23 Φεβρουαρίου 2016

Γεώργιος Λυκούργος: Ο Έλληνας από τη Λακωνία, που βρέθηκε στη Χαβάη και έγινε ο "θείος Τζορτζ" των ντόπιων

Ο Γεώργιος Λυκούργος το 1895

Ήταν γνωστός νε τα ψευδώνυμα "Δούκας της Σπάρτης", αλλά και - το οικειότερο - "Θείος Τζορτζ". Ήταν ένα από τα πιο αγαπητά πρόσωπα στη Χαβάη και ίσως ο πιο γνωστός Έλληνας στους κατοίκους των νησιών. Μιλάμε για τον Γεώργιο Λυκούργο (ή George Lycurgus στα αγγλικά), τον Έλληνα που από μικρή ηλικία, στα μέσα του 19ου αιώνα, άφησε τη φτωχή Ελλάδα της εποχής εκείνης και αναζήτησε μια καλύτερη τύχη στο Νέο Κόσμο, για να καταλήξει στα νησιά της Χαβάης, ήδη την εποχή που αυτή αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος, όπου και διέπρεψε.

Ο Γεώργιος Λυκούργος γεννήθηκε στο χωριό Βασσαράς της Λακωνίας το 1858 ή το 1859. Το 1876, σε ηλικία 17 ετών, άφησε το χωριό του, υπηρέτησε τη 18μηνη στρατιωτική του θητεία και λίγα χρόνια μετά, το 1880, εγκατέλειπε την Ελλάδα μ'ε ένα πλοίο, που είχε για προορισμό το Λίβερπουλ. Από κει κατέληξε στη Νέα Υόρκη, όπου πουλούσε λεμόνια για να ζήσει, παρότι δεν γνώριζε καν να μιλάει αγγλικά. Γρήγορα όμως άφησε και τη Νέα Υόρκη για την πιο ζεστή Καλιφόρνια, το κλίμα της οποίας μοιάζει αρκετά με το ελληνικό. Εγκαταστάθηκε στο Σαν Φρανσίσκο κι έκανε διάφορες δουλειές.

Και ενώ ο αδελφός του Γιάννης και ο ξάδερφός του Πέτρος Καμαρινός εγκαταστάθηκαν στη Χαβάη, ασχολούμενοι με την εξαγωγή φρούτων στην Καλιφόρνια, ο Γιώργος, που συμμετείχε κι αυτός στην εμπορική επιχείρηση, δεν εννοούσε να εγκαταλείψει το αγαπημένο του Σαν Φρανσίσκο, μέχρι που συνέβη κάτι τελείως απρόοπτο. Ήταν μια μέρα του φθινοπώρου του 1889. Κάποιοι φίλοι του Γιώργου θα αναχωρούσαν με το πλοίο για τη Χαβάη. Εκείνος ανέβηκε για να τους αποχαιρετήσει, ήπιε λίγο παραπάνω στο αποχαιρετιστήριο πάρτι του πλοίου, μπλέχτηκε σ' ένα παιχνίδι με χαρτιά και πριν να το καταλάβει, βρέθηκε κι αυτός στη Χαβάη!

Βέβαια, θα επέστρεφε στο Σαν Φρανσίσκο, όμως όχι για πολύ, μιας και η Χαβάη του είχε κλέψει την καρδιά. Μάλιστα, θα γινόταν φίλος και με το βασιλιά Καλακάουα, τον αποκαλούμενο και ως "Χαρούμενο Μονάρχη". Θα ασχολούταν με διάφορες επιχειρήσεις, όπως το εμπόριο της μπανάνας, ενώ το καλοκαίρι του 1892 φερόταν ως ιδιοκτήτης μίας εκ των δύο μεγαλύτερων εταιριών φόρτωσης μπανανών στο νησί. Η επιχειρηματική του δραστηριότητα επεκτεινόταν και στο εμπόριο αλκοόλ, ενώ ήταν και ο διοικητής του θερέτρου San Souci.

Φανατικός φιλομοναρχικός, ο Έλληνας μετανάστης από τη Λακωνία αντιτάχθηκε στην ανατροπή της πριγκίπισας Καϊουλάνι και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας στις 17 Ιανουαρίου 1893. Μάλιστα, μετά την καταστολή της εξέγερσης των φιλομοναρχικών της Χαβάης το 1895, ο Γεώργιος Λυκούργος, θα βρισκόταν υπόδικος.

Τι είχε συμβεί; Η έδρα των εξεγερμένων βρισκόταν κοντά στο θέρετρο Sans Souci και μάλιστα, όταν ο στρατός έφτασε στην περιοχή, αρκετοί από τους εξεγερθέντες συγκεντρώθηκαν στο San Souci εξαναγκάζοντας τον Λυκούργο να τους προσφέρει φαγητό επί τέσσερις ημέρες. Όταν η εξέγερση κατεστάλη πλήρως, ο Λυκούργος συνελήφθη από τις αρχές με την κατηγορία ότι ενώ γνώριζε σχετικά με τη συνωμοσία, δεν ειδοποίησε τις αρχές.

Συνολικά, ο Λυκούργος έμεινε φυλακισμένος επί 51 ημέρες. Θα μπορούσε να αφεθεί ελεύθερος και νωρίτερα, καθώς του ζητήθηκε να υπογράψει έγγραφο με το οποίο θα δήλωνε ότι δεν είχε καμία οικονομική αξίωση εναντίον των αρχών, με αντάλλαγμα την αποφυλάκιση του. Εκείνος, ωστόσο, το αρνήθηκε επίμονα. Αντίθετα, μετά την αποφυλάκισή του, ο Λυκούργος εξέφρασε την επιθυμία να ταξιδέψει μέχρι την Αθήνα, προκειμένου να παραθέσει την περιπέτειά του στην ελληνική κυβέρνηση, καθώς και άλλων Ελλήνων της Χονολουλού οι οποίοι επίσης φυλακίστηκαν με αφορμή την εξέγερση στο νησί, με στόχο τη διεκδίκηση αποζημιώσεων από τις τοπικές αρχές.

Σε εφημερίδα της Χαβάης εξέφραζε την πικρία του για τη μεταχείριση που του επιφύλαξαν οι αρχές, καθώς μετά τη σύλληψή του έπρεπε να διασχίσει με τα πόδια απόσταση πέντε μιλίων μέχρι τις φυλακές της Χονολουλού, παρότι ο ίδιος είχε προσφερθεί να παράσχει δικό του μεταφορικό μέσο, ενώ και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του του παρασχέθηκε "λίγη άσκηση και ακόμη λιγότερο φαγητό".

Όπως διαμαρτυρόταν σε εφημερίδα του Σαν Φρανσίσκο, οι κρατούμενοι είχαν στη διάθεσή τους μόνο 4 ώρες για άσκηση καθημερινά στο μέσο της ημέρας, ενώ τα γεύματά τους είχαν ως εξής: το πρωινό αποτελούαν από τσάι και κράκερς, το μεσημεριανό (στις 4 το απόγευμα) ήταν ακριβώς το ίδιο, ενώ το δείπνο περιελάμβανε στιφάδο. Μάλιστα, κατήγγειλε το θάνατο δύο συγκρατουμένων του, οι οποίοι έφαγαν κρέας άρρωστου αλόγου.

Άλλωστε, μεταξύ των Ελλήνων συλληφθέντων ήταν και ένας ξάδερφος του Γεωργίου Λυκούργου, ο επίσης επιχειρηματίας Πέτρος Καμαρίνος, ο οποίος μάλιστα απελάθηκε από τη Χαβάη, ενώ ο αδερφός του Δημήτριος, κάτοικος Σαν Φρανσίσκο, προχώρησε επίσης σε ενημέρωση του ελληνικού προξενείου στη Νέα Υόρκη, το οποίο έκρινε την υπόθεση "τόσο σοβαρής φύσης και τόσο μεγάλης διεθνούς σημασίας για το βασίλειο της Ελλάδας" - σύμφωνα τουλάχιστον με δημοσίευμα της εφημερίδας The San Francisco Call στις 13.03.1895.

Από την άλλη, σύμφωνα με το πολύ μικρό βιβλιαράκι "The Story of Uncle George Lycurgus", που γράφτηκε πολλά χρόνια μετά, το 1956 και ενώ ο "θείος Τζορτζ" ήταν ακόμη εν ζωή, ο Λυκούργος φερόταν να θυμάται ότι... δεν είχε παράπονα από τη μεταχείριση που του επιφυλάχτηκε στις φυλακές, αλλά αντιθέτως θυμόταν ότι κάθε μέρα είχε εξασφαλισμένο κι ένα μπουκαλάκι κρασί!

Το καλοκαίρι του 1900, ο Γεώργιος Λυκούργος επέκτεινε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες ιδρύοντας το The Union Grill, το οποίο βέβαια θα έβαζε σε αρκετούς μπελάδες τον ιδιοκτήτη του, καθώς θα ελεγχόταν για το κατά πόσο σέρβιρε παράνομα αλκοόλ.


Στις 16 Δεκεμβρίου 1904, κύριο θέμα στο πρωτοσέλιδο της Hawaiian Gazette ήταν η ανάληψη της διοίκησης του ξενοδοχείου Volcano House από τον Γεώργιο Λυκούργο. Ο Λυκούργος ήταν ήδη ο μεγαλύτερος μέτοχος της επιχείρησης και σε συνεδρίαση των μετόχων, ενώ είχαν προηγηθεί εβδομάδες έντονης φημολογίας για το μέλλον του ξενοδοχείου, κατάφερε να εκλεγεί διευθυντής. Ωστόσο, ο Έλληνας, που μάλιστα μετά την εκλογή του κοινοποίησε δήλωση σχετικά με τις προθέσεις του να ανακαινίσει το χώρο ώστε να καταστεί προσιτός στους ντόπιους αλλά και σε τουρίστες, θα έπρεπε αναπόφευκτα να αποτραβηχτεί από το Union Grill, τη διαχείριση του οποίου άφησε στους στενούς συνεργάτες του. 

Και ενώ τα πρώτα χρόνια το όνομα του Τζορτζ Λυκούργου απασχολούσε τις εφημερίδες της Χαβάης (αλλά και του Σαν Φρανσίσκο) με τα ταξίδια του, τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες και τα μπλεξίματά του με το νόμο, με την πάροδο του χρόνου ο Έλληνας μετανάστης από τη Σπάρτη έγινε αγαπημένο παιδί του τοπικού τύπου, που δεν παρέλειπε να δημοσιεύει λεπτομέρειες από την καθημερινότητα τόσο τη δική του όσο και της οικογένειάς του.

Για παράδειγμα, μια επίσκεψη του Ιωάννη Λυκούργου, συγγενή του Γιώργου, στη Χονολουλού, έγινε θέμα στην εφημερίδα The Pacific Commercial Advertizer της 02.08.1902, που ενημέρωνε τους αναγνώστες της ότι ο συγγενής από την Ελλάδα έφερε μαζί του ορισμένα πουλιά, με σκοπό να τα αναθρέψει στη Χαβάη, αλλά μόνο ένα από αυτά κατάφερε να επιβιώσει, ένας φασιανός. Ο σκοπός ήταν να δημιουργηθεί μια ολόκληρη κοινωνία πουλιών, τα οποία θα αποτελούσαν - κάποια στιγμή στο μέλλον - δυνητικά θηράματα για τους Χαβανέζους κυνηγούς. Αν ο μοναδικός σωζόμενος φασιανός κατάφερε να αποκτήσει αρκετούς απογόνους, οι οποίοι είτε να κατέληξαν σε κάποιο φούρνο των κατοίκων της Χαβάης είτε κατάφεραν να διασωθούν με απογόνους μέχρι σήμερα, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Καλού κακού, όμως, αν ποτέ βρεθείτε στη Χαβάη και δείτε φασιανούς, μην αποκλείσετε το ενδεχόμενο αυτοί να έχουν... ελληνικές ρίζες!

Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να εντάξουμε ένα δημοσίευμα εφημερίδας της Χαβάης στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1906, που ανήγγειλε ότι ο Γεώργιος Λυκούργος με τη σύζυγό του (Αθηνά Γερασίμου με καταγωγή επίσης από τη Σπάρτη, με την οποία παντρεύτηκαν στην Ελλάδα το 1903) ετοίμαζαν ένα ακόμη ταξίδι για την Ελλάδα μέσω Ιαπωνίας, Κίνας, Ινδίας και του καναλιού του Σουέζ (αν και το ταξίδι εκείνο μάλλον δεν πραγματοποιήθηκε ή, αν πραγματοποιήθηκε, ήταν εξαιρετικά σύντομο). Στην πραγματικότητα το δημοσίευμα μάλλον ήθελε να εξάρει πόσο "εξαίρετος οδηγός" είχε γίνει ο κύριος Λυκούργος, ο οποίος πρόσφατα είχε αποκτήσει ένα μεγάλο αυτοκίνητο, το οποίο είχε συνηθίσει το χέρι του ιδιοκτήτη του και "αντιδρούσε με ετοιμότητα". Και κατέληγε ότι ο Λυκούργος δεν θα έπαιρνε το νέο του αυτοκίνητο στο σχεδιαζόμενο ταξίδι του στην Ελλάδα, αλλά όταν ερχόταν στη χώρα σχεδίαζε να νοικιάζει άλλο όχημα "για να το χρησιμοποιήσει στο Μαραθώνιο δρόμο και στο Στάδιο". Βέβαια, όπως αναφέρθηκε, υπάρχουν μεγάλες αμφιβολίες αν αυτό το ταξίδι όντως πραγματοποιήθηκε τελικά τη δεδομένη χρονική περίοδο, ωστόσο προξενεί εντύπωση πώς η εφημερίδα έκρινε χρήσιμο να πλέξει το εγκώμιο του Λυκούργου ως οδηγού, κάτι που μαρτυρεί το αυξημένο κύρος του στη νέα του πατρίδα.

Ακόμη πιο περίεργο ήταν ένα δημοσίευμα της The Pacific Commerical Advertizer στις 10 Σεπτεμβρίου 1909, που ούτε λίγο ούτε πολύ ενημέρωνε τους αναγνώστες της ότι "Ο Γ. Λυκούργος ήθελε να πατινάρει", επισκέφτηκε μάλιστα και μια σχετική πίστα, όμως έκανε το λάθος να μην δεχτεί το παραμικρό μάθημα με αποτέλεσμα να γλιστρήσει και να οριζοντιωθεί, ώστε χρειάστηκαν δεκαέξι άτομα για να σηκωθεί και πάλι στα πόδια του!

Το καλοκαίρι του 1906, έχοντας ολοκληρωθεί η πιο επιτυχημένη του εμπορικά σεζόν, το Volcano House θα ανακαινιζόταν ριζικά με αλλαγή στη διαρρύθμιση του υπάρχοντα χώρου, ώστε να δημιουργηθούν νέα δωμάτια φιλοξενίας των επισκεπτών, και με την προσθήκη ενός δεύτερου ορόφου για τον ίδιο σκοπό.



"Ύστερα από πολλές προσπάθειες να φτάσει στην ώρα του, ο Τζορτζ Λυκούργος έγινε Αμερικανός πολίτης την περασμένη Παρασκευή", ανακοίνωνε η εφημερίδα The Pacific Commercial Advertizer στις 30 Ιουλίου 1906. Και η εφημερίδα εξηγούσε στη συνέχεια ότι οι προηγούμενες απόπειρες του Έλληνα μετανάστη να πολιτογραφηθεί Αμερικανός απέτυχαν, επειδή ο (αρμόδιος) δικαστής Πάρσονς ήταν τρομερά ακριβής σε θέματα χρόνου, ώστε αρνιόταν να προχωρήσει τη διαδικασία ακόμη κι αν ο Λυκούργος αργούσε μόλις... κλάσματα δευτερολέπτου. Ε, την τελευταία Παρασκευή του Ιουλίου  του 1906 ο Τζορτζ Λυκούργος κατάφερε να φτάσει στην ώρα του - θα λέγαμε ότι φάνηκε... Βρετανός και όχι Έλληνας στα ραντεβού του - και πολιτογραφήθηκε επιτέλους Αμερικανός, κάτι που γιόρτασε δεόντως το ίδιο βράδυ "με εκλεκτή συντροφιά φίλων", όπως διαβάζουμε στο ίδιο δημοσίευμα.

Παράπλευρη απώλεια αυτής της εξέλιξης; Η δικαστική διεκδίκηση του Τζορτζ Λυκούργου εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, για την οποία "το ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης πιθανόν θα υποχωρήσει", όπως προέβλεπε η ίδια εφημερίδα την επόμενη μέρα, επισημαίνοντας ότι εξάλλου "δεν θα ήταν πατριωτικό για τον Τζορτζ να μηνύσει τον θετό Θείο Σαμ αμέσως μετά τις τελετές βάφτισης".

Τον Οκτώβριο του 1903, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στην Ελλάδα και την περιοχή της - υπό οθωμανική διοίκηση - Μακεδονίας κατήγγειλε τους "βάρβαρους" Βουλγάρους για τις "σφαγές" ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, σχολιάζοντας ότι "Η Τουρκία πρέπει είτε μόνη της να αντιμετωπίσει αυτή τη σφαγή είτε οι Δυνάμεις στο όνομα του πολιτισμού να βοηθήσουν, ώστε να σταματήσουν αυτές οι τρομερές αγριότητες".

Πορτρέτο του Γεωργίου Λυκούργου το 1910.


Πρώτο θέμα έγινε τον Ιανουάριο του 1913 η επιστροφή του στη Χαβάη μετά από πολύμηνη απουσία. "Ο Λυκούργος επιστρέφει στο σπίτι" ήταν ο τίτλος της Honolulu Star στις 20 Ιανουαρίου, ενώ το δημοσίευμα αναπαρήγαγε δηλώσεις του στον τοπικό τύπο σχετικά με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο των προηγούμενων μηνών, μιας και η έναρξη του βαλκανικού πολέμου τον είχε βρει στην Αθήνα. Για τις εφημερίδες της Χαβάης ο Λυκούργος αποτέλεσε ένα είδος πολεμικού ανταποκριτή μεταφέροντας την προσωπική του μαρτυρία, καθώς, όπως ισχυριζόταν, κατατάχθηκε εθελοντικά στον Ερυθρό Σταυρό και ταξίδεψε μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε μια μέρα μετά την απελευθέρωση της πόλης από τον ελληνικό στρατό, και αργότερα στη Βέροια. "βρήκαμε είκοσι γυναίκες, οι οποίες είχαν δεχθεί επίθεση από Τούρκους στρατιώτες την προηγούμενη νύχτα και το πρωί ..."

Και μπορεί ο Γεώργιος Λυκούργος ν' αγαπούσε πολύ την Ελλάδα, την οποία επισκεπτόταν συχνά (τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια από τη μετανάστευσή του στη Χαβάη), όμως το ίδιο δυνατά αγαπούσε και τη δεύτερη πατρίδα του. "Η Ελλάδα δεν συγκρίνεται με το ηφαίστειο της Κιλαουέα" δήλωνε  τον Αύγουστο του 1909, σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της εφημερίδας Sunday Advertizer της 08.08. "Θα βρεις πολλά ερείπια εκεί, όμως στο ηφαίστειο βρίσκεις κάτι καινούριο συνέχεια", δήλωνε - όχι βέβαια χωρίς μια διάθεση να διαφημίσει την επιχείρησή του, που βρισκόταν κοντά στο ηφαίστειο και επιβίωνε χάρη στους επισκέπτες φυσικού αξιοθέατου.

Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το θάνατό του το 1960 σε ηλικία 101 ή 102 ετών, το όνομα του Γεώργιου Λυκούργου θα συνδεόταν με το ηφαίστειο, το οποίο αποτελούσε μια πρώτης τάξεως διαφήμιση για το θέρετρό του - ειδικά όταν γίνονταν εκρήξεις. Ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, ο στρατηγός Μάρσαλ και άλλοι πολλοί ήταν μεταξύ των επισκεπτών του Volcano House. Τον Οκτώβριο του 1956, ο "θείος Τζορτζ" τιμήθηκε με το ανώτερο βραβείο των νησιών της Χαβάης, το "Splintered Padle". Όπως ανέφερε η σχετική επιστολή του τότε κυβερνήτη της Χαβάης, αποφασίστηκε να απονεμηθεί το βραβείο στον Γεώργιο Λυκούργο, διότι ήταν "από καιρό ένα ξεχωριστό και αφοσιωμένο μέλος της κοινότητας τη Χαβάης", ενώ με το παράδειγμά του εξέφραζε το πνεύμα ενός από τους πιο σημαντικούς τοπικούς νόμους, που ήταν γνωστός ως "Mamalahoe Kanawai" και είχε φιλανθρωπικό χαρακτήρα.



Περισσότερα θέματα για Έλληνες μετανάστες:
-- Πώς βρέθηκαν οι πρώτοι Έλληνες στην Αιθιοπία; Κέρδισαν από την πρώτη στιγμή την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα Ιασού και κατέκτησαν υψηλά αξιώματα

-- Ποιος ήταν ο πρώτος Έλληνας μετανάστης στην Αυστραλία;

-- Οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου