4 Ιουλίου 2014

Πώς ένας από τους πιο διακεκριμένους Έλληνες θεολόγους του 20ου αιώνα επιχειρηματολόγησε σε άρθρο του υπέρ της καύσης των νεκρών ήδη από το 1912

Το ζήτημα της καύσης των νεκρών ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα τις τελευταίες ημέρες. Δεν είναι η πρώτη φορά που εξετάζεται η νομιμοποίησής της, αν και για πρώτη ίσως φορά οι πιέσεις είναι τόσο πολλές. Με αυτήν την προοπτική διαφωνεί η επίσημη Εκκλησία, με ορισμένους μητροπολίτες να ετοιμάζονται για "ανένδοτο", όμως στο παρελθόν έχει διατυπωθεί από έναν από τους σημαντικότερους καθηγητές Θεολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών η άποψη ότι η καύση των νεκρών δεν αντιβαίνει στη χριστιανική διδασκαλία. 

Τον Οκτώβριο του 1912, στο εκδιδόμενο στην Αλεξάνδρεια "επιστημονικόν, θεολογικόν" περιοδικό "Εκκλησιαστικός Φάρος", που εκδιδόταν από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του Γρηγόριου Παπαμιχαήλ - ήταν και ο διευθυντής του περιοδικού - υπό τον τίτλο "Καύσις ή ενταφιασμός;". Ποιος ήταν ο Γρηγόριος Παπαμιχαήλ; Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο, που είναι δημοσιευμένο στην επίσημη ιστοσελίδα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδας, ο Παπαμιχαήλ υπήρξε "διαπρεπής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκός", η εκκλησιαστική αρθρογραφία του οποίου σε διάφορα θρησκευτικά περιοδικά μαρτυρούσε "τη μεγάλη αγάπη και αφοσίωσή του στο έργο και στην αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας". 
Τι έγραφε, λοιπόν, στο εν λόγω άρθρο του μια τόσο σπουδαία προσωπικότητα της θεολογίας, η διδασκαλία του οποίου όχι μόνο ουδέποτε αμφισβητήθηκε, αλλά εξυμνείται από την επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος έως σήμερα; Ύστερα από μια ιστορική αναδρομή του ζητήματος από την αρχαιότητα, αλλά και την πλήρη παράθεση των επιχειρημάτων των δύο αντιτιθέμενων απόψεων, με ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά στη θρησκευτική επιχειρηματολογία, ο συγγραφέας κατέληγε στο συμπέρασμα ότι "η καύσις των νεκρών, ως άσχετος προς το καθαρώς δογματικόν μέρος της θρησκείας δύναται μεν να γείνη αποδεκτή κατ' αρχήν, εάν αποδειχθή αναμφισβήτητον ότι ο μεν ενταφιασμός είνε θετικώς επιβλαβής εις την υγείαν, η δε καύσις συγκεντροί πάντα τα στοιχεία της υγιεινής ωφελείας". Επειδή, όμως, εκείνη την εποχή - μην ξεχνάμε ότι το άρθρο δημοσιεύτηκε το 1912 - κάτι τέτοιο δεν είχε διαπιστωθεί πλήρως, ο Γρηγόριος Παπαμιχαήλ εκτιμούσε ότι τη δεδομένη εποχή ήταν "πρόωρος η περί αυτής εισήγησις κατά τοσούτο μάλλον, καθ' όσον το έθος του ενταφιασμού έχει βαθυτάτας ρίζας εν τη θρησκευτική παραδόσει των χριστιανικών λαών και αρρήκτως συνδέεται προς το ισχυρότατον του φίλτρου αίσθημα". 
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Γρηγόριο Παπαμιχαήλ, ο μόνος λόγος για τη διατήρηση του ενταφιασμού των νεκρών ήταν καθαρά ο συναισθηματικός, εφόσον δεν υπήρχε μέχρι τότε πλήρης επιστημονική απόδειξη περί της ωφέλειας στη δημόσια υγεία από την καύση, ενώ δεν αναγνώριζε κανέναν άλλο θρησκευτικό ή δογματικό λόγο. Αντίθετα, προηγουμένως είχε αποδομήσει κάθε επιχείρημα δογματικής φύσης.

Κατ' αρχήν ξεκαθάριζε ότι "Ο χριστιανός ου μόνον δύναται, αλλά και οφείλει να μεριμνά περί της υγείας του και της ζωής του· τούτο κατ' ουδένα τρόπον πρέπει να θεωρηθή ως εγωισμός". Και στη συνέχεια έθετε τον προβληματισμό: "Διατί η μεν γη να θεωρήται ως αγνοτέρα διά το αίσθημα το δε πυρ αποτρόπαιον; Αμφότερα είνε καθαρά φυσικά στοιχεία, η δ' ονομασία του πυρός, του παγκαθαρτικού τούτου στοιχείου, εν τη αυτή αγία Γραφή προκαλεί παραστάσεις ιεράς μάλλον, ή ακαθάρτους. Αυτός ο Θεός προσονομάζει "πυρ καταναλίσκον" (Δευτερ. δ΄24), και ενεφανίζετο εις τους ανθρώπους υπό μορφήν φλογός.... Το πυρ εν τη αγ. Γραφή παρουσιάζεται ως σύμβολον μεταβάσεως εις ανωτέραν κατάστασιν, οία είνε και ο θάνατος, κατά την χριστιανικήν διδασκαλίαν, η άφευκτος αύτη οδός εκ του βασιλείου της χάριτος εις το μέλλον βασίλειον της δόξης".

Εξάλλου, "Ούτε εν τη αγ. Γραφή, ούτε εν τοις συμβολικοίς βιβλίοις της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπάρχει ωρισμένη απαγόρευσις της μεθόδου της καύσεως, ουδέ αποκλειστικαί ενδείξεις υπέρ του ενταφιασμού, ως του μόνου επιτρεπομένου τρόπου της οικονομίας των νεκρών. Το προσαγόμενον χωρίον "γη ει και εις γην απελεύσει" δεν είνε κυρίως εντολή ειδικώς αφορώσα εις την ταφήν των ανθρώπων, αλλά ρήσις φέρουσα μάλλον χαρακτήρα προρρήσεως, αφορώσης την μετά την παράβασιν της θείας εντολής τύχην του τέως αθανάτου και αφθάρτου μακαρίου ανθρώπου..... 
Την έκφρασιν "γη ει και εις γην απελεύσει" πρέπει να νοώμεν ουχί εν τη στενή, αλλ' εν ευρυτέρα σημασία.... διότι, εάν ηθέλομεν περιορισθή εις την στενήν αυτής ερμηνείαν, ότι δηλαδή εμφαίνει μόνον τούτο, ότι πρέπει εξάπαντος τα σώματα των ανθρώπων να θάπτωνται εν τη γη, και ουχί π.χ. να καίωνται, εν τοιαύτη περιπτώσει η ούτω νοουμένη και ερμηνευομένη βούλησις του Θεού πολλάκις θ' απεδεικνύετο μη πληρουμένη, διότι γνωρίζομεν, ότι ουχί πάντες οι άνθρωποι φυσικόν αποθνήσκουσι θάνατον και θάπτονται εν τη γη, αλλά πολλοί και εν πυρκαϊαίς καίονται και εν θαλάσση πνίγονται, και πολλών νεκροί από των ατμοπλοίων ρίπτονται εις την θάλασσαν, βορά των ιχθύων γινόμενοι, και πολλοί παραμένουσιν άταφοι, πολλάκις γινόμενοι βρώσις αγρίων θηρίων".

Στο άρθρο του ο Γρηγόριος Παπαμιχαήλ αντέκρουε και το επιχείρημα που συσχετίζει τον ενταφιασμό με την ανάσταση των νεκρών με αφορμή ένα χωρίο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου ('Έρχεται η ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού..." ε΄, 28-29). Έγραφε ο διακεκριμένος θεολόγος: "Αλλά και ενταύθα πάλιν περί στενής πρόκειται ερμηνείας, ατόπως προσδιδομένης εις το χωρίον. Εκ των συμφραζομένων είνε εύδηλον, ότι ενταύθα ανακοινούται το περί αναστάσεως δόγμα, ουδαμώς δε καθορίζεται ο τρόπος της οικονομίας των νεκρών. Το αντικείμενον και ο σκοπός των λόγων του Σωτήρος δεν είνε τούτο... Διότι και πάλι έχομεν την εις άτοπον απαγωγήν. Εάν μόνον οι ταφή τη γη παραδοθέντες μέλλωσι ν' αναστώσι, τότε αποκλείονται από της αναστάσεως πάντες οι νεκροί, οι μη εις την γην ενταφιασθέντες. Ελπίδα αναστάσεως δεν θα έχωσιν οι καέντες, οι πνιγέντες, οι βορά γενομένοι των θηρίων, οι εν τοις πεδίοις των μαχών εγκαταλειφθέντες! Μη μόνον οι τάφοι θα περιέχωσι κατά την υστάτην εκείνην της κρίσεως ημέραν νεκρούς, δεν θα ήνε δε κατεσπαρμένα τα στοιχεία των σωμάτων ανά σύμπαντα τον κόσμον;"

Και το παράδειγμα του Ιησού, που θάφτηκε μετά τον θάνατο στο Σταυρό του Μαρτυρίου; Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η αντεπιχειρηματολογία του Παπαμιχαήλ και ως προς αυτό το θεολογικό επιχείρημα: "Τον Ιησούν έθαψαν απλούστατα κατά τα τότε παρ' Εβραίοις κρατούντα έθιμα. Εξ άλλου δε, το μιμείσθαι τον Χριστόν δεν σημαίνει αντιγράφειν απλώς τας εξωτερικάς λεπτομερείας του βίου του και εφαρμόζειν ταύτας εις εαυτόν. Εάν τούτο ήνε και λογίζηται ως μίμησις του Χριστού, εν τοιαύτη περιπτώσει θα έπρεπε να βαδίζωμεν ανυπόδυτοι, ή να φορώμεν σανδάλια και χλαμύδα, να λαλώμεν αραμαϊστί, να στέλλωμεν τας λεχώ να τίκτωσιν εν σπηλαίοις, να αποθέτωμεν εν φάτναις τα νεογέννητα βρέφη, και ν' αποθνήσκωμεν επί του σταυρού!... Οφείλομεν λοιπόν να μιμώμεθα ουχί τας εξωτερικάς εκφάνσεις του βίου του, αλλά την τελειότητα και αγιότητά του, την αγάπην, την πραότητα, την υπομονήν, την αυταπάρνησιν κτλ. Ταύτα είνε η ουσία και ταύτα ιδιάζουσιν εις ημάς τους ανθρώπους και τον προορισμόν ημών. Πάντα τα λοιπά ή ανάγονται εις την μοναδικήν προσωπικότητα και αποστολήν του Κυρίου... ή είνε επουσιώδη και ουχί αναγκαία και ανήκουσιν εις συνθήκας της εποχής και εξωτερικούς λόγους".

Επομένως, μετά απ' όλα αυτά, ο Παπαμιχαήλ κατέληγε στο συμπέρασμα ότι: "Καθ' ημάς, αι επόψεις, αφ' ων δέον να εξετάζηται τούτο [το ζήτημα], είνε, κυρίως ειπείν, δύο: η υγιεινή και η αισθηματική. Η συσχέτισις αυτού προς την θρησκείαν είνε, κατ' ουσίαν, άτοπος, εγένετο δε υπό τινων ένεκα της στενής αυτού συναφείας προς το λειτουργικόν και τελετουργικόν της Εκκλησίας καθεστώς, το οποίον πάλιν είνε αναπόσπαστον από της αισθητικής υφής του ζητήματος..
... Η επιστήμη ειργάσθη και εργάζεται έτι προς αποσάφησιν του ζητήματος αν ο ενταφιασμός των νεκρών και τα νεκροταφεία είνε θετικώς επιβλαβή εις τους επιζώντας. Τότε μόνον, άρα, είνε δυνατόν να ληφθή σοβαρά και άμεσος πρόνοια περί της αντικαταστάσεως του ενταφιασμού διά της καύσεως, όταν αποδειχθή σαφώς και αναντιρρήτως ότι η παράτασις του έθους του ενταφιασμού απειλεί σοβαρώτατα την υγείαν των ζώντων...
...Είνε αληθές, ότι ο ενταφιασμός δεν ανάγεται εις τον δογματικόν κύκλον της Εκκλησίας και, επομένως, επιδέχεται μεταβολήν και αντικατάστασιν. Προκειμένου περί καθαρώς δογματικών θέσεων, ας η Εκκλησία καθώρισε και διετύπωσεν ήδη, πάσα απόπειρα μεταβολής θίγει αυτήν την βάσιν της θείας αληθείας, η οποία είνε μία, αναλλοίωτος και αμετάτρεπτος. Το να ανάγηται δε παν ζήτημα του εκκλησιαστικού κύκλου εις δογματικήν περιωπήν, και άτοπον είνε και αντιφάσκει προς αυτήν την ιστορίαν της Εκκλησίας και αντιστρατεύεται προς την πράξιν αυτής. Πάσαι αι απόπειραι των αρνουμένων την διά της καύσεως αντικατάστασιν του ενταφιασμού, του να αναγάγωσιν εις δογματικήν θέσιν τον τελευταίον επί τη βάσει επιμελώς συνειλεγμένων αγιογραφικών χωρίων, εμποιούσι την εντύπωσιν εξεζητημένων προσπαθειών μόνον και μόνον ίνα υπερασπίσωσιν ιδέαν εκ των προτέρων τεθείσαν. Ο τρόπος της οικονομίας των νεκρών σωμάτων ούτε υπό της Αγίας Γραφής καθωρίσθη, ούτε εν Συνόδω τινί διετυπώθη· και το μεν πρώτον διότι, ως είπομεν, τούτο δεν αποτελεί δογματικήν θρησκευτικήν αλήθειαν, το δε δεύτερον, διότι δεν παρέστη αφορμή προς συζήτησιν.... Εν τω θρησκευτικώ κύκλω υπάρχουσι και τα θρησκευτικώς "αδιάφορα", αλλά και τα ενδεχόμενα μεταβολήν αναλόγως του εκάστοτε πνευματικού και ηθικού συμφέροντος των πιστών. Εις ταύτα ακριβώς ανάγεται και το ζήτημα της των νεκρών οικονομίας. Ο ενταφιασμός είνε έθος τελετουργικόν, καθηγιασμένον μεν διά της πράξεως της λατρείας απ' αυτής της πρώτης εμφανίσεως του χριστιανισμού, αλλά και μη δυνάμενον να θεωρηθή, αυτού τούτου ένεκα, ως εις ουδεμίαν απολύτως μεταβολήν υποκείμενον.
... Τούτο μόνον θέλομεν να διαπιστώσωμεν, ότι των νεκρών ο ενταφιασμός ανάγεται εις το εις μεαβολήν υποκείμενον τελετουργικόν μέρος της Εκκλησίας και ότι, επομένως, κατ' αρχήν, δύναται να γείνη λόγος περί μετατροπής αυτού, αν υπό της Εκκλησίας κριθή επιστάσα προς τούτο η ώρα, και αν η επιστήμη της υγιεινής διαπιστώση αναντιλέκτως και απολύτως ότι ο ενταφιασμός, επιβλαβέστατος αποδεικνυόμενος διά την υγείαν των ζώντων, δέον ν' αντικατασταθή διά της καύσεως, εν η περιπτώσει αύτη ήθελεν αποδειχθή ως ο μόνος υπό της επιστήμης τρόπος της των νεκρών οικονομίας".

Πράγματι, πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται περισσότερο συναισθηματικά βλέποντας το πτώμα του αγαπημένου τους να καίγεται και να γίνεται στάχτη, σε σχέση με το θαμμένο κορμί, που καταλήγει τροφή στα σκουλήκια. Όμως το συναισθηματικό στοιχείο είναι προσωπική υπόθεση του καθενός, που δεν μπορεί να επιβληθεί υποχρεωτικά σ' όλον τον υπόλοιπο κόσμο ως μοναδική αποδεκτή πρακτική, ούτε βέβαια να περιβληθεί έναν δογματικό μανδύα, που στην πραγματικότητα δεν τον έχει. Οι άνθρωποι δεν είμαστε ίδιοι. Χωρίς να μπαίνουμε στη διαδικασία της σύγκρισης, αν είμαστε καλύτεροι ή χειρότεροι από τους άλλους, είμαστε πάντως διαφορετικοί. Και αυτή η διαφορετικότητα εκφράζεται μέσα από τις επιλογές μας, που αποτελούν προσωπική υπόθεση του καθενός και δεν είναι δυνατόν να ετεροκαθορίζονται. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ αν μετά θάνατον θα ήθελα να θαφτώ στο χώμα ή να καώ - είμαι πολύ νέος για να μπω σε μια τέτοια διαδικασία - αλλά αναρωτιέμαι: Μπορούμε στην Ελλάδα του 2014 να έχουμε την ελευθερία επιλογής ή θεωρείται περιττή πολυτέλεια; Είναι; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου