1 Νοεμβρίου 2018

"Στρατιά σ' αγαπώ": το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία "Μεντιτερανέο". Όταν πρωτοκυκλοφόρησε, κατηγορήθηκε ότι προσέβαλλε τον ιταλικό στρατό

εξώφυλλο από τη γαλλική μετάφραση του
"L'Armata s'Agapo" (πηγή: www.abebooks.com)
Ανάμεσα στους Ιταλούς που βρέθηκαν στ’ αλβανικά βουνά να πολεμούν εναντίον του ελληνικού στρατού ήταν ο ζωγράφος και μετέπειτα συγγραφέας και δημοσιογράφος Ρέντζο Μπιαζιόν. Mετά τη γερμανική επέμβαση και την έναρξη της τριπλής Κατοχής στην Ελλάδα, μεταφέρθηκε στην Κρήτη, όπου παρέμεινε μέχρι την ανακωχή της 8ης Σεπτεμβρίου 1943, όταν ο Μουσολίνι αποτελούσε ήδη παρελθόν και ο ιταλικός στρατός παρέδωσε τα σκήπτρα στους Γερμανούς. Ο Μπιαζιόν συνελήφθη και οδηγήθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης σε Ολλανδία, Πολωνία και Γερμανία, ώσπου κάποια στιγμή, το 1944, κατάφερε να δραπετεύσει και να επιστρέψει στην Ιταλία.

Κάποια χρόνια μετά, ο Ρέντζο Μπιαζιόν συγκέντρωσε τις αναμνήσεις του από την παραμονή του στην Ελλάδα και έγραψε μια συλλογή διηγημάτων με γενικό τίτλο «LArmata sAgapo» («Στρατιά σ’ αγαπώ»). Στις ιστορίες του ο Μπιαζιόν περιέγραφε με κάθε ειλικρίνεια και χωρίς την παραμικρή προσπάθεια ωραιοποίησης πώς οι Ιταλοί στρατιώτες ερωτεύονταν και προσπαθούσαν – συχνά με δόλια μέσα – να κατακτήσουν τις Ελληνίδες.

Μία μέθοδος ήταν αυτή της πείνας. Αρχικά, τις πρώτες δυο τρεις μέρες, ο στρατιώτης προσέφερε τρόφιμα στη γυναίκα που τον ενδιέφερε, χωρίς να ζητάει κάποιο αντάλλαγμα. Ξαφνικά διέκοπτε αυτήν την αγαθοεργία προβάλλοντας – επίμονα πλέον – τις ερωτικές απαιτήσεις του, ελπίζοντας πως οι αντιστάσεις της σιγά σιγά θα μειώνονταν, κάτι που ωστόσο σπάνια συνέβαινε. Για παράδειγμα, στο βιβλίο αναφέρεται η ιστορία μιας μοδίστρας, η οποία δέχτηκε μεν να παραλάβει τα προσφερόμενα σε αυτήν τρόφιμα από έναν Ιταλό στρατιώτη, όμως φρόντισε να εξαφανιστεί από το σπίτι της τη μέρα που εκείνος θα ερχόταν για να εισπράξει το αντάλλαγμα, αφού πρώτα του άφησε ένα ευχαριστήριο σημείωμα για την υποτιθέμενη «αγνή φιλία του» δίνοντάς του ραντεβού για μετά τον πόλεμο!

Σύμφωνα με το Μανόλη Γιαλουράκη, πρόκειται για ένα βιβλίο «ωμά ρεαλιστικό που παρουσιάζει τον Ιταλικό στρατό να ενδιαφέρεται πιότερο για τις Ελληνίδες πόρνες παρά για την αναβίωση της Ρωμ. Αυτοκρατορίας», μέσα από τις σελίδες του οποίου προβάλλει «η τίμια, η ασκητική μορφή [..] μιας Ελλάδας που ζει κι ελπίζει και περιμένει», καθώς επίσης «ο φαντάρος της Σικελίας, ο φαντάρος της Τζένοβας, που ζούνε προσμένοντας όχι τη νίκη, αλλά το γυρισμό. [..] Οι Ιταλοί φαντάροι του βιβλίου είναι άνθρωποι απλοί. Αυτοί δεν ξέρουνε για το «Ιμπέρο», ξέρουνε μόνο πως κάπου είναι μια κοπέλα και τους περιμένει, κάπου τους περιμένει λίγη γης να οργώσουνε. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουνε γιατί συρθήκανε δω, ξέρουνε μόνο να μισούνε τους αξιωματικούς τους και τους ναζήδες. Όταν θα έρθει το μήνυμα της μεγάλης ήττας, θα το δεχτούνε μοιρολατρικά, σαν κάτι το αναπόφευκτο» (Μαν. Γιαλουράκης, ΕΝΑ ΙΤΑΛΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΥΜΝΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, εφημ. Ταχυδρόμος-Ομόνοια, 28.10.1953).

Ακριβώς όμως επειδή το βιβλίο παρουσίαζε τους Ιταλούς στρατιώτες όχι σαν αγέρωχους μιλιταριστές, αλλά αδύναμους (ή πιο ανθρώπινους αν προτιμάτε), στην Ιταλία υπήρξαν έντονες αντιδράσεις στρατιωτικών κύκλων, που εκτιμούσαν ότι ο συγγραφέας πρόσβαλε το κύρος του ιταλικού στρατού. Όταν δε ο Ρέντζο Ρέντζι έγραψε το σενάριο ταινίας βασισμένης στο «Στρατιά σ’αγαπώ» και ο Γκουίντο Αριστάρκο το αναδημοσίευσε στο περιοδικό, που είχαν ιδρύσει μαζί με το Ρέντζι, το Nuovo Cinema, ο στρατηγός Σολίνο υπέβαλε μήνυση εναντίον τους με την κατηγορία της περιφρόνησης των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.

Κάποια σημεία που ενόχλησαν ήταν η αναφορά ότι το πρώτο μέλημα των ιταλικών στρατιωτικών διοικήσεων στην Ελλάδα ήταν η οργάνωση οίκων ανοχής, ότι τον Αύγουστο του 1943 κατά τη μετάθεσή του από την Πελοπόννησο στην Ήπειρο ένα ιταλικό σώμα στρατού μετέφερε μαζί του και τις... ενοίκους οίκων ανοχής της Πελοποννήσου, αλλά και η αναφορά σε ερωτικό δεσμό ανώτατου Ιταλού αξιωματικού με ανήλικη. Η μήνυση είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την προφυλάκισή τους εν όψει της δίκης τους από το Στρατοδικείο του Μιλάνο προκαλώντας αντιδράσεις από μερίδα του τύπου και της κοινής γνώμης απέναντι σ’ αυτήν την ευθεία προσβολή της ελευθεροτυπίας.

Στη δίκη που ακολούθησε, ο μάρτυρας κατηγορίας, στρατηγός Μπέρτι, ισχυρίστηκε ότι η ερωτική συμπεριφορά των Ιταλών στρατιωτών στην Ελλάδα ήταν «φυσιολογική». Μεγάλη αίσθηση, ωστόσο, προκάλεσαν οι καταθέσεις μαρτύρων υπεράσπισης, οι οποίοι δεν περιορίστηκαν στις ερωτοδουλειές των συναδέλφων τους, αλλά αποκάλυψαν τις βίαιες συμπεριφορές των Ιταλών στρατιωτών.

Για παράδειγμα, ένας αξιωματικός του 64ου Συντάγματος Πεζικού, ο Τζιουζέπε Ένρια, ανέφερε μεταξύ άλλων την εκτέλεση του 15χρονου Λόντου στο Κοπανάκι τον Απρίλιο του 1943. Ένας άλλος μάρτυρας, ο Κάρλο Στιερόνι, που υπηρέτησε ως ραδιοτεχνίτης στην Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1942 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1943, αναφέρθηκε στην πυρπόληση δώδεκα σπιτιών ενός μικρού χωριού, απλά και μόνο επειδή οι ιδιοκτήτες τους δεν υπάκουσαν σε σχετική διαταγή και δεν παρουσιάστηκαν ενώπιον των ιταλικών αρχών. Ο Στιερόνι, που επιβεβαίωσε την αποκάλυψη για ερωτική σχέση ανώτατου αξιωματικού του ιταλικού στρατού με ανήλικο κορίτσι, έκανε ειδική αναφορά σε σειρά αυτοκτονιών Ιταλών στρατιωτών, οι οποίοι είχαν απελπιστεί από την παρατεινόμενη στράτευσή τους, καθώς και από τη «βλακώδη» ζωής τους στην Ελλάδα. Πάντως ο στρατηγός Σολίνα αρνήθηκε τη διάπραξη ειδεχθών εγκλημάτων από τους αξιωματικούς και του στρατιώτες της ιταλικής στρατιάς με το απίθανο επιχείρημα, ότι οι περισσότεροι Ιταλοί στρατιώτες στην Ελλάδα υπέφεραν από ελονοσία!

Τελικά, το Στρατοδικείο του Μιλάνο καταδίκασε το Ρέντζο Ρέντζι σε φυλάκιση επτά μηνών και τριών ημερών με αναστολή, ενώ ο Λουίτζι Αριστάρκο καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών με αναστολή, θεωρούμενος ως ένοχος για υποκίνηση δυσφήμισης κατά του ιταλικού στρατού, επειδή αναδημοσίευσε το κείμενο του Ρέντζι στο περιοδικό. Οι δύο κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση, η οποία όμως δεν ευδοκίμησε.

Περίπου τριάντα οκτώ χρόνια μετά, το «Στρατιά σ’αγαπώ» αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μια άλλη ταινία, η οποία όχι απλά δεν λογοκρίθηκε, αλλά κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, το «Μεντιτερανέο», που γυρίστηκε στο Καστελόριζο. Οι δεκαετίες που μεσολάβησαν βοήθησαν τους Ιταλούς να ξεπεράσουν τα όποια κόμπλεξ μιας από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας τους κι αυτό οφείλουμε να τους το αναγνωρίσουμε (και να το ζηλέψουμε). 


Διαβάστε όμως κι αυτό:
Ο έρωτας Ελληνίδας με Ιταλό στρατιώτη στα χρόνια της Κατοχής, που αργότερα κατέληξε στα δικαστήρια συγκινώντας την ιταλική κοινή γνώμη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου