26 Νοεμβρίου 2018

Το Νοέμβριο του 1895 οι ιεράρχες συζητούσαν για τη μισθοδοσία του κλήρου, αλλά δεν ήθελαν να μετατραπούν οι ιερείς σε δημοσίους υπαλλήλους. Ποιες ήταν οι προτάσεις τους!

Νοέμβριος 2018. Η συμφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμου για μια σειρά θεμάτων, που απασχολούν τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις και τελικά απορρίφθηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών της Ιεραρχίας. Μία από τις προτάσεις που ενόχλησαν πολύ, γύρω από την οποία στράφηκε το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας συζήτησης, ήταν το αν θα έπρεπε να διακοπεί η μισθοδοσία των κληρικών από το δημόσιο ταμείο, όπως προέβλεπε η συμφωνία πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου.

Νοέμβριος 1895. Οι ιερείς έθεταν στο τραπέζι δύο μεγάλα ζητήματα: τη μόρφωση και τη μισθοδοσία του κλήρου. Πραγματικά, την εποχή εκείνη οι περισσότεροι εφημέριοι δεν είχαν ούτε τη στοιχειώδη μόρφωση, ενώ όσοι λειτουργούσαν σε μικρές και φτωχές, κυρίως αγροτικές, ενορίες αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, προβλήματα επιβίωσης, καθώς τα όποια έσοδά τους περιορίζονταν στα τυχερά συν τα έξοδα από κάποια άλλη απασχόληση. Ποιες ήταν όμως οι προτάσεις της Ιεραρχίας και διακεκριμένων επιστημόνων; Αυτές αναφέρονταν στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου, μη δημόσιου ταμείου για τη μισθοδοσία των ιερέων με ενδεχόμενη βοήθεια της πολιτείας τα πρώτα χρόνια με τη μορφή ετήσιου επιδόματος, πολύ κοντά στη συμφωνία του 2018, που οι Ιεράρχες απέρριψαν ασυζητητί.

Το ζήτημα της μισθοδοσίας των κληρικών δεν ήταν καινούριο. Η Ιεραρχία το έθετε σταθερά από το 1859, όμως η Πολιτεία είτε αδιαφορούσε είτε ανέβαλε τη λήψη σχετικών νομοθετικών πρωτοβουλιών – κι ας ήταν πολύ πιο θερμό το θρησκευτικό συναίσθημα την εποχή εκείνη, όταν ούτε γι’ αστείο δεν θα μπορούσε κάποιος να προτείνει ελαφρά τη καρδία τον οποιονδήποτε χωρισμό εκκλησίας και κράτους.

Το φθινόπωρο του 1895, ωστσόσο, η πολιτεία φαινόταν για πρώτη φορά έτοιμη ν’ αναλάβει δράση. Στις 23 Οκτωβρίου 1895 πραγματοποιήθηκε η τελετή για την έναρξη της ΜΓ΄ (43ης) περιόδου της Ιεράς Συνόδου παρουσία του υπουργού Παιδείας, Πετρίδη, ο οποίος υποσχέθηκε την ίδρυση ιερατικών σχολείων για τη μόρφωση του κλήρου, ώστε να επιδιδόταν «μετά ζήλου εις το εκπολιτιστικόν αυτού καθήκον», αλλά και την εξεύρεση μιας λύσης για τη μισθοδοσία των εφημέριων. 

Πράγματι, στις 16 Νοεμβρίου 1895 το υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως απηύθυνε εγκύκλιο «προς τους σεβασμιωτάτους Αρχιεπισκόπους και Επισκόπους και τας επισκοπικάς επιτροπάς του Κράτους», με την οποία ζητούσε τις γνώμες των φορέων της εκκλησίας σχετικά με τα δύο αυτά θέματα: τη μόρφωση των ιερέων και το μισθολογικό. Ειδικά δε για το ζήτημα της μισθοδοσίας των ιερέων, το υπουργείο ζητούσε με την εγκύκλιό του πληροφορίες «επί της υποδείξεως πόρων [..] και μάλιστα επί του δικαίου αναλόγως των αναγκών» των πέντε ή έξι χιλιάδων ιερέων, όπως υπολογιζόταν χοντρικά ο αριθμός τους.

Με αφορμή την εγκύκλιο του υπουργείου, η εφημερίδα Σκριπ άνοιξε το δημόσιο διάλογο καταγράφοντας τις δυσκολίες των απλών ιερέων, αλλά και ζητώντας τις γνώμες διαφόρων παραγόντων για τα δύο αυτά ζητήματα. Οι απόψεις ποικίλες, όμως με μία κοινή συνισταμένη: οι ιερείς δεν έπρεπε να  γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι.

Πρώτος κατέθεσε την άποψή του ένας «διακεκριμένος κληρικός», που μάλιστα περιγραφόταν ως «επίσημος κληρική εξοχότης», χωρίς όμως ν’ αναφέρεται τ’ όνομά του – άγνωστο γιατί. Ίσως επειδή αυτός έδειχνε να υποτιμά τις οικονομικές κακουχίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των ιερέων της εποχής – και κυρίως των παπάδων της επαρχίας – εκφράζοντας την αντίθεσή του όχι απλά με τη μετατροπή των ιερέων σε δημοσίους υπαλλήλους, αλλά ακόμα και με την ίδια την ανάγκη μισθοδοσίας τους!

«Εις την Ελλάδα η συναλλαγή, σας είπα, δεν θ’ αφήση ανενόχλητον ιερέα μισθοδοτούμενον υπό του δημοσίου, ενώ απεναντίας εν όσω θα είνε άμισθος τόσον το καλλίτερον. Έπειτα ρωτάτε εμένα, που είμαι εις θέσιν να γνωρίζω πολύ καλά, πόσα κερδίζουν οι ιερείς σήμερον εν Αθήναις. Κάμνουν περιουσίαις ολοκλήρους. Μη τους ακούτε να μεμψιμοιρούν» ήταν η αρχική του θέση. Στη συνέχεια πάντως έθιξε την καθυστέρηση ικανοποίησης του χρόνιου αιτήματος των ιερέων για μισθοδοσία, συναρτώντας το με το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας: «Εκτός τούτου λέγουν, ότι θα μας μισθοδοτήσουν, επί τόσα έτη τώρα. Διατί δεν προβαίνουν τέλος; Μας επήρε προ χρόνων διά τέτοιους λόγους τόσα και τόσα μοναστηριακά κτήματα. Τι γίνονται αι εισπράξεις των; Τα έφαγαν όλα, και ίσως περί παρομοίας υποθέσεως πρόκειται και σήμερον διά να μας πάρουν και τα υπολειπόμενα».

Στις 19 Νοεμβρίου, τις απόψεις του κατέθεσε μέσω του Σκριπ ο πρύτανης του Πανεπιστημίου, Αναστάσιος Διομήδης Κυριακός. ο οποίος επίσης τασσόταν κατά της μισθοδοσίας των ιερέων με το σκεπτικό ότι αφενός «η μισθοδοσία του κλήρου παρά του κράτους θα μετέβαλεν αυτούς εις υπαλλήλους και θα εξήρτα αυτούς από των ισχυόντων κομμάτων, όπερ ατοπώτατον», ενώ ακόμα και η ίδρυση ειδικού εκκλησιαστικού ταμείου προϋπέθετε – κατά την εκτίμησή του – καταβολή 3 εκατομμυρίων από τριπλάσιο κεφάλαιο, κάτι που ο ίδιος περιέγραφε ως «ακατόρθωτον».

Σύμφωνα με τον Κυριακό η λύση ήταν η εφαρμογή ενός σχεδίου... «Καλλικράτη» στην εκκλησία, δηλαδή η συγχώνευση ενοριών και ο μελλοντικός περιορισμός του αριθμού των ιερέων στο ένα τρίτο, δηλαδή να έμεναν μόνο 2000 ιερείς. «Ιερεύς έχων εις εαυτόν αναλογούσας 250 οικογενείας δύναται αξιοπρεπέστατα να συντηρήται, δύναται δε δηλ. να έχη περί τας 300 δρ. κατά μήνα. Διότι παρετηρήθη, ότι κατά μέσον όρον εκάστη οικογένεια δίδει κατά μήνα 1 δραχμήν και πλέον. Δώσατε λοιπόν εις τους ιερείς μεγάλας ενορίας και λύεται το ζήτημα της συντηρήσεως του κλήρου, άνευ ουδεμιάς θυσίας του κράτους ή άλλων δυσκολιών» ήταν η επιχειρηματολογία του.

Κάθετα αντίθετος σε οποιαδήποτε συμμετοχή της πολιτείας στο ζήτημα της μισθοδοσίας ήταν ο πολιτειολόγος Θεόδωρος Φλογαΐτης, οι απόψεις του οποίου φιλοξενήθηκαν στο Σκριπ στις 20 Νοεμβρίου: «Η πολιτεία ουδεμία επέμβασιν με την εκκλησίαν έκαμε ποτέ ούτε οφείλει να κάμη σήμερον. Αλλοίμονον δε αν η ελληνική πολιτεία επέμβη διά της μισθοδοσίας του κλήρου εις τον οργανισμόν του κλήρου. Εκτός τούτου διά την μισθοδοσίαν του κλήρου διά να μισθοδοτούνται 5-6,000 ιερείς απαιτείται η εξεύρεσις ειδικού κονδυλίου διά τον προϋπολογισμόν των εκκλησιαστικών, και η επίτευξις τούτου θα επέλθη ίσως διά φορολογικής τινος διατάξεως. Αλλά νομοθετικώς τούτο θα είνε τερατούργημα. Διότι εν όσω το Σύνταγμα επιτρέπει πολύ ορθώς την ανεξιθρησκείαν, και εν όσω οι κάτοικοι του ελληνικού βασιλείου δεν είνε άπαντες εντελώς ορθόδοξοι πώς δύνανται να φορολογούνται ούτοι έστω και ασημάντως διά την μισθοδότησιν του ορθοδόξου ιερέως, μεθ’ ου ουδεμίαν σχέσιν και συμφέροντα έχουσιν. Ώστε, νομίζω, ότι η ιδέα της μισθοδοτήσεως του κλήρου είνε εντελώς άστοχος και επιβλαβή εις τα συμφέροντα αυτού και της κοινωνίας».

Τις συζητήσεις που γίνονταν στους κόλπους της Ιεραρχίας αποκάλυψε ο μητροπολίτης Αργολιδοκορινθίας Νίκανδρος στις 21 Νοεμβρίου. Αυτές συνέκλιναν κατ’ αρχάς στην επιβολή μιας ειδικής μικρής φορολογίας, αλλά μόνο σε όσους ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί και παράλληλα είχαν την οικονομική δυνατότητα: «Είνε γνωστόν, ότι έκαστος χριστιανός, εκάστη οικογένειαν, σεις ο ίδιος θα πάτε μίαν φοράν, δύο φορές τον χρόνον εις την Εκκλησίαν, κάτι θα σας φορολογήση ο ιερεύς, μία δύο δραχμάς. Τοιουτοτρόπως φορολογούμεναι οικογένειαι εν Ελλάδι είνε 500,000 επί 2,5 εκατομμύρια πληθυσμού. Αν αφαιρέσητε τώρα 100,000 οικογενείας ξένης θρησκευτικότητος και πτωχάς, έχομεν 400,000 οικογενείας δυναμένας να συνεισφέρωσιν εκάστη ετησίως 8 δραχ. Ώστε έχομεν εκ του ενοριακού τούτου δικαιώματος 3 εκατομ. και 200,000 χιλ. το έτος, ποσόν αξιοσημείωτον δυνάμενον να χρησιμεύση ως το κυριώτερον έσοδον του μέλλοντος να ιδρυθή διά την μισθοδοσίαν του κλήρου Ιερατικού ταμείου και να εξασφαλίση εις τους ιερείς την ενοριακήν των πρόσοδον».

Πώς όμως θα γινόταν η είσπραξη αυτού του μικρού φόρου; Από το δημόσιο; Σύμφωνα με το μητροπολίτη υπήρχε «και η σκέψις διά να μη μισθοδοτούνται εκ του δημοσίου ταμείου οι ιερείς, να σχηματισθή ιδιαίτερον ιερατικόν ταμείον, όπως υπάρχη αίφνης το ιδιαίτερον ταμείον οδοποιιίας κλπ». Το πρόβλημα που απασχολούσε τους αρχιερείς αναφορικά με την ίδρυση του ειδικού ταμείου αφορούσε το ύψος των χρημάτων που θα έπρεπε ενδεχομένως να καταναλωθούν για τη συντήρησή του.

Ωστόσο, τα σχέδια της Ιεραρχίας, όπως συζητούνταν στους κόλπους της, δεν περιορίζονταν απλά στην επιβολή του παραπάνω ειδικού φόρου, αλλά προέβλεπαν επίσης «ασήμαντους διά τους χριστιανούς φορολογίας» - πλην όμως «δυναμένας να αυξήσωσι κατά πολύ τας 3,200,000 ετησίας εισπράξεις του ενοριακού δικαιώματος» - στα έξοδα τέλεσης γάμων και βαφτίσεων, έσοδα από την κατανάλωση των κεριών εφόσον το μονοπώλιό τους θα περιερχόταν στις εκκλησίες, αλλά δεν περιορίζονταν μόνο σ’ αυτές τις προτάσεις: «Και από τους αποθνήσκοντας αρχιερείς θα φροντίσωμεν να έχωμεν κάτι διά το ιερατικόν ταμείον. Θα υποχρεωθώσιν όπως μετά τον θάνατόν των, ν’ αφίνουν σημαντικά ποσά, εξ αυτών δε όχι ολίγον θα ενισχύεται το κεφάλαιόν μας. Ομοία πρόνοια ελήφθη, όπως συνεισφέρουν ετησίως εις το ταμείον και τα μοναστηριακά κτήματα». Έτσι, από τα χρήματα που θα συγκεντρώνονταν στο ταμείο με όλους αυτούς τους τρόπους, θα γινόταν η καταβολή μισθού στους ιερείς, ανάλογα με το μέγεθος της ενορίας του καθενός.

Στις 22 Νοεμβρίου, ο μητροπολίτης Σπάρτης Θεόκλητος εξειδίκευσε τις προτάσεις αυτές, ενώ έκανε σαφή αναφορά σ’ ένα ανεξάρτητο Ιερατικό ταμείο, το οποίο «ίνα λειτουργή και εκπληροί ανεξαρτήτως το ευεργετικόν έργον του διά τους ιερείς μη συγχροτιζόμενον καθόλου με το κράτος και την πολιτικήν, θ’ αποτελήται εκ πενταμελούς επιτροπής αποτελουμένης εκ τινων συνοδικών και ενός λογιστού τραπέζης τινός. Η επιτροπή αύτη θα λαμβάνη το εκ του εκκλησιαστικού χαρτοσήμου εισπραττόμενον χρήμα, όπερ θα κατατίθεται εις το Ιερατικόν ταμείον, το οποίον θα αποστέλλη μηνιαίως εις κάθε Αρχιεπίσκοπον των νομών του κράτους τους μισθούς των ιερέων της περιοχής των».

Σ’ ό,τι αφορά τις πηγές των εσόδων του ταμείου αυτού, οι συζητήσεις των ιεραρχών κατέτειναν στο ότι η κυβέρνηση θα παρείχε ετήσιο επίδομα 300,000 δραχμών «διά την υποστήριξιν του συστηθησομένου Ιερατικού ταμείου διά την μισθοδοσίαν μόνον των εφημερίων», θα επιβαλλόταν φόρος 1 λεπτού σε όλους σχεδόν τους δημόσιους φόρους, θα φορολογούνταν «απολύτως» τα μοναστήρια, στο ταμείο θα εισέρρεε «το πεμπτημόριον της περιουσίας των αποθνησκόντων αρχιεπισκόπων (= μητροπολιτών), των μοναχών και των λοιπών κληρικών», ενώ και «εκ πάσης νέας χειροτονίας Αρχιεπισκόπου εις το μέλλον θα εισπράττωμεν 300 δρ, ιερέως 100 και διακόνου διά την κουράν 25 δρ.». Προκειμένου δε «να μη επέρχεται ουδεμία ανάμιξις του Ιερατικού ταμείου μετά του Δημοσίου, θα εκδοθή Εκκλησιαστικόν χαρτόσημον», διά του οποίους θα εισπράττονταν «και οι επιβληθησόμενοι ελάχιστοι φόροι εις τον λαόν».

Φυσικά, το πρόβλημα της μισθοδοσίας των ιερέων δεν λύθηκε το 1895 – ούτε και ήταν εύκολο να λυθεί σ’ ένα κράτος χρεωκοπημένο. Το πόσο ρεαλιστικές ήταν οι σκέψεις και οι προτάσεις των ιεραρχών δεν μπορεί να κριθεί σήμερα, ύστερα από 123 χρόνια με τελείως διαφορετικά οικονομικά δεδομένα, όμως σίγουρα εντυπωσιάζει το γεγονός ότι οι ίδιοι οι ιεράρχες κατέθεταν προτάσεις τέτοιες, που δεν θα καθιστούσαν τους ιερείς απλούς δημόσιους υπαλλήλους, αλλά θα οδηγούσαν στη δημιουργία ειδικού Ιερού ταμείου με αξιοποίηση και φορολόγηση της περιουσίας των μοναστηριών, ειδική φορολόγηση μόνο των πιστών και με άλλες δημιουργικές ιδέες, ο δε ρόλος του κράτους θα ήταν απλά βοηθητικός!


Ρίξτε μια ματιά και σ' αυτά:
-- Πώς ένας από τους πιο διακεκριμένους Έλληνες θεολόγους του 20ου αιώνα επιχειρηματολόγησε σε άρθρο του υπέρ της καύσης των νεκρών ήδη από το 1912
-- Όταν μια ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από την Εκκλησία ν' αφορίσει τους εμπρηστές των δασών
-- Γιατί το 1918 ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών απαγόρευσε την προβολή ταινίας με θέμα την ζωή του Ιησού! [Plus λινκ για να δείτε την ταινία]
-- "Οι λίθοι και ο σίδηρος να διαλυθούν, αλλά αυτοί να μην διαλυθούν". Ένας αφορισμός του 1837 γραμμένος στα ελληνικά και τα αρβανίτικα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου