24 Σεπτεμβρίου 2013

Σαν σήμερα: 24 Σεπτεμβρίου


Δύο είναι τα σημαντικότερα γεγονότα που έγιναν σαν σήμερα, 24 Σεπτεμβρίου, στη σύγχρονη ελληνική ιστορία: εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοδικείου Ναυπλίου στην περίφημη "δίκη των δικαστών" και το ψήφισμα της Βουλής της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας για ένωση με την Ελλάδα, που όμως τελικά.. .δεν έγινε.

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1834, το δικαστήριο του Ναυπλίου με απόφαση του αθώωσε τους δικαστές Αθανάσιο Πολυζωίδη και Γεώργιο Τερτσέτη, οι οποίοι είχαν παραπεμφθεί σε δίκη, επειδή είχαν αρνηθεί να υπογράψουν την απόφαση, με την οποία ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε καταδικαστεί  σε θάνατο για εσχάτη προδοσία πέντε μήνες νωρίτερα, μιας και η κατηγορία δεν είχε αποδειχτεί κατά την ακροαματική διαδικασία. Η απόφαση του δικαστηρίου, που αθώωνε τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη, έλεγε τα εξής:
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 
Το εν Ναυπλίω Δικαστήριον
Συγκείμενον παρά των δικαστών Ι. Αν. Σωμάκη Προεδρεύοντος, Ν. Κανούση, Α.Δ. Κριεζή, Ζ.Ι. Βάλβη, και Σ.Ι. Λεονταράκη
Συνεδριάσαν να δικάση τον Α. Πολυζωίδην, δημότην Ναυπλίας, και Γ. Τερτσέτην Ζακύνθιον εγκαλεσθέντας παρά του Επιτρόπου της Επικρατείας επί πλημμελήμασιν αρνήσεως υπηρεσίας και παραβιάσεως εχεμυθίας
Αναγνούν την υπ' αριθμ. 2560 κατηγορίαν του Επιτρόπου της Επικρατείας
Ακροασθέν την κατηγορίαν του Επιτρόπου της Επικρατείας και την απολογίαν των εγκαλουμένων.
Αναγνούν και όλα τα απαρτίζοντα την δικογραφίαν έγγραφα
Παρατηρεί
Ότι την εικοστήν έκτην του παρελθόντος Μαΐου του τρέχοντος έτους ότε μετά την συζήτησιν της κατηγορίας του Θ. Κωλοκοτρώνη, και Δ. Πλαπούτα, το Δικαστήριον εισήλθεν εις το οίκημα του συμβουλίου να συσκεφθή επί της ρηθήσης υποθέσεως, οι μεν τρεις εξέφρασαν καταδικαστικήν απόφασιν εναντίον των κατηγορουμένων, οι δε δύο, δηλ. ο Α. Πολυζωίδης Πρόεδρος, και Γ. Τερτσέτης μέλος του Δικαστηρίου επρότειναν την αναβολήν της αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 135 της εν ισχύι εγκληματικής Δικονομίας.
Ότι διά την ρηθείσαν αιτίαν αναφέρθησαν περί τούτου, γνωμοδοτούντες εις την Γραμματείαν της Δικαιοσύνης
Ότι ο τότε Γραμματεύς της Δικαιοσύνης ελθών αυτοψί εις το Δικαστήριον συνωδευμένος με τον επί της Δικαιοσύνης σύμβουλον κ. Γάιμπ και με δύο υπουργικούς γραμματείς, Γεώργιον Βέλλιον, και Ανδρέαν Μάμουκαν, διέταξεν εις τους δύο διαφωνούντας δικαστάς να υπογράψωσι την απόφασιν, οίτινες ηρνήθησαν τούτο επερειδόμενοι εις το άρθρον 135 της εν χρήσει εγκληματικής δικονομίας, ως διαλαμβάνει η έκθεσις του ιδίου επί της Δικαιοσύνης Γραμματέως, γενομένη κατά την αυτήν ημέραν της 26 Μαΐου
Ότι μετά ταύτα προσκληθέντες οι εγκαλούμενοι να παρευρεθώσιν εις τας έδρας των εις την δημοσίευσιν της αποφάσεως κατά διαταγήν του Γραμματέως, δεν υπήκουσαν, διό και εφέρθησαν βία εις αυτάς.
Ότι, πριν δημοσιευθή η απόφασις, οι εγκαλούμενοι, κεκλεισμένης της θύρας του Δικαστηρίου, ευρισκόμενοι εις τας έδρας των, ιδόντες τα ονόματά των εις την αρχήν της αποφάσεως παρόντος του Γραμματέως και των περί αυτού, εστράφησαν προς αυτόν λέγοντες, ότι "θέλουν ν' αναφέρουν τα ονόματά μας εις απόφασιν εις την οποίαν δεν ελάβομεν μέρος".
Σκεφθέν
Ότι η μη υπογραφή των εγκαλουμένων εις την κατά πλειοψηφίαν απόφασιν δεν ημπορεί να χαρακτηρισθή ως άρνησις υπηρεσίας, αλλά τουναντίον ως πράξις νόμιμος αναβλητική της ουσιώδους αποφάσεως επερειδομένη εις το άρθρον 135 της εν χρήσει εγκληματικής δικονομίας, και επομένως δεν εφαρμόζεται εις αυτήν το άρθρον 430 του ποινικού νόμου.
Ότι ως προς την παραβίασαιν της εχεμυθίας, οι λόγοι, τους οποίους από τας έδρας των διεύθυναν οι εγκαλούμενοι προς τον Γραμματέα, κεκλεισμένης της θύρας του Δικαστηρίου, δεν δύνανται να θεωρηθώσιν ως παραβίασις εχεμυθίας, καθ' ο γνωστοί προς αυτόν διά της προς τον ίδιον αναφοράς των, γενομένης κατά την αυτήν ημέραν των 26 Μαΐου, και ότι μήτε είναι απηγορευμένον εις τοιαύτας περιστάσεις ν' αναφέρεται το Δικαστήριον εις την ανωτέραν αυτού αρχήν, ήτοι προς την Γραμματείαν της Δικαιοσύνης προς οδηγίαν του.
Και ότι μολονότι ήσαν και χωροφύλακες περί τον Γραμματέα της Δικαιοσύνης, δεν είναι όμως καμμία απόδειξις, αν αυτοί ήκουσαν τους λόγους των Δικαστών.
Αποφασίζει
Α. Ο Κ. Α.Πολυζωίδης, δημότης Ναυπλίας και Γ. Τερτσέτης αναγνωρίζονται και είναι αθώοι των περί ων εγκαλούνται πλημμελημάτων.
Β. Ο Επίτροπος της Επικρατείας θέλει εκτελέσει την παρούσαν απόφασιν, αντίγραφον της οποίας θέλει κοινοποιηθή προς αυτόν, και προς τους ρηθέντας Α. Πολυζωίδην και Γ. Τερτσέτην.
Εξεδόθη και εδημοσιεύθη εν Ναυπλίω την εικοστήν τετάρτην Σεπτεμβρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τριακοστού τετάρτου έτους.
Μετά την αθώωση των δύο δικαστών, η Αντιβασιλεία διόρισε τους δύο δικαστές στις προηγούμενες θέσεις τους σαν μια μορφή ηθικής δικαίωσης. Ωστόσο, η εντύπωση που είχε δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη ήταν ιδιαίτερα αλγεινή για επιβαρυντική για τον ούτως ή άλλως μη δημοφιλή θεσμό της Αντιβασιλείας. Η εφημερίδα "Εθνική" σημείωνε στις 04.10.1834: "Τοιαύτης φύσεως σκάνδαλον δεν νομίζομεν εισέτι να ευρίσκεται εις τα χρονικά των Δικαστηρίων. Χάρις εις την πεσούσαν πλειοψηφίαν και τις τα τυφλά των αυθαιρέτων μέτρων της. Αλλ' αν τα ανεξάρτητα φρονήματα προς καιρόν καταπιέζονται, η αρετή τέλος ανταμείβεται και η δικαιοσύνη θριαμβεύει πάντοτε".




Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908, σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών στα Βαλκάνια με την ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο και την προσάρτηση της Βοσνίας Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία, η Βουλή της Κρήτης κήρυξε την πολυπόθητη Ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Η τελετή έλαβε χώρα λίγο γύρω στις 4 το απόγευμα στα Χανιά και πιο συγκεκριμένα στο Πεδίο του Άρεως, "όπου επρόκειτο να τελεσθή η μεγάλη εθνική πανήγυρις και ανάστασις της Μεγαλονήσου", όπως περιέγραφε ο απεσταλμένος της εφημερίδας "Χρόνος" (25.09.1908). Εκεί παρευρέθηκαν χιλιάδες πολίτες, οι αρχηγοί των δύο κρητικών κομμάτων, ο Βενιζέλος και ο Μιχελιδάκης, οι βουλευτές και ο Δήμαρχος με σύσσωμο το δημοτικό συμβούλιο Χανίων, ενώ η τελετή ξεκίνησε "υπό τας ευχάς της Εκκλησίας.... προκαλέσασα τα δάκρυα όλων των παρισταμένων Κρητών, οίτινες την στιγμήν εκείνην έβλεπον πραγματοποιούμενον τον πόθον των". Ύστερα από σειρά αγορεύσεων αναγνώστηκε το κείμενο του ψηφίσματος που κήρυσσε την Ένωση και είχε ως εξής:
"Ο λαός της πρωτευούσης και των επαρχιών της Κρήτης συνελθών σήμερον 24 Σεπτεμβρίου 1908 εν πανδήμω συλλαλητηρίω εν Χανίοις και συνεχίζων το προαιώνιον και αναλλοίωτον εθνικόν πρόγραμμά του, το οποίον αποτελεί και τον μόνον πόθον αυτού,
ΚΗΡΥΣΣΕΙ
Εν ονόματι της Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος την Ένωσιν της Κρήτης μετά της μητρός Ελλάδος, όπως αποτελέση μετ' αυτής εσαεί εν Κράτος αδιάσπαστον και αδιαίρετον, προσκαλεί δε τον Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιον τον Α΄ να καταλάβη την νήσον και κυβερνήση αυτήν, την δε Κρητικήν Κυβέρνησιν όπως συγκαλέση ως τάχιστα την Βουλήν και διατάξη τας Αρχάς να διοικούν εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων.
Εκλέγει Επιτροπήν εικοσαμελή, όπως διά της Κυβερνήσεως του τόπου διαβιβάση το κήρυγμα τούτο εις τον Βασιλέα των Ελλήνων, την Ελληνικήν Κυβέρνησιν και τους ενταύθα Προξένους των Προστατίδων Δυνάμεων.
Ο ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ"
Όπως περιέγραφε ο ανταποκριτής του Χρόνου, ήταν "αδύνατον να περιγραφή οποίον ρίγος ιεράς συγκινήσεως συνείχε τους παρισταμένους Κρήτας κατά την ανάγνωσιν του ψηφίσματος τούτου. Όλοι γονυπετούν και μετά το πέρας της αναγνώσεως του ψηφίσματος δεν είνε ικανοί να κρατήσουν τα δάκρυά των ουδέ να εκδηλώσουν τον εθνουσιασμόν των διά ζητωκραυγών. Από τα στόματα όλων μία φωνή ακούεται:
- Ευλογημένη η ώρα".
Δείτε εδώ το πρώτο φύλλο της επίσημης εφημερίδας που εξέδωσε η κρητική κυβέρνηση αμέσως μετά την κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα, όπως δημοσιεύτηκε στο "Χρόνο" στις 28.09.1908:

Ο βασικότερος λόγος που οδήγησε τους Κρητικούς να προχωρήσουν τη δεδομένη στιγμή στην αρκετά τολμηρή και αιφνιδιαστική αυτή πρωτοβουλία ήταν η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε ανεξάρτητο βασίλειο. Χαρακτηριστική ήταν η παρατήρηση του Ελευθερίου Βενιζέλου σε συνέντευξή του, που δημοσιεύθηκε στο "Χρόνο" στις 26.09: 
"Ανέκαθεν παρά των Δυνάμεων εφέροντο ως πρόσκομμα της Ενώσεως της Κρήτης μετά της Ελλάδος τα ζητήματα της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ήδη όμως μετά την ανακήρυξιν της Βουλγαρικής ανεξαρτησίας ήρθησαν και επομένως δίδεται η ευκαιρία, όπως αι Προστάτιδαι πραγματοποιήσουν την υπόσχεσίν των προς τον Κρητικόν λαόν...."
Η πρώτη αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν αμήχανη. Συγκλήθηκε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο για να εξετάσει συνολικά τις καταιγιστικές εξελίξεις στα Βαλκάνια, όμως απέφυγε να τοποθετηθεί αμέσως. Και ενώ στην Κρήτη επικρατούσε πανηγυρικό κλίμα τις επόμενες ημέρες και η ένωση θεωρούνταν τετελεσμένο γεγονός - ήταν χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι Οθωμανοί υπάλληλοι ορκίστηκαν πίστη στον βασιλιά της Ελλάδας - τελικά η ελληνική πλευρά θα απέρριπτε το αίτημα για ένωση, φοβούμενη έναν νέο πόλεμο, όπως συνέβη το 1897 με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Θα έπρεπε να περάσουν ακόμη πέντε χρόνια και να πραγματοποιηθούν δύο βαλκανικοί πόλεμοι, ώστε τελικά η Κρήτη να ενωθεί με το ελεύθερο ελληνικό κράτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου