1 Μαρτίου 2019

Η ταβέρνα "Μεθυσμένο Καράβι" και ο "Δεκάλογος του Μπεκρή"


Τα παραδοσιακά ταβερνάκια της Πλάκας αποτελούν τη γέφυρα ανάμεσα στο χθες και το σήμερα μιας πυκνοκατοικημένης και κοσμοπολίτικης πόλης, όπως είναι η σημερινή Αθήνα. Λείπουν όμως και κάποιες ταβέρνες που κάποτε άφησαν το δικό τους ιδιαίτερο στίγμα και έγραψαν ιστορία στην ζωή της περιοχής, όπως για παράδειγμα η λογοτεχνική ταβέρνα «Μεθυσμένο Καράβι», ιδιοκτησία του λογοτέχνη Μίχου Κάρη (φιλολογικό ψευδώνυμο του Μιχαήλ Καρυστινού), που για μια εικοσαετία, μεταξύ 1942 και 1962, υποδεχόταν τους φίλους του κρασιού στην οδό Αφροδίτης 7 στην Πλάκα.

Το «Μεθυσμένο Καράβι» ήταν αγαπημένο στέκι των φοιτητών της Νομικής και της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά και διανοούμενων της εποχής, όπως ο Άγγελος Σικελιανός, ο Κώστας Βάρναλης, ο Δημοσθένης Βουτυράς, ο – νεαρός τότε – Αντώνης Σαμαράκης κ.ά. Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει κάτι που να θυμίζει την ύπαρξή της, καθώς το κτίριο γκρεμίστηκε και στη θέση της ανεγέρθηκε μια μονοκατοικία.

Ο χαρακτηρισμός της ταβέρνας ως «λογοτεχνικής» δεν οφειλόταν απλά στο ότι οι θαμώνες της ήταν άνθρωποι των γραμμάτων, αλλά στη γενικότερη αισθητική του χώρου. Κατ’ αρχάς, η ονομασία «Μεθυσμένο Καράβι» προερχόταν από το ομώνυμο ποίημα του Αρθούρου Ρεμπώ και αποφασίστηκε κατόπιν ειδικού διαγωνισμού. Στη δε είσοδο της ταβέρνας, η επιγραφή «Όπου ανοίγει μια ταβέρνα, κλείνει μια φυλακή» υποδεχόταν κάθε θαμώνα εξοικειώνοντάς τον με την ιδιαίτερη αισθητική του χώρου.

Έπειτα όλη η εσωτερική διαρρύθμιση του μαγαζιού ήταν εξαιρετικά εμπνευσμένη, πρωτότυπη και με αναφορές στις τέχνες και τα γράμματα. Κάθε βαρέλι της ταβέρνας είχε κι από ένα όνομα, ενώ το ίδιο συνέβαινε και με τα τραπέζια. Έτσι, οι θαμώνες μπορούσαν να διαλέξουν αν θα κάτσουν στο «Πλούσιο», στο «Όμορφο», στο «Επίσημο», στο «Τρελό», στο «Κρυφό», στο «Αλέγρο», στο «Σκανδαλιάρικο» κλπ.

Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από επιγραφές, ποιήματα και πορτρέτα σημαντικών προσωπικοτήτων, όπως ο Λούθηρος, ο Τσέχωφ, ο Παπαδιαμάντης, ο Λάμπρος Πορφύρας κ.ά. Από το ταβάνι κρέμονταν γλάστρες, ενώ δίπλα σ’ ένα μεγάλο βαρέλι, που ονομαζόταν «Παγά Λαλέουσα», υπήρχε μια μεγάλη βιτρίνα με βιβλία, προσφορές των θαμώνων.

Ένα από τα ποιήματα έφερε την υπογραφή του Κ. Καρθαίου:
Στο ξέχειλο ποτήρι μας
Είν’ όλα εκεί γραμμένα
Καπνός είν’ τα μελλούμενα
Κι αφρός τα περασμένα
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας
Κι εμείς που τραγουδούμε
Βάλτε να πιούμε.

Εξαιρετικά χαριτωμένο ήταν κι ένα τετράστιχο, το οποίο υπέγραφε κάποιος Αυλωνίτης:
Εγώ δεν πίνω κέφι να σπάσω
ή ζαλισμένος να κοιμηθώ.
Πότε το πίνω για να ξεχάσω
Πότε το πίνω να... θυμηθώ.

Το νερό απαγορευόταν. Όποιος διψούσε, έπρεπε να αρκεστεί στο κρασί ή να στήσει ολόκληρη μυστική επιχείρηση για να προμηθευτεί λίγο νερό από την κουζίνα της ταβέρνας στην ζούλα!

Σε περίοπτη θέση της ταβέρνας βρισκόταν κρεμασμένος και «Δεκάλογος του Μπεκρή», τον οποίο έπρεπε να τηρούν - και όντως τηρούσαν - ευλαβικά όλοι οι θαμώνες:
1. Το κρασί το πίνουν λίγο-λίγο και με τέμπο.
2. Πίνε όσο που κάνεις κέφι.
3. Όποιος δεν ξέρει να πιεί, να μην πίνει.
4. Το σπάσιμο του ποτηριού για κέφι δείχνει απολίτιστο άνθρωπο.
5. Όταν σε κερνούν πρέπει να το δεχθείς. Δεν είσαι υποχρεωμένος να το ανταποδώσεις.
6. Άμα τραγουδά κανείς, να σωπαίνεις. Άμα το παρατραβάει, επεμβαίνει ο ταβερνιάρης ή θα τον καρπαζώνουμε.
7. Ο μεθυσμένος ζει ιερές στιγμές και πρέπει να τον σεβόμεθα απολύτως.
8. Η ταβέρνα είναι χώρος ιερός γλεντιού ή παρηγοριάς και δεν επιτρέπονται ασχήμιες.
9. Όταν πίνεις να μη θυμώνεις. Το κρασί έγινε για γλέντι και όχι για βαρβαρότητες.
10. Το κρασί είναι λεπτός, ευγενικός και πιστός σύντροφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου