27 Δεκεμβρίου 2024

Σωκράτης Ίβος: Ο πρώτος Αθηναίος οπαδός του Κομφούκιου

Η δίκη του Αντώνιου Κωσταγερακάρη και του Γεώργιου Μητσέα, που ξεκίνησε το πρωί της 17ης Δεκεμβρίου 1905 σε μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία των πλέον πολύκροτων στα ελληνικά δικαστικά χρονικά. Άλλωστε ήταν η πρώτη –και μοναδική μέχρι σήμερα– φορά που στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονταν δύο εμπλεκόμενοι στη δολοφονία ενός Έλληνα πρωθυπουργού, του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, ο οποίος την 31η Μαΐου 1905 είχε πέσει νεκρός μετά από ένα καίριο χτύπημα με στιλέτο που είχε δεχτεί από τον Κωσταγερακάρη έξω από το κτίριο της Βουλής (σήμερα Παλαιά Βουλή).

Η δίκη βέβαια δεν έκρυβε μεγάλες αποκαλύψεις, αφού εξάλλου το κίνητρο της δολοφονίας ήταν εξαρχής γνωστό και δεν είχε πολιτικές προεκτάσεις: ο δράστης επιτέθηκε στον πρωθυπουργό εν είδει εκδίκησης για την απόφαση της κυβέρνησης να κλείσει τις χαρτοπαικτικές λέσχες, εξαιτίας της οποίας ο ίδιος είχε μείνει άνεργος, ενδεχομένως μετά από παρότρυνση ενός ανθρώπου του υποκόσμου, του Γ. Μητσέα, ο οποίος οδηγήθηκε επίσης ενώπιον της Δικαιοσύνης και εν τέλει καταδικάστηκε ως ηθικός αυτουργός του εγκλήματος.

Η δίκη εκείνη όμως, που καλύφτηκε εκτενέστατα από τον αθηναϊκό τύπο επί εβδομάδες, έκρυβε μια αναπάντεχη έκπληξη, καθώς αποκάλυψε τον πρώτο Έλληνα κάτοικο Αθηνών –λογικά και του ελληνικού κράτους συνολικά– που ήταν οπαδός μιας εν πολλοίς άγνωστης θρησκείας στο μέσο Έλληνα της εποχής, του Κομφουκιανισμού!

5 Δεκεμβρίου 2024

Έλληνες του 19ου αιώνα, που χαρακτηρίστηκαν «Καραγκιόζηδες»

«Είσαι Καραγκιόζης», «Φύγε από δω ρε, Καραγκιόζη!» (όπου στη θέση του «φύγε από δω» μπορούν να μπουν και άλλα ρήματα)... Ο πασίγνωστος καπάτσος ήρωας του θεάτρου σκιών τουρκικής προέλευσης, αλλά πλήρως εξελληνισμένος στο πέρασμα του χρόνου (μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους), έχει εξελιχθεί σε μια από τις πιο συνηθισμένες ελληνικές βρισιές, απευθυνόμενη κατά κύριο λόγο σε πρόσωπα που αντιπαθούμε σφόδρα. Όταν θέλουμε να γελοιοποιήσουμε κάποιον, πετούμε ένα «αυτός είναι Καραγκιόζης» ή το παραπλήσιο «κάνει καραγκιοζιλίκια» και αισθανόμαστε ότι καταφέραμε να εκμηδενίσουμε την προσωπικότητά του!

Είναι γνωστό ότι οι λέξεις πολλές φορές αλλάζουν νόημα στην πάροδο του χρόνου με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τον «αγαθό», που στην αρχαιότητα υποδήλωνε τον ανδρείο, ενώ σήμερα θεωρείται λέξη συνώνυμη του αφελή και του ευκολόπιστου. Καλώς ή κακώς;... ε, αυτό επαφίεται στην κρίση του καθένα μας.

26 Οκτωβρίου 2024

Ο Κωστής Παλαμάς για τη Θεσσαλονίκη, την οποία θεωρούσε «τρίτη πατρίδα» του

«Τρέμει το χέρι μου που πιάνω να χαράξω για σένα λόγια χλωμά και λόγια πρόχειρα. Μα με κάνει να τολμώ η σκέψη», έγραφε ο Κωστής Παλαμάς στην εφημερίδα Ακρόπολις στις 28 Οκτωβρίου 1912, δυο μέρες μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ένα άρθρο ύμνος στην πόλη γεμάτο ιστορικές αναφορές, γραμμένο στην ιδιότυπη και για πολλούς δυσνόητη γλώσσα του εθνικού ποιητή, ο οποίος παρατηρούσε εξ αρχής ότι «Η ποίηση δεν στέκεται αγνάντια κ’ ενάντια στα πράγματα, η ποίηση είναι η άλλη όψη του πραγματικού. Το βλέπουμε. Κ’ έτσι ό,τι άλλοτε θα ήτανε λαμπρό και κούφιο σαν ρητορική, το βλέπουμε χεροπιαστό σαν τη ζωή και μας κυριεύει. Κ’ έτσι η μεταφυσική, φυσική γίνεται».

23 Ιουλίου 2024

Η ιστορία πίσω από το πρώτο «επίσημο» εξώφυλλο της Αλίκης Βουγιουκλάκη

Το πρώτο εξώφυλλο της Αλίκης Βουγιουκλάκη σε περιοδικό –το πρώτο από τα εκατοντάδες που ακολούθησαν μέχρι το θάνατό της στις 23 Ιουλίου 1996– ήταν στο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ το δεκαπενταύγουστο του 1955. Μόνο που σ’ εκείνο το εξώφυλλο η Αλίκη πόζαρε ως μοντέλο και δεν αναγραφόταν καν τ’  όνομά της, παρότι είχε ήδη συμμετοχές στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Δεν είχε βέβαια χτιστεί ακόμη ο «μύθος» της...

Αυτή η «αδικία» αποκαταστάθηκε κάτι παραπάνω από ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 25 Μαρτίου 1957 (συμπτωματικά ακόμη μια γιορτινή ημερομηνία), όταν κυκλοφόρησε στα περίπτερα όλης της χώρας το 74ο τεύχος του περιοδικού ΕΙΚΟΝΕΣ. Η Αλίκη προϋπαντούσε την άνοιξη φωτογραφημένη από το Βάσο Μίγκο κάτω από ένα κλαδί αμυγδαλιάς, ενώ στο κάτω αριστερό τμήμα του εξωφύλλου έγραφε: «ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ: Ελπίδα της ελληνικής σκηνής», στις δε εσωτερικές σελίδες φιλοξενήθηκε το πρώτο μεγάλο αφιέρωμα για εκείνη.

14 Ιουλίου 2024

Η 30χρονη Τζένη Καρέζη για την ομορφιά και το ταλέντο - Το περιστατικό παρενόχλησης που η ίδια σταμάτησε στα παρασκήνια ενός κινηματογραφικού στούντιο

Με αφορμή το θάνατο της Μέριλιν Μονρόε από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών στις 4 Αυγούστου 1962, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Λιμπερόπουλος απευθύνθηκε σε Ελληνίδες ηθοποιούς ζητώντας τη γνώμη τους στο ερώτημα αν οι «ωραίες σταρ» ήταν δυστυχισμένες στην προσωπική τους ζωή. Μακράν πιο ενδιαφέρουσα ήταν η συνομιλία του με την Τζένη Καρέζη, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος σε δύο μέρη, στις 16 και 17 Αυγούστου, και αξίζει να αναδημοσιευτεί στο σύνολό της.

Η ηλικίας 30 ετών Τζένη με μεγάλη ωριμότητα και διαυγείς επισημάνσεις περιέγραψε τη φιλοσοφία της για το σταρ σύστεμ και τη θέση της γυναίκας ηθοποιού μέσα σ’ αυτό, ιδίως κατά τα πρώτα της βήματα, τονίζοντας την ανάγκη η νέα καλλιτέχνης να στηρίζεται στην καλλιέργεια του ταλέντου και όχι στην εξωτερική της εμφάνιση και να κλείνει τα αυτιά στις όποιες παραπλανητικές κολακείες ή στις προτροπές των γονέων που επιχειρούν να ζήσουν μέσω των παιδιών τους όσα δεν ονειρεύονταν για τους εαυτούς τους, αλλά δεν κατάφεραν να αποκτήσουν. Παράλληλα η αγαπημένη πρωταγωνίστρια αποκάλυψε πώς η ίδια χρειάστηκε να παρέμβει για να σταματήσει μια ολοφάνερη παρενόχληση κατά νεαρού κοριτσιού με μεγάλα καλλιτεχνικά όνειρα –και μάλιστα με την ανοχή της μητέρας της!– υπενθυμίζοντας μας ότι η περιβόητη «χρυσή» εποχή του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου δεν ήταν τόσο αθώα, όσο θέλουμε να πιστεύουμε.

9 Ιουλίου 2024

Τζένη Καρέζη: 1989-1992. Τα τελευταία χρόνια ενός αξέχαστου «μύθου» του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου

Τη χειμερινή θεατρική σεζόν 1988-89, η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος παρουσίασαν με μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία στο θέατρο «Αθήναιον» (σήμερα θέατρο «Τζένη Καρέζη»), θιασάρχες σ’ αυτό επί μία δεκαετία, το κλασικό έργο του Άντον Τσέχωφ «Ο Βυσσινόκηπος» σε μετάφραση του Λυκούργο Καλλέργη και σύμφωνα με τη σκηνοθετική ματιά του καταξιωμένου σκηνοθέτη –και φίλου των δύο πρωταγωνιστών– Ολέγκ Εφραίμωφ.

Σ’ ένα κοινό εισαγωγικό σημείωμα, που περιλαμβανόταν στο επίσημο πρόγραμμα της παράστασης, η Τζένη και ο Κώστας εξηγούσαν την επιλογή του έργου, που ερχόταν σε συνέχεια μιας σειράς ριψοκίνδυνων «δύσκολων» επιλογών (με τεράστια όμως εμπορική επιτυχία), εκφράζοντας παράλληλα το κοινό θεατρικό τους όραμα:

«Ο κάθε καλλιτέχνης, μικρός ή μεγάλος, προσπαθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να κατανοήσει τον κόσμο του, την εποχή του, να κατανοήσει αυτό το πολύπλοκο και μυστηριώδες φαινόμενο, που λέμε “άνθρωπο”. Έχουμε κι εμείς αυτή την έγνοια. Θέλουμε το πέρασμά μας από το θέατρο, ν’ αφήσει λίγη ομορφιά. Μπορεί να ‘ναι μεγάλη η φιλοδοξία αλλά είναι μεγάλη και η προσπάθεια. [...]».

25 Ιουνίου 2024

Ποιος ήταν ο πρώτος που «πήρε πόδι»;

Μια αγαπημένη φράση πολλών Ελλήνων είναι η προτροπή «πάρε πόδι» σε όποιον θέλουμε να διώξουμε με όχι ιδιαίτερα ευγενικό τρόπο, κοινώς σε όποιον μας έχει τεντώσει τα νεύρα σε βαθμό που δεν ανεχόμαστε καν την παρουσία του σε κοντινή απόσταση. Τι γνωρίζουμε όμως για την προέλευση της φράσης; Ποιος ήταν ο πρώτος που «πήρε πόδι», πού και πότε συνέβη αυτό;

Η φράση αυτή ξεκίνησε να βρίσκεται στα χείλη αρχικά κάθε Αθηναίου, για να εξαπλωθεί με αστραπιαία ταχύτητα σ’ όλη τη χώρα, το 1909. Η αρχική μορφή της ήταν «πάρε πόδι, Φραγκούλη». Έτσι προσφωνούσε ο ένας τον άλλο στο δρόμο, ξετρελαμένοι όλοι από το φιλολογικό νεολογισμό. Ανατρέχοντας σε δημοσιεύματα της περιόδου 1909-1911, που ασχολήθηκαν με το φαινόμενο «πάρε πόδι», αντιλαμβανόμαστε ότι για πρώτη φορά η φράση ειπώθηκε ένα πρωινό του 1909 από κάποιον μεθυσμένο στη λαϊκή γειτονιά του Ψυρρή με αποδέκτη κάποιον Φραγκούλη αγνώστων λοιπών στοιχείων· το γκαρσόνι του μαγαζιού (που θεωρητικά θα μπορούσε να είναι και ο περιλάλητος Φραγκούλης) λάτρεψε την ατάκα, την επανέλαβε και μέσα σε τρεις μέρες αυτή εξαπλώθηκε σ’ όλη την πρωτεύουσα!

18 Ιουνίου 2024

Γιατί σε (πολύ) παλιότερες εποχές οι περισσότεροι γάμοι δεν τελούνταν το καλοκαίρι;

Καλοκαίρι! Η εποχή κατά την οποία τα μπαλκόνια γίνονται οι νέες αγαπημένες γωνιές των διαμερισμάτων τις νυχτερινές ώρες, αδυσώπητες κουνουπομαχίες διεξάγονται επί καθημερινής βάσης και τα αντικουνουπικά έλαια επικρατούν κατά κράτος κάθε κολόνιας, επιβεβαιώνουμε το κατά πόσο εξακολουθούμε να θυμόμαστε ατάκες του «Ρετιρέ», οι ελληνικές παραλίες «βουλιάζουν» από κόσμο και προσφέρονται για νέες κοινωνικές –και όχι μόνο– γνωριμίες (αλλά και για να ξεσκονίσουμε τα αγγλικά που κουτσά-στραβά θυμόμαστε ή νομίζουμε ότι θυμόμαστε), τα χωριά ανά την επικράτεια θυμούνται προσωρινά τις παλιές τους πληθυσμιακές δόξες, οι δε εκκλησίες υποδέχονται κύματα επισκεπτών που είναι καλεσμένοι σε κάποιον ή κάποιους από τους χιλιάδες γάμους που τελούνται ανά την επικράτεια.

Οι καλοκαιρινοί μήνες αποτελούν την κατ’ εξοχήν πρώτη επιλογή των ζευγαριών για να τελέσουν θρησκευτικούς γάμους, αλλά αυτό είναι ένα φαινόμενο μάλλον των τελευταίων δεκαετιών, συνδεδεμένο με την αστικοποίηση του πληθυσμού και τις αλλαγές των συνηθειών που επήλθαν ως φυσική συνέπεια, όπως η ανάπτυξη μιας κουλτούρας που θέλει το καλοκαίρι ως την κατεξοχήν εποχή ξεκούρασης και τουρισμού.

6 Ιουνίου 2024

Δύο καλοκαιρινά ποτά του... 19ου αιώνα!


Μια από τις σημαντικότερες αθηναϊκές εφημερίδες στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν η Εφημερίς, στο δυναμικό της οποίας ανήκαν άνθρωποι των γραμμάτων, αλλά και πολλοί δημοσιογράφοι που αργότερα σταδιοδρόμησαν στην πολιτική. Μία από τις στήλες της εφημερίδες ήταν και «ΤΟ ΠΙΑΤΟΝ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ» με καθημερινές προτάσεις για την κουζίνα, καθώς η εφημερίδα απευθυνόταν σε όλη την οικογένεια και δεν περιοριζόταν μόνο στην τρέχουσα πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα. Στο φύλλο της 10.05.1893, ο συντάκτης της στήλης, κατόπιν απαίτησης των αναγνωστών, μοιράστηκε δύο προτάσεις για «θερινά ποτά» εν όψει του επερχόμενου, πάντα ζεστού ελληνικού καλοκαιριού.

2 Ιουνίου 2024

Πώς η Αθήνα "απέκτησε" μετρό το... 1948!


Οι εφημερίδες πολλές φορές χρησιμοποιούν εντυπωσιακούς τίτλους, οι οποίοι τελικά μάλλον παραπλανούν παρά ενημερώνουν σωστά έναν βιαστικό αναγνώστη, που δεν έχει την υπομονή να διαβάσει ολόκληρο το σχετικό ρεπορτάζ. Ενίοτε βέβαια ο σκοπός του δημοσιογράφου είναι να παραπλανήσει για λόγους προπαγάνδας, ιδίως κατά τη διάρκεια προεκλογικής περιόδου, όμως άλλες φορές και ο ίδιος είναι θύμα άγνοιας ή μιας υπέρμετρης προσπάθειας εντυπωσιασμού.