26 Σεπτεμβρίου 2018

Τα ελληνικά (ελλαδίτικα και κυπριακά) πολιτιστικά στοιχεία, που περιλαμβάνονται στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO


Ο πολιτισμός δεν είναι μόνο τα χειροπιαστά έργα τέχνης ή γενικότερα αντικείμενα που μπορούμε να ορίσουμε σχηματικά σε ορισμένα πλαίσια, αλλά έχει κυρίως μια άυλη μορφή. Πολιτισμός είναι η καθημερινότητά μας, ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε στους συνανθρώπους μας και στο περιβάλλον, το φαγητό μας, οι παραδόσεις που διαμορφώνουν την ταυτότητα μιας κοινωνίας μέσω της μετάδοσής τους από γενιά σε γενιά, αλλά και της εξέλιξης και προσαρμογής τους στο πέρασμα του χρόνου.

Ο πολιτισμός, λοιπόν, μπορεί να είναι υλικός, μπορεί όμως και να είναι άυλος. Αν προτιμάτε έναν πιο επίσημο ορισμό, σύμφωνα με το νόμο 3028/2002 «Περί Προστασίας των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» ως άυλα πολιτιστικά αγαθά εννοούνται διάφορες εκφράσεις, δραστηριότητες, γνώσεις και πληροφορίες (όπως μύθοι, έθιμα, προφορικές παραδόσεις, χοροί, δρώμενα, μουσική, τραγούδια, δεξιότητες ή τεχνικές), που αποτελούν μαρτυρίες του παραδοσιακού, λαϊκού και λόγιου πολιτισμού.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της Διεθνούς Σύμβασης της UNESCO για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, η οποία υπογράφτηκε το 2003 και κυρώθηκε από την Ελλάδα τρία χρόνια αργότερα, ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά ορίζονται «οι πρακτικές, αναπαραστάσεις, εκφράσεις, γνώσεις και τεχνικές – καθώς και τα εργαλεία, αντικείμενα, χειροτεχνήματα και οι πολιτιστικοί χώροι που συνδέονται με αυτές και τις οποίες οι κοινότητες, οι ομάδες και, κατά περίπτωση, τα άτομα αναγνωρίζουν ότι αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς τους».
Η UNESCO διατηρεί έναν Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, στα οποία εγγράφει κάθε χρόνο όσες προτάσεις των κρατών μελών κρίνεται ότι αντιστοιχούν στο βαθύτερο πνεύμα του πιο πάνω ορισμού. Από το 2013 εγγράφτηκαν στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο πέντε (αποκλειστικά ή μερικά) ελληνικές προτάσεις, ενώ παλιότερα υπήρξαν και δύο εγγραφές στοιχείων άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς από την Κύπρο. Αξίζει να μάθουμε λίγα στοιχεία για αυτές, καθώς και για το σκεπτικό των μελών της ειδικής επιτροπής της UNESCO, που τις αξιολόγησαν και αποφάνθηκαν ότι έπρεπε να τις περιβάλλουν με την ξεχωριστή αυτή τιμή της εγγραφής τους στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας.

Λευκαρίτικο Κέντημα (ΚΥΠΡΟΣ - 2009)

Πρόκειται για μια παράδοση που χρονολογείται στο 14ο αιώνα με έντονες τις επιρροές από παλιότερες ντόπιες τεχνικές, βενετσιάνικα κεντήματα, καθώς και από αρχαιοελληνικά και βυζαντινά γεωμετρικά μοτίβα, συνδυασμός καλλιτεχνικής έκφρασης και κοινωνικής πρακτικής. Η συγκεκριμένη τέχνη μεταδίδεται στις νεότερες γενιές από τις μανάδες ή τις γιαγιάδες, όταν δε η κεντήτρια διδαχθεί τις βασικές αρχές, μπορεί ν’ αυτοσχεδιάσει συνδυάζοντας την παράδοση με τη δική της προσωπικότητα.
Σύμφωνα με τα μέλη της επιτροπής, η μετάδοση της τέχνης του Λευκαρίτικου κεντήματος από γενιά σε γενικά «παρέχει στις γυναίκες των Λευκαρών μια αξιοζήλευτη αίσθηση ταυτότητας και συνέχειας», ενώ η εγγραφή του Λευκαρίτικου κεντήματος στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της UNESCO «θα συμβάλλει στην αύξηση της συνειδητοποίησης της σημασίας που έχουν οι παραδοσιακές χειρωνακτικές τεχνικές και στην επιτυχημένη ενσωμάτωση ποικίλων πολιτιστικών επιρροών και των σύγχρονων τεχνικών».

Τσιαττιστά (ΚΥΠΡΟΣ - 2011)

Πρόκειται για αυτοσχέδια ποιηματάκια, συχνά με τη συνοδεία βιολιού ή λαούτου, όπου δύο ποιητές-τραγουδιστές ανταγωνίζονται υπό τις επευφημίες των θεατών ποιος θα αυτοσχεδιάσει τις πιο έξυπνες στροφές, συχνά σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Συνηθίζονται στους γάμους, στα πανηγύρια και σε άλλες δημόσιες εκδηλώσεις. Οι τσιαττιστές είναι άνθρωποι εύστροφοι, αν και συνήθως χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, οι οποίοι μεταδίδουν τη δουλειά τους προφορικά, είναι βαθιά εξοικειωμένοι με τις ποιητικές και μουσικές παραδόσεις, κατέχουν ένα πλούσιο λεξιλόγιο και έχουν έντονη φαντασία. Παλιότερα οι τσιαττιστές ήταν μόνο άνδρες, όμως τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί και ταλαντούχες γυναίκες ποιήτριες.
Τα μέλη της ειδικής επιτροπής της UNESCO περιέγραψαν τα Τσιαττιστά ως «μια προφορική παράδοση που δίνει έμφαση στον αυτοσχεδιασμό και στο φιλικό ανταγωνισμό» κι επίσης «παρέχει στην κυπριακή κοινότητα μια αίσθηση ταυτότητας και συνέχειας και αναγνωρίζεται ως τμήμα της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της».

Η Μεσογειακή διατροφή (ΕΛΛΑΔΑ, ΙΣΠΑΝΙΑ, ΙΤΑΛΙΑ, ΚΥΠΡΟΣ, ΚΡΟΑΤΙΑ, ΜΑΡΟΚΟ, ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ - 2013)

Η απόφαση της Επιτροπής ορίζει τη Μεσογειακή διατροφή ως «ένα σύνολο ικανοτήτων, γνώσης, τελετουργικών, συμβόλων και παραδόσεων αναφορικά με τη σοδειά, το θερισμό, το ψάρεμα, το ζευγάρωμα των ζώων, τη συντήρηση, το μαγείρεμα και ειδικότερα το μοίρασμα και την κατανάλωση του φαγητού. Το να τρώνε οι άνθρωποι μαζί αποτελεί το θεμέλιο της πολιτιστικής ταυτότητας και τη συνέχεια των κοινοτήτων σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου. Είναι μια στιγμή κοινωνικής συναναστροφής και επικοινωνίας, μια επιβεβαίωση και ανανέωση της οικογενειακής, ομαδικής ή κοινοτικής ταυτότητας. Η Μεσογειακή δίαιτα δίνει έμφαση στις αξίες της φιλοξενίας, της καλής γειτονίας, του διαπολιτισμικού διαλόγου και της δημιουργικότητας, έναν τρόπο ζωής καθοδηγούμενο από το σεβασμό στην ποικιλομορφία. Διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στους πολιτιστικούς χώρους, στα φεστιβάλ και στις γιορτές φέρνοντας κοντά ανθρώπους όλων των ηλικιών και των κοινωνικών τάξεων». Ειδική μνεία γίνεται στο «σημαντικό ρόλο των γυναικών ως προς τη μετάδοση της γνώσης της Μεσογειακής διατροφής», καθώς «διαφυλάσσουν τις τεχνικές ης, σέβονται τους κοινωνικούς ρυθμούς και τις εορταστικές περιστάσεις και μεταδίδουν τις αξίες της στις νέες γενιές».
Κατόπιν όλων αυτών, τα μέλη της Επιτροπής αποφάσισαν να κάνουν δεκτό το αίτημα των επτά μεσογειακών χωρών και να εντάξουν τη Μεσογειακή διατροφή στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, καθώς:
α) η μετάδοση της μεσογειακής διατροφής από γενιά σε γενιά, ιδιαίτερα μέσα στις οικογένειες, παρέχει [στους ανθρώπους] την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου και μοιράζονται πράγματα, ενώ για όσους κατοικούν στη Μεσογειακή λεκάνη συνιστά μια ένδειξη ταυτότητας και χώρου μοιρασιάς και διαλόγου·
β) η ένταξή της στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο μπορεί να συνεισφέρει στην αύξηση της συνειδητοποίησης της σημασίας που έχει το υγιεινό και βιώσιμο φαγητό αναφορικά με πρακτικές σε άλλα μέρη του κόσμου, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τον διαπολιτισμικό διάλογο, μαρτυρώντας τη δημιουργικότητα και προωθώντας το σεβασμό στην πολιτιστική, περιβαλλοντική και βιολογική ποικιλομορφία.

Η τεχνογνωσία καλλιέργειας της μαστίχας Χίου (ΕΛΛΑΔΑ – 2014)

Τα μέλη της επιτροπής έκριναν ότι η μετάδοση από γενιά σε γενιά της γνώσης αναφορικά με την καλλιέργεια και τη συγκομιδή της μαστίχας συνιστά ένα σημαντικό συστατικό στοιχείο της αγροτικής ζωής για τους κατοίκους της Χίου ενισχύοντας την κοινωνική συνοχή και την αλληλεγγύη. Εξάλλου, η τεχνογνωσία αυτή συνδέεται με μια γενικότερη οικολογική γνώση, η οποία σχετίζεται με τη χρήση φυσικών πηγών και έχει ιδιαίτερη σημασία για την επίτευξη μιας βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ θετικά αξιολογήθηκε το γεγονός ότι αναπτύχθηκαν ποικίλα μέτρα ασφαλείας καλύπτοντας διάφορους τομείς όπως η εκπαίδευση, η επιστημονική έρευνα και η τουριστική ανάπτυξη με τελικό σκοπό τη βιωσιμότητα της τεχνογνωσίας της καλλιέργειας της μαστίχας με συμμετοχή των φορέων και με τη συνεργασία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.

Η Τηνιακή Μαρματοτεχνία (ΕΛΛΑΔΑ – 2015)

που αποτελεί «έκφραση της πολιτιστικής ταυτότητας της Τήνου».
Σύμφωνα με την απόφαση της UNESCO, η συγκεκριμένη επιλογή πληρούσε τα εξής κριτήρια:
α) Η τηνιακή μαρμαροτεχνία βασίζεται στο μοντέλο μετάδοσης της τεχνικής από το αφεντικό στον παραγιό και ανταποκρίνεται στην ιεραρχική οργάνωση των εργαστηρίων επεξεργασίας του μαρμάρου. Εξάλλου, το νησί της Τήνου είναι γνωστό ως κέντρο εξειδίκευσης στις χειρωνακτικές εργασίες τόσο στην Ελλάδα όσο και ευρύτερα, ενώ η τέχνη αυτή αντιπροσωπεύει για τις τοπικές κοινότητες έναν ισχυρό δεσμό με την ιστορία τους, το φυσικό περιβάλλον και την πολιτιστική ταυτότητα.
β) Επιπλέον, η εγγραφή της τηνιακής μαρμαροτεχνίας στον κατάλογο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO συνεισφέρει στην αναγνώριση ότι μέσω αυτής εμπλουτίζεται η γνώση για την πολιτιστική ποικιλομορφία στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και παράλληλα δείχνει πώς η δημιουργικότητα εξελίσσεται μέσα στα πλαίσια παραδοσιακών πλαισίων, ενώ αποτελεί σημείο αναφοράς στην ανθεκτική συνεργασία δύο θρησκευτικών ομάδων (Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί) και αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας σύνδεσης ανάμεσα στους φυσικούς πόρους της περιοχής και στην άυλη όσο και στην απτή πολιτιστική της κληρονομιά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αυξάνεται η ορατότητα της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς γενικότερα και ενισχύεται η συνειδητοποίηση της σημασίας της.

Το έθιμο των Μωμόερων (ΕΛΛΑΔΑ – 2016)

Το έθιμο αυτό αναφέρεται στον ιδιαίτερο εορτασμό της Πρωτοχρονιάς (από τις 25 Δεκεμβρίου έως τις 6 Ιανουαρίου) σε οκτώ χωριά της περιοχής της Κοζάνης. Στο επίκεντρο βρίσκονται 30 άνδρες χορευτές, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τους ιερείς του Μώμου, του υποτιθέμενου θεού του γέλιου και της σάτιρας), ή τους στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου φορώντας κράνη, αρχαϊκές φούστες, παραδοσιακά παπούτσια και κραδαίνοντας κλαριά χορεύουν για να εξευμενίσουν τη φύση, να μη θέσει σε κίνδυνο τις ζωές των χωρικών. Παράλληλα, άλλοι δρώντες περικυκλώνουν τους χορευτές και εκτελούν διάφορα σατιρικά σκετσάκια, όπως του γέρου και του διαβόλου, τον οποίο οι θεατές περιπαίζουν δημιουργώντας μια διασκεδαστική ατμόσφαιρα.
Η ειδική επιτροπή της UNESCO έκρινε ότι:
α) Το έθιμο των Μωμόερων έχει βαθιές ρίζες και αποτελεί ένα συστατικό στοιχείο της ταυτότητας των Ελλήνων ποντιακής καταγωγής, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνει την κοινωνική συνοχή ανάμεσα στους συνεχιστές του εθίμου και τις ευρύτερες κοινότητες. Καθώς η γνώση και η εξάσκηση του εθίμου μεταβιβάζεται προφορικά από γενιά σε γενιά, εμπλουτίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η συλλογική μνήμη των νέων με την ελληνοποντιακή παράδοση. Εξάλλου, το έθιμο καθαυτό εμπεριέχει στοιχεία, που το καθιστούν συμβατό με τους κανόνες προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη βιώσιμη ανάπτυξη και τους μηχανισμούς που προωθούν τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των κοινοτήτων, ομάδων και ατόμων.
β) Επιπλέον εκτιμήθηκε ότι εγγραφή του συγκεκριμένου εθίμου στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο μνημείων άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς ενδέχεται να εντείνει την προσοχή σε παρόμοια έθιμα σε άλλα μέρη του κόσμου ως στοιχεία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Παράλληλα, κρίθηκε πιθανό να τροφοδοτηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η συνειδητοποίηση της σημασίας που έχει η περιφρούρηση, η ενθάρρυνση του διαλόγου, καθώς και η προώθηση της πολιτιστικής ποικιλομορφίας και της ανθρώπινης δημιουργικότητας σε τοπικό επίπεδο όσο και ευρύτερα. Έτσι, θα ενθαρρυνθεί ο διάλογος ανάμεσα σε διαφορετικές κοινότητες, που φέρουν παρόμοια εργαλεία, και τελικά θα προωθηθεί ο σεβασμός στην πολιτιστική ποικιλομορφία. 
Εξάλλου, τα μέλη της Επιτροπής αξιολόγησαν θετικά πώς το έθιμο κατορθώθηκε να διατηρηθεί ζωντανό κάτω από δύσκολες συνθήκες και μάλιστα με κρατική υποστήριξη από το 2014 και μετά, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και αποτρέποντας τυχόν αρνητικές επιδράσεις από το μαζικό τουρισμό.

Ρεμπέτικο (ΕΛΛΑΔΑ – 2017)

Το Ρεμπέτικο, αυτό το ιδιαίτερο μέσο μουσικής και πολιτιστικής έκφρασης, που συνδέεται ευθέως με το τραγούδι και το χορό και το οποίο ξεκίνησε να εξαπλώνεται μεταξύ εκπροσώπων των χαμηλότερων αστικών στρωμάτων και της εργατικής τάξης στις αρχές του εικοστού αιώνα, ενώ σήμερα τα ρεμπέτικα τραγούδια έφτασαν ν’ αποτελούν ένα σταθερό ρεπερτόριο σχεδόν σε κάθε κοινωνική εκδήλωση, σχετική με το χορό και το τραγούδι.
Στην αιτιολόγηση της απόφασής τους τα μέλη της ειδικής επιτροπής της UNESCO υπογράμμισαν ότι το ρεμπέτικο γεννήθηκε σ’ ένα πολυεθνικό περιβάλλον, που όμως σταδιακά εξελίχθηκε σε σημείο ώστε σήμερα να θεωρείται χαρακτηριστική πολιτιστική έκφραση της ταυτότητας των Ελλήνων, ένα είδος μουσικής και χορού ιδιαίτερα διαδεδομένου σ’ ένα ευρύ κοινό στην Ελλάδα και σε άλλη μέρη του κόσμου, κυρίως μεταξύ των ελληνοφώνων. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «το ρεμπέτικο έχει συμβολικές και αισθητικές λειτουργίες και διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής ταυτότητας», κάτι που «συνιστά ισχυρό σημείο αναφοράς στη συλλογική μνήμη».
Η άυλη πολιτιστική κληρονομιά γίνεται ευδιάκριτη από το γεγονός της «επιτυχημένης προσαρμογής και δημιουργικής μεταμόρφωσης των παλιών μουσικών, χορευτικών και ποιητικών μορφών σε γρήγορα μεταβαλλόμενα κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα». Ειδικότερα, «εμπνευσμένο από τις αλλαγές στους τρόπους ζωής στην Ελλάδα και σε άλλους πολιτισμούς κατά τα τελευταία ογδόντα χρόνια, το ρεμπέτικο είναι τμήμα ενός ποικιλόμορφου φάσματος αστικών μουσικών παραδόσεων, που συνεισφέρουν στην ενσωμάτωση των περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων και προσφύγων, ενθαρρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις διαπολιτισμικές επικοινωνίες».
Ειδική αναφορά έγινε και κρατικές προσπάθειες για τη λήψη μέτρων υπεράσπισης, του ρεμπέτικου μέσω της οικονομικής και τεχνικής υποστήριξής του, όπως μέσω της δημιουργίας ειδικών μουσείων (π.χ. το Μουσείο Τσιτσάνη στα Τρίκαλα), αλλά και μέσω της ακαδημαϊκής έρευνας, εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων κλπ. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου