24 Δεκεμβρίου 2014

Τα ταπεινωτικά Χριστούγεννα των Ελλήνων ηθοποιών πριν 100 χρόνια, όταν αντιμετωπίζονταν ως απλοί διασκεδαστές και... αντίχριστοι!

Τα Χριστούγεννα του 2014 συζητάμε για το κατά πόσο ένας τραγουδιστής, ένα μοντέλο ή όποιος άλλος το επιθυμεί, δικαιούται να γίνει θεατρικός ηθοποιός ή όχι. Ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχει σχηματίσει ο καθένας γι' αυτό το - η αλήθεια είναι όχι και τόσο καυτό - ζήτημα, ένα συμπέρασμα, που προκύπτει απ' όλη αυτή τη συζήτηση και στο οποίο μάλλον όλοι θα συμφωνήσουμε, είναι η γενική εκτίμηση ότι στις μέρες μας το επάγγελμα του ηθοποιού είναι ιδιαίτερα ελκυστικό. Ο ηθοποιός δεν θεωρείται άνθρωπος του περιθωρίου, όπως πριν μερικές δεκαετίες, στα χρόνια των γονιών και των παππούδων μας - ανάλογα με την ηλικία του καθένα μας.

Πολύ περισσότερο παρεξηγημένοι ήταν οι ηθοποιοί πριν εκατό χρόνια - κυρίως στην επαρχία, όπου συνήθως περνούσαν τις ημέρες των Χριστουγέννων. Στην Αθήνα συνήθως δεν ανέβαιναν θεατρικές παραστάσεις το χειμώνα κι έτσι οι περισσότεροι Έλληνες ηθοποιοί, ως νομάδες της τέχνης τους έκαναν περιοδεία στην επαρχία ή στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού (κυρίως στην Αίγυπτο και στις ελληνικές πόλεις της Τουρκίας ή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πιο παλιά) - το ακριβώς αντίθετο απ' ό,τι συμβαίνει σήμερα. Όσοι πάλι δεν είχαν δουλειά γυρνούσαν στα χωριά τους, όπου συναντούσαν τη δυσπιστία ακόμη και των συγγενών τους.
Η δύσκολη ζωή ενός ηθοποιού της εποχής, αντιμέτωπου με τη δυσπιστία και την καχυποψία ακόμη και των συγγενών του, θιγόταν σ' ένα ενδιαφέρον κείμενο, που δημοσιεύτηκε ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1914 στην εφημερίδα Πατρίς και έφερε την υπογραφή του Μ.Α. Ροδά. Με γενικό τίτλο "ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ" και υπότιτλο "Ο ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ", ο συγγραφέας αναφερόταν κατ' αρχήν στους σύγχρονούς του Έλληνες ηθοποιούς, σ' εκείνους που "το σώμα των είνε εις την ξενητειά, αλλά η ψυχή και ο νους των είνε εδώ. Κάθε χαρά και πανηγυρική εκδήλωσις της μεγάλης ή μικράς επαρχιακής πόλεως τους είνε αδιάφορος", καθώς "Δεν έχουν σπίτι σε κανένα μέρος. Και όμως μια Αθηναϊκή καμαρούλα είνε η αγαπημένη τους φωληά".
Εδώ μεταφέρεται το μεγαλύτερο κομμάτι του άρθρου, το πρώτο μέρος του οποίου αναφέρεται γενικά στις δύσκολες και ταπεινωτικές συνθήκες, μέσα από τις οποίες οι ηθοποιοί έκαναν Χριστούγεννα σε κάποιο σταθμό της περιοδείας τους, ενώ στο δεύτερο μέρος περιγράφεται η ανόητη προκατάληψη που αντιμετώπισε ένας ηθοποιός, ο οποίος είχε την ατυχή, όπως προέκυψε εκ των υστέρων, έμπνευση να περάσει τις γιορτές με την οικογένειά του στο χωριό του, κάπου στην περιοχή της Αχαΐας. (Οι μόνες παρεμβάσεις στο αρχικό κείμενο έγιναν σε θέματα ορθογραφίας)

" [...] Γενικώς ο κόσμος νομίζει τους ηθοποιούς άθρησκους. Και όμως είναι φιλόθρησκοι, ακριβώς διότι γνωρίζουν την κατακραυγή του κόσμου. Η προς την θρησκεία αγάπη τους εκδηλώνεται όταν ταξιδεύουν. Πηγαίνουν και αυτοί, σαν τους ναυτικούς, και ανάβουν κεριά στην πρώτη εκκλησία που θα αντικρίσουν. Η εργασία τους δεν επιτρέπει γνωριμία με το πρωινό φως του ηλίου. Πώς να μεταβούν στην εκκλησία, όταν κοιμούνται κατά την ώραν των πρώτων κωδώνων; Μόνο η Μεγάλη Εβδομάδα τους μένει για την προσευχή και την κατάνυξη, αλλά και τότε οι περισσότεροι ταξιδεύουν για να έλθουν στην πρωτεύουσα.
Τα Χριστούγεννα ο περισσότερος κόσμος ετοιμάζεται για την εορτή της εκκλησίας και των σπιτιών και οι ηθοποιοί για την εορτή της σκηνής. Κατ' ανάγκην τις ημέρες αυτές οι θίασοι πρέπει να παρουσιάζουν πανηγυρικό έργο. Η εκλογή γίνεται από το παλαιό, ως επί το πλείστον, δραματολόγιο. Φουστανέλα, τραγούδι, ρομαντικά έργα. Η παράσταση τα Χριστούγεννα αρχίζει από το απόγευμα και τελειώνει, με διακοπή δύο ωρών, το μεσονύκτιο. Η απογευματινή είναι απαραίτητη. Πρέπει να διασκεδάσουν τα παιδιά, οι οικογένειες των μικρεμπόρων, οι οποίες πηγαίνουν για πρώτη φορά κατά τη χειμερινή περίοδο στο θέατρο.
Το κοινόν κανονίζει το έργον. Γι' αυτό η σοβαρή φιλολογία αναπαύεται τις ημέρες των εορτών. Πίσω από το παρασκήνιο την ημέρα αυτή δεν υπάρχει Χριστουγεννιάτικη χαρά. Τίποτε το εξαιρετικό. Είναι μία συνέχεια της πολυκύμαντης ζωής. Κάτω στην πλατεία κεφαλάκια στολισμένα με πολύχρωμες κορδελίτσες, γελαστά πρόσωπα, και όταν παίζεται δράμα ακόμη· έτσι είπε ο σοβαρός αγοραστής των εισιτηρίων, "πρέπει να γελάσει η οικογένεια". Πίσω από το παρασκήνιο αγκαλιασμένες φιλοδοξίες παλεύουν, δαγκάνονται, έρωτες που γεννήθηκαν προ μιας ημέρας σβήνουν και φουντώνουν άλλοι, πρόσωπα νυσταγμένα, αδιάφορα, τα οποία είναι αναγκασμένα να μειδιάσουν και να τρελαθούν από την ευθυμία μόλις εξέλθουν στη σκηνή.
Η αναγκαστική αυτή εργασία τους απομακρύνει από κάθε εορτασμό. Όταν ο κόσμος της πόλεως κοιμηθεί, τότε εορτάζουν οι ηθοποιοί. Τότε παρέχουν το θέαμα μιας οικογενείας συγκινητικής. Αισθήματα αντίθετα ενώνονται από την ανάγκη της ξενιτειάς. Και όμως τις μεταμεσονύκτιες ώρες ό,τι τους παρέχεται είναι ξένο, υπολείμματα ευτυχίας άλλων, που γλέντησαν την τακτική ώρα. Χέρι στοργικό, μητρικό δεν υπάρχει να τους μοιράσει το φαγητό, να κεράσει το κρασί της Χριστουγεννιάτικης εορτής. Το χέρι αυτό μια ζωή ολόκληρη τους τροφοδοτεί χωρίς να τρέμει από την χαρά, ούτε από την ευχαρίστηση.
Είναι το χέρι του ξένου που πληρώνεται, για να αντικαταστήσει την οικογένεια.
Είναι ο πόνος των περισσοτέρων. Η οικογένεια. Και δεν έχουν αρκετοί από τους ηθοποιούς μας. Ανάπαυσή τους είναι μία καρέκλα του καφενείου και ένα δωμάτιο σε οιοδήποτε σημείο της πόλεως. Είναι μάρτυρες μιας ιδέας έστω και εν τη αφανεία τους οι περισσότεροι. Μέσα στο βάθος της ψυχής υπάρχει κάποιος ναΐσκος. Κουρασμένος από τη βασανισμένη ζωή του σανιδιού, γνωστός μου ηθοποιός, έφυγε από τη Σαμψούντα και έφθασε σ' ένα χωριό της Πελοποννήσου για να εορτάσει τα Χριστούγεννα με την οικογένειά του. Πληγές δώδεκα ετών νόμισε ότι θα τις θεραπεύσει στο χωριό του, το απονήρευτο, το παρθενικό και απολίτιστο. Τι νιώθουν εκεί πάνω από θέατρο; Ποιος θα τον κοιτάξει με περιφρόνηση; Το πατρικό του σπίτι, αντί να εορτάσει για την επιστροφή του ασώτου, πένθησε. Το χωριό έμαθε από στόμα σε στόμα ότι γύρισε ο θεατρίνος. Πρώτη φορά, έπειτα από δώδεκα χρόνια, η πρωινή καμπάνα τον ξύπνησε. Ανατινάχθηκε απαράλλακτα όπως και στα περασμένα χρόνια. Ήταν η ώρα της εκκλησίας. Οι δύο του αδελφοί έφυγαν χωρίς να του συστήσουν ότι πρέπει να μεταβεί στην εκκλησία. Εάν δεν το οδηγούσε η μητέρα του δεν θα έβρισκε το δρόμο της εκκλησίας. Οι ευσεβείς Χριστιανοί, μόλις εισήλθε στην εκκλησία, γύρισαν και τον κοίταξαν με τρόμο, με αγανάκτηση σχεδόν, διότι ο θεατρίνος μόλυνε το ναό του Θεού. Και όμως έκαμε το σταυρό του, όπως και αυτοί, και παρακολούθησε με κατάνυξη τη Θεία λειτουργία. Μετά το "Πάτερ ημών" ο παπάς του χωριού έστειλε ιδιαίτερο αντίδωρο, το λεγόμενο "ύψωμα", στον υπάλληλο ενός παντοπωλείου, ο οποίος είχε έλθει από την Πάτρα, στον διδάσκαλο, τη διδασκάλισσα και τον ενωμοτάρχη της δασοφυλακής, ο οποίος γνώρισε τα "ποινικά" απ' έξω και ανακατωτά.
Ο θεατρίνος, μετά το τέλος της λειτουργίας, θεώρησε καθήκον του να επισκεφθεί το κεντρικό παντοπωλείο του χωριού. Εκεί ήταν συγκεντρωμένος όλος ο πνευματικός κόσμος του τόπου. Ο ιερέας, η δασκάλα και ο δάσκαλος, ο ενωμοτάρχης, ο πάρεδρος, ένας νέος, ο οποίος ήταν στην Αμερική εργάτης μιας σιδηροδρομικής γραμμής, ο υποδηματοποιός της περιφέρειας και ο επιδιορθωτής των οικιών, ο οποίος έπαιζε ρόλο αρχιτέκτονα. Χωρίς περιστροφές από το θεατρίνο ζήτησαν να τους διασκεδάσει με ένα παιχνίδι. Ιδιαιτέρως τους είχε αρέσει το "παιχνίδι με τις φωτιές στο στόμα". Κάποτε από το χωριό είχε περάσει ένας ταχυδακτυλουργός, ο οποίος είχε μαγέψει του κατοίκους. Φυσικά ο θεατρίνος πατριώτης τους ήταν συνάδελφός του. Για να σωθεί από τους εξευτελισμούς τους είπε ότι τα παιχνίδια αυτά δεν εκτελούνται πλέον. Τότε ο ιερέας ζήτησε τις φαλτσέτες του υποδηματοποιού για να τους κάμει ο θεατρίνος τουλάχιστον το παιχνίδι των μαχαιριών, το οποίο είδε στην Αθήνα από δύο Κινέζους κατά το 1886. Η δασκάλα, όμως, περισσότερο ευαίσθητη, συνέστησε το παιχνίδι του Καραγκιόζη, το οποίο έβλεπε τακτικά το καλοκαίρι στα Ψηλά Αλώνια των Πατρών.
Οι δύο του αδελφοί έφυγαν από το χωριό, διότι δεν μπορούσαν να περπατήσουν τις ρούγες με τον άθεο και θεατρίνο. Του ενός μάλιστα παρ'ολίγον να του χαλάσει η αρραβώνα. Το βράδυ, μόλις ο ήλος έπεσε πίσω από τα χιονισμένα βουνά, γυναίκες και παιδιά, νέοι και γέροι συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι του. Άγνωστο πώς διαδόθηκε, ότι ο θεατρίνος θα βγάλει φωτιές από το στόμα. Ο ενωμοτάρχης της δασοφυλακής ήταν στην πρώτη γραμμή και οδηγούσε το θέατρο των γυναικών  που είδε δύο χρόνια πριν στον Έπαχτο. Ο δυστυχισμένος ηθοποιός μέσα στο σπίτι παρηγορούσε τη μάνα του, η οποία έκλαιγε για το ρεζιλίκι.
Το κοινό ανυπομονούσε. Και στο χωριό ακόμη το κοινό είναι απαιτητικό! Και εκεί σφυρίγματα και φωνές. Όλα τα όνειρα της ευτυχίας του διαλύθηκαν. Το χωριό και το σπίτι του ήταν κόλαση. Δεν υπήρχε άλλη σωτηρία από τη φυγή. Και έφυγε πνιγμένος στα δάκρυα, πληγωμένος από εκείνους, τους οποίους νόμισε ότι του απέμειναν ως στηρίγματα για μία ευτυχία ολίγων ημερών. Τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων ο ιερέας μετά των άλλων πνευματικών κορυφών του χωριού έχυσαν αγιασμό όπου πάτησε ο Αντίχριστος θεατρίνος".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου