29 Ιουνίου 2020

Πολύμνια Παναγιωτίδου: Η πρώτη Ελληνίδα φαρμακοποιός

Πηγή: Ημερολόγιο Σκώκου 1900

Στην Ελλάδα κάνουμε συχνά το λάθος να ταυτίζουμε την Ιστορία κυρίως με όσους προκάλεσαν το μεγαλύτερο θόρυβο στο διάβα της ζωής τους (ενίοτε και με όσους είχαν απλά ισχυρό ονοματεπώνυμο). Για παράδειγμα, η Καλιρρόη Παρρέν μνημονεύεται μέχρι σήμερα ως η πρωτεργάτρια του γυναικείου κινήματος για χειραφέτηση - και ναι, ήταν μια πρωτοπόρος στην εποχή της, δεν ήταν όμως η μοναδική. Συχνά ξεχνάμε πρόσωπα που έκαναν όντως τη διαφορά όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στην πράξη με το ζωντανό τους παράδειγμα, όμως είτε ήταν πρόσωπα χαμηλών τόνων και δεν προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση ώστε να συζητηθεί τ’ όνομά τους αρκετά είτε δεν πρόλαβαν να ξετυλίξουν την προσωπικότητα και τη δράση τους, επειδή το νήμα της ζωής τους κόπηκε πρόωρα. Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της Πολύμνιας Παναγιωτίδου, της πρώτης Ελληνίδας φαρμακοποιού, αλλά και της πρώτης Ελληνίδας ιδιοκτήτριας φαρμακείου, η οποία έφυγε πρόωρα και άδικα από την ζωή, ώσπου τελικά το όνομά της έσβησε από τη συλλογική μνήμη, τη στιγμή που θα έπρεπε να τη θυμόμαστε ακόμα, όχι απλά επειδή υπήρξε η πρώτη γυναίκα φαρμακοποιός της Ελλάδας, αλλά και για μια θαρραλέα παραίτηση-διαμαρτυρία.

Λίγα είναι τα γνωστά βιογραφικά στοιχεία σχετικά με την Πολύμνια Παναγιωτίδου – ή τουλάχιστον λίγα είναι τα στοιχεία που εγώ κατάφερα να εντοπίσω. Γεννήθηκε στα Κόμανα του Πόντου, όμως κάποια στιγμή η οικογένειά της μετακόμισε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου η Πολύμνια πήγε σχολείο. Ως απόφοιτος του Αρσακείου απέκτησε πτυχίο δασκάλας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτός ο δρόμος όμως και η μικρότατη χαραμάδα χειραφέτησης που άφηνε στις Αρσακειάδες της εποχής, δεν ικανοποιούσε τις ανησυχίες της Πολύμνιας Παναγιωτίδου και την αγάπη της για την επιστήμη. Παρακολούθησε κατ’ οίκον τα μαθήματα του γυμνασίου, έδωσε τις νόμιμες εξετάσεις, πήρε απολυτήριο και ακολούθως, το Σεπτέμβριο του 1895, γράφτηκε στη Φαρμακευτική σχολή (επίσημα Φαρμακευτικό Σχολείο) του Εθνικού Πανεπιστημίου.

Ήταν η πρώτη γυναίκα φοιτήτρια στη συγκεκριμένη σχολή, αλλά και μια εκ των πρώτων γυναικών φοιτητριών σε ελληνικό πανεπιστημιακό ίδρυμα (χωρίς δηλαδή να συνυπολογίζονται όσες κοπέλες είχαν καταφύγει στη λύση της φοίτησης σε ξένο πανεπιστήμιο) μετά τις: Ιωάννα Στεφανόπολι (Φιλοσοφική – Φιλολογικό τμήμα, 1890), Θηρεσία Ροκά (Φιλοσοφική - Φιλολογικό, 1892), Φλωρεντία Φουντουκλή (Φιλοσοφική - Μαθηματικό, 1892), τις αδελφές Αγγελική και Αλεξάνδρα Παναγιωτάτου (Ιατρική, 1892) και Ανθή Βασιλειάδου (Ιατρική, 1894).

«Εις τας φοιτητρίας της Ιατρικής και της Φιλοσοφίας προστίθεται εφέτος και φοιτήτρια της Φαρμακευτικής. Έλαβε το απολυτήριον του γυμνασίου και θα καταταχθή εις το Πανεπιστήμιον η δεσποινίς Πολυμνία Παναγιωτίδου. Και ούτω μετά τινα έτη θα έχωμεν και επιστήμονα φαρμακοπώλιδα. Είνε και τούτο πρόοδος», έγραφε η Εστία στις 27 Σεπτεμβρίου 1895.

Το αν η Παναγιωτίδου ήταν τυπικά η έβδομη ή η δέκατη τρίτη φοιτήτρια του Εθνικού Πανεπιστημίου, μένει να εξακριβωθεί στις λεπτομέρειες (πρακτικά στην ημερομηνία εγγραφής), καθώς κατά το ίδιο ακαδημαϊκό έτος (1895-96) εγγράφηκαν έξι ακόμα κοπέλες, οι: Σαμορτίνα Καζαντζή (Φιλοσοφική - Φιλολογικό), Μαριάννα Φουντουκλή (Φιλοσοφική - Φυσικό), Ελένη Γεννηματά (Φιλοσοφική - Μαθηματικό), Ελένη Αντωνιάδου, Άννα Κατσίγρα και Βασιλική Παπαγεωργίου (Ιατρική).

Το 1898 πήρε το πτυχίο της με βαθμό λίαν καλώς και ένα χρόνο αργότερα απέκτησε την άδεια της φαρμακοποιού - η πρώτη Ελληνίδα. Αρχικά αναζήτησε εργασία στο φαρμακείο του νοσοκομείου Ευαγγελισμός, όπου όμως έμεινε μόνο δυο μέρες. Παραιτήθηκε, όταν πληροφορήθηκε ότι ο μισθός της θα αντιστοιχούσε στα δύο τρίτα του μισθού που δινόταν στον προκάτοχό της άνδρα φαρμακοποιό. Ήταν μια εξαιρετικά τολμηρή – θα έλεγε κανείς επαναστατική – απόφαση ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, εκατόν είκοσι χρόνια μετά, με τις μισθολογικές ανισότητες ανδρών και γυναικών στον ιδιωτικό τομέα να διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό.
Πηγή: Το λεύκωμα Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας του 1896, σελ.203 

Το επόμενο βήμα της Πολύμνιας, εξίσου τολμηρό και επαναστατικό, ήταν ν’ ανοίξει το δικό της φαρμακείο. Πράγματι, το πρώτο φαρμακείο ιδιοκτησίας γυναίκας φαρμακοποιού στην Ελλάδα ξεκίνησε τη λειτουργία του το Δεκέμβριο του 1899 (λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα) και βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Ναβαρίνου στο κέντρο της Αθήνας (συνοικία Νεάπολης).

Τον Ιούλιο του 2019, η διασταύρωση των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Ναβαρίνου δεν είχε φυσικά καμία σχέση με εκείνη του 1900. [Πηγή φωτογραφίας: Google Maps, Street View]

Η εφημερίδα Νεολόγος επιφύλαξε θερμή υποδοχή στο πρωτοποριακό αυτό εγχείρημα:



Δυστυχώς η μοίρα στάθηκε σκληρή με την Πολύμνια Παναγιωτίδου. Ούτε ένας μήνας δεν πέρασε από το άνοιγμα του φαρμακείου της και η πρώτη Ελληνίδα φαρμακοποιός αρρώστησε από τύφο. Ύστερα από ασθένεια λίγων ημερών έφυγε από την ζωή στις 21 Ιανουαρίου 1900.

Ο θάνατός της προκάλεσε μια μικρή συζήτηση στον ημερήσιο τύπο, εάν υφίστατο επιδημία τύφου στην πρωτεύουσα. Κρούσματα φαίνεται ότι υπήρχαν αρκετά (πάνω από 50 άτομα νοσηλεύονταν σε τρία νοσοκομεία της Αθήνας στα τέλη Ιανουαρίου), όμως ο μικρός αριθμός θανάτων οδήγησε στο συμπέρασμα ότι επιδημία δεν υπήρχε, αλλά επρόκειτο για συνήθη κρούσματα σε μια πόλη, τα νερά της οποίας άλλωστε δεν φημίζονταν για την καθαριότητά τους!

Τέσσερις ήταν οι Αθηναίοι που έχασαν την ζωή του λόγω τύφου τον Ιανουάριο του 1900 (δύο λιγότεροι συγκριτικά μ’ ένα χρόνο νωρίτερα): ο αδαμαντοπώλης Γ. Τσιτσόπουλος, ο Αναστάσιος Κωνσταντίνου, η (υπηρέτρια;) Χρυσούλα Σολωμού και η Πολύμνια Παναγιωτίδου. Σ’ αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και ο γιός του αδαμαντοπώλη Πομόνη, ο οποίος υπήρξε και το πρώτο θύμα του τύφου στην Αθήνα για εκείνο το χειμώνα, ενώ ως πηγή του κακού για τις περισσότερες περιπτώσεις – αν όχι για όλες – φαίνεται ότι ήταν η ανασκαφή ενός παλιού υπονόμου στο οικόπεδο Μελά επί της οδού Ερμού.

Η κηδεία της Πολύμνιας τελέστηκε στις 22 Ιανουαρίου και συνοδεύτηκε από μια ακόμα καινοτομία υπέρ της γυναικείας προόδου, καθώς τον επικήδειο λόγο εκφώνησε μια γυναίκα, η γιατρός Ανθή Βασιλειάδου. Όπως σχολίαζε η εφημερίδα Το Άστυ, «η πρωτοτυπία ευθύς εν αρχή εξέπληξε, κατώρθωσεν όμως να συγκεντρώση η εκφωνήσασα τον λόγον δεσποινίς την προσοχήν και να δειχθή δεξιωτέρα πολλών επικηδείων ρητόρων».

Ίσως θα πρέπει να γραφτεί κάποια στιγμή ένα ωραίο αφιέρωμα και στην επίσης πρωτοπόρα Ανθή Βασιλειάδου, η οποία δεν υπήρξε απλά η πρώτη Ελληνίδα που εκφώνησε επικήδειο λόγο ή μια από τις πρώτες Ελληνίδες γιατρούς, αλλά με το διορισμό της ως τακτική γιατρός στις γυναικείας φυλακές της Αθήνας (ύστερα από διετείς επιπλέον σπουδές στο Παρίσι την περίοδο 1899-1901) υπήρξε και η πρώτη γυναίκα πτυχιούχος ελληνικού πανεπιστημίου που κατέλαβε δημόσια θέση – και μάλιστα σε μια εποχή, κατά την οποία οι γυναίκες δεν είχαν καν το δικαίωμα να διοριστούν έστω ως δακτυλογράφοι σε δημόσια υπηρεσία.
Πηγή: Ημερολόγιο Σκώκου 1903

Για την οικογένεια της Πολύμνιας Παναγιωτίδου δεν κατάφερα να βρω άλλα στοιχεία, πέραν του ότι ο αδερφός της, Αρ. Παναγιωτίδης, ήταν τμηματάρχης του υπουργείου Οικονομικών κατά το χρόνο του θανάτου της.

Από το αφιέρωμα της Εφημερίδας των Κυριών στην άτυχη πρώτη Ελληνίδα φαρμακοποιό, αξίζει να κρατήσουμε τις παρακάτω γραμμές, αποκαλυπτικές της αγάπης που είχε η Πολύμνια Παναγιωτίδου για την επιστήμη της, καθώς και της αποφασιστικότητάς της να μην αφήσει τις ανισότητες της εποχής να ανακόψουν το δρόμο που η ίδια τόσο συνειδητά είχε διαλέξει:
«[..] Απλή, ευγενή αβρά, έφερεν υψηλά την σημαίαν της επιστήμονος γυναικός. Δεν θα λησμονηθή δε βεβαίως το θάρρος της και κατά την διάρκειαν των σπουδών της και κατά τας διπλωματικάς εξετάσεις της, ως αποτελούν ωραίαν σελίδα της ζωής της, και αι δύο ημέραι, καθ’ ας έμεινεν εις τον Ευαγγελισμόν ως εσωτερική φαρμακοποιός αυτού. Όταν κληθείσα παρά του Συμβουλίου έμαθεν ότι θα επληρώνετο δρ. εκατόν, αντί των εκατόν πενήντα, ας ελάμβανεν ο προκάτοχός της ανήρ, διότι ήτο ανήρ, η Πολύμνια απέθεσε την φαρμακευτικήν εμπροσθέλλαν της επί της τραπέζης του συμβουλίου και ανεχώρησε. «Προκειμένου περί επιστήμης», είπε, «άνδρες και γυναίκες είναι ίσοι».
Μόνον αυτή η πράξις της θα ήρκει, ίνα χαρατηρίση και την κόρην και την επιστήμονα. Μόνον αυτό αρκεί, ίνα πιστοποιήση, ότι ήτο εκ των σθεναροτέρων σκαπανέων των νέων ιδεών, ότι είξευρε να φέρη υψηλά και με χείρα στιβαράν την σημαίαν της αξιοπρεπείας του φύλου της και ότι, εάν έζη, πολλά ηδύνατο να επιτελέση υπέρ αυτού».

Αξίζει να κρατήσουμε και τους παρακάτω στίχους από ένα (ανυπόγραφο) ποίημα, αφιερωμένο στη μνήμη της:

Μπουμπούκι που ό,τι άνοιξε, όλο ευωδιά και χάρη
Που ήταν στολίδι ζηλευτό στην όμορφή μας πόλη,
Ο Χάρος πήγε κηπουρός μαζί του να το πάρει,
Το άρπαξε κι ερήμαξε το μαύρο περιβόλι.

Κι εγώ που είπα για νεκρό τραγούδι δεν θα ψάλω!
Αχ ξέσπασε, φτωχή καρδιά, τραγούδησε τον πόνο
Και την παρθένα θρήνησε. Μ’ αυτό το θρήνο μόνο
Το βάρος που σε πλάκωσε θα φύγει το μεγάλο.

Γλυκιά, με χάρη, με δροσιά, με περισσή ομορφάδα
Στο διάβα της εσκόρπιζε το γέλιο, τη γαλήνη.
Με προκοπή και με σπουδή, με σπάνια εξυπνάδα,
Μα μέσ’ στα τόσα της καλά το πρώτο η καλοσύνη.

Εχάθηκε η δύστυχη, η αγαπητή παρθένα
Κι εγώ με δάκρυ φλογερό, με στήθη πονεμένα
Τραγούδι ψάλω πένθιμο και όσο και να ζήσω
Το θάνατό της το σκληρό δεν θα τον λησμονήσω.

Της αδελφής μου ποθητή, της αδελφής μου φίλη
Κενό της άφησες πολύ. Με κάτασπρα τα χείλη,
Με την ξανθή της τη μορφή ωχρά και λυπημένη
Για το χαμό σου κλαίει πικρά, Πολύμνια καημένη.


Η δεύτερη ιδιοκτήτρια φαρμακείου

Έπρεπε να περάσει πάνω από μια δεκαετία για να κάνει την εμφάνισή της η δεύτερη Ελληνίδα ιδιοκτήτρια φαρμακείου. Αυτό συνέβη στα τέλη Ιουνίου 1911, όταν με διαταγή του υπουργού Εσωτερικών, Ρέπουλη, δόθηκε άδεια για τη μεταβίβαση του φαρμακείου του Π. Θετταλού στη νέα του ιδιοκτήτρια, τη δεσποινίδα Μαρία Π. Κατωπόδη.

Ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Γεώργιος Τσοκόπουλος, που εκείνη την εποχή υπέγραφε το καθημερινό χρονογράφημα της εφημερίδας Καιροί με το ψευδώνυμο Φιλέας Φογγ, έσπευσε να δηλώσει «πελάτης του πρώτου γυναικείου φαρμακείου της Ελλάδος» (σ.σ. στην πραγματικότητα βέβαια ήταν το δεύτερο) και εξηγούσε το γιατί:
«Γίνομαι πελάτης της, διότι φρονώ ότι μόνον γυναίκα ημπορεί εκ φύσεως να έχη την λεπτεπίλεπτον προσοχήν και την αφάνταστον επιμέλειαν, η οποία απαιτείται διά να εκτελέση κανείς μίαν συνταγήν με γραμμάρια, κόκκους, δράμια κτλ., και όλα αυτά να ανακατευθούν μαζύ, χωρίς ένα γραμμάριον πάρα πάνω ν’ αναλάβη να μετακομίση των άρρωστον εις τα θυμαράκια.
Μου φαίνεται, ότι με γυναίκα φαρμακοποιόν είνε απολύτως αδύνατον να γίνη λάθος εις την συνταγήν, και το γιατρικό του ενός αρρώστου να δοθή εις άλλον άρρωστον, και να διευκολύνη τοιουτοτρόπως και των δύο αρρώστων την μετάβασιν εις τας αιωνίους μονάς. Εις το φαρμακείον, το διευθυνόμενον από γυναίκα, κάθε άρρωστος θα λαμβάνη το γιατρικό του, όπως του το έγραψεν ο ιατρός του, με ακρίβειαν, η οποία εις την φαρμακοποιίαν είνε και το επιβεβλημένον αλλά και το δυσκολώτερον.
[..] Προβλέπω ότι θα έλθη μία εποχή, που όλη η φαρμακευτική επιστήμη, πολύπλοκος, λεπτολόγος, ακριβής και μυστηριώδης, θα είνε εμπεπιστευμένη εις λεπτά και προσεκτικά γυναικεία χεράκια. Δεν θα μεταβληθή τότε το κινίνο εις ζάχαρην, όπως βεβαιώνουν οι ποιηταί. Αλλά ο άρρωστος όταν πρέπει να πάρη κινίνο, θα πέρνη κινίνο, και όχι το γιατρικόν του γείτονός του».

Όσον αφορά τη Μαρία Κατωπόδη, αυτή στάθηκε περισσότερο τυχερή συγκριτικά με την Πολύμνια Παναγιωτίδου και γι’ αρκετά χρόνια – τουλάχιστον μέχρι το 1916, ανατρέχοντας στις στήλες των εφημερίδων με τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία – διατήρησε το φαρμακείο της επί της οδού Αδριανού 80.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου