27 Δεκεμβρίου 2024

Σωκράτης Ίβος: Ο πρώτος Αθηναίος οπαδός του Κομφούκιου

Η δίκη του Αντώνιου Κωσταγερακάρη και του Γεώργιου Μητσέα, που ξεκίνησε το πρωί της 17ης Δεκεμβρίου 1905 σε μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία των πλέον πολύκροτων στα ελληνικά δικαστικά χρονικά. Άλλωστε ήταν η πρώτη –και μοναδική μέχρι σήμερα– φορά που στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονταν δύο εμπλεκόμενοι στη δολοφονία ενός Έλληνα πρωθυπουργού, του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, ο οποίος την 31η Μαΐου 1905 είχε πέσει νεκρός μετά από ένα καίριο χτύπημα με στιλέτο που είχε δεχτεί από τον Κωσταγερακάρη έξω από το κτίριο της Βουλής (σήμερα Παλαιά Βουλή).

Η δίκη βέβαια δεν έκρυβε μεγάλες αποκαλύψεις, αφού εξάλλου το κίνητρο της δολοφονίας ήταν εξαρχής γνωστό και δεν είχε πολιτικές προεκτάσεις: ο δράστης επιτέθηκε στον πρωθυπουργό εν είδει εκδίκησης για την απόφαση της κυβέρνησης να κλείσει τις χαρτοπαικτικές λέσχες, εξαιτίας της οποίας ο ίδιος είχε μείνει άνεργος, ενδεχομένως μετά από παρότρυνση ενός ανθρώπου του υποκόσμου, του Γ. Μητσέα, ο οποίος οδηγήθηκε επίσης ενώπιον της Δικαιοσύνης και εν τέλει καταδικάστηκε ως ηθικός αυτουργός του εγκλήματος.

Η δίκη εκείνη όμως, που καλύφτηκε εκτενέστατα από τον αθηναϊκό τύπο επί εβδομάδες, έκρυβε μια αναπάντεχη έκπληξη, καθώς αποκάλυψε τον πρώτο Έλληνα κάτοικο Αθηνών –λογικά και του ελληνικού κράτους συνολικά– που ήταν οπαδός μιας εν πολλοίς άγνωστης θρησκείας στο μέσο Έλληνα της εποχής, του Κομφουκιανισμού!

Στη συνεδρίαση του Κακουργιοδικείου στις 27 Δεκεμβρίου 1905, μεταξύ των μαρτύρων, που είχαν κληθεί για να καταθέσουν, περιλαμβανόταν και ο καθηγητής ξένων γλωσσών, Σωκράτης Ίβος. Όταν ήρθε η σειρά του για να καταθέσει, ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Π. Κουμανταρέας, κάλεσε το μάρτυρα να βάλει το χέρι στο Ευαγγέλιο, όπως άλλωστε γινόταν κάθε φορά σε όλες τις δίκες. Τότε, ο Σωκράτης Ίβος αρνήθηκε να ορκιστεί δηλώνοντας ότι δεν πίστευε στο Χριστό και στο Ευαγγέλιο, αλλά «εις την ιδέαν της ψυχής και την ύπαρξίν της, εις την ύλην, εις την ιδέαν της πίστεως, εις την μετεμψύχωσιν κλπ», όπως μεταφέρθηκαν τα λόγια του από το δημοσιογράφο της εφημερίδας Καιροί. Μετά από ερώτηση του έκπληκτου προέδρου (όπως έκπληκτοι είχαν μείνει και όλοι οι παρόντες στην αίθουσα), ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι ήταν οπαδός του Κομφουκιανισμού και έβγαλε από την τσέπη του ένα χρυσόδετο βιβλίο γραμμένο στα γαλλικά, που περιείχε τη φιλοσοφία του Κομφούκιου, και ζήτησε να ορκιστεί επ’ αυτού!

 

Στο σημείο εκείνο παρενέβη ένας από τους ενόρκους, ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Δέρβος, ο οποίος παρατήρησε ότι δεν μπορούσε να γίνει ορκωμοσία επί του συγκεκριμένου βιβλίου, επειδή ήταν ένα βιβλίο φιλοσοφικό και όχι θεολογικό: «Νομίζω ότι δεν είνε δυνατόν να ορκισθή επί του βιβλίου αυτού ο μάρτυς, κ. Πρόεδρε. Αυτό είνε το σύστημα του Κομφουκίου, δεν είνε ανεγνωρισμένον ιερόν βιβλίον». Η παρέμβαση αυτή προκάλεσε σύγχυση στο δικαστήριο, ο πρόεδρος του οποίου αποφάσισε να μην εξεταστεί ο μάρτυρας μέχρι το δικαστήριο ν’ αποφανθεί αν το βιβλίο, που είχε προτείνει ο Σ. Ίβος, ήταν ιερό ή όχι! Εφόσον δεν προκύπτει από τα εξόχως αναλυτικά ρεπορτάζ των εφημερίδων κάποια άλλη παρουσία του Ίβου στη δίκη των Κωσταγερακάρη και Μητσέα, εύλογα εικάζουμε ότι το δικαστήριο έκρινε το προταθέν βιβλίο μάλλον φιλοσοφικό παρά θεολογικό –και κατ’ επέκταση τον Κομφουκιανισμό μια φιλοσοφική θεωρία παρά μια οργανωμένη θρησκεία.

Η αποκάλυψη των αναπάντεχων θρησκευτικών πεποιθήσεων του Σωκράτη Ίβου αποτέλεσε θέμα συζητήσεων τις επόμενες μέρες. Αναπόφευκτα υπήρξαν δημοσιεύματα που εμφάνιζαν τον καθηγητή ξένων γλωσσών ως ιδιόρρυθμο, παρότι μέχρι τότε δεν είχε δώσει ποτέ κάποια αφορμή να περιληφθεί το όνομά του στον κατάλογο των ιδιόρρυθμων «τύπων» της πρωτεύουσας. Μάλιστα ένα δημοσίευμα στην εφημερίδα Εστία ισχυριζόταν αναληθώς ότι ο «από ετών εγκατεστημένος εις τας Αθήνας, με μορφήν ξανθού οσιομάρτυρος» καθηγητής ήταν δήθεν «γνωστότατος Αθηναϊκός τύπος», ο οποίος μέχρι προ τριών ετών «ήτο φιλόθρησκος και εσταυροκοπείτο εις κάθε λάθος, το οποίον εύρισκεν εις τα θέματα του μοναδικού μαθητού του», ώσπου μια μέρα εντελώς ξαφνικά δήλωσε στη σπιτονοικοκυρά του «ότι εις το εξής δεν πιστεύει Θεόν και Αγίους, αλλά μόνον εις την αθανασίαν της ψυχής» μετά από άγνωστο όραμα που είχε ανεβαίνοντας την οδό Ασκληπιού!

Φυσικά, ο δημοσιογραφικός ισχυρισμός ήταν ανακριβέστατος, μια πρώτη πρόγευση του διασυρμού που επρόκειτο να υποστεί ο Σωκράτης Ίβος τα επόμενα χρόνια από τους όχι ιδιαίτερα ανεξίθρησκους και ανεκτικούς στο διαφορετικό Αθηναίους δημοσιογράφους –και όχι μόνο. Πριν φτάσουμε όμως στην αρνητική δημοσιότητα που ακολούθησε, κάποια βιογραφικά στοιχεία του Σωκράτη Ίβου, σύμφωνα με δύο πηγές: ένα αφιέρωμα στην εφημερίδα Ακρόπολις στις 29.12.1905 και ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δάφνη την πρωτομαγιά του 1911. Το δεύτερο, επρόκειτο να είναι το πρώτο μιας σειράς αυτοβιογραφικών κειμένων, τα οποία τελικά δεν είδαν το φως της δημοσιότητας, επειδή πολύ απλά το περιοδικό σταμάτησε να κυκλοφορεί!

Ο πρώτος, λοιπόν, γνωστός Έλληνας Κομφουκιστής γεννήθηκε στην Οδησσό στις 23 Ιανουαρίου 1875. Θείος του ήταν ο Αστέριος Ίβος με καταγωγή από τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας, ο οποίος πολέμησε υπό τον Καραϊσκάκη και σκοτώθηκε από τους Τούρκους στη μάχη του Χαϊδαρίου. Η μητέρα του ήταν ελληνογαλλίδα, η οποία είχε ζήσει για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, ο δε πατέρας της –δηλαδή ο παππούς του Σωκράτη– καταγόταν από τη Μακεδονία, είχε διατελέσει υποπρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια και κάποια στιγμή του απονεμήθηκε το παράσημο του Σωτήρος.

Αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια, σχολίαζε: «Ανετράφηκα υπό τον ουρανόν της τυραννίας και του σατραπισμού και υπό τον ήχον του κνούτου». Όταν μεγάλωσε, έφυγε για το Παρίσι, όπου σπούδασε χημεία, ζωολογία, μαθηματικά και φιλολογία. Εκεί, σε ηλικία 18 ετών έπεσε στα χέρια του ένα βιβλίο, που στάθηκε καθοριστικό για τη μετέπειτα πορεία του: «Η αλλόκοτη ιστορία του Πέτερ Σλέμιλ» (στην Ελλάδα γνωστό και ως «Ο άνθρωπος που πούλησε τον ίσκιο του στον διάβολο») του Άντελμπερτ φον Σαμίσο. Σχετικά με την επίδραση που είχε η αλληγορική αυτή νουβέλα στην ιδιοσυγκρασία του, ο Σωκράτης Ίβος έγραφε: «Το έργον αυτό μου έδωσε να εννοήσω τι είναι πατρίς και τι διεθνισμός και ηρώτησα εμαυτόν. Τι είμαι: Γάλλος αφού μένω εν Γαλλία και εκ μητρός τοιαύτης, Ρώσσος αφού εγεννήθην εν Οδύσσω ή Έλλην αφού οι πρόγονοί μου ήσαν τοιούτοι;».

Αναζητώντας την ταυτότητά του, αρχικά επεδίωξε να καταταχθεί στο γαλλικό στρατό, όμως δεν είχε ακόμη συμπληρώσει το απαιτούμενο ηλικιακό όριο. Έτσι, αποφάσισε να υπηρετήσει στο στρατό της Ρωσίας.

Σημαντική ημερομηνία στη ζωή του ήταν 27η Μαρτίου 1895. Τη μέρα εκείνη, ο Σωκράτης επισκέφθηκε ένα ρωσικό βιβλιοπωλείο επιθυμώντας ν’ αγοράσει ένα βιβλίο του Τολστόι. Εκεί, στο βιβλιοπωλείο, γνώρισε τον αναρχικό («μηδενιστή») Παταβολοσάσκι, ο οποίος είχε αρνηθεί να δώσει όρκο στον Τσάρο ενώπιον κάποιου δικαστηρίου. Οι δυο άνδρες ξεκίνησαν μια συζήτηση περί όρκου, την οποία ο Σωκράτης συνέχισε δυο μέρες αργότερα με μια «προκλητική», όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει, επιστολή προς τον Παταβολοσάσκι, ο οποίος του απάντησε στις 2 Απριλίου επικαλούμενος τον Κομφούκιο.

Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ο Σωκράτης Ίβος άκουσε για τη μελέτη του Κομφούκιου, την οποία και άρχισε αμέσως να μελετά. «Μετά την μελέτην αυτού έγραψα την 5 και 11 Απριλίου επί τη βάσει των σκέψεων του Κομφουκίου και τον έφερα εις τοσαύτην δυσκολίαν ώστε την 14 Απριλίου εζήτησε δι’ επιστολής την διάλυσιν της επιστολογραφίας και ούτω απέφυγα τον μηδενισμόν και δεν έγινα όργανον των ξένων, διότι  δεν ηξεύρω τι μπορούσα να γίνω αν εγραφόμην εις την στοάν των μηδενιστών, δηλ. ο Κομφούκιος μου ήνοιξε τα μάτια», σχολίαζε στην αυτοβιογραφία του.

Την περίοδο εκείνη γνωρίστηκε και με την κ. Εμερύ, μαθήτρια του Λεόν Ντερονί, η οποία  του εξήγησε περισσότερες λεπτομέρειες του Βουδισμού και του Κομφουκιανισμού. Σύχναζε στην επονομαζόμενη οικία Μουζέ-Γκιμέ, κοντά στην πλατεία του Τροκαντερό, όπου συναντιόντουσαν οι Γάλλοι οπαδοί του Κομφούκιου. Αξίζει να σημειωθεί ότι διακρίθηκε σε πολλούς φιλολογικούς διαγωνισμούς και μάλιστα στις 28 Ιουνίου 1896 έλαβε από το Γάλλο πρωθυπουργό Λεόν Μπουρζουά το πρώτο βραβείο της γαλλικής φιλολογίας, ενώ εκεί γνωρίστηκε και με τον –αργότερα διάσημο– Έλληνα γιατρό Σωκράτη Λαγουδάκη.

Στην Ελλάδα ήρθε για πρώτη φορά το 1897 με σκοπό να πάρει μέρος στον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο κατατασσόμενος στη λεγεώνα των Φιλελλήνων. Παρά την αρνητική έκβαση του πολέμου, επέλεξε να παραμείνει στην Ελλάδα και μάλιστα αργότερα έφερε εδώ και τον πατέρα του, ο οποίος εγγράφηκε στο μητρώο αρρένων του δήμου Αθηναίων υπό τον αύξοντα αριθμό 27.366!

Ο Σωκράτης Ίβος βιοποριζόταν διδάσκοντας αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Φερόταν όμως να γνωρίζει και να μελετά πολλές γλώσσες ακόμα, ορισμένες εκ των οποίων ήταν «νεκρές»: αραβική, τουρκική, περσική, χαλδαϊκή, αρμενική, εβραϊκή, ιαπωνική, κινεζική, βαβυλωνιακή, σανσκριτική κλπ. –και φυσικά και τα ελληνικά, τα οποία μιλούσε με ιδιαίτερη προφορά.

Στο αφιέρωμα της εφημερίδας Ακρόπολις (29.12.1905) γράφτηκε, αλλά δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί από άλλη πηγή, ότι όχι απλά ήταν παρών στα αποκαλυπτήρια του Μαυσωλείου των πεσόντων φιλελλήνων στον αγώνα του 1821, τα οποία είχαν πραγματοποιηθεί στο Ναύπλιο το 1903, αλλά και ότι εκφώνησε λόγο στα γαλλικά, καταθέτοντας κάποιες προτάσεις, όπως το ότι «εις το Παλαμήδι, ως φέροντος του λόφου το όνομα του μεγάλου αστρολόγου Παλαμήδη, δεν έπρεπε να υπήρχον φυλακαί, αλλ’ αστεροσκοπείον, το δε Μπούρτσι να μην ήτο δωμάτια δημίων, αλλά φάρος μέγας διά να μη τσακίζωνται τα καταπλέοντα εκεί πλοία».

Στο ίδιο δημοσίευμα, μιλώντας για τον Κομφουκιανισμό παρατήρησε ότι «Η βάσις της θρησκείας του Κομφουκίου είναι η αιωνία τελειοποίησις του εαυτού εκάστου ανθρώπου, επί τω σκοπώ της τελειοποιήσεως των άλλων. Και ενώ η Χριστιανική θρησκεία διδάσκει το “πίστευε και μη ερεύνα” και “μη ερευνάτε τας Γραφάς” επιβάλλει την κτηνώδη άγνοιαν πάντων και υποταγήν εις ό,τι δήποτε, απ’ εναντίας ο Κομφούκιος παραγγέλλει “εννόησον τα πάντα και υποτάχθητε εις όσα πρέπει”».

Όσον αφορά την προσωπική του στάση απέναντι στο Χριστιανισμό, ανέφερε: «Σέβομαι το θρήσκευμα κάθε λαού, τα δε θρησκευτικά σας έθιμα τα ανέχομαι, όταν τύχη καμμιά σύμπτωσις να ευρεθώ απέναντί των, από “ετικέττα”». Σε ερώτηση δε του δημοσιογράφου αν θα παντρευόταν ποτέ ενώπιον ιερέα, σχολίασε: «Ίσως να το υποστώ αυτό διά τους τύπους και επειδή ουκ ην άλλως γενέσθαι. Εγώ όμως ατομικώς ουδεμίαν σημασίαν δίδω εις τας ευχάς της Εκκλησίας. Ευχή εκκλησίας δι’ έκαστον άνθρωπον είναι αι καλαί του πράξεις, Ευαγγέλιον δε και βωμός δι’ αυτόν η συνείδησίς του. Εγώ πιστεύω τον Κομφούκιον, διότι είναι κατ’ εμέ ο αληθέστερος απόστολος, ο μόνος ζητών την ανάπτυξιν και τον φωτισμόν του ποιμνίου του και ο μόνος του οποίου αι αρχαί συμφωνούν με τα υπό της επιστήμης λεγόμενα».

Το καλοκαίρι του 1907, ο Σωκράτης Ίβος ετοιμαζόταν να εκδώσει βιβλίο ή βιβλία για τη ζωή του Βούδα και του Χουγγ-φου-τσε (Κομφούκιου), καθώς και για τη θεώρηση του Κομφουκιανισμού. Δεν είναι γνωστό αν τα συγγραφικά του σχέδια υλοποιήθηκαν. Το σίγουρο είναι ότι το καλοκαίρι του 1907 ο ίδιος βρέθηκε για δεύτερη φορά σε έναν κυκεώνα έντονης δημοσιότητας με αφορμή την εξαιρετικά δημοφιλή θεατρική επιθεώρηση «Παναθήναια». Επρόκειτο για μια πολύ περίεργη ιστορία, που κατά τη γνώμη μου στήθηκε με την ανοχή των θεατρικών συγγραφέων (οι Μπάμπης Άννινος και Γεώργιος Τσοκόπουλος) για διαφημιστικούς λόγους ή απλά για την πλάκα, να γελάσουν κάποιοι με τον παράξενο στα μάτια τους και κατά τα φαινόμενα αρκετά ιδιόρρυθμο (κάπως εύθικτο και αρκετά σοβαροφανή) οπαδό του Κομφούκιου.

Σε μια σκηνή της επιθεώρησης, ο ηθοποιός Χαλκιόπουλος, έχοντας μεταμορφωθεί για να θυμίζει καταπληκτικά τον Ίβο, εμφανιζόταν υπό το όνομα «Κομφούκιος» να διδάσκει γαλλικά σ’ έναν Ζακύνθιο επιθεωρητή. Ο καθηγητής των ξένων γλωσσών ενημερώθηκε σχετικά από «φίλους» του από την πρώτη κιόλας βραδιά. Μετά από προτροπή των ίδιων «φίλων» έστειλε επιστολή στον ένα εκ των συγγραφέων, τον Γ. Τσοκόπουλο, ζητώντας να αφαιρεθεί η επίμαχη σκηνή και να δημοσιευτεί στις εφημερίδες δήλωση ότι δεν υπήρχε πρόθεση προσβολής του.

Πέραν αυτού, με δική του πρωτοβουλία ο Σ. Ίβος παρουσιάστηκε στο διευθυντή της αστυνομίας για να διαμαρτυρηθεί και να ζητήσει την αφαίρεση της σκηνής. Οι  παρατηρήσεις του αστυνομικού διευθυντή ότι η παράσταση θα λειτουργούσε διαφημιστικά για εκείνον και ότι άλλος μάλιστα θα πλήρωνε για μια τέτοια ρεκλάμα που θα του αύξανε την πελατεία, δεν έπεισαν τον Σωκράτη. Έτσι, με διαταγή της αστυνομίας οι συγγραφείς υποχρεώθηκαν να αφαιρέσουν τη σκηνή άμεσα, όπως και έγινε.

Όμως οι «φίλοι» δεν είχαν λογαριάσει την εμπλοκή της αστυνομίας. Είτε, σύμφωνα με μία πηγή, άλλαξαν το κείμενο της επιστολής που επιδόθηκε στον Τσοκόπουλο και εμφάνιζαν τον Ίβο να καλεί το θεατρικό συγγραφέα και δημοσιογράφο σε μονομαχία είτε, σύμφωνα με δεύτερη εκδοχή, ο ίδιος ο Τσοκόπουλος αισθανόταν δήθεν θιγμένος... γεγονός είναι ότι μια –μάλλον όχι και τόσο απρόοπτη συνάντηση– των δύο ανδρών στην πλατεία Συντάγματος στις 23 Ιουλίου 1907 κατέληξε σε μια παρωδία μονομαχίας το ίδιο βράδυ (μετά τα μεσάνυχτα!), που απλά έδωσε υλικό για να γεμίσουν οι σελίδες των αθηναϊκών εφημερίδων την επομένη, κοροϊδεύοντας σε εξευτελιστικό βαθμό τον σοβαροφανή Ίβο, ο οποίος νόμιζε ότι επρόκειτο για πραγματική μονομαχία και ότι όντως είχε τραυματιστεί ελαφρά ο αντίπαλός του. Μεταξύ των μαρτύρων αυτής της παρωδίας μονομαχίας ήταν και ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου.

Δεν δίνω βάση στις απίστευτα πολλές λεπτομερείς περιγραφές των δημοσιευμάτων των εφημερίδων, διαβάζοντας τα οποία εκτιμώ ότι επρόκειτο ξεκάθαρα για μια άγρια φάρσα σε βάρος ενός ανθρώπου αρκετά αγαθού και ευκολόπιστου, που δεν πρέπει να είχε πολύ χιούμορ στην καθημερινή του ζωή, μια άγρια φάρσα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ανήθικη, αφού κύριος στόχος της ήταν ο διασυρμός ενός ανθρώπου για να κάνουν κάποιοι το κέφι τους. Άλλωστε για το μέσο Αθηναίο της εποχής και μόνο η δήλωση ενός συμπολίτη του –και μάλιστα ελληνικής καταγωγής– ότι πίστευε σε μια μυστηριώδη ανατολίτικη θρησκεία, αποτελούσε από μόνη της λόγο για καζούρα. Η ανεξιθρησκεία στα χειρότερά της...

Θα σταθώ ωστόσο στο κείμενο της διαθήκης, που είχε συντάξει ο Ίβος πριν τη μονομαχία με τον Τσοκόπουλο, όπως τουλάχιστον την αναπαρήγαγαν οι εφημερίδες:

«Εγώ ο υποφαινόμενος Σ. Σ. Ίβος έχων σώας τας διανοητικάς μου δυνάμεις δηλώ, ότι αι τελευταίαι θελήσεις μου είνε αι εξής: εν περιπτώσει καθ’ ην ήθελον εύρει τον θάνατον εις την ένοπλον συνάντησιν η οποία θα γείνη σήμερον μεταξύ εμού και του κ. Τσοκοπούλου.

1ον . Όπως το εν λόγω πρόσωπον μη καταδιωχθή ποσώς διά τους εξής δύο λόγους: ότι δεν προετίθετο αρχικώς να με υβρίση αφού δεν με είχε σατυρίση κατά τας δώδεκα πρώτας παραστάσεις του έργου του. Και ότι η σκηνή η σατυρίζουσά με αφηρέθη τη αιτήσει μου. Και δεύτερον διότι και αυτός όπως και εγώ είνε θύμα κοινωνικής προλήψεως μεταδοθείσης από αιώνος εις αιώνα. Ενώ οι άνθρωποι εφιλονίκουν μαχόμενοι διά την κατοχήν μιας γυναικός ή ενός αντικειμένου και κατά συνέπειαν είνε τούτον σημείον βαρβαρότητος και ίχνη αγριότητος των πρωτογόνων λαών προωρισμένη να εκλείψη.

Έπεται εκ τούτου ότι το πρόσωπον ηθικώς και ασυναισθήτως υπεύθυνον τοιαύτης διπλής δολοφονίας επιβαλλομένης παρ’ αισθήματος τιμής τόσον γελοίου όσον και ηλιθίου είναι αυτό το οποίον εισήγαγεν εις το έργον την περί ης ο λόγος σκηνήν και αφού διαφεύγει τους κοινωνικούς νόμους και είθε η συνείδησίς του να τον μέμφεται ισοβίως διά την πράξιν του (αμήν) ανάθεμα εις την μνήμην του γένοιτο. (Σ.σ. ακολουθούσε η διανομή της όποιας περιουσίας του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και στην ανέγερση τεμένους του Κομφούκιου στην Αθήνα]»

Ο Σωκράτης Ίβος ξαναβρέθηκε στο στόχαστρο των δημοσιογράφων το Μάιο του 1910, όταν κλήθηκε μαζί με άλλους «αγύμναστους», δηλαδή πολίτες που δεν είχαν υπηρετήσει τη θητεία τους στον ελληνικό στρατό, να συμμετάσχουν σε στρατιωτικές ασκήσεις. Τότε μάλιστα έγινε και εύζωνος! Το περιοδικό Ελλάς (23.05.1910) δημοσίευε δύο φωτογραφίες του Ίβου πριν και μετά την κατάταξή του:

Η εφημερίδα Πατρίς δημοσίευε τακτικά διάφορα –πραγματικά ή φανταστικά– ανεκδοτολογικά συμβάντα, στα οποία συχνά πρωταγωνιστούσε ο κομφουκιστής καθηγητής. 
Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό δημοσίευμα στο φύλλο της 19.05.1910: 

Τα επόμενα δύο χρόνια η αρνητική δημοσιότητα επανερχόταν σποραδικά με διάφορα δημοσιεύματα. Όμως και ο ίδιος φαινόταν αλλαγμένος. Η επιμελημένη εξωτερική εμφάνισή του αποτελούσε παρελθόν, αποτέλεσμα οικονομικής δυσπραγίας που πιθανόν σχετιζόταν με τα χλευαστικά σχόλια των προηγούμενων ετών από τότε που αποκαλύφτηκαν οι αναπάντεχες θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Κατ’ επέκταση δε η φτώχεια φαίνεται ότι είχε αρχίσει σταδιακά να επιδρά και σε κάποιες κοινωνικές συμπεριφορές του ίδιου του Ίβου.

Από την εφημερίδα Πατρίς, 26.06.1912:

 

Κάποιες φορές έδινε και ο ίδιος δικαιώματα, όπως όταν ανήγγειλε τον Ιούνιο του 1911 ότι είχε κατασκευάσει χρυσά νομίσματα με τη θέλησή του και μόνο, προορισμένα για τους συμπολίτες του και όχι για τον ίδιο, παρά την οικονομική του δυσπραγία! Ή τον Ιούλιο του 1912, όταν ανακοίνωσε την κατασκευή συσκευής που θα μπορούσε να μεταφέρει τις σκέψεις του ως άλλος ασύρματος τηλέγραφος μέχρι την Αμερική. 

Άλλες φορές απλά αποτελούσε εύκολο στόχο για καζούρα, όπως όταν το Μάιο του 1912 με δική του βούληση ακολούθησε πεζοπορώντας τους εφέδρους που συμμετείχαν σε μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια στη Θήβα. «Εις τας Θήβας οι στρατιώται κατηυλίσθησαν, έφαγαν, ανεπαύθησαν. Ο Ίβος τίποτε απ’ αυτά. Έφαγε μόνον ένα λουκουμάκι και έπιε ένα ποτηράκι νερό. Κατόπιν ανεχώρησε πάλιν πεζή εις Αθήνας όπου μας ήλθε χθες. Θαύμα αντοχής. Ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν του. Είνε χορτοφάγος» (εφημερίδα Καιροί, 13.05.1912).

Το Σεπτέμβριο του 1912, ο Σωκράτης Ίβος κατατάχθηκε εθελοντικά στο στρατό και πολέμησε στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια τουλάχιστον του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Το γεγονός εντυπωσίασε την αθηναϊκή κοινωνία, που προφανώς αγνοούσε –ή είχε ξεχάσει– ότι εξαρχής είχε έρθει στην Ελλάδα με αφορμή τον ατυχή πόλεμο του 1897.  

Στο επόμενο δημοσίευμα του περιοδικού Ελλάς (11.04.1913), ο πρώτος Έλληνας Κομφουκιστής περιέγραφε μια συνάντησή του με το διάδοχο Γεώργιο, στον οποίο είχε αποπειραθεί να εξηγήσει πώς ο Κομφούκιος είχε βοηθήσει στην ελληνική νίκη!


Η τελευταία φορά που ο Σωκράτης Ίβος απασχόλησε τις εφημερίδες ήταν το Φεβρουάριο του 1915, όταν βρέθηκε έξω από τα Ανάκτορα επιχειρώντας να επηρεάσει τηλεπαθητικά τις πολιτικές συσκέψεις, που θα έκριναν αν η Ελλάδα θα έβγαινε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ ή αν θα κρατούσε στάση ουδετερότητας. Δεν γνωρίζουμε προς ποια κατεύθυνση επιχειρούσε να επηρεάσει τις αποφάσεις, πάντως ήταν γνωστό ότι τα παλιότερα τουλάχιστον χρόνια ήταν ένθερμός οπαδός του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Άγνωστο πότε, εγκαταστάθηκε στην –τότε πολυεθνική– Θεσσαλονίκη. Ήταν η ιδανική ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα μακριά από τις ειρωνείες και τον χλευασμό των Αθηναίων, που τα τελευταία χρόνια τον γνώριζαν περισσότερο ως καρικατούρα και λιγότερο ως καθηγητή ξένων γλωσσών.

Στις 21 Ιανουαρίου 1920 μια αγγελία στην εφημερίδα Το Φως της Θεσσαλονίκης γνωστοποιούσε λιτά ότι «Απολυθείς των τάξεων του στρατού, ο έφεδρος αξιωματικός, τέως διερμηνεύς παρά τω Γενικώ Στρατηγείω Σ. Ίβος, καθηγητής ξένων γλωσσών, επαναλαμβάνει τας εργασίας του, 85 Λεωφόρος Νίκης». Και αυτή ήταν η τελευταία φορά που εντόπισα το όνομα του Σωκράτη Ίβου, του πρώτου Έλληνα Κομφουκιστή, στις σελίδες κάποιας ελληνικής εφημερίδας.




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου