισμό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Σωτηρία αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Τρεμπούρα, αλλά δυο μήνες νωρίτερα του είχε επιτεθεί με μαχαίρι ανεπιτυχώς. Φαίνεται ότι την επίθεση με βιτριόλι την εμπνεύστηκε μετά από ένα παρόμοιο έγκλημα πάθους, που είχε πραγματοποιηθεί εκείνες τις μέρες στη Χαλκίδα με φονικό όπλο.. το ακουαφόρτε.
Το ρεπορτάζ της εφημερίδας Ακρόπολις στις 26.09.1939 |
Δράστης και θύμα έδωσαν δύο τελείως διαφορετικές εκδοχές για τα αίτια του εγκλήματος.
Αυτή ήταν η απολογία της Σωτηρίας Μπέλλου στο δικαστήριο, που πάντως δήλωνε αμετανόητη για τη δολοφονική απόπειρα, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελληνικόν Μέλλον:
"Με στεφάνωσε προ ενός έτους κατόπιν διμήνου ερωτικού ειδυλλίου και περάσαμε καλά μέχρι του Μαρτίου ε.ε. Κατ' Απρίλιον ήρχισε να εκδηλώνη δυσαρέσκειαν και ζηλοτυπίαν εναντίον ενός εξαδέλφου μου στρατιώτου της ενταύθα τέως Σχολής Πυροβολικού, όστις μας επεσκέπτετο και ηναγκάσθημεν να μη δεχόμεθα πλέον τούτον. Ήρχισε κατόπιν να λέγη ότι δεν έχει λεπτά και δεν μπορεί να ζήση και με έβαζε να πω του πατέρα μου και της μητέρας μου να του δώσουν. Εγώ πράγματι για την αγάπη του άνδρα μου έκανα ό,τι έπρεπε. Ο πατέρας μου μας έλεγε ότι τα λεπτά τα έχει στην Τράπεζα για να μας φτειάξη σπίτι μετά τριετίαν αφού ενηλικιωθώ και εγώ για να μη το πουλήσωμε. Τον Μάιον ε.ε. με εγκατέλειψεν όπως σας είπα, κι εγώ προσπάθησα όπως και οι γονείς μου να τον επαναφέρωμε στο σπίτι. Εχρησιμοποιήσαμε διαφόρους συγγενείς και γνωστούς μας, αλλ' εστάθη αδύνατον. Εμάθαινα ότι εσχετίζετο με άλλες γυναίκες και αυτό ήτανε που με σκότωνε περισσότερο. Ίσως να μου λέγανε και ψέμματα, εγώ όμως τα επίστευα. Ήμουνα πια απελπισμένη, δεν ήξερα τι να κάνω. Το σπίτι που είχαμε νοικιάσει και το οποίον ο δύστυχος πατέρας μου το κατήρτισε με πλήρη επίπλωσι, αναγκάστηκα να το ξενοικιάσω και να μεταφέρω τα πράγματα εις την πατρικήν μου οικίαν, διότι δεν αντιμετώπιζα τα έξοδα.
Προέβην εις το διάβημά μου αφού διεπίστωσα από τον ίδιον ότι δεν είχε σκοπό να συζήσωμε. Κρατούσα ένα ποτήρι βιτριόλι, ζαλίστηκα από την αρνητική του απάντησι και του το πέταξα επάνω του. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο".
Από την πλευρά του το θύμα, που νοσηλευόταν στην κλινική Στεργίου της Χαλκίδας με σοβαρά εγκαύματα στο πρόσωπο και το σώμα, περιέγραφε την Μπέλλου ως άτομο "διεστραμμένου χαρακτήρος", αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι όταν παντρεύτηκαν, εκείνη του ζητούσε να της αγοράσει ένα λάστιχο για να σκοτώνει πουλιά. Όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, η Μπέλλου ήταν "πολύ ζωηρά και ασυλλόγιστος και δεν ενδιαφέρετο διά τα οικιακά. Την συνεβούλευσα πολλάκις, γιατί έβλεπα πως δεν είχε μυαλό για σπίτι. Ήθελε να συγκατοικούμε με τους γονείς της. Δεν την εγκατέλειψα εγώ, όπως έλεγεν εις το Δικαστήριον, αλλά αυτή έφυγε. Εγώ παρά το ασυμβίβαστον του χαρακτήρος της ήμην διατεθειμένος με όλον τον κρίσιμον των οικονομικών περιστάσεων, να επιμείνω όπως την συνετίσω και την διορθώσω από τας κακοήθεις συνηθείας της, δυστυχώς, όμως, αυτή δεν συνετίζετο και με κατέστησε δυστυχή".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου